Alamy/Visualhellas.gr
ΜΟΔΑ

Η κινηματογραφική ζωή της διαχρονικά σοφιστικέ καμπαρντίνας

Το πιο κομψό πανωφόρι πρωταγωνίστησε πρώτα στο σινεμά και μετά στη μόδα: 5 ταινίες, 5 ήρωες, 5 ηθοποιοί που ανέδειξαν την κλασική γοητεία και τη στιβαρότητά του.

Ήταν το 1942, όταν ο σκηνοθέτης Michael Curtiz παρέδωσε την Καζαμπλάνκα. Ένα αξέχαστο ρομαντικό δράμα και μία από τις πιο θρυλικές ταινίες όλων των εποχών.

Ο Humphrey Bogart υποδύθηκε έναν ιδιοκτήτη καφέ στην Καζαμπλάνκα που ερωτεύεται την «θεά» Ingrid Bergman στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το νουάρ στυλ του έχει μείνει στην ιστορία του σινεμά ως ένα από τα πιο εμβληματικά. Η καμπαρντίνα του, επίσης.

Ο Bogart έχει ταυτιστεί όσο κανένας άλλος σταρ με το μακράν πιο σοφιστικέ αντρικό πανωφόρι. Ήταν άλλωστε εκείνος που το σύστησε κατά μία έννοια στο ευρύ κοινό, αν αναλογιστούμε ότι μέχρι τότε η χρήση του περιοριζόταν αποκλειστικά στο να εξυπηρετεί τις στρατιωτικές ανάγκες.

Η μπεζ καμπαρντίνα του έγινε αυτομάτως σύμβολο φινέτσας, ανοίγοντας τον δρόμο και σε άλλες ταινίες, άλλους ήρωες και ηθοποιούς να γευτούν τη γοητεία και στιβαρότητά της.

Πρώτα όμως, ας κάνουμε μία μίνι ιστορική αναδρομή

Η καμπαρντίνα ονομάζεται gabardine ή trench coat στα αγγλικά. Trench σημαίνει χαράκωμα στα ελληνικά. Αυτό εξηγεί τον λόγο της «γέννησής» της. Κατασκευάστηκε δηλαδή αρχικά για να ντύσει τα βρετανικά στρατεύματα στον Κριμαϊκό πόλεμο, με την πατρότητά της να τη διεκδικούν δύο εταιρείες. Οι απόψεις διίστανται σχετικά με το αν τη δημιούργησε πρώτη η σκοτσέζικη εταιρεία Mackintosh ή η Aquascutum.

Ωστόσο, μία άλλη εταιρεία ή καλύτερα, οίκος μόδας έχει καταφέρει να συνδέσει το όνομά του με εκείνο της καμπαρντίνας. Ο λόγος για τον Burberry, που κατάφερε να χτίσει σχεδόν ολόκληρη την αυτοκρατορία του πάνω στο συγκεκριμένο παλτό.

Η αρχή έγινε το 1888, όταν ο ιδρυτής του, Thomas Burberry κατοχύρωσε την πατέντα ευρεσιτεχνίας της και μπήκε δυναμικά στο παιχνίδι της παραγωγής της για την ένδυση των Βρετανών στρατιωτών.

4 ακόμα ταινίες, ήρωες και ηθοποιοί που ανέδειξαν την καμπαρντίνα

Μία δεκαετία μετά την Καζαμπλάνκα, προσγειώθηκε στα σινεμά το Singing in the Rain σε σκηνοθεσία και χορογραφία των Gene Kelly και Stanley Donen. Ένα μιούζικαλ που με χιουμοριστικό τρόπο περιέγραφε το κλίμα που επικρατούσε στο Χόλιγουντ κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’20 μετά τη μετάβαση από τις βωβές στις ομιλούσες ταινίες. Οι σκηνές με τον Kelly να τραγουδά και να χορεύει στις βροχές, φορώντας πότε κοστούμι και πότε μία αδιάβροχη μπεζ καμπαρντίνα έχουν χαραχτεί στη συνείδηση όλων ως κλασικές.

Το 1960, η καμπαρντίνα φορέθηκε από τον Jack Lemmon σε μία σαφώς πιο μίνιμαλ εκδοχή, χωρίς εξωτερικά κουμπιά, ζώνη στη μέση και επωμίδες. Υποδυόμενος τον μοναχικό χαμηλόμισθο υπάλληλο μίας ασφαλιστικής εταιρίας στη Νέα Υόρκη, που για να εξασφαλίσει την προαγωγή του προσέφερε τη γκαρσονιέρα του σε τέσσερις διαφορετικούς διευθυντές τμημάτων της εταιρίας για να στεγάσουν τις εξωσυζυγικές τους σχέσεις, πρωταγωνίστησε στην Γκαρσονιέρα του Billy Wilder.

Τρία χρόνια αργότερα, η καμπαρντίνα επανήλθε στη μεγάλη οθόνη στην πρωτότυπη και στιβαρή μορφή της. Ο Peter Sellers ενδύθηκε για πρώτη φορά τον επιθεωρητή Jacques Clouseau στον Ροζ πάνθηρα το 1963 και η εικόνα του ταυτίστηκε τόσο με τον διάσημο ήρωα καρτούν, όσο και με το κομψό αντρικό πανωφόρι.

Το 1967, ένας άλλος μύθος του σινεμά, ο ζωντανός θρύλος Alain Delon πρωταγωνίστησε στο αστυνομικό δράμα Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο του Jean-Pierre Melville. Ενσάρκωσε έναν πληρωμένο εκτελεστή που ζητούσε εκδίκηση για την προδοσία των εργοδοτών του. Ένα στιλιζαρισμένο φιλμ νουάρ με τον Delon να δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας και ένα μάθημα στυλ, αναδεικνύοντας την καμπαρντίνα όπως κανείς άλλος πριν από αυτόν: τη φόρεσε με περίσσιο attitude και τη μοναδική αλήτικη φινέτσα του.