SAVIKO/Gamma-Rapho via Getty Images
PROFILE

Rick Owens, o Σκοτεινός Άρχοντας που επαναπροσδιορίζει την αντρική μόδα

Πρώην Καλιφορνέζος γκοθάς, νυν Παριζιάνος «λόρδος» και εσαεί ανατρεπτικός, ο 58χρονος δεν παράγει απλά ρούχα, αλλά τέχνη που φοριέται.

Δεν είναι απαραίτητο να διαθέτεις τον τραπεζικό λογαριασμό του Jack Dorsey, του ιδρυτή του Twitter που εδώ και χρόνια ντύνεται αποκλειστικά με δημιουργίες του Rick, όπως και αρκετοί άλλοι tech δισεκατομμυριούχοι που θέλουν να τους αντιλαμβανόμαστε ως αντι-συμβατικούς, για να έχεις την ευκαιρία να φορέσεις κάτι δικό του.

Ούτε να είσαι φασιονίστας, όπως ο χαρακτήρας του Dan Levy (αλλά και ο ίδιος στην πραγματικότητα) του Schitt’s Creek για να αποκτήσεις την ίδια εμμονή με τα πουλόβερ του (και τα κανονικά και αυτά με τις τρύπες ή τους ακαθόριστους όγκους και εξογκώματα).

Επίσης, προφανώς και δεν αναφέρομαι στις πιο εκκεντρικές δημιουργίες του ανθρώπου που δικαίως έχει κερδίσει το παρατσούκλι Lord of Darkness (βλέπε μακριά μαύρα μαλλιά, μακρύ μαύρο παλτό, ψηλές μαύρες μπότες).

Υπάρχουν, ξέρεις, και πράγματα με την υπογραφή του που είναι σχεδόν «καθημερινά». Όπως sneakers, χαμηλοκάβαλες φόρμες (που μοσχοπουλάνε), επικά μακριά  T-shirts και υπέροχα δερμάτινα jackets. Ακριβά μεν, κομψοτεχνήματα δε.

Τώρα που το σκέφτομαι ο πραγματικός λόγος που αξίζει να γνωρίσεις, να εκτιμήσεις και να ερωτευτείς αυτόν τον τεράστιο τυπάρα (αν δεν το έχεις ήδη κάνει) δεν είναι καν τα ρούχα του. Ή τα «προϊστορικά» έπιπλα που επίσης φτιάχνει, τεράστιος φαν των οποίων είναι ο Kayne West. Και αυτό ανεξαρτήτως αν σε παίρνει να τα αγοράσεις, είτε όχι. Το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα του Rick Owens είναι, πάντα και πάντοτε, ο ίδιος ο Rick Owens.

Για το γεγονός ότι, παρά την τρομακτική επιτυχία του, παρά τις ελεγείες που γράφει για αυτόν κάθε δίμηνο το GQ, με αφορμή κάθε καινούργια συλλογή του και έμφαση στην τελευταία (με μότο  “A ROUGH SKETCH OF OUR BARBARIC CONTRADICTORY TIMES”) στην οποία έβαλε τα μοντέλα του -με άσπρα βρακάκια- να εμφανιστούν σαν σούπερ μάτσο ζώα, παραμένει αυθεντικός.

Ένας αυθεντικά weirdo τύπος, που έχει ήδη ζήσει 1.000+1 ζωές, ο οποίος επιλέγει να μεταφέρει τις εμπειρίες του στα ρούχα του. Αποτελώντας ξεκάθαρα έναν από τους πιο ενδιαφέροντες σχεδιαστές στον πλανήτη από τότε που αποφάσισε να αφήσει πίσω το Λος Άντζελες και να μετακομίσει μόνιμα στο Παρίσι πριν από 20 χρόνια (σ.σ. από τότε δεν έχει επιστρέψει εκεί ποτέ).

Παρότι ο ίδιος παραμένει σούπερ-επικριτικός για τον εαυτό του, επιμένοντας να αυτομαστιγώνεται αν και εφόσον θεωρήσει ότι επαναλαμβάνεται ή μένει στάσιμος. Ότι δεν έχει τίποτα νέο να πει και να προσφέρει. Είναι το λιγότερο που θεωρώ και θεωρεί, ότι χρωστάει στον εαυτό του από τη στιγμή που αυτό που πραγματικά θέλει, το να σταματήσει να είναι κατεστημένο και να γίνει και πάλι underground, είναι κάτι το ανέφικτο.

Αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Πάντα θέλεις αυτό που δεν μπορείς να έχεις. Ή, στην περίπτωσή του, αυτό που κανείς δεν πίστευε ότι έχεις δικαίωμα να αποκτήσεις όντας παιδί μιας Μεξικανής μοδίστρας και ενός αλκοολικού πατέρα κοινωνικού λειτουργού που μεγάλωσε σε μια αγροτική κωμόπολη στην San Joaquin Valley, ανακάλυψε τα ναρκωτικά και το αλκοόλ στην εφηβεία του και ξέφυγε εντελώς όταν μετακόμισε στο Λος Άντζελες.

Εκεί όπου, αφού πρώτα αποφοίτησε από μια σχολή καλών τεχνών (και μια ακόμη για ράψιμο) άρχισε να δουλεύει σε μια βιοτεχνία  που έφτιαχνε «μαϊμού» ρούχα ενώ ταυτόχρονα ολοκλήρωνε τη μεταμόρφωσή του σε έναν «skinny λευκό goth με ένα μπουκάλι βότκα στο χέρι».

H πρώτη που πίστεψε σε αυτόν και η οποία συνεχίζει να πιστεύει είναι η νυν σύζυγός του (παρότι ο ίδιος είναι bisexual) Michèle Lamy, η 77χρονη Αλγερινής καταγωγής Γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας, μούσα (μεταξύ άλλων του A$AP Rocky) και γενικότερα ιέρεια του οτιδήποτε μυστηριώδους και αισθητικά προχωρημένου.

Στο δικό της εστιατόριο (το θρυλικό Deux Cafes) γνωρίστηκαν. Για τη δική της σειρά ρούχων ξεκίνησε να ράβει. Στο δικό της σπίτι-στούντιο (24/7 ανοιχτό σε ό,τι πιο εκκεντρικό κυκλοφορούσε στο LA) και υπό τη δική της προστασία έμαθε να κοντρολάρει τις αυτό-καταστροφικές τάσεις του.

Και μαζί της, όταν υπήρξαν θύματα ληστείας υπό την απειλή όπλου, ήταν που αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι, να σταματήσει να πίνει, να αρχίσει να πηγαίνει καθημερινά γυμναστήριο και γενικώς να σοβαρευτεί. Τόσο στη ζωή του, όσο και στη δουλειά, ακόμη και αν εκείνη -τα πάρτι της οποίας παραμένουν θρυλικά- επιμένει να μη φαίνεται και να μη δέχεται κανένα σχετικό credit.

Μια συμβιωτική σχέση ανάμεσα σε δυο sui generis πλάσματα που έχει αποτελέσματα τα οποία όλοι μπορούμε να δούμε. Και, αν όχι να θαυμάσουμε, τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε ότι απέχουν τόσο μακριά από την κοινοτυπία όσο και ο ίδιος ο Rick (και οι καλοραμμένες δημιουργίες του) από την κλασική ομορφιά.

Εκείνο που δεν είναι άμεσα αντιληπτό είναι ότι ο goth δανδής Owens, που παραμένει ένας από τους ελάχιστους σχεδιαστές που του ανήκει ο οίκος του, είναι ταυτόχρονα ένας εξαιρετικά συνειδητοποιημένος επαγγελματίας. Λογικό αν σκεφτείς ότι η επιτυχία του χτύπησε για πρώτη φορά την πόρτα όταν ήταν ήδη 40.

Επίσης, απρόσμενα, ένα πλάσμα ρουτίνας που απαντά στα e-mail με το που ξυπνήσει στις 8, πάει γραφείο στις 11, τρώει στο διπλανό μπιστρό στις δυο, κάνει διάλειμμα για μεσημεριανή σιέστα και μετά δουλεύει ως αργά το βράδυ πριν πάει στο γειτονικό γυμναστήριο. Τα πάντα είναι μια πετριά μακριά. Ένα σύμπαν που το έχει φέρει στα μέτρα του με στόχο τίποτα να μην τον αποσπά από αυτό που γεννήθηκε να κάνει, δηλαδή να δημιουργεί.