ΣΙΝΕΜΑ

Το “Liberté” είναι η ταινία-σκάνδαλο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Τέλη 18ου αιώνα. Μια ομάδα εκδιωγμένων λιμπερτίνων. Δύο ώρες αδιάκοπης σεξουαλικής αγωνίας. Μιλήσαμε με τον προβοκάτορα Αλμπέρ Σέρα για την ταινία που βραβεύτηκε στις Κάννες και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης όπου προβάλλεται.

Τέλη 18ου αιώνα. Σε ένα ξέφωτο ενός δάσους που μπορεί να βρίσκεται μόνο στον κόσμο ενός ονείρου ή και κάπου στην καρδιά της παρηκασμένης Ευρώπης, μια ομάδα λιμπερτίνων που έχουν εκδιωχθεί από το παλάτι του Λουδοβίκου σταματούν για να βρουν το δικό του καταφύγιο. Καθώς χάνεται το φως της μέρας και πέφτει η νύχτα, οι επιθυμίες τους αμβλύνονται και η δίψα τους για απελευθέρωση και φιλοσοφική εξερεύνηση έχει ως αποτέλεσμα ένα ολονύχτιο μαραθώνιο σεξουαλικής παρεκτροπής.

Η ταινία, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών και προβάλλεται στο 60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο μιας -θαρραλέας!- ρετροσπεκτίβας στο έργο του Αλμπέρ Σερά, αποτελεί μια κάποια, εχμ, κορύφωση στο έργο του σκηνοθέτη, ο οποίος ανέκαθεν εμπνεόταν από ιστορικές (ή έστω, εμβληματικές μορφές της λογοτεχνία και της Ιστορίας) για να τις τοποθετήσει σε ένα πλαίσιο που τελικά υπερβαίνει το ρεαλισμό. Από τις περιπέτειες του Δον Κιχώτη μέχρι ένα μινιμαλιστικό πορτρέτο των Τριών Μάγων, μέχρι τη συνάντηση του Καζανόβα με τον Δράκουλα (στο πολυβραβευμένο του “Story of My Death”), ο Σέρα δεν βρήκε τεμηριωμένη σημείο εκκίνησης που να μη μετέτρεψε σε συμβολική ματιά πάνω στο θάνατο, την επιθυμία, και την ελευθερία.

«Δεν θέλω να είμαι μέρος καμίας παράδοσης! Δεν τολμώ να είμαι μέρος μιας παράδοσης, μιας Ιστορίας του σινεμά».

Στο “Liberte”, οι ευγενείς είναι κινηματογραφημένοι σαν φαντάσματα μιας παλιάς Ευρώπης που αργοσβήνει, λίγα χρόνια πριν την γαλλική επανάσταση. Φιλοσοφούν χωρίς ποτέ να καταλήγουν πουθενά, κάνουν σεξ χωρίς κορύφωση, είναι έρμαια μιας επιθυμίας φυλακισμένης, σε μόνιμη ένταση με τα όρια της μοντέρνας κοινωνίας, μια αριστοκρατία ξεπεσμένη, όχι πια παντοδύναμη. Ο Σέρα τοποθετεί το συμβάν στο σκοτάδι, αφήνοντας τη λογική της νύχτας να κυριαρχήσει, στήνοντας το σκηνικό, κατευθύνοντας μαγικά το φως, και αφήνοντας τους ηθοποιούς να χάσουν τους εαυτούς τους, στην άλλη πλευρά της επιθυμίας. Δημιουργώντας τελικά ένα φιλμικό κατασκεύασμα σε μια απόλυτη κατάσταση ονείρου- ούτε ρεαλισμός ούτε υπέρβαση, ούτε ύπνος ούτε ξύπνιος, ούτε εδώ ούτε εκεί, παρά μια αγωνία όμοια με το φευγαλέα στιγμή που νιώθεις πως ξυπνάς και χάνεις τον (ονειρο)κόσμο κάτω από τα πόδια σου, αλλά τα συναισθήματα της στιγμής παραμένουν απολύτως αληθινά.

 

Το σινεμά του βέβαια είναι φύσει προκλητικό, όχι μόνο περιεχομενικά αλλά και ρυθμικά. Το Φεστιβάλ, βάζοντας τη νέα του ταινία στο προνομιακό σλοτ της Κυριακής στις 20.00 στο Ολύμπιον, αποκάλυψε το έργο του σε πολύ κόσμο, εκπληρώνοντας και την επιθυμία του σκηνοθέτη να δει θεατές να φεύγουν από την ταινία- έτσι έμειναν όλοι ευχαριστημένοι! Αλλά πέρα από την πλάκα, τοποθετώντας το “Liberte” στη βιτρίνα, το Φεστιβάλ το μετέτρεψε δεδομένα σε ταινία που τρεις μέρες τώρα συζητιέται σε κάθε ουρά και πάρτυ.

Μιλήσαμε με τον Αλμπέρ Σέρα στις Κάννες τον περασμένο Μάιο για το “Liberte” και για το πώς βλέπει το σινεμά γενικότερα. Η φιλμογραφία του συνεχίζει να παρουσιάζεται στο 60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και τις επόμενες μέρες.

 

AP Photo/Petros Giannakouris

Περίμενα να φύγουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι στη διάρκεια της ταινίας.

Ναι, στις Κάννες είναι νορμάλ αυτό. Περίμενα περισσότερους. Στην πρώτη μου ταινία το 2006 ήταν χίλιοι άνθρωποι στην αρχή και στο τέλος είχαν μείνει τρακόσιοι, αυτό ήταν στα αλήθεια… [γελάει] είμαι συνηθισμένος σε χειρότερα.

Αυτές οι προσδοκίες επηρεάζουν το πώς δουλεύεις ως σκηνοθέτης; Πόσο δύσκολο είναι να επιμένεις στην αγνότητα του σινεμά που θες να κάνεις;

Είναι δύσκολο από την πλευρά της παραγωγής, είναι δύσκολο κι απρόβλεπτο. Κάθε φιλμ είναι πρόκληση στην παραγωγή. Εγώ κάποιες φορές λέω ότι είμαι πιο περήφανος ως παραγωγός για το ότι καταφέρνω τα φιλμ μου να γίνουν πραγματικότητα παρά ως σκηνοθέτης που είναι καλά ή τέλεια αισθητικά. Γιατί η αισθητική πλευρά, δεν ξέρω, νιώθω ότι είναι μέρος του ταλέντου μου και δεν αισθάνομαι ποτέ ότι είναι πρόκληση. Έχω προσωπική σιγουριά σε αυτό το επίπεδο. Δεν ξέρω, πάντα θα δουλεύει. Ίσως να μη μπορώ να κάνω κάτι όπως ο Λαβ Ντίαζ ή ο Απιτσατπόνγκ που είναι αδύνατον να κάνουν κακή ταινία αλλά ένα καλό ή πολύ καλό ή ενδιαφέρον ή λιγότερο ενδιαφέρον πράγμα, αλλά πάντα θα είναι κάτι. Αλλά σαν παραγωγός το να τα καταφέρω, με εντυπωσιάζει κάποιες φορές η δουλειά που έχω καταφέρει να κάνω.

«Η τέχνη δεν είναι μόδα, είναι κάτι που λειτουργεί σε βάθος χρόνου, δεν πάει με τη σεζόν».

Είναι δύσκολο, αλλά κάθε φορά θα βρεις έναν νέο τρόπο να κάνεις σινεμά. Και η ιδέα του εθνικού σινεμά έχει εξαφανιστεί πλέον. Εκτός από τη Γαλλία, το τελευταίο μέρος που υπάρχει σύστημα που λειτουργεί για τον auteur, με καλλιτεχνικές ταινίες. Δεν ξέρω, τώρα υπάρχουν συμπαραγωγές και μπορείς να βρεις λεφτά σε πολλές χώρες και έχεις να σκεφτείς όλο τον πλανήτη. Δεν σκέφτεσαι καν την κυκλοφορία σινεμά στη χώρα σου. Προφανώς είναι σημαντικό να βγει, αλλά οι χώρες πια είναι απαρχαιωμένες σαν ιδέα.

Από αυτή την πλευρά μπορείς να κάνεις φτηνότερα φιλμ, εξαρτάται κι από τη φιλοδοξία της ταινίας. Ποτέ δε χάνω τη φιλοδοξία να βρω ένα ευρύτερο κοινό, αλλά δε θέλω να θυσιάσω κάτι από τις φορμαλιστικές προκλήσεις. Είναι η τιμή που πρέπει να πληρώσεις, αν πρέπει να το κάνεις πιο συμβατικό ως αισθητική δουλειά. Πρέπει να κρατάς την πίστη και να έχεις υπομονή και κάποιες φορές τα πράγματα δουλεύουν εύκολα και κάποιες όχι.

Το πρότζεκτ που ονειρεύομαι να κάνω είναι ακριβό, λέγεται “I Am an Artist”, είμαι σίγουρος ότι θα είναι το σπουδαίο μου έργο. Είναι για έναν νέο καλλιτέχνη στο σήμερα και είναι μια ταινία που προσπαθώ να κάνω παραγωγή και γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Δεν νιώθω απόγνωση, κάνω άλλα πράγματα και μια μέρα αργά ή γρήγορα θα γίνει. Το σημαντικό είναι να πιστεύεις πεισματικό σε αυτό που κάνεις και πως αυτό που κάνεις έχει αληθινή αξία.

Αναφέρθηκες στη διεθνοποίηση του σινεμά, σε αυτό έχει μεγάλο ρόλο και το streaming.

Και τα Φεστιβάλ, τα πάντα!

Ναι, και το ίντερνετ γενικότερα, πώς μιλάμε για τα Φεστιβάλ, πόσο γρήγορα–

Διαδίδεται όλη η πληροφορία, ναι!

Πριν 10 χρόνια θα ήταν πολύ δύσκολο να συζητήσουμε με ανθρώπους για το σινεμά σου, δεν έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, τώρα μπορείς να ποστάρεις από σκρίνσοτ μέχρι αναλύσεις, βίντεο….

Συμφωνώ απόλυτα! Είναι καλύτερα τώρα για νεαρούς σκηνοθέτες. Κάποιες φορές πάω σε masterclass, δεν μου αρέσει να διδάσκω αλλά 1-2 μέρες το πολύ πάω, μιλάω, και λέω σε πολλούς που ανησυχούν, πώς θα κάνω την ταινία μου, τι θα κάνει, πού θα πάει, λέω μην ανησυχείς, σήμερα με την πληροφορία και την διάδοσή της είναι κυριολεκτικά αδύνατον να κάνεις μια καλή ταινία και να μην θέλει κανείς να τη δείξει. Αν είναι καλό, ξέρουμε τους προγραμματιστές σε μεγάλα Φεστιβάλ, είναι έξυπνοι άνθρωποι, ένας μπορεί να κάνει το λάθος, δύο μπορεί, αλλά όχι εφτά. Δεν θα κάνουν εφτά άνθρωποι το λάθος να μην διαλέξουν το φιλμ σου. Αν κάνεις καλή ταινία θα παιχτεί σε ένα πολύ καλό μέρος.

Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους νέους αλλά και για αυατούς που ήδη υπάρχουν, κάποιες φορές είναι δύσκολες δουλειές, που μπορεί να μην γίνουν κατανοητές από όλους, πρέπει να το αποδεχτούμε αυτό. Ή μπορεί να κάνει κάποιος περίεργες ταινίες που δεν είναι τόσο προφανής η ποιότητά τους εκείνη τη στιγμή. Αλλά είμαι συνηθισμένος σε αυτό.

Κι ούτε μπορείς να υποκύπτεις σε αυτή τη νέα τυραννία της επιτυχίας, έχει γίνει λίγο μόδα, πρέπει να πουλήσεις πολλά πράγματα σε πολύ κόσμο. Η τέχνη δεν είναι μόδα, είναι κάτι που λειτουργεί σε βάθος χρόνου, δεν πάει με τη σεζόν. Δεν ξέρω, πρέπει να έχεις πάθος.

Χαίρομαι που το λες αυτό γιατί ήθελα να σχολιάσω το πώς οι ταινίες σου δεν μοιάζουν να είναι μέρος καμίας απολύτως τάσης, είναι κάπως σα να οφείλουν πράγματα μόνο η μία στην άλλη.

Είναι το δικό μου σώμα έργου, ναι!

Πόσο εύκολο είναι να μπορείς να κρατάς αυτό το έργο τόσο αυτόνομο τώρα που όπως συζητούσαμε είναι ευκολότερο από ποτέ να επηρεαστείς από το παραμικρό πράγμα την κάθε μέρα;

Επηρεάζομαι πολύ από την τέχνη, την μουσική, τους φίλους μου. Όχι την κριτική. Όχι πολύ. Από τα ‘60s, ‘70s, είχα διαβάσει κριτικές. Διαβάζω κυρίως πράγματα από το παρελθόν. Αλλά τώρα ακολουθώ μόνο τους σκηνοθέτες που αγαπώ. Δεν είμαι πια το είδος του σινεφίλ που ήμουν στο παρελθόν, έβλεπα τα πάντα. Τώρα δεν θέλω να είμαι φυλακισμένος του σινεμά, προσπαθώ να είμαι πιο ανοιχτόμυαλος στις επιρροές μου ώστε να δημιουργήσω εικόνες που δεν μπορούν να συνδεθούν με τις εικόνες άλλων σκηνοθετών, ακόμα και σκηνοθετών από το παρελθόν.

Και νομίζω πως έχω βγάλει κάτι ενδιαφέρον από αυτό, γιατί αν δεις τις ταινίες μου, ξέρεις, πού έχεις δει κάτι παρόμοιο; Ποιες εικόνες, ποιον σκηνοθέτη, ποια ίχνη ποιου σκηνοθέτη μπορείς να αισθανθείς εδώ; Είναι πολύ δύσκολο. Οπότε δεν ξέρω. Ακόμα και επιρροή από Στρομπ που έχω, ακόμα και Μπρεσόν, δεν νομίζω να μπορείς να τους διακρίνεις. Δεν ξέρω, για μένα για να μείνεις ζωντανός πρέπει να μην έχεις τόσο μεγάλη εμπλοκή με το σινεμά και να κρατάς την αθωότητα να δημιουργείς εικόνες που απαντούν στις δικές σου ερωτήσεις κι όχι άλλων. Και δεν θέλω να είμαι μέρος καμίας παράδοσης! Δεν τολμώ να είμαι μέρος μιας παράδοσης, μιας Ιστορίας του σινεμά.

«Η λογοτεχνία, ο γραπτός λόγος, είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή. Και έμμεσα μπορεί να δημιουργήσει ή να βοηθήσει να δημιουργηθούν διαφορετικά είδη εικόνων από το να επηρεάζεσαι μονίμως από σύγχρονες εικόνες ή το ίντερνετ».

Στην πραγματικότητα είναι σημείο-κλειδί της στάσης μου, και είναι περίεργο να το εξηγώ αυτό εδώ, αλλά δεν σέβομαι τους σκηνοθέτες και την κινηματογράφηση. Σέβομαι μόνο συγγραφείς και λογοτεχνία. Το εσωτερικό μου… Για μένα είναι εύκολο να έχω αυτή τη στάση απέναντι στην ίδια μου τη δουλειά και τις εικόνες μου. Να απορρίπτω αυτό που κάνω. Θα ήθελα να είμαι συγγραφέας, είναι το μόνο που σέβομαι. Σέβομαι ακόμα περισσότερο έναν κριτικό που γράφει μια έξυπνη ανάλυση της ταινίας μου, προτιμώ αυτό το κείμενο από την ίδια μου την ταινία. Η λογοτεχνία, ο γραπτός λόγος, είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή. Και έμμεσα μπορεί να δημιουργήσει ή να βοηθήσει να δημιουργηθούν διαφορετικά είδη εικόνων από το να επηρεάζεσαι μονίμως από σύγχρονες εικόνες ή το ίντερνετ.

Και μετά υπάρχει η μουσική, οι φίλοι, οι άνθρωποί μου που με βοηθούν.

Η αγάπη σου για τη λογοτεχνία συνδέεται με το πόσο σε ενθουσιάζουν τα ιστορικά πρόσωπα;

Μπορεί, μπορεί, μπορεί. Όταν προσπαθώ να κάνω ιστορικό fiction σέβομαι τις φιγούρες και την αλήθεια στην αρχή, αλλά μετά προσπαθώ να ξεχάσω τα γεγονότα. Και μετά πραγματικά εστιάζω στις εικόνες. Αλλά γενικά νομίζω είναι καλό να μην παίρνεις σοβαρά τον εαυτό σου. Γιατί οι ταινίες μου χαρακτηρίζονται από κάποια ειρωνική ένταση. Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο. Είναι πολύ σοβαρό το σινεμά μου, πολύ αυστηρό, αλλά ταυτόχρονα ποτέ προσποιητό. Είναι ελαφρύ. Είναι αυτή η ισορροπία, ότι απορρίπτοντας την ίδια μου την δουλειά βοηθάει να κάνω αυτές τις εικόνες πιο πλούσιες. Η ειρωνική πλευρά βοηθάει να κάνει τα πάντα διαφορετικά.

Υπάρχουν σκηνοθέτες που θαυμάζω αλλά παίρνουν αυτό που κάνουν τόσο σοβαρά! Και τις εικόνες τους. Αλλά δε νομίζω πως μπορείς να είναι κινηματογραφιστής και ΑΛΗΘΙΝΟΣ καλλιτέχνης όπως είναι οι λογοτέχνες, για μένα. Γιατί να είσαι τόσο προσποιητός; Δε θα πετύχεις κάτι τόσο σημαντικό από ιστορική σκοπιά.

Πάντως θαυμάζω πολύ αυτό που πετυχαίνεις τεχνικά, το staging και το πώς χρησιμοποιείς το φως είναι πέρα από λόγια. Πώς προσεγγίζεις το έργο από καθαρά τεχνική σκοπιά;

Ναι, και είναι πολύ δύσκολο. Σε αυτή την περίπτωση, μιλάμε για ένα όνειρο, είναι όλα στη διάρκεια της νύχτας, οπότε έχουμε μια λογική της νύχτας όπου κάθε σου ένστικτο είναι πιο έντονο, υπάρχει άλλη λογική από τη διάρκεια της μέρας, ειδικά όταν μιλάμε για επιθυμία, για σκοτεινά όνειρα ή επιθυμίες. Οπότε υπάρχει ένας κατασκευασμένος νοητικός κόσμος, ο κόσμος της νύχτας, που τον δημιουργείς στο μυαλό σου. Η ιδέα ήταν αυτό που βλέπουμε να είναι λίιιιιγο κατασκευασμένο στην αρχή και να γίνει πιο τεχνητό όσο φτάνουμε προς το τέλος, που χάνουμε λίγο χρώμα, γίνεται αποκορεσμένο στο τέλος. Αλλά στην αρχή πρέπει να είναι οργανικό. Οργανική προσέγγιση στον χώρο, οι ηθοποιοί να είναι σε ένα αληθινό μέρος, με αληθινά γυμνά σώματα, σε μια αληθινή ατμόσφαιρα. Πολύ σημαντικό αυτό. Δεν θα είχε το ίδιο feel να το κάνεις στο στούντιο.

Για μένα αυτή η ασάφεια ήταν πολύ σημαντική, ένα φως που είναι τεχνητό αλλά και λίιιιγο οργανικό, να υπάρχει λίγη διακύμανση. Δημιουργείται έτσι μια ιδέα ονείρου, ενός ονείρου που δεν είναι αληθινό αλλά την ώρα που το ονειρεύεσαι νομίζεις πως είναι αληθινό. Και είναι κάτι πολύ δεμένο στη γη. Μου αρέσει αυτή η αμφισημία. Το φιλμ έχει δεμένη μέσα του αυτή την ιδέα πως δεν ξέρεις τι έχεις δει, τι έχεις φανταστεί, τι έχεις ακούσει. Το φιλμ θα μπορούσε να συνεχίζεται για πάντα. Είναι περίεργα μονταρισμένο, αλλά δεν είναι βαρετό. Θα μπορούσες να περάσεις ώρες ακόμα εκεί. «Τι έρχεται μετά;»

 

*Το “Liberte” και το σύνολο του έργου του Αλμπέρ Σέρα παρουσιάζεται στο 60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ως την Κυριακή 10 Νοεμβρίου. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 72ου Φεστιβάλ Καννών.

***

Class of ’99: Το αφιέρωμά μας στο θρυλικό σινεμά του 1999 ολοκληρώνεται στο νέο επεισόδιο του POP για τις Δύσκολες Ώρες, με τις 35 ταινίες που διαμόρφωσαν την καλύτερη χρονιά του κινηματογράφου!