NETFLIX
NETFLIX

Το Rust Valley Restorers μου έμαθε επιτέλους τι σημαίνει καρμπιρατέρ

Το άκρως εθιστικό reality αυτοκινήτων του Netflix με έκανε να κοιτάξω για πρώτη φορά κάτω από το καπό του αυτοκινήτου μου.

Ένας 62χρονος λευκός ψιλο-χίπης, με dreadlocks ως τη μέση και φάτσα που θυμίζει -αν το προσέξεις- τον Larry David, περπατάει νωχελικά μέσα σε ένα καταπράσινο χωράφι γεμάτο εκατοντάδες σκουριασμένα αυτοκίνητα και φόντο λευκά χιονισμένα βουνά. Σε voice-over τον ακούμε να λέει “Το όνομα μου είναι Mike Hall και, τα τελευταία 40 χρόνια, κατάφερα να μαζέψω 400 κλασικά αυτοκίνητα. Αυτά είναι η κληρονομία μου”.

Ένα εντελώς σουρεάλ σκηνικό (η σειρά λαμβάνει χώρα στον Καναδά), ένας bigger than life χαρακτήρας (που όντως υπάρχει και όντως, σύμφωνα με διάφορες πηγές, είναι ‘αυθεντικός’) σε ένα reality αυτοκινήτων που δεν θυμίζει τίποτα άλλο κυκλοφορεί εκεί έξω.

Δεν θυμίζει επίσης ούτε κάτι άλλο που κυκλοφορεί εκεί ‘μέσα’. Στο Netflix εννοώ, που ‘τσίμπησε’ την προβολή της 1ης σεζόν της σειράς από το History Channel Canada. Γιατί μια χαρά είναι το -επίσης ‘φρέσκο’- ‘η χαρά του drifter’ Hyperdrive με τα cameo από την παραγωγό του, Charlize Theron, το ‘όνομα και πράγμα’ Formula 1 -Οδηγός επιβίωσης, το ‘ξαδελφάκι’ Car Masters-Από την Μάντρα στην Χλιδή και όλα τα λοιπά που μου βγαίνουν πλέον -αφού ‘ξεκοκάλισα’ το Rust Valley Restorers σε μια νύχτα- ως προτεινόμενα στο account μου. Αλλά το Rust Bros (όπως ονομάζεται η οικογενειακή τους επιχείρηση) είναι άλλη φάση.

Μιλάμε για μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Ειδικά αν σκεφτείς ποιος είναι αυτός που σου προτείνει να δεις την συγκεκριμένη σειρά. Ένας τύπος, εγώ, που δεν ξέρω όχι απλά τι είναι ή πού βρίσκεται το καρμπιρατέρ, αλλά ούτε καν πώς να φουσκώσω το λάστιχο ή να τσεκάρω τον δείκτη λαδιού στο αυτοκίνητό μου.

Το Rust Bros, όμως, με έκανε (ελαφρώς) άλλο άνθρωπο. Πλέον κοιτάζω, τόσο το δικό μου ‘σαραβαλάκι’ όσο και αυτά των άλλων, με άλλο μάτι. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς μπορείς να μεταμορφώσεις κάτι σε ‘θησαυρό’. Ανοίγω, ρε παιδί μου, το καπό και μπορώ να διακρίνω πλέον τι είναι μηχανή και τι είναι το σασί. Κατανοώ πόσο δύσκολο είναι να βγει η σκουριά. Και, πάνω από όλα, έχω αποκτήσει σεβασμό για όσους τρώνε κόλλημα με το ακριβό σπορ του car restoration.

Για την ακρίβεια πανάκριβο. Τόσο που ο Mike Hall, πίσω στο 2016, προσπάθησε να πουλήσει την επιχείρησή του έναντι 1,45 εκ. δολαρίων. Σκεπτόμενος ότι “Θα είμαι 62 σε λίγο. Ο πατέρας μου πέθανε στα 60. Ακόμη και 10 αυτοκίνητα να φτιάχνω κάθε χρόνο, θα πρέπει να πάω 102 για να φύγουν όλα. Δεν θέλω να πάθω κάτι και να αφήσω την γυναίκα μου και τα παιδιά μου να ψάχνουν να δουν τι θα κάνουν με 400 παρατημένα αυτοκίνητα σε ένα χωράφι”. Αγοραστής δεν βρέθηκε. Βρέθηκε όμως παραγωγός (τον γνώριζε από ένα cameo του στο ντοκιμαντέρ Highway Thru Hell) που του πρότεινε να βγει στην τηλεόραση.

Βέβαια, μεταξύ μας, ο λόγος που το  Rust Valley Restorers είναι τόσο εθιστικό δεν έχει να κάνει τόσο με τα ίδια αυτοκίνητα που βλέπουμε να ανακατασκευάζονται, αλλά με το location (δεν μιλάμε για μια μάντρα κάπου στο Los Angeles, αλλά για μια πράσινη κοιλάδα), τον εκκεντρικό πρωταγωνιστή (ο ορισμός του ‘χύμα’ και του ‘που το έβαλα το ανταλλακτικό’ ανοργάνωτου, παρότι έχει υπάρξει επιτυχημένος επιχειρηματίας) και τους εκκεντρικούς γείτονες (μοιάζει να είναι όλοι οι τριγύρω κολλημένοι με τα παλιά αυτοκίνητα).

Ειδική μνεία στον ‘μου θυμίζεις τον Ron Jeremy’ δευτεραγωνιστή Avary Shoaf, με το χαρακτηριστικό γέλιο ύαινας, που κλέβει την παράσταση από τον τρίτο της παρέας, τον γιο του Mike. Τον μόνο λογικό δηλαδή που προσπαθεί να πείσει τον πατέρα του να πουλήσει κάποιο από τα ”παιδιά’ του προκειμένου να μην φαληρίσει η επιχείρηση.

Βλέπεις ο dreadlock Mike, γνωστός στην περιοχή του ως Rasta Blasta (η κανονική δουλειά του είναι κατεδαφίσεις), που δεν γνώρισε ποτέ αυτοκίνητο που δεν ερωτεύτηκε, συνήθως καταλήγει να ρίχνει πολλά παραπάνω χρήματα στα αυτοκίνητα που φτιάχνει από όσο τελικά τα πουλάει. Κάτι που δεν αποτελεί δείγμα καλής επιχείρησης αλλά που σίγουρα βοηθάει στο να αποτελεί το Rust Bros (την 2η σεζόν του οποίου ζητάνε πολλοί και επίμονα) μια χαρά τηλεοπτική απόδραση. Ακόμη και αν δεν ξέρεις καν πού πέφτει η ρεζέρβα.