PUBLI

Οι άντρες δεν ξυρίζουν την πλάτη τους

Ένας συντάκτης, που θέλει να κρατήσει την ανωνυμία του, γράφει για την οδυνηρή εμπειρία της αποτρίχωσης.

Όταν είπα ότι θέλω να γράψω αυτό το θέμα, το ONEMAN α) μου έδωσε το βήμα β) μου απάντησε: “βάλε το όνομα σου ρε καραγκιόζη, λες και θα γαμ%@# ποτέ από εδώ”. Με τη σειρά μου φώναξα “ποτέ δεν ξέρεις και μην το γρουσουζεύεις ντάξει” για να συνεχίσει το ONEMAN “ας σταματήσουμε κάπου εδώ αυτό το κακόγουστο αστείο, τελείωνε με το κείμενο”.

Λοιπόν. Για κάποιο περίεργο λόγο η φύση επέλεξε να είμαι αρκετά τριχωτός. Μαλακία, αλλά τουλάχιστον δεν θα κάνω ποτέ καράφλα. Μετά από αυτή τη διαπίστωση, που ισοδυναμεί με άμεσο γκολ ισοφάρισης πριν καλά καλά κοπάσουν οι πανηγυρισμοί της ομάδας του Δαρβίνου, προσπάθησα να ξεχάσω όσα ήξερα και να συμφιλιωθώ με την ιδέα. Και παράλληλα να σκέφτομαι τι μπορώ να κάνω για το “θέμα”, λέγοντας -τουλάχιστον- από μέσα μου ότι “είναι θέμα τεστοστερόνης” και ότι “θα πιάσω αμέσως παιδιά”.

Είμαι από αυτούς τους τύπους, τους “δεν μπορώ να κάνω αλλιώς”, που έπεισαν τον εαυτό τους ότι “το να έχεις τρίχες στο στήθος είναι κάτι καλό”. Οπότε πάμε όλοι μαζί: “Το να έχεις τρίχες στο στήθος είναι κάτι καλό”. Το πραγματικό θέμα είναι η πλάτη. Όχι, για εκεί δεν υπάρχει δικαιολογία. Ούτε σωτηρία, ακόμη κι αν θέλεις να ρίξεις χίπισσα ακτιβίστρια με εμπειρία από “γορίλες στην ομίχλη”. Προσωπική άποψη αγαπητοί, που δεν αφορά τους τύπους που έχουν μια στη δύση και μια στην ανατολή, αλλά για αυτούς που κάνουν χωρίστρα στην ωμοπλάτη.

Κατά καιρούς έχω δοκιμάσει όλες τις μεθόδους, εκτός από το μαστίγωμα και καταλήγω στο συμπέρασμα: “ποια γέννα και μαλακίες”. Μιλάμε για πολύ πόνο! Μη… Μην… Όχι, μην το πεις. Το “μπικίνι” που τάχα πονάει πολύ, αγαπητή, δεν είναι τίποτα μπροστά σε μια πλάτη ενός τετραγωνικού μέτρου (πάρτα ONEMAN, να δεις που θα βγάλω γκόμενα).

Η πρώτη μου επαφή ήταν με την αρχαία μέθοδο βασανισμού που χρησιμοποιούσαν οι Βησιγότθοι, η οποία ακούει στο όνομα “χαλάουα”. Πόσο -μα πόσο- παραπλανητικός τίτλος; Μιλάμε για τη χειρότερη εμπειρία πόνου που έχω βιώσει ποτέ. Το πρώτο “χλαρκ” που συνοδεύτηκε με το δυνατό τράβηγμα της ταινίας εξαπέλυσε συναγερμό σε όλες μου τις αισθήσεις και όλα τα όργανα. Αυτά που μπορούσαν να πονέσουν, πόνεσαν και όλα τα άλλα ίδρωσαν, με το κύμα να ξεβγάζει οδύνη μέχρι τις παρανυχίδες, να γίνεται ανατριχίλα και να κάνει τις τρίχες να στέκονται προσοχή και τη ραχοκοκαλιά να δοκιμάζει ηρωική έξοδο από το σώμα σου. Σε σημείο “πλάκα κάνεις, κάποιο λάθος πρέπει να έγινε”.

“Συγγνώμη, τόσο πολύ πονάει” ρώτησα την ειδικό όταν κατάφερα να μαζέψω φωνήεντα και σύμφωνα. “Πόνεσες, ε”; με ρώτησε και διαπίστωσα αμέσως ότι η θέση του Λάρι Κινγκ δεν κινδυνεύει. “Εεεε, λίγο” ψέλλισα σε μια ύστατη προσπάθεια να το παίξω παλικάρι. Και έσφιξα τα δόντια. Και τις γροθιές.

Το μυαλό μου ταξίδευε. Προσπάθησα να κάνω αυτό που έχω δει στις ταινίες: να ψάξω να βρω ένα “ήρεμο και αγαπημένο μέρος” για να ξεχαστώ. Να βάλω, δηλαδή, το μυαλό μου σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, μην τυχόν και το βρει η σαδίστρια αισθητικός και του αλλάξει και πάλι τα φώτα, όπως έκανε στην πλάτη. Μέχρι το Γκουαντάμο έφτασα και το Αφγανιστάν. Τα συνεχόμενα “χλαρκ” δεν με άφηναν να βγάλω βίζα για αλλού και εγώ προσπαθούσα να συμπιέσω α) τις βρισιές που ήθελα να εκστομίσω κατά παντός υπευθύνου, β) τα σχέδια εκδίκησης για το κακό που με βρήκε και γ) τις φυσιολογικές, καθημερινές αντιδράσεις που με είχαν κατακλύσει, όπως το να ανοίξω το ντουλάπι με τα ποτήρια και να τα σπάω ένα-ένα στο πάτωμα.

Το καυτό κερί έδωσε τη θέση του σε μια δροσερή κρέμα. Το κακό, όμως, είχε γίνει. Το κοκκινωπό δέρμα είχε απαλλαχθεί από τις τρίχες, αλλά αντίθετα είχε κερδίσει χιλιάδες μικρά σπυράκια γεμάτα πύον. “Έτσι γίνεται, θα φύγουν σε λίγες ημέρες” μου είπε και αμέσως σκέφτηκα το ότι “δεν μπορεί να γίνει χειρότερο” είχε σπάσει ένα ακόμη ρεκόρ, σαν τον Σεργκέι Μπούμκα.

Από τότε εγώ κι η χαλάουα ορίσαμε μια πορεία σαν δύο παράλληλες γραμμές, δίνοντας σιωπηρό όρκο να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ.. Οπότε στράφηκα σε άλλες μεθόδους. Η λύση μιας κρέμας που “μαραζώνει” και “σκοτώνει” τις τρίχες ήταν μπροστά στο καυτό κερί σαν βόλτα στο πάρκο. Όχι, όχι. Καλύτερα. Σαν βόλτα στο μεγαλύτερο πάρκο του κόσμου και τον αγαπημένο σου σκύλο, αυτόν που πέθανε όταν ήσουν μικρός, να περπατάει δίπλα σου. Ούτε, ούτε… Σαν βόλτα στο μεγαλύτερο πάρκο του κόσμου και τον αγαπημένο σου σκύλο, αυτόν που πέθανε όταν ήσουν μικρός, να περπατάει δίπλα σου και την Εύα Μέντεζ να σου κρατάει το χέρι και να σε ταΐζει παγωτίνια. Ή γενικά κάτι τέτοιο.

Η όλη διαδικασία διαρκούσε λίγο και εγώ είχα καταφέρει να μηδενίσω τον παράγοντα “πόνο”. Το κακό ήταν ότι κάθε φορά που έστελνα τη “γούνα” σε θάνατο στο θάλαμο με τα χημικά, αυτή επέστρεφε πιο δυνατή. Σαν τις φάσεις στο σχολείο που έπεφτε ξύλο και αυτός που τις έτρωγε έφερνε παρέα.

Ήξερα ότι έπρεπε να το κόψω. Και όπως είχε πει ο….. (βάλε το όνομα από οποιοδήποτε πρεζάκι, οπουδήποτε) “άλλη μια φορά και μετά τέλος”, προσπαθούσα μάταια να σταματήσω. Τελικά τα κατάφερα με τη βοήθεια ειδικού. Όχι αυτού που νομίζεις, αλλά μιας άλλη αισθητικού που με έμπασε στον κόσμο του παλμικού φωτός. Με λόγια γλυκά με αποπλάνησε σαν τη Μελισάνδρη από το “Game of thrones”. Η “μάγισσα του (παλμικού) φωτός” με κορόιδεψε : 10-15 συνεδρίες, είπε. Θα εξαφανιστούν οι τρίχες, είπε. Δεν θα πονέσεις, είπε.

Ε, λοιπόν καμιά σχέση. Και 15 συνεδρίες χρυσοπλήρωσα και πόνεσα και οι τρίχες έβγαιναν μετά από ένα περίπου μήνα. Λιγότερες, όχι τόσο άγριες, αλλά παρέμεναν εκεί: να με ζεσταίνουν και να με ενοχλούν. Το σπορ αποδείχτηκε ασύμφορο: ακριβό και χωρίς αποτέλεσμα. Και οδυνηρό. Που το πας το οδυνηρό. Την πρώτη φορά, “την δοκιμαστική”, η ένταση ήταν ελάχιστη και ουσιαστικά ούτε που έπαιρνες χαμπάρι ότι αυτό το πράγμα αφαιρεί τις τρίχες σου σε κάθε “μπιπ”.

Ναι, αλλά στην πραγματικότητα η φάση ήταν πολύ διαφορετική: σαν την πρώτη ημέρα στον στρατό που σου σερβίρουν μακαρόνια και σου δίνουν να πιεις και κοακόλα. Για να νομίζεις ότι έπιασες την καλή. Όσο περνούσαν οι συνεδρίες ( με εμφανή, αλλά όχι μόνιμα αποτελέσματα) η ένταση -κι επομένως ο πόνος- αυξανόταν και χτύπαγε τα επίπεδα του “αφόρητου”. Χτυπήματα από δυνατό φως προσγειωνόντουσαν στο δέρμα, προκαλώντας το φαινόμενο “Juggernaut”. Τι είναι αυτό; Αυτό που σκεφτόμουν τις ώρες που ένιωθα την (π)άνω γνάθο να γίνεται κάτω, ότι δηλαδή σαν τον ήρωα των “X-Men” που έπαιρνε δύναμη, όσο έπαιρνε φόρα και έχτιζε ένα κάποιο μομέντουμ, έτσι και το παλμικό άλλαζε τα δικά μου φώτα όσο πλήθαιναν τα “χτυπήματα”. Γιατί εκεί που νόμιζες ότι έχεις αποκρούσει την πρώτη μπουνιά, ερχόταν και άλλη. Και άλλη. Και άλλη. Ώσπου τελικά κάθε “μπιμ” έμοιαζε με άπερκατ στο ενοποιημένο -πλέον από το σφίξιμο- σαγόνι.

Κάπως έτσι αποχαιρέτησα και αυτή τη “σωτήρια λύση”. Και για λίγο καιρό το έριξα στα σκληρά. Ξυράφι. Γρήγορο, άμεσο και ανώδυνο. Ό,τι πρέπει, δηλαδή… Μόνο που στη ζωή ισχύει το “αν δεν βρέξεις κώλο, δεν θα φας ψάρι” ή στο πιο εκλεπτυσμένο του το “αγαθά κόποις κτώνται”. Κι άλλα τέτοια μαθήματα ζωής. Κοινώς: όσο λιγότερο πονάει η μέθοδος αποτρίχωσης, τόσο χειρότερα είναι τα αποτελέσματα. Με το ξυράφι οι τρίχα έβγαινε ξανά στη μια βδομάδα και ερχόταν (όπως και στην περίπτωση του “Veet”) με παρέα για να ζητήσει τα ρέστα. Άσε που έπρεπε κάθε φορά να “χώνεις” κάποιον να κάνει τη βρώμικη δουλειά και στα καπάκια να σκουπίζεις κιόλας τον μικρό χαμό που είχες προκαλέσει με την τεστοστερόνη σου και την τριχοφυία σου.

Οι σημαντικές αποφάσεις είναι και δύσκολες… Μοιραία έπρεπε να αναθεωρήσω για το δίπτυχο πόνο/αποτέλεσμα. Τυχαία μια φίλη-φίλης-φίλου που δούλευε σε δερματολόγο βρέθηκε στο διάβα μου. Και με διαβεβαίωσε: “δεν έχει σχέση με το παλμικό φως”. Σίγουρα/μόνιμα αποτελέσματα, ένα είδος πολύτιμου λίθου που μου θύμιζε “Χάρι Πότερ” και η αίσθηση ότι το λέιζερ ακούγεται κάτι το πολύ σοβαρό με έπεισαν.

Ένα άσπρο δωμάτιο ήταν όλο και όλο. Και ένα πράγμα που αποτυπώνει την έννοια “χαρμολύπη”. Από τη μια σου έκαιγε τη σάρκα (εντάξει, υπερβολικός) και από την άλλη σου έριχνε παγωμένο αέρα για να σε γλυκάνει. Όπως έκανε η μάνα μου που μου έριχνε οινόπνευμα και μετά φύσαγε την πληγή όταν ήμουν μικρός ένα πράμα. Μόνο που τώρα δεν μπορούσα να τσιμπήσω την κοπέλα, όπως θα έκανα στην αντίστοιχη περίπτωση στη μάνα μου για αντίποινα.

Το αντίθετο μάλιστα. Ήταν και γνωστή και δεν γινόταν να φανώ φλώρος και να δείξω πως πονάω (που πονούσα). Μοιραία βρέθηκα ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι να σφίγγω τα δόντια και να βάζω στο μυαλό μου ότι είμαι βετεράνος του Βιετνάμ από αυτούς που τους έδιναν να πιουν ένα μπουκάλι μπέρμπον και να δαγκώσουν μια σφαίρα κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Γενικά δεν θα ήθελα να βρεθώ στη θέση να πρέπει να υποστώ επέμβαση δαγκώνοντας μια σφαίρα, αν κρίνω από τις αντιδράσεις μου σε ένα απλό λέιζερ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Η αλήθεια είναι ότι το ακριβό αυτό σπορ του λέιζερ είναι και το πιο αποτελεσματικό. Και -δεν θέλω να το παραδεχτώ αλλά- αυτό που διαγράφει την ιδανικότερη καμπύλη στο διάγραμμα με άξονα ΧΧ’ την αποτελεσματικότητα και ΥΥ’ τον πόνο. Παρά το γεγονός ότι δεχόσουν έναν αλλεπάλληλο συσσωρευτικό βομβαρδισμό από μικρά καψίματα, περισσότερο σαν να τρως μια μικρή σφαίρα από αεροβόλο στην πλάτη, η κατάσταση αντέχεται. Σε σχέση, δηλαδή, με τη χαλάουα μοιάζει με την γνωστή βόλτα στο πάρκο, έστω και χωρίς σκύλο, Εύα Μέντες ή παγωτίνια.

Τι να κάνουμε, όμως… Είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Και καλύτερα να γίνει σωστά και να έχει αποτελέσματα, ειδικά με τις μεθόδους που αποδυναμώνουν την τρίχα και δεν κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Από την άλλη η στιγμή που βρίσκεσαι ξαπλωμένος μπρούμυτα κοιτώντας το πάτωμα (ή το τίποτα), νιώθεις τελείως μόνος. Σαν να μην μπορεί κανείς να καταλάβει τον πόνο που περνάς. Και βλέπεις τον άλλον απαθέστατο να αφαιρεί τις τρίχες από το σώμα σου, χωρίς ίχνος συμπόνοιας. Σαν τον γιατρό που εσύ υποφέρεις στο κρεβάτι του πόνου και αυτός αγέλαστος και ανέκφραστος μιλάει για συμπτώματα και θεραπείες. Ναι, αλλά γιατρέ μου πονάω. Δεν με καταλαβαίνεις;

Όχι ε; Εντάξει. No pain, no gain, που μαθαίνουν και οι Αμερικάνοι στην εκπαίδευση. Φέρτε μου μια σφαίρα να δαγκώσω. Δεν μπορώ να τα έχω όλα. Τουλάχιστον δεν θα κάνω καράφλα.