ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Το ‘Πέτα τη Φριτέζα’ είναι η οικογενειακή σειρά που μας αξίζει

Όλα όσα έμαθα μετά από υποχρεωτικό binge watching 20 συνεχόμενων ημερών.

Η 9χρονη κόρη μου λατρεύει την ελληνική τηλεόραση. Εγώ, πάλι, όχι. Μια μάχη από την οποία κάθε απογευματοβράδυ βγαίνω, όπως φαντάζεσαι, σταθερά χαμένος, αφού το τηλεκοντρόλ ανήκει σε εκείνη. Σε εκείνη και μόνο εκείνη. Σε τέτοιο σημείο που σκέφτομαι, τώρα στα Χριστουγέννα, να της πάρω ακόμη ένα δώρο. Έτσι για να βρίσκεται.

 

Το τελευταίο της κόλλημα; Το ‘Πέτα τη Φριτέζα’. Μια λαχταριστή (ένεκα του γαστρονομικού πολέμου του ταβερνιάρη μπαμπά Μπέζου και του Μισελενάτου γιου Φάνη Μουρατίδη που βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης) σειρά την οποιά η μικρή ξεκίνησε ψιλο-αναγκαστικά, έχοντας ‘ξετινάξει’ διαδοχικά ‘Μουρμούρα’, ‘Συμμαθητές’, ‘Απαράδεκτους’ (βεβαίως βεβαίως), ‘Λατρεμένους Γείτονες’, ‘Ευτυχισμένους Μαζί’, ‘Σ’ αγαπώ-Μ’αγαπας’ και ‘Παιδική Χαρά’. Ναι, το ξέρω ότι το selection θυμίζει τηλεοπτικό Spotify list με ότι ξεχώρισε -με τα δικά της κριτήρια- από την αυγή της ιδιωτικής τηλεόρασης έως και σήμερα.

 

Μια -καλοφτιαγμένη και με all around ταλαντούχο cast- σειρά που, στην πορεία, εξελίχθηκε απρόσμενα στην οικογενειακή μας ‘μεθαδόνη’, μετά το δράμα που ζήσαμε -και εμείς και άλλες οικογένειες στο σχολείο- όταν τελείωσε απότομα το ‘Σόι μου’. Το κλάμα που έριξε τότε συνολικά η τρίτη δημοτικού στο δημοτικό του Αλίμου, δεν το φαντάζεσαι, σου λέω.

Το αποτέλεσμα; Δεν θυμάμαι πραγματικά την τελευταία φορά που είδα οτιδήποτε άλλο στην τηλεόραση, το απόγευμα που βρισκόμαστε όλοι μαζί, πέρα από Φριτέζα. Και αυτό ενώ ταυτόχρονα έχω γύρω στις 25 ξένες σειρές, από αυτές που μπαίνουν στις top10 λίστες κάθε συντάκτη εδώ μέσα, να ‘αραχνιάζουν’ σε κάποιο εξωτερικό σκληρό δίσκο.

Στην αρχή τσίνισα, το ομολογώ. Ήμουν πολύ ‘ψηλομύτης’ για να δώσω αξία σε κάτι mainstream και ελληνικό. Στην πορεία όμως ο Γιάννης Μπέζος και η παρέα του μου υπενθύμισαν το πόσο δύσκολο είναι να φτιάξεις μια καλή οικογενειακή σειρά. Και, ταυτόχρονα, πόσο εύκολο δείχνει όταν ξέρεις να το κάνεις καλά.

Γιατί η ‘Φριτέζα’, που είναι βασισμένη στην bestseller ισπανική σειρά “El Chiringuito de Pepe”, όντως ξεχωρίζει από το σωρό. Φαίνεται ότι είναι φτιαγμένη με μεράκι και καλό μεσσηνιακό παρθένο ελαιόλαδο (εκεί όπου γυρίζεται, με τα διάσπαρτα πλάνα να σε κάνουν να ανυπομονείς πότε θα έρθει ξανά το καλοκαίρι). Όπως ακριβώς τα καλαμαράκια του Ανδρέα, οι κουτσομούρες του Ανδρέα και όλα τα υπόλοιπα πιάτα που ο επίμονος ταβερνιάρης επιμένει να βαφτίζει με το όνομά του.

Προσοχή. Ναι, ο Μπέζος είναι τεράστιο κεφάλαιο όσον αφορά  τις οικογενειακές τηλεοπτικές σειρές. Ο δικός μας, Bill Cosby, αν θες (πριν μάθουμε πόσο ελεεινό κάθαρμα υπήρξε στην πραγματική ζωή ο original αξιότιμος κος Huxtable). Tη διαφορά, ωστόσο, εδώ έρχεται τελικά και κάνει το πόσο ταλαντούχο είναι το υπόλοιπο cast.

Και σκέψου ότι δεν αναφέρομαι καν σε σταθερές και αναγνωρισμένες αξίες όπως ο Φάνης Μουρατίδης (ο έτερος πόλος της ιστορίας) και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης (που δίνει ρέστα ως ραδιούργος Πασόκος). Ή πληθωρικές γυναίκες που αποδεικνύουν ότι ξέρουν πως να σπάνε πλάκα με τον εαυτό τους όπως η ψαρού Τζένη Μπότση και η τσούχτρα sous chef Πηνελόπη Πλάκα.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πόσο καλά υποδύονται τους -δομημένους και όχι απλά  καρικατούρες- χαρακτηρές τους τα δεύτερα ονόματα στη μαρκίζα. Όπως η πολύπειρη Ελένη Ουζουνίδου ως επαρχιώτισσα καναλάρχισα, ο Ηλίας Μουλάς ως ο καμακο-ξάδελφος με τους τρικέφαλους, ο Λεωνίδας Μαράκης ως ο γιος (με την ευαισθησία να βγαίνει από κάθε πόρο) και, πάνω από όλα, ο Παύλος Πιερρός ως ο γιος του Μισελίν -και εγγονός του Αντρέα- που εκπέμπει σπάνια φυσικότητα (δεν το ξέρω το παλικάρι, αλλά αν πάρω μυρωδιά ότι είναι σε κάποιο θέατρο, αποτελεί όντως λόγο να τον τσεκάρω από κοντά).

Το ακόμη πιο εντυπωσιακό; Ότι τα παραπάνω ισχύουν μόνο για την πρώτη σεζόν, αφού στην φετινή δεύτερη δεν έχω φτάσει ακόμη. Εκεί που στην -ήδη καλή ομάδα- προστίθενται δυο γυναίκες που το ταλέντο τους περισσεύει. Συγκεκριμένα η Νάντια Κοντογιώργη ως η νέα ιδιοκτήτρια και η Ιωάννα Ασημακοπούλου από το Σόι μου ως η ανηψιά της ψαρού που έρχεται να αναλάβει την τράτα και τον Μαμαντού (τον οποίο επίσης υποδύεται με Τζιμ Κάρει επιπέδου ενέργεια ο -με καταγωγή από Ουγκάντα- Στέφανος Μουαγκιέ).

Στο τέλος της ημέρας το ‘Πέτα τη Φριτέζα’ είναι ό,τι ακριβώς γράφουμε στον τίτλο, δηλαδή η οικογενειακή σειρά που μας αξίζει. Ακόμη και αν δεν είναι όλα τα αστεία και οι ατάκες το ίδιο επιτυχημένα. Ακόμη και αν δεν είναι από τις σειρές για τις οποίες μιλάς την επόμενη μέρα στην κουζίνα στου γραφείου. Δεν πειράζει, μιλάνε για αυτήν, ωστόσο, στα δημοτικά σχολεία. Και αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να εκπέμπεις αυθεντικότητα για να το κερδίσεις.