ΒΙΒΛΙΟ

Το πτώμα στη βιβλιοθήκη: μια ιστορία της Άγκαθα Κρίστι

Εξασφαλίσαμε μια αποκλειστική προδημοσίευση από το βιβλίο της θρυλικής συγγραφέως που έρχεται από τις εκδόσεις 'Ψυχογιός'.

Τα λόγια είναι περιττά για την ‘Αγκαθα Κρίστι, τη δημιουργό που διαμόρφωσε καταλυτικά την εξέλιξη του αστυνομικού μυθιστορήματος και αποτελεί την δημοφιλέστερη συγγραφέα όλων των εποχών, αφού οι πωλήσεις των έργων της έχουν ξεπεράσει το ένα δισεκατομμύρια αντίτυπα στην αγγλική γλώσσα και το ένα δισεκατομμύριο σε μεταφράσεις. Το πλούσιο συγγραφικό της έργο, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων εξήντα έξι μυθιστορήματα, πολλά από τα οποία έχουν ως ήρωες τον θρυλικό ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό ή τη μις Μαρπλ.

Οι εκδόσεις Ψυχογιός θα κυκλοφορήσουν στις 6 Δεκεμβρίου του πρώτους δέκα τίτλους της σειράς της Άγκαθι Κρίστι και το Popcode σου δίνει την δυνατότητα να διαβάσεις μια αποκλειστική προδημοσίευση του θρυλικού ‘Το Πτώμα στη Βιβλιοθήκη‘.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ

“Κι εγώ πιστεύω ότι, αν όντως έγινε φόνος μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, μπορώ κάλλιστα να τον χαρώ”.

Στις επτά το πρωί, ο συνταγματάρχης Μπάντρι και η σύζυγός του έρχονται αντιμέτωποι με μια δυσάρεστη έκπληξη: υπάρχει ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη τους. Είναι μια νέα ξανθιά γυναίκα, με βραδινό φόρεμα κι έντονο μακιγιάζ, που τώρα πια έχει ξεβάψει στα μάγουλά της. Ποια είναι; Πώς βρέθηκε εκεί μέσα;

Ο συνταγματάρχης Μπάντρι ειδοποιεί την αστυνομία. Η κυρία Μπάντρι ειδοποιεί… τη φίλη της, τη μις Μαρπλ. Η μις Μαρπλ είναι πολύ καλή σ’ αυτά, ίσως εξιχνιάσει πρώτη το μυστήριο. Αυτό, σκέπτεται η κυρία Μπάντρι, δε θα ήταν συναρπαστικό;

Η μις Μαρπλ αναλαμβάνει δράση, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως δεν υπάρχει δολοφόνος ούτε ντετέκτιβ που να μπορεί να τα βάλει με μια γηραιά κυρία η οποία ξέρει όλα τα κουτσομπολιά της περιοχής…

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Ο αστυνοµικός διοικητής Χάρπερ στεκόταν και κοιτούσε την καρβουνιασµένη, άµορφη µάζα από λαµαρίνες. Ένα καµµένο αυτοκίνητο ήταν πάντα αποκρουστικό θέαµα, ακόµα και χωρίς το πρόσθετο, µακάβριο βάρος ενός καρβουνιασµένου πτώµατος.

Το λατοµείο του Βεν ήταν αποµονωµένο, µακριά από κάθε ανθρώπινη κατοικία. Αν και στην πραγµατικότητα δεν απείχε ούτε πέντε χιλιόµετρα σε ευθεία γραµµή από το Ντένµοθ, έφτανε κανείς σε αυτό από έναν στενό δρόµο, γεµάτο στροφές και αυλακιές, ελάχιστα καλύτερο από καρόδροµο, ο οποίος δεν οδηγούσε πουθενά αλλού εκτός από το ίδιο το λατοµείο. Είχε περάσει πια πολύς καιρός από την τελευταία φορά που το είχαν λειτουργήσει και οι µόνοι άνθρωποι που κατέβαιναν τον δρόµο ήταν οι περιστασιακοί επισκέπτες που αναζητούσαν βατόµουρα. Ως σηµείο για να ξεφορτωθεί κανείς ένα αυτοκίνητο ήταν ιδανικό. Θα περνούσαν εβδοµάδες πριν το βρουν, αν δεν είχε τύχει να δει τη λάµψη στον ουρανό ο Άλµπερτ Μπιγκς, ένας εργάτης, στον δρόµο για τη δουλειά.

Ο Άλµπερτ Μπιγκς βρισκόταν ακόµα εκεί, παρ’ ότι όλα όσα είχε να πει είχαν ειπωθεί από ώρα. Συνέχιζε, όµως, να επαναλαµβάνει τη συναρπαστική ιστορία διανθίζοντάς τη µε ό,τι του ερχόταν στον νου.

“Τι βλέπουν τα µάτια µου, είπα, τι να ’ναι αυτό; Μεγάλη λάµψη, ως τον ουρανό. Θα ’χουν ανάψει φωτιά στο ύπαιθρο, λέω, µα ποιος ν’ ανάψει φωτιά στο νταµάρι του Βεν; Όχι, λέω, τούτη δω είναι µεγάλη φωτιά, µα την πίστη µου. Μα τι µπορεί να ’ναι, λέω; Προς τα κει δεν έχει σπίτια, µήτε αγροκτήµατα. Πέρα στου Βεν είναι, λέω, εκεί είναι, µα την πίστη µου. Δεν καλοήξερα τι να κάνω, και να σου, βλέπω τον αστυνόµο Γκρεγκ να σιµώνει µε το ποδήλατο και του λέω το και το. Τότε πια είχε κατακάτσει, µα εγώ του είπα πού ήταν ακριβώς. Προς τα κει, λέω. Μια µεγάλη φλόγα στον ουρανό, λέω. Δε θες να ’ναι καµιά θηµωνιά, λέω; Μπας και της έβαλε φωτιά κανένας αλήτης; Ούτε που σκέφτηκα ποτέ ότι θα ’ταν αυτοκίνητο, πόσο µάλλον ότι κάποιος θα καιγόταν ζωντανός εκεί µέσα. Τροµερή τραγωδία, µα την πίστη µου”.

Η αστυνοµία του Γκλένσαϊρ είχε πιάσει δουλειά. Είχαν ανάψει τα φωτογραφικά φλας και είχε σηµειωθεί προσεκτικά η θέση του καψαλισµένου πτώµατος πριν αρχίσει τη δική του έρευνα ο ιατροδικαστής.

Αυτός πλησίαζε τώρα τον Χάρπερ, τινάζοντας µαύρες στάχτες από τα χέρια του, µε τα χείλη σφιγµένα και ύφος βλοσυρό.

“Πολύ επιµελής δουλειά”, είπε. “Τη γλίτωσε µόνο ένα τµήµα του ενός ποδιού κι ένα παπούτσι. Αυτή τη στιγµή εγώ προσωπικά δε θα µπορούσα να πω αν το πτώµα ανήκει σε άνδρα ή γυναίκα, αν και πιστεύω πως τα οστά θα µας δώσουν ορισµένες ενδείξεις. Το παπούτσι, όµως, έχει µαύρο λουράκι, είναι σαν αυτά που φορούν οι µαθήτριες”.

“Από τη διπλανή κοµητεία, αρκετά κοντά από εδώ”, είπε ο Χάρπερ, “αγνοείται µια µαθήτρια. Ένα κορίτσι γύρω στα δεκάξι”.

“Τότε είναι µάλλον εκείνη”, είπε ο γιατρός. “Το κακόµοιρο το παιδί”.

Ο Χάρπερ είπε άβολα: “Δεν ήταν ζωντανή όταν…”

“Όχι, όχι, δε νοµίζω. Δεν υπάρχουν σηµάδια ότι προσπάθησε να βγει. Το πτώµα ήταν σωριασµένο στο κάθισµα, και εξείχε το πόδι. Θα έλεγα ότι ήταν νεκρή όταν την έφεραν εδώ. Έπειτα έβαλαν φωτιά στο αυτοκίνητο σε µια προσπάθεια να ξεφορτωθούν τις αποδείξεις”. Έκανε µια παύση και ρώτησε: “Με χρειάζεστε άλλο;”

“Δε νοµίζω. Ευχαριστώ πολύ”.

“Ωραία. Να πηγαίνω λοιπόν”.

Αποµακρύνθηκε προς το αυτοκίνητό του µε µεγάλες δρασκελιές. Ο Χάρπερ πλησίασε έναν από τους άνδρες του, έναν λοχία που ειδικευόταν σε υποθέσεις µε αυτοκίνητα.

Εκείνος σήκωσε το κεφάλι.

“Αρκετά ξεκάθαρη υπόθεση, κύριε Χάρπερ. Περιέλουσαν το αυτοκίνητο µε πετρέλαιο κι έβαλαν φωτιά παντού. Στους θάµνους εκεί πέρα βρήκα τρία άδεια µπιτόνια”.

Λίγο πιο πέρα ένας ακόµη άνδρας τακτοποιούσε προσεκτικά µικρά αντικείµενα που είχε ανασύρει από τα συντρίµµια: ένα καψαλισµένο, µαύρο δερµάτινο παπούτσι και µαζί κάποια υπολείµµατα από ένα κατακαµένο, µαυρισµένο υλικό. Όταν ο Χάρπερ πλησίασε, ο υφιστάµενός του σήκωσε το κεφάλι και είπε:

“Ελάτε να δείτε, κύριε Χάρπερ. Εδώ έχουµε την απάντησή µας”.

Ο Χάρπερ πήρε το µικρό αντικείµενο στο χέρι.

“Είναι κουµπί από τη στολή µιας προσκοπίνας;” είπε.

“Μάλιστα”.

“Ναι”, είπε ο Χάρπερ. “Μάλλον όντως έχουµε την απάντηση”.

Ήταν άνδρας σωστός και καλοσυνάτος, κι ένιωσε κάπως άσχηµα. Πρώτα η Ρούµπι Κιν και τώρα αυτό το παιδί, η Πάµελα Ριβς.

Μονολόγησε, όπως είχε ξανακάνει στο παρελθόν:

“Τι έπαθε το Γκλένσαϊρ;”

Η επόµενη κίνησή του ήταν να τηλεφωνήσει πρώτα στον δικό του διοικητή κι έπειτα να έρθει σε επαφή µε τον συνταγµατάρχη Μέλτσετ. Η εξαφάνιση της Πάµελα Ριβς είχε σηµειωθεί στο Ράντφορντσαϊρ, παρόλο που το πτώµα της είχε βρεθεί στο Γκλένσαϊρ.

Η επόµενη δουλειά δεν ήταν διόλου ευχάριστη. Έπρεπε να µεταφέρει την είδηση στον πατέρα και στη µητέρα της Πάµελα Ριβς…