ΜΟΔΑ

Είσαι πολύ φτωχός για να ψωνίζεις φτηνά

Παράδοξο; Καθόλου, αν σκεφτείς πως σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεσαι ρούχα που δεν θα σε προδώσουν 10 πλυσίματα αργότερα.

Ίσως την έχεις ξανακούσει τη φράση που διάβασες στον τίτλο. Δεν είναι δική μου. Κάπου τη διάβασα κι εγώ, δεν θυμάμαι που. Όχι πως έχει και πολλή σημασία ποιος την πρωτοείπε. Σημασία έχει πως είναι 100% ακριβής. Πάω στοίχημα ότι την είπε κάποιος που, όπως και εγώ, βαρέθηκε να ανοίγει μια γεμάτη ντουλάπα στην οποία δεν βρίσκει τίποτα να φορέσει. Απηύδησε να πηγαίνει τακτικά για ψώνια επειδή τα ρούχα που πρόσφατα αγόρασε μίκρυναν στο πλύσιμο, ξέβαψαν, άνοιξαν οι ραφές τους, έκαναν γυαλάδες στα σημεία τριβής και, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, έδειξαν αυτό που πραγματικά είναι: φτηνά.

Είμαι σίγουρη πως, για να καταλήξει στο παραπάνω σοφό συμπέρασμα, πήρε χαρτί και μολύβι και άθροισε όλα τα €29,99 ρούχα της ντουλάπας του. Και μάλλον διαπίστωσε πως, αν είχε επενδύσει σωστά αυτό το τελικό ποσό, τώρα θα έβρισκε πολλά ωραία πράγματα να φορέσει.

Το shopping δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν ήμουν έφηβη βγαίναμε για ψώνια 2 φορές το χρόνο: μια το Σεπτέμβρη για να αγοράσουμε τις χειμωνιάτικες «πανοπλίες» (πουλόβερ, μπότες, παλτό) και μια την άνοιξη για να αποκτήσουμε τα ανάλαφρα καλοκαιρινά (βερμούδες, μπλουζάκια, πέδιλα). Το σπορ δεν ήταν καθόλου φτηνό: η μαμά μου συχνά αναγκαζόταν να λέει ψέματα στον οικονόμο μπαμπά μου για τις τιμές των ρούχων και να τσοντάρει «από τα δικά της» για να μας αγοράσει αυτά τα «λίγα και καλά» που πίστευε πως πρέπει να έχουμε. Πολλά από αυτά τα ρούχα, που πρωτομπήκαν στη ντουλάπα μου πριν από 13 χρόνια, είναι ακόμη εκεί. Αυτά που δεν είναι εκεί, είναι τα ρούχα που αγόρασα μόνη μου 3 χρόνια πριν. Αυτά μας άφησαν χρόνους.

Ξέρω τι σκέφτεσαι. Πως 13 χρόνια πριν είχαμε λεφτά. Τώρα με τους φόρους και τις περικοπές και τα χαράτσια κανείς δεν έχει όρεξη για σπατάλες, όλοι θέλουμε λίγες και προπάντων οικονομικές αγορές. Ας μην κοροϊδευόμαστε όμως. Δεν ξεκινήσαμε τώρα, μέσα στην κρίση, να ψωνίζουμε φτηνά.  Το πάρτι των ελλήνων καταναλωτών όταν πρωτοήρθαν στη χώρα μας αλυσίδες καταστημάτων οικονομικής ένδυσης μπορεί να συγκριθεί μόνο με το πάρτι που έκαναν οι Έλληνες όταν ο Καποδίστριας έφερε την πατάτα (δεν ξέρω, δεν ήμουν εκεί, αλλά μιλάμε για την πατάτα, λογικά ένας παροξυσμός θα επικράτησε). Αγόρια και κορίτσια γύρισαν την πλάτη στα πρώην αγαπημένα τους καταστήματα για να περάσουν τις γυάλινες αυτόματες πόρτες, να σκάψουν σε βουνά με ανακατεμένα ρούχα, να παίξουν ξύλο στα δοκιμαστήρια και στα ταμεία και να φύγουν τελικά θριαμβευτές, με 4-5 σακούλες ανά χείρας. Και αυτό συνέβαινε σχεδόν κάθε μέρα. Η διαφορά του τότε με το τώρα είναι πως πλέον ο παροξυσμός συμβαίνει Παρασκευές, Σάββατα και στις εκπτώσεις και οι σακούλες έχουν γίνει 2-3.  Mild αλλαγές.

Μέσα στην κρίση όμως, δεν είναι το ίδιο mild οι επιπτώσεις των αγοραστικών συνηθειών μας στην αγορά: όσο οι πολυεθνικές αλυσίδες ένδυσης αναπτύσσονται ραγδαία, το μαγαζάκι στη γωνία κλείνει. Και δυστυχώς λουκέτο δεν βάζει μόνο το γελοίο μαγαζάκι στη γωνία που πουλούσε κακίστης ποιότητας πραμάτεια 10 φορές πάνω από την αρχική τιμή του, αλλά και εκείνο που προσπαθούσε να πουλήσει το αξιοπρεπές προϊόν του σε τιμές που να του επιτρέπουν να πληρώνει το ενοίκιό του, τον υπάλληλο του και να του μένει και ένα κέρδος. Μπήκα πολλές φορές τα περασμένα χρόνια σε τέτοια μαγαζιά. Μου άρεσαν τα ρούχα τους, αλλά δεν τα αγόρασα. Όχι επειδή ήταν πολύ ακριβά, αλλά επειδή δεν ήταν «αρκετά φτηνά». Γιατί να αγοράσεις ένα ζευγάρι παπούτσια με €150 ενώ μπορείς να αγοράσεις 3; Γιατί να πάρεις ένα καλοραμμένο, υψηλής ποιότητας παλτό ενώ, με τα ίδια χρήματα, μπορείς να στήσεις ολόκληρη γκαρνταρόμπα της μιας σεζόν; Μας κακόμαθαν τα καταστήματα με τις γυάλινες αυτόματες πόρτες. Αλλά αυτό είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κακό που συνέβη.

Το πρώτο είναι πως έπεσαν τα στάνταρ μας. Οι αγορές μας πλέον δεν περνάνε από τον αυστηρό ποιοτικό έλεγχο που τους κάναμε παλαιότερα για να αποφασίσουμε ότι αξίζουν τα σκληρά δουλεμένα λεφτά μας. Ποιος κάθεται να τσεκάρει ετικέτες, ποιός τραβάει ραφές, ποιος χαϊδεύει υφάσματα και προβάρει γραμμές; «Τζάμπα είναι, θα το πάρω» είναι η πρώτη σκέψη και δεύτερη δεν υπάρχει, διότι αν το αφήσεις και πας σπίτι να το σκεφτείς, αύριο δεν θα είναι εκεί. Γεμίζουν οι ντουλάπες με ρούχα που τελικά ίσως να μη μας αρέσουν και τόσο, ίσως να μη μας πέφτουν τόσο καλά, ίσως να μην αντέξουν για όσο θα θέλαμε. Και φυσικά ούτε συζήτηση για να στείλεις ένα από αυτά στον ράφτη ή στο καθαριστήριο. Άνοιξε τρύπα; Δεν βγαίνει ο λεκές; Πέταμα και να περάσει το επόμενο. Τα χαμηλής ποιότητας ρούχα δεν μας σέβονται και δεν τα σεβόμαστε ούτε εμείς.

Το τρίτο χειρότερο κακό που συνέβη είναι πως χάλασε η εμπειρία του shopping. Πλέον δεν επισκέπτεσαι ένα μαγαζί της αρεσκείας σου για να διαλέξεις ρούχα που ταιριάζουν στο στιλ σου –  όποιο και αν είναι αυτό, αθλητικό, casual ή επίσημο. Μπαίνεις σε ένα σούπερ μάρκετ ρούχων χωρίς ταυτότητα, που τα προσφέρει όλα: από nylon τσάντα γυμναστηρίου έως γαμπριάτικο κοστούμι. Κάπως σαν το deliverάδικο που πουλάει και πιτόγυρο και γλυκόξινο κοτόπουλο. Θα έπρεπε να σε παραξενεύει πως γίνεται να συνδυάζει και τα δύο, όπως επίσης θα έπρεπε να σε παραξενεύει πως μια μπλούζα κοστίζει όσο ένα γλυκόξινο κοτόπουλο. Είναι γιατί είναι συμπατριώτες – έρχονται και τα δύο από την Κίνα. Δεν θα κάνουμε εδώ κήρυγμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα εργασιακά ethics, όμως καλό είναι να θυμόμαστε πως για να μπορούμε να αγοράζουμε μια βερμούδα με €10, δουλεύουν πυρετωδώς χιλιάδες ανειδίκευτοι (συχνά ανήλικοι) εργάτες έναντι ενός εξευτελιστικού μεροκάματου. Μήπως τώρα βγάζει νόημα γιατί το μικρό brand, που πληρώνει τη μοδίστρα κανονικό μισθό και ένσημα, χρεώνει τη βερμούδα κάτι παραπάνω;  

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: ψωνίζω συνέχεια από τις οικονομικές αλυσίδες καταστημάτων. Για την ακρίβεια, είμαι εθισμένη. Η ντουλάπα μου είναι γεμάτη με το εμπόρευμά τους. Αγαπώ το πώς μου επιτρέπουν με το μικρό μου budget να φοράω κάθε μέρα κάτι διαφορετικό και τους χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη που «εκδημοκράτισαν» τη μόδα. Ρούχα τέλεια αντίγραφα των μεγάλων οίκων, ρούχα που ακολουθούν τα τελευταία trends, ρούχα που θυμίζουν εκείνα στα οποία θα είχα full access μόνο αν έπιανα και τους 6 αριθμούς του Τζόκερ, είναι εκεί και με περιμένουν να τα αγοράσω σε τιμές που κανονικά θα κόστιζε ένα κουμπί τους. Και για να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι όλα τα ρούχα μιας χρήσεως. Από τις οικονομικές αλυσίδες έχω αποκτήσει ανθεκτικότατα τζιν, βαμβακερά πουκάμισα που δεν παθαίνουν τίποτα και είναι ό,τι πρέπει για κάθε μέρα στη δουλειά, σακάκια και παντελόνια που έζησαν πολύ περισσότερο από μια σεζόν. Αλλά επειδή μέρα με τη μέρα φτωχαίνω περισσότερο, λέω να αργήσω να ξαναβγώ στα μαγαζιά. Και όταν το κάνω, να αγοράσω κάτι που θα ζήσει για πάντα.