ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Man of science, man of faith

“Δύο παίκτες, δύο πλευρές. Η μία είναι φωτεινή, η άλλη σκοτεινή”. Δέκα χρόνια από την πρεμιέρα του LOST στη μικρή οθόνη, μιλάμε για το δίπολο Jack - Locke.

Πέρασαν πέντε ολόκληρες σεζόν για να πάρουμε την απάντηση στο τι εννοούσε ο Τζον Λοκ στον πρώτο διάλογο που είχε στη σειρά, στη μοναδική του σκηνή στο πρώτο επεισόδιο. Κι όταν πήραμε την απάντηση, ο ίδιος ήταν πια νεκρός. Όμως, η εμφάνιση των δύο πραγματικών παικτών/πλευρών του Lost στο τελευταίο επεισόδιο του 5ου κύκλου δεν ήταν αρκετή για να επισκιάσει ένα πράγμα: το μεγάλο και διαχρονικό δίπολο του Lost ήταν αυτό του Τζακ με τον Λοκ.

Φανερώθηκε σταδιακά στη σειρά και η πρώτη κορύφωση ήρθε στο φινάλε του 1ου κύκλου:

-Νομίζω ότι γι’αυτό εμείς οι δύο δεν καταλαβαινόμαστε κάποιες φορές, Τζακ. Γιατί εσύ είσαι άνθρωπος της επιστήμης.

-Ναι. Κι αυτό τι λέει για σένα;

-Εγώ είμαι άνθρωπος της πίστης.

-Δεν πιστεύω στη μοίρα.

-Ναι, πιστεύεις. Απλώς δεν το ξέρεις ακόμα.

 

Ο Λοκ πίστεψε απ’την πρώτη στιγμή. Πως θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά, όταν μπήκε στο αεροπλάνο παράλυτος και σηκώθηκε ζωντανός, αλλά πάνω απ’όλα υγιής στο νησί. Την πρώτη φορά που μίλησε στον Τζακ του είπε πως μπορεί να γίνει ο ηγέτης που έχουν όλοι ανάγκη και πως αυτό το μέρος είναι διαφορετικό, ξεχωριστό. Τη δεύτερη, στο άνοιγμα της καταπακτής του είπε πως το νησί ήταν αυτό που τους είχε φέρει όλους εκεί, τον καθέναν ξεχωριστά, για συγκεκριμένο λόγο.

Ο Τζακ ήταν ο επιστήμονας που πιστεύει μόνο σ’αυτά που ξέρει, τα υπαρκτά, τα χειροπιαστά και τίποτα δεν ήταν αρκετό για να το αλλάξει αυτό. Έβλεπε το νεκρό πατέρα του να περπατάει στη ζούγκλα, μαύρο καπνό να τρέχει στο νησί, μια καταπακτή μ’ένα κουμπί που σώζει τον κόσμο και μέσα της τον άνθρωπο που είχε γνωρίσει σ’ένα στάδιο πριν από αρκετά χρόνια. Nothing, nada. Καμία ένδειξη αλλαγής, έστω μικρής διαφοροποίησης. Τίποτα δεν συμβαίνει, δεν υπάρχει πεπρωμένο, δεν υπάρχουν θαύματα. Άρνηση.

Πίστη είναι να μη θες να ξέρεις την αλήθεια, σύμφωνα με τον Νίτσε. Ο Τζακ δεν πίστευε, θεωρούσε τρελά όσα άκουγε απ’τον Λοκ και όσα έβλεπε στο νησί, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελε και να μάθει την αλήθεια, αδιαφορούσε πλήρως για όλα. Όταν άνοιξαν την καταπακτή και ήρθαν αντιμέτωποι με το στόρι του κουμπιού που σώζει τον κόσμο, δεν του αρκούσε το να πει πως δεν είναι αληθινό. Είχε νεύρα που οι άλλοι το πίστευαν και έκανε στον Ντέσμοντ την πιο προσβλητική ερώτηση.

-Σκέφτηκες ποτέ πως ίσως σε έβαλαν εδώ κάτω να πατάς ένα κουμπί κάθε 108 λεπτά μόνο και μόνο για να δουν αν θα το κάνεις; Πως όλα αυτά, ο υπολογιστής, το κουμπί, η καταπακτή είναι ένα παιχνίδι, ένα πείραμα;

-Κάθε μέρα.

Φυσικά ο Ντέσμοντ το είχε σκεφτεί, ο Τζακ δεν ήταν ο μόνος που αμφέβαλε. Κι όταν κυνήγησε τον Ντέσμοντ, που το έσκασε απ’την καταπακτή, δεν το έκανε για να πάρει απαντήσεις για το ποιος είναι και το πως βρέθηκε στο νησί. Τον κυνήγησε μόνο και μόνο για να του επιτεθεί ξανά, να του πει πως το κουμπί δεν είναι αληθινό και τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί αν δεν το πατήσουν.

 

Επέστρεψε για να τους πει ποια είναι τα σωστά νούμερα. Και τότε ήρθε αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη ανάγκη του Λοκ. Στον Τζον δεν αρκούσε να πιστεύει. Μέσα του ήξερε πως έχει δίκιο για όλα και πως θα πορευόταν μέχρι τέλους με οδηγό αυτή την πίστη. Αυτό που είχε περισσότερο ανάγκη ήταν να τον πιστέψουν. Να τον πιστέψει ο Τζακ, να σταθεί δίπλα του και να του πει “έχεις δίκιο” ή έστω να συμπράξει χωρίς απαραίτητα να πιστεύει. Να πορευτεί μαζί του, να προσθέσει τη λογική του στη δική του πίστη.

-Γιατί σου είναι τόσο δύσκολο να πιστέψεις;

-Εσένα γιατί σου είναι τόσο εύκολο;

-Δεν ήταν ποτέ εύκολο.. …Δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου, Τζακ, δεν θέλω. Είναι ένα άλμα πίστης.

 

Ο Τζακ του έκανε το χατήρι εκείνη, την μοναδική φορά και έγινε ο πρώτος που πάτησε το κουμπί. Όμως, δεν τον πίστεψε ποτέ σε τίποτε άλλο. Για το νησί, γι’αυτό(ν) που τους έφερε εκεί, για το κουμπί, για το γεγονός πως αυτοί που έρχονται με το πλοίο δεν σκοπεύουν να τους σώσουν, αλλά να τους σκοτώσουν. Αυτή η τελευταία διαφωνία τον έκανε να φτάσει μέχρι και να βάλει το όπλο στο κεφάλι του Λοκ και τραβήξει (ανεπιτυχώς) τη σκανδάλη.

Ο Λοκ τον συγχώρεσε γιατί αυτά ποτέ δεν τον ενδιέφεραν πολύ. Αυτό που τον ένοιαζε μέχρι το τέλος ήταν να πείσει τον Τζακ να μείνει, να τον κάνει να πιστέψει έστω την ύστατη ώρα, τώρα που είχε δικαιωθεί σε τόσα, που είχε στοιχεία πως η πίστη του ήταν σωστή.

-Δεν πρέπει να γυρίσεις σπίτι σου.

-Και τι πρέπει να κάνω; Α, ναι, θυμάμαι. Όταν θα ανοίγαμε την καταπακτή, έλεγες πως η συντριβή του αεροπλάνου ήταν το πεπρωμένο μας.

-Το ξέρεις Τζακ. Το ξέρεις πως είσαι εδώ για κάποιο λόγο, το ξέρεις. Κι αν φύγεις, αυτή η γνώση θα σε φάει τα σωθικά. Μέχρι να αποφασίσεις να επιστρέψεις.

-Αντίο, Τζον.

-Θα πρέπει να πείτε ψέμματα για όλα. Είναι ο μόνος τρόπος να προστατέψετε το νησί.

-Ένα νησί είναι, Τζον. Δεν χρειάζεται να το προστατέψει κανείς.

-Δεν είναι ένα νησί. Είναι ένα μέρος που γίνονται θαύματα. Κι αν δεν το πιστεύεις, περίμενε να δεις τι πρόκειται να κάνω.

-Δεν υπάρχουν θαύματα.

-Τότε, θα πρέπει να δούμε ποιος απ’τους δυο μας έχει δίκιο… …Πες τους ψέμματα, Τζακ. Αν το κάνεις όσο καλά, όσο το κάνεις και στον εαυτό σου, θα σε πιστέψουν.

Ο Τζακ δεν τον άκουσε ούτε εκείνη τη φορά, έφυγε. Κι ακόμα κι όταν είδε το νησί να χάνεται μπροστά απ’τα μάτια του, η άρνησή του παρέμεινε σταθερή. “Όχι δεν το έκανε”, ήταν η απάντησή του στον Χέρλι όταν ο Χιούγκο μονολογούσε για τον Τζον που μετακίνησε το νησί. Λίγα λεπτά αργότερα, αποφάσισε για πρώτη φορά να ακολουθήσει μία απ’τις συμβουλές του Τζον και τους είπε πως πρέπει να πουν ψέμματα.

Εννοείται πως ο Λοκ είχε δίκιο ξανά. Και το θαύμα έγινε και ο Τζακ θα δυστυχούσε μακριά απ’το νησί, θα καταστρεφόταν απ’τα ψέμματα και τις τύψεις, θα έψαχνε τρόπο να γυρίσει πίσω. Ο Λοκ προσπάθησε ξανά στην τελευταία τους συνάντηση, εκτός νησιού. Να του πει να γυρίσουν πίσω, να του πει πως αυτό πρέπει να κάνει, να παίξει και το τελευταίο του χαρτί, να του δώσει χαιρετίσματα απ’τον πατέρα του. Ο Τζακ όχι μόνο αρνήθηκε και την τελευταία φορά, αλλά είπε στον Λοκ πως έχει παραισθήσεις, πως είναι απλώς ένας θλιμμένος μοναχικός γέρος που έπεσε σ’ένα νησί, πως έφυγαν και δεν ήταν ποτέ τους σημαντικοί.

 

Όταν ο Τζακ τον πίστεψε, έτρεξε στην Κέιτ να της πει τα λόγια του Τζον: We have to go back. Στην επιστροφή στο νησί τα έκανε πια όλα σωστά και έκανε την Κέιτ να ανησυχεί “γιατί ακουγόταν σαν τον τρελό”. “Τελικά ίσως δεν ήταν τρελός, τελικά είχε δίκιο”,  απάντησε ο Τζακ, που πλέον πίστευε πως όλοι τους είχαν ένα σκοπό, πως ειδικά αυτός είχε κάτι να κάνει. Δεν ήταν αργά για εκείνον, αλλά σίγουρα ήταν πολύ αργά για τον Λοκ, που είχε πεθάνει μόνος και αποτυχημένος γιατί ο Τζακ δεν τον πίστεψε ποτέ.

Ο Τζον Λοκ μας έμαθε πως η τυφλή πίστη θα σε καταστρέψει ακόμα κι αν είναι σωστή, θα σε κάνει να φαίνεσαι κορόιδο ακόμα κι όταν έχεις δίκιο σε όλα, αν δεν βρεις κάποιον να πιστέψει σ’εσένα, να πορευτεί μαζί σου και να προσθέσει λίγη λογική στο κρασί σου. Ο Τζακ μας έδειξε πως ο άκρατος ορθολογισμός και η άρνηση θα φτάσουν να σε κάνουν να φαίνεσαι χαζός, κομπλεξικός και κακός, πως το να είσαι ο λογικότερος δεν συνεπάγεται πως θα είσαι και σωστός και πως δεν γίνεται να αποφεύγεις αιώνια το άλμα πίστης.

Αργά ή γρήγορα όλοι πιστεύουν, είπε ο Μπεν στον Τζακ λίγο πριν επιστρέψουν, στο διάλογο που είχαν μπροστά στην εικόνα του άπιστου Θωμά. Ο Τζακ ολοκλήρωσε το άλμα πίστης όχι όταν επέστρεψε, αλλά όταν αποφάσισε να ρίξει τη βόμβα και να προσπαθήσει το αδύνατον, να τα σβήσει όλα. Πριν το κάνει, ζήτησε κι αυτός αυτό που ζητούσε πάντα ο Τζον. Να τον πιστέψει έστω ένας, αυτός που μετράει, και η Κέιτ το έκανε. Η πλάκα είναι πως ο Τζακ δεν δικαιώθηκε ούτε τότε, αλλά έμαθε πως αυτό δεν έχει σημασία.

 

Too much faith will kill you και η πλήρης έλλειψή της θα “σκοτώσει” τους άλλους. Σ’όποια πλευρά κι αν ανήκεις, πλησίασε όσο μπορείς την άλλη. Αυτό, πάνω απ’όλα, θέλει από σένα το νησί.