PUBLI

Μετά τον Γιανγκ (After Yang)

10 Μαρτίου στους κινηματογράφους

Σκηνοθεσία/Σενάριο/Μοντάζ: Κογκονάντα

Πρωταγωνιστούν: Κόλιν Φάρελ, Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, Τζάστιν Μιν, Μαλέα Εμμα Τζαντραγουιτζάζα, Σαρίτα Τσάντχερι, Κλίφτον Κόλινς Τζούνιορ, Ρίτσι Κόστερ, Χάλεϊ Λου Ρίτσαρντσον
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Μπέντζαμιν Λόουμπ
Σχεδιασμός Παραγωγής: Αλεξάντρα Σάλερ
Μουσική: Ρουίτσι Σακαμότο, Άσκα Ματσουμίγια
Ημερομηνία Εξόδου: 10 Mαρτίου 2022
Διάρκεια: 1 ώρα και 41 λεπτά

Ο ιδιαίτερος δημιουργός από τη Νότιο Κορέα, που έχει κλέψει τις καρδιές του κοινού και των κριτικών με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο Columbus, επιστρέφει με τη δεύτερη ταινία του, μία συγκινητική και λυρική εξερεύνηση της φύσης της ψυχής και της μνήμης. Ο Κογκονάντα σκηνοθετεί τον Κόλιν Φάρελ βασισμένος σε ένα φουτουριστικό διήγημα όπου τα ανθρωπόμορφα ρομπότ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της οικογένειας. Η εύθραυστη ερμηνεία του Κόλιν Φάρελ συνοδεύεται από τους εξαιρετικούς Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, Τζάστιν Μιν, Μαλέα Εμμα Τζαντραγουιτζάζα, Σαρίτα Τσάντχερι, Κλίφτον Κόλινς Τζούνιορ, Ρίτσι Κόστερ και Χάλεϊ Λου Ρίτσαρντσον. Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών στα πλαίσια του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα, ενώ προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ Σάντανς.

Σύνοψη
Όταν ο Γιανγκ, το αγαπημένο και πολύτιμο ανδροειδές που συντροφεύει την κόρη του Τζέικ (Κόλιν Φάρελ) παθαίνει σοβαρή βλάβη, ο ανήσυχος πατέρας αναζητεί τρόπο να τον επισκευάσει. Στην πορεία, ο Τζέικ ανακαλύπτει ότι η ζωή τον προσπερνά και αναζητά να συνδεθεί ουσιαστικά με τη σύζυγο του (Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ) και την κόρη του.

Official Trailer (YouTube Link): https://youtu.be/uT8ABxlxwUA
Film Materials (Dropbox link): https://bit.ly/34Xl7y7
Facebook Page : https://www.facebook.com/tanweergreece
Instagram: https://www.instagram.com/tanweergreece/

Από διήγημα σενάριο
«Με απασχολεί το φορτίο και η ομορφιά της καθημερινότητας», εξηγεί ο σκηνοθέτης Κογκονάντα, «αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να είσαι κολλημένος ή συγκεντρωμένος».
Αυτή η ένταση είναι στο επίκεντρο του εξαιρετικού κινηματογραφικού του ντεμπούτου, του Columbus. Λουσμένο με την καλοκαιρινή αύρα μίας ήσυχης πόλης στην Ιντιάνα, το Columbus φιλοξενεί χαρακτήρες που έχουν οικογενειακό φορτίο. Παρ’ όλα αυτά, μία διέξοδος παρουσιάζεται κι έτσι οι ήρωες χαράζουν το δικό τους μονοπάτι.
«Για μένα, το Columbus έβριθε από συναίσθημα, αλλά με έναν διακριτικό τρόπο» λέει ο Κόλιν Φάρελ, ο πρωταγωνιστής της νέας ταινίας του Κογκονάντα. «Άφηνε χώρο και είχε μία ευγένεια, μία συμπόνοια μέσα του. Νιώθω ότι ο Κογκονάντα το έχει αυτό σαν άνθρωπος και σαν δημιουργός. Η νέα ταινία το έχει επίσης. Ήταν απολαυστική η συνεργασία μαζί του, την αγάπησα αυτή την εμπειρία».

Πιο τολμηρό και φιλόδοξο το Μετά τον Γιανγκ είναι η εξέλιξη της δημιουργικής διαδρομής του Κογκονάντα. Η ιστορία ανήκει στο είδος της επιστημονικής φαντασίας: μία ιστορία για ρομπότ, τεχνητή νοημοσύνη και κλωνοποίηση, με όλα τα στοιχεία να εξελίσσονται σε ένα μέλλον που έχει σημαδευτεί από την περιβαλλοντική ύβρη.
Στην καρδιά της νέας ταινίας εδρεύει ο ουμανισμός του Columbus εναρμονισμένος με τις κυριολεκτικές και συναισθηματικές αποστάσεις, με τις υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής και τα εσωτερικά πεδία της μνήμης, του χρόνου και της ταυτότητας.

«Το αλλόκοτο στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας ήταν μία πρόκληση για εμένα, γιατί αποκαλύπτει απίστευτες αλήθειες που ξεπερνάνε το παρόν» λέει ο σκηνοθέτης. «Προτιμώ αλήθειες που εδρεύουν στην κανονικότητα. Κι αυτό μου άρεσε στο διήγημα του Αλεξάντερ Γουάινστιν».

Το διήγημα “Saying Goodbye to Yang” διαθέτει οικείες και ριζοσπαστικές ιδέες που χαρακτηρίζουν τα καλύτερα δείγματα της επιστημονικής φαντασίας. Μία προοδευτική αμερικανική οικογένεια έχει υιοθετήσει ένα κοριτσάκι από την Κίνα. Ένα πρωί, ανακαλύπτουν ότι το ανδροειδές που έχουν αγοράσει, που λειτουργεί σαν μεγαλύτερος αδελφός με το όνομα Γιανγκ και προορίζεται για να της μεταδώσει την ασιατική κουλτούρα, έχει χαλάσει. Μπορεί να επισκευαστεί χωρίς να αναστατωθεί η κόρη τους;

«Αγάπησα την καθημερινή φύση αυτής της ιστορίας» λέει ο Κογκονάντα. «Είναι γειωμένη. Πώς θα ήταν αν τα ανδροειδή ήταν εξίσου κοινά με τα τηλέφωνα μας ή με τους ίδιους τους ανθρώπους; Αν η αλήθεια αυτού του φουτουριστικού κόσμου είναι εξίσου κανονική με τις μνήμες που όλοι κουβαλάμε στις συσκευές μας ή στο μυαλό μας; Τι θα συνέβαινε αν ο Γιανγκ αποκάλυπτε αυτό που τελικά ίσχυε από πάντα: ότι είμαστε όλοι συνεχείς καταγραφές της αγάπης, της απώλειας, της ζωής και του ίδιου του χρόνου; Είμαστε όλοι Γιανγκ. Αυτό που ξεκινάει σαν το ενοχλητικό καθήκον του να επιδιορθωθεί μία συσκευή εξελίσσεται σταδιακά σε κάτι υπαρξιακό».

Η ιστορία του Γουάινστιν διαδραματίζεται σε ένα μελλοντικό Ντιτρόιτ, όπου οι κάτοικοι ακόμα αποστρέφονται οτιδήποτε εισάγεται από την Ασία, και όχι μόνο τα αυτοκίνητα. Ένας αδιευκρίνιστος και καταστροφικός πόλεμος έχει πυροδοτήσει διαφυλετικές εντάσεις.
«Ο Γουάινστιν το έχει καταγράψει διακριτικά» λέει ο Κογκονάντα για το υπόβαθρο της ιστορίας, που τον αφορά ως Αμερικανοασιάτη και ως γονέα που έχει ο ίδιος υιοθετήσει παιδιά από την Κορέα. «Στην αρχή, πήρα την εθνικότητα του Γιανγκ τοις μετρητοίς. Αλλά όσο πιο πολύ εξερευνούσα την ιδέα του, κατάλαβα ότι η ασιατικότητα του ήταν κατασκευασμένη από μία εταιρεία. Ήταν ένα κατασκεύασμα ασιατικότητας. Με έναν παράξενο τρόπο, μπόρεσα να ταυτιστώ με αυτό».

Ήταν επίσης η συντομία αυτής της ιστορίας που άρεσε στον δημιουργό. «Λαμβάνει χώρα ως επί το πλείστον σε μία μέρα» λέει ο Κογκονάντα. «Είναι ένα υπέροχο μικρό οικοδόμημα, πολύ καλογραμμένο. Ήξερα ότι θα έδινε μεγάλο περιθώριο να εξερευνήσω τα θέματα που με καταπίεζαν. Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος ή όχι και να υπάρξεις στιγμιαία σε αυτό τον κόσμο;»

Τα διηγήματα είναι γόνιμο έδαφος για εκφραστικούς δημιουργούς που ψάχνουν κάτι παραπάνω από μία πλοκή. Είναι μία παράδοση της επιστημονικής φαντασίας που ξεκινάει από το ορόσημο της Οδύσσειας του Διαστήματος που εξαπλώθηκε από ένα οχτασέλιδο διήγημα του Άρθουρ Σι Κλαρκ και συνεχίζει με το A.I. Artificial Intelligence, που βασίστηκε σε διήγημα του Μπράιαν Άλντις.

Αφού επισκέφθηκε το Ντιτρόιτ σκεπτόμενος να κάνει την ταινία εκεί, ο Κογκονάντα αποφάσισε να μη δεσμευτεί με έναν συγκεκριμένο τόπο. «Άρχισα να σκέφτομαι την ιστορία μέσα από την οπτική των εσωτερικών χώρων, έχτισα τον κόσμο από μέσα προς τα έξω» λέει ο δημιουργός. «Στην αρχή, σκέφτηκα ότι θα βλέπαμε τον έξω κόσμο μόνο μέσα από αντανακλάσεις ή το πλαίσιο μιας πόρτας ή ένα παράθυρο. Τελικά, συμπεριλάβαμε εξωτερικά πλάνα, αλλά η ταινία είναι τοποθετημένη κυρίως σε εσωτερικούς χώρους».

Αυτή τη οικεία αίσθηση του εσωτερικού δεν ντύθηκε με την κλασική φουτουριστική στόφα της συμβατικής επιστημονικής φαντασίας. «Δεν έχουμε οθόνες και μόνιτορ παντού» λέει ο δημιουργός. «Ήθελα η τεχνολογία να είναι αόρατη. Χωρίς καλώδια, χωρίς διακόπτες. Ήθελα το μέλλον να είναι οργανικό, πιο πολύ ξύλο παρά μέταλλο, ένα μέλλον ταπεινωμένο από την κλιματική καταστροφή που έχει ήδη συμβεί».

Ενώ δεν ορίζεται ένας συγκεκριμένος τόπος, ο Κογκονάντα δημιούργησε ένα δυσοίωνο παρασκήνιο που διατηρεί τον υπαινιγμό του Γουάινστιν σε σχέση με μία ταραγμένη κοινωνία. «Δεν είμαστε στο Ντιτρόιτ ούτε στο Σικάγο γιατί όλες οι πόλεις ή έχουν εγκαταλειφθεί είτε έχουν αλλάξει εντελώς μετά την καταστροφή».

Η πρώτη γραφή του σεναρίου ολοκληρώθηκε γρήγορα, σχεδόν σε τρεις μήνες, υπολογίζει ο δημιουργός. Επινοήθηκαν μερικοί καινούριοι χαρακτήρες, καθώς και μία συναρπαστική ιστορία που αποκαλύπτεται στο τέλος. Ήταν πια καιρός να μοιραστεί το σενάριο με τους πιθανούς συνεργάτες του, συμπεριλαμβανομένων των ηθοποιών που θα έπαιζαν τους ανθρώπους, τους κλώνους ή κάτι άλλο εντελώς διαφορετικό.

Οι ηθοποιοί

Αφού έδωσε το όνομα Τζέικ στον αφηγητή της ιστορίας, ο Κογκονάντα μετέτρεψε τον ήρωα του διηγήματος από έναν στρεσαρισμένο χαρακτήρα σε έναν άντρα που ψάχνει την αλήθεια, ποιος ήταν πραγματικά ο Γιανγκ; Ο Κογκονάντα άρχισε να σκέφτεται ποιος είναι ο πρωταγωνιστής του. O Κόλιν Φάρελ ήταν κάποιος που ο δημιουργός μπορούσε άνετα να οραματιστεί για τον ρόλο. «Μου αρέσει η παρουσία του στις ταινίες, τις μικρές και τις μεγάλες. Είναι ένας ποιητής μεταμφιεσμένος σε πρωταγωνιστή».

Ο Φάρελ, που είχε δει το Columbus, είχε θαυμάσει την ήσυχη δύναμη της ταινίας. «Είναι ένας εκπληκτικά μοναδικός σκηνοθέτης» λέει ο Φάρελ. «Όσο προχωράω στη διαδρομή μου σαν ηθοποιός, τόσο εκτιμώ την ικανότητα ενός δημιουργού να δημιουργήσει έναν κόσμο αισθητικής ευαισθησίας και ηχητικού σχεδιασμού. Ο Κογκονάντα είναι κάποιος που έχει όραμα για κάθε πτυχή του κινηματογραφικού του κόσμου. Και το κάνει με πάθος και διαύγεια».

Ο Τζέικ έχει μία τσαγερί, το μελλοντικό αντίστοιχο με το να έχεις κάποιος ένα δισκοπωλείο σήμερα. Είναι ένας αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας. Η κατάρρευση του Γιανγκ πυροδοτεί μία ελαφριά κρίση μέσης ηλικίας στον Τζέικ, μία αναδρομική λαχτάρα να μοιραστεί περισσότερα από τη ζωή του με έναν -περίπου- γιο που έφυγε μόλις.

«Μιλήσαμε για την απόπειρα του Τζέικ να βρει κάτι απτό και αληθινό» λέει ο Φάρελ «και την ίδια στιγμή κάτι που διατηρεί έναν αέρα μυστηρίου. Αυτό εκπροσωπεί ένα φύλλο τσαγιού στα μάτια του. Είναι κάτι που μπορεί να μυρίσει, να αγγίξει, να φυτέψει, να μαζέψει, να μουλιάσει, να προσλάβει. Και ο Γιανγκ εκπροσωπεί την ειλικρίνεια κάποιου άλλου πράγματος, ενός τεχνάσματος».

Ο Γιανγκ είναι ένας χαρακτήρας που γεφυρώνει το παλιό με το νέο. Στις συζητήσεις τους πριν και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Κογκονάντα και ο Φάρελ συζήτησαν το στάτους του Τζέικ μέσα στην ίδια του την οικογένεια. «Η σύζυγος του τα πάει περίφημα στην καριέρα της και ως μητέρα. Εντωμεταξύ εκείνος παλεύει και στους δύο τομείς και αποστασιοποιείται όλο και περισσότερο» λέει ο δημιουργός. «Αλλά υπάρχει νόημα σε έναν πιο οικιακό ρόλο στην οικογένεια; Η υπάρχει ακόμα μία όψη της αρρενωπότητας που πρέπει να ξεπεραστεί;».

Ο σκηνοθέτης θυμάται την προθυμία του Φάρελ να αντιμετωπίσει όλη την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα που η αρχική του δυσαρέσκεια -ο Γιανγκ μπορεί να ήταν απλώς μία χαλασμένη τοστιέρα- κλιμακώνεται σε μία ασαφή απώλεια.

«Ήταν αριστοτέχνης στο να παίζει τις ήσυχες νότες, σαν ένας έμπειρος τζαζίστας που καταλαβαίνει τη δύναμη της αυτοκυριαρχίας και την ομορφιά της απλής νότας που κάνει όλη τη διαφορά» λέει ο Κογκονάντα. «Ήταν ένα δώρο να το βλέπεις και να το ζεις. Ένιωσα δέος».

Ένας άλλος ηθοποιός που ήταν πρόθυμος να βυθιστεί ήταν ο Τζάστιν Μιν, ο ανερχόμενος αστέρας της σειράς “The Umbrella Academy” του Netflix, που υποδύεται τον Γιανγκ με έναν συνδυασμό στωικότητας και αφοπλιστικής ειλικρίνειας, ακόμα κι αν είναι μία λειτουργία του προγράμματος του.

«Ως Αμερικανοασιάτης, αυτές οι ιδέες με απασχολούν» λέει ο Μιν. «Τι σημαίνει να είσαι Ασιάτης; Αρκεί που μιλάω τη γλώσσα; Είναι γιατί έχω μία συγκεκριμένη εμφάνιση; Είναι γιατί ξέρω παραλειπόμενα της ιστορίας; Τι καθιερώνει την ασιατική ταυτότητα; Όλα αυτά εξερευνώνται μέσα από την ιδέα του ασιατικού ρομπότ».

Ο Κογκονάντα και η ομάδα του έψαχναν έναν ηθοποιό που θα διέθετε κάτι απόκοσμο, αλλά όχι σε υπερβολικό βαθμό. «Η φωνή του Τζάστιν έχει κάτι που με υπνώτισε» λέει ο σκηνοθέτης. «Ήταν ο Γιανγκ. Έχει κάτι το ρεαλιστικό και εύθραυστο, αλλά και κάτι απόκοσμο. Στην ταινία μας, ο Γιανγκ είναι ένα μυστήριο και ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν πολλά επίπεδα στον χαρακτήρα».

Ο Μιν θυμάται την πρώτη αντίδραση όταν διάβασε το σενάριο, όταν επέστρεφε αεροπορικώς από διακοπές στη Χαβάη. «Άρχισα να κλαίω σε σημείο που ο διπλανός μου με ρώτησε αν είμαι καλά. Συνδέθηκα σπλαχνικά με την ιστορία».

Η Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ (Queen & Slim) υποδύεται τη σύζυγο του Τζέικ, την Κίρα. Η ταλαντούχα εννιάχρονη Μαλέα Εμμα Τζαντραγουιτζάζα υποδύεται την κόρη Μίκα. Και οι δύο χαρακτήρες αναστατώνονται από την ξαφνική απουσία του Γιανγκ από τις ζωές τους.

Για τη Μίκα, ο Κογκονάντα εξηγεί: «Η Μαλέα ήταν το πρώτο άτομο που έκανε οντισιόν για την ταινία και ήταν ξεκάθαρο ότι είχαμε βρει τη Μίκα μας. Ήταν μόνο 6-7 χρονών τότε».

Με την Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, βρήκαν το τέλειο αντίβαρο για τον Τζέικ του Φάρελ, κάποια που θα μπορούσε να εκπέμπει αυτοπεποίθηση ως η μητριαρχική φιγούρα της οικογένειας, αλλά με την απαραίτητη ευαισθησία. «Η Τζόντι ήταν μία αποκάλυψη» λέει ο σκηνοθέτης. «Είναι πολύ ταλαντούχα και έχει εσωτερικό πλούτο».

«Ο θάνατος του Γιανγκ πυροδοτεί ένα ταξίδι εξερεύνησης για εκείνη. Ο ρόλος απευθύνθηκε σε όλα τα ήσυχα μέρη του εαυτού μου που δεν επισκέπτομαι συχνά. Η Κίρα νιώθει μόνη μέσα στην ίδια της την οικογένεια» λέει η ηθοποιός.

Το καστ ολοκληρώνει η μυστηριώδης Άντα. Στην αρχή μπαίνει κρυφά στο σπίτι του Τζέικ, αλλά εμφανίζεται και στις αποθηκευμένες αναμνήσεις του Γιανγκ. Είναι ένας γρίφος. Είναι συνδεδεμένη με την καρδιά του Γιανγκ. Η Χάλεϊ Λου Ρίτσαρντσον παίζει τον ρόλο, και είναι η ηθοποιός που πρωταγωνιστούσε στο Columbus. Η ηθοποιός παραδέχεται ότι ήθελε να παίξει την Άντα με εμμονή, αλλά και να ξανασυνεργαστεί με τον σκηνοθέτη. «Μου άνοιξε το μυαλό με τη δύναμη που έχει η αυτοσυγκράτηση και πόσο σημαντικό είναι να αφήνουμε τους άλλους να σκέφτονται από το να δίνουμε εμείς όλες τις απαντήσεις».

Χτίζοντας το μέλλον: Ο σχεδιασμός παραγωγής, η διεύθυνση φωτογραφίας, η μουσική
Παρόλο που η ταινία διαδραματίζεται μερικές δεκαετίες στο μέλλον, λαμβάνει χώρα κυρίως μέσα στο σπίτι της οικογένειας: γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, σε ημιφωτισμένες κρεβατοκάμαρες και διαδρόμους. Το σπίτι έπρεπε να είναι ξεχωριστό, ένα σπίτι που συμβαδίζει με την κλιματική κρίση και κινείται στο ύφος του διακριτικού φουτουρισμού.

«Δεν είναι μία κλασική ταινία επιστημονικής φαντασίας με ταξίδια στο διάστημα» λέει ο Φάρελ. «Είναι ριζωμένη σε έναν κόσμο που, παρόλο που δεν κατονομάζεται, είναι αναγνωρίσιμος σε όλους, γιατί δεν διαφέρει πολύ από τον σημερινό. Βρίσκεται στο χείλος ενός κατακλυσμού, έτσι ο κόσμος έχει επιστρέψει σε ένα υβρίδιο αστικού και αγροτικού. Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να καλλιεργούν τις δικές τους σοδειές στις ταράτσες».

Ο Κογκονάντα έλπιζε να βρει ένα σπίτι μοναδικό, αλλά όχι μεγάλο ή πολυτελές, αφού η οικογένεια της ταινίας δεν είναι πλούσια. Τελικά, δεν ήταν κάτι εύκολο. Θα μπορούσαν να βρουν ένα σπίτι με την αισθητική του Τζόζεφ Άικλερ; Ένα μικρό μοντέρνο οικοδόμημα της Καλιφόρνια με την υπογραφή του Τζόζεφ Άικλερ με τα χαρακτηριστικά μεγάλα παράθυρα, τους ανοιχτούς χώρους και τις κεντρικές αυλές. «Μιλήσαμε για ένα δέντρο στη μέση του σπιτιού» λέει ο Κογκονάντα, αναφερόμενος στην αγάπη του για τα κινούμενα σχέδια του Χαγιάο Μιγιαζάκι ο οποίος ενσωματώνει τη φύση στα κάδρα του.
Η τύχη τα έφερε έτσι που βρέθηκαν τρία σπίτια του Άικλερ έξω από τη Νέα Υόρκη, τα μόνα τρία που χτίστηκαν στην ανατολική ακτή. Ένα από αυτά ήταν άδειο.
«Δεν μπορέσαμε να έρθουμε σε επαφή με τον ιδιοκτήτη, οπότε πήγαμε οδικώς και βρήκαμε το σπίτι» λέει η σχεδιάστρια παραγωγής Αλεξάντρα Σάλερ. «Δεν μπορούσαμε να δούμε μέσα, γιατί το σπίτι ήταν έτσι σχεδιασμένο που να είναι πολύ ιδιωτικό και αποκλεισμένο. Οπότε χτυπήσαμε την πόρτα. Κανείς δεν απάντησε. Και ο Κογκονάντα απλώς γύρισε το χερούλι της πόρτας και η πόρτα άνοιξε! Ήταν ένας λευκός καμβάς για εμάς».

«Ήταν πραγματικά τελείως γυμνό, άσπροι τοίχοι, τσιμεντένια πατώματα» θυμάται ο δημιουργός. «Ένιωσα ότι ήταν το σπίτι μας».
Μετά την αρχική παραβίαση ιδιοκτησίας, η παραγωγή εξασφάλισε την επίσημη άδεια από τον ιδιοκτήτη, και ανακαίνισε ολοκληρωτικά το σπίτι για τις ανάγκες ενός σφιχτού γυρίσματος 29 ημερών. «Θέλαμε το δέντρο να είναι ένας από τους χαρακτήρες στην ταινία» λέει η Σάλερ. «Η επιλογή του ήταν πολύπλοκη. Πήγα σε πολλά θερμοκήπια για να δω τα δέντρα η ίδια, μέχρι που βρήκα αυτό που βλέπουμε στην ταινία. Και δεν το κόψαμε στο τέλος. Το φυτέψαμε και το δέντρο θα ζήσει σε αυτό το σπίτι για πάντα». Όπως τα σκηνικά, έτσι και τα κουστούμια σχεδιάστηκαν για να υπονοούν μία απομάκρυνση από τα συνθετικά και μία τάση προς τα ανακυκλωμένα υλικά.

«Μιλήσαμε αρκετά για τη σχέση ανάμεσα στα συναισθήματα, τους ανθρώπους και τον χώρο» λέει ο διευθυντής φωτογραφίας Μπέντζαμιν Λόουμπ (Mandy, Pieces of a Woman), ο οποίος συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Κογκονάντα. Οι δυο τους μοιράζονται την αγάπη για τα μεσαία και τα γενικά πλάνα, ειδικά αυτά του αριστοτέχνη ιάπωνα δημιουργού Γιασουτζίρο Ότζου.
«Έχω βρεθεί συχνά σε καταστάσεις που ο σκηνοθέτης ζητά ένα κοντινό σε πρόσωπο όταν η στιγμή είναι συναισθηματική» λέει ο Λόουμπ. «Αντιθέτως, αυτό μπορεί να χαλάσει τη σκηνή με πολλούς τρόπους. Η γλώσσα του σώματος, η κενότητα, το χάος, αυτά πυροδότησαν τις συζητήσεις μου με τον Κογκονάντα».

«Ένιωσα αμέσως σύνδεση με τον Μπέντζαμιν. Μοιραζόμαστε τις ίδιες ευαισθησίες» λέει ο δημιουργός. «Είχαμε την ιεροτελεστία να τρώμε ράμεν μαζί. Συζητούσαμε για τη ζωή και την προσέγγιση στην ταινία και το σινεμά γενικά. Ο ζωμός που καταναλώναμε ήταν μία αναλογία για τα πάντα».
Μεταφορικά, ο ζωμός των ταινιών του Κογκονάντα είναι η εγκυκλοπαιδική του αγάπη για τις ταινίες: ένα πάθος για τη γλώσσα του σινεμά και ένα χάρισμα που μοιράζεται με τους άλλους. Για χρόνια, ο σκηνοθέτης είχε δημιουργήσει ταινίες μικρούς μήκους εν είδει δοκιμίου με θέμα διαφορετικούς σκηνοθέτες όπως ο Γουές Άντερσον, ο Ντάρεν Αρανόφσκι, ο Χιροκάζου Κόρε Έντα και ο Φεντερίκο Φελίνι.

Η ταινία είναι πλούσια σε κινηματογραφικές αναφορές. Είναι μια ταινία που συνομιλεί με άλλες ταινίες, αλλά και με την ιδέα του τι σημαίνει να υπάρχεις σε αυτόν τον κόσμο. Η κεντρική σκηνή είναι μία οικεία στιγμή ανάμεσα στον Τζέικ και τον Γιανγκ, που πίνουν τσάι στην κουζίνα. Ανακατεύουν τα φύλλα και δοκιμάζουν. Μιλάνε.

Ο Τζέικ μπορεί να θυμάται αυτή τη στιγμή μέσα από το φίλτρο του πένθους, ή μπορεί να είναι ο ίδιος ο Γιανγκ που ξαναπαίζει αέναα τη συζήτηση στην τράπεζα της μνήμης του. Ο Τζέικ αναφέρει ένα απόσπασμα από ένα παλιό, μισοξεχασμένο ντοκιμαντέρ του 2007, το All in This Tea. Η σκηνή προσφέρει ένα συναισθηματικό θεμέλιο που δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής στο ντοκιμαντέρ. Είναι για έναν άντρα που εύχεται να είχε γευτεί πιο συνειδητά αυτές τις στιγμές σαν γονιός; Κάποιος που έχει ονειρευτεί να περάσει μία τέχνη στον γιο του; Και τι συμβαίνει με την ειρωνεία ενός ασιατικού ρομπότ που ξέρει κάθε λεπτομέρεια για την ιστορία του κινέζικου τσαγιού, αλλά δεν μπορεί να το γευτεί ή να το απολαύσει; Μπορείς να ακούσεις τον αντίλαλο του υγρού καθώς καταλήγει στη δεξαμενή του στομαχιού του Γιανγκ.

«Αυτή η σκηνή έχει να κάνει με την απώλεια, με τον θάνατο της αφέλειας και της αθωότητας» λέει ο Φάρελ. «Το υλικό του Κογκονάντα είναι πολύπλοκο και πλούσιο. Ζητάει από τον ηθοποιό να καταθέσει όλη του την ανθρωπιά, όλους τους φόβους, κάθε ελπίδα, όλη την αγάπη που μπορεί να νιώθει».
Μια άλλη κινηματογραφική αναφορά έρχεται με ένα τραγούδι, που τραγουδάει η νεαρή Μίκα στον πατέρα της. Ένα τραγούδι που της έχει μάθει ο Γιανγκ. «Θέλω να είμαι, θέλω να είμαι σαν μια μελωδία» τραγουδάει η Μίκα, αγνοώντας πόσο σπαραξικάρδιος είναι ένας τέτοιος στίχος από το στόμα ενός ρομπότ. Αργότερα, βλέπουμε την Άντα να λικνίζεται στο μπαλκόνι ακούγοντας ένα κονσέρτο, σιγομουρμουρίζοντας τον σκοπό. Είναι μία ακόμα από τις αναμνήσεις του Γιανγκ.

Το τραγούδι που θυμίζει Beatles είναι το Glide, από μία ιαπωνική καλτ ταινία με τίτλο All About Lily Chou-Chou. «Ήταν όνειρο μου να αναστήσω αυτό το τραγούδι» λέει ο Κογκονάντα. «Η ταινία έχει να κάνει με έναν ασιάτη έφηβο που είναι θύμα εκφοβισμού. Βρίσκει καταφύγιο σε αυτή την τραγουδίστρια που είναι σχεδόν μυθική. Παθαίνει εμμονή μαζί της. Αυτό το τραγούδι με είχε στοιχειώσει για πολύ, πολύ καιρό».
Όταν ο σκηνοθέτης προσέγγισε την τραγουδίστρια Mitski για την υπνωτική επενεκτέλεση του τραγουδιού για την ταινία, ανακάλυψε ότι της άρεσε εξίσου το Lily Chou-Chou.

Στην ταινία ακούγεται ένα μουσικό θέμα γραμμένο ειδικά από τον οσκαρικό θρύλο Σακαμότο. «Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Σακαμότο συνέθεσε ένα μουσικό θέμα για την ταινία μας» λέει ο Κογκονάντα. «Είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης και ήταν ένα όνειρο να τον συναντήσω και να του πω τι σημαίνει η μουσική του για μένα».
Ο δημιουργός συνεχίζει: «Η Άσκα ήταν τέλειο συμπλήρωμα για τον Σακαμότο. Κι εκείνη είναι θαυμάστρια του και έχει επηρεαστεί από τη δουλειά του, όχι μόνο ως από τις μουσικές συνθέσεις του για τον κινηματογράφο, αλλά και από την πειραματική μουσική του.

Όπως και ο Σακαμότο, η Άσκα έχει κλασική παιδεία, αλλά στράφηκε στην πειραματική μουσική και τώρα συνθέτει για ταινίες και art installations. Είναι μία δύναμη από μόνη της. Μπόρεσε να πάρει το θέμα του Σακαμότο και να δημιουργήσει όλη τη μουσική υπόκρουση της ταινίας. Μέρος της διαδικασίας της ήταν να δώσει το θέμα του Σακαμότο σε ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης που θα το μετέτρεπε σε κάτι εντελώς καινούριο».

Για τον Κογκονάντα, οι τρόποι που συνδεόμαστε με τη μνήμη είναι σημαντικό μέρος της αφήγησης του. «Με ενδιέφερε η διαφορά ανάμεσα στην ανθρώπινη μνήμη και τις ψηφιακές καταγραφές. Στην ταινία, έχουμε δύο κύριους τρόπους που αναβιώνουμε το παρελθόν: μέσα από τις αντικειμενικές καταγραφές του Γιανγκ και μέσα από τις υποκειμενικές αναμνήσεις του Τζέικ και της Κίρα» λέει ο δημιουργός. «Θυμάμαι μία συγκεκριμένη στιγμή που αποφάσισα να σταματήσω να καταγράφω τις σχολικές παραστάσεις των γιων μου και τις άφησα να μπουν στη ροή της μνήμης μου. Ο φόβος ήταν ότι θα ξέχναγα και δεν θα είχα ξανά την εμπειρία αυτής της στιγμής όπως εμφανιζόταν στον φακό του κινητού μου. Αλλά για μένα, υπάρχει κάτι αξιαγάπητο στον τρόπο που η μνήμη αλλάζει ένα γεγονός καθώς περνάει ο καιρός».