
Αλέξης Σταμάτης: «Ό,τι γράφεται, αν δεν πονάει, δεν μένει»
Με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα ο συγγραφέας ανατρέχει στα βιβλία που τον έχουν σημαδέψει ως πεζογράφο και όχι μόνο.
- 2 ΙΟΥΝ 2025
Από τότε που ήταν μικρό παιδί και ένα ξακουστό παραμύθι έμεινε σαν ηχώ μέσα του, μέχρι σήμερα που στις σελίδες ενός μυθιστορήματος έχει βρει μια περίεργη παρηγοριά, ο Αλέξης Σταμάτης ανατρέχει σε όλη του τη ζωή μέσα από τα βιβλία -ελληνικά και ξενόγλωσσα, μυθιστορήματα και ποιήματα- και τους συγγραφείς που μέχρι σήμερα την έχουν αλλάξει. Ή, αν προτιμάτε, τα βιβλία και τους συγγραφείς που τον έχουν «μετατοπίσει» ως άνθρωπο άρα και κατ’ επέκταση ως πεζογράφο.
Αφορμή το δικό του νέο βιβλίο, Το παιδί και ο Άγγελος, το πρώτο του που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, με το οποίο επιστρέφει στη μυθιστοριογραφία μετά το αυτοβιογραφικό Εγώ είμαι ένας άλλος (Καστανιώτης, 2023).
«Η γραφή δεν είναι επιστροφή, αλλά τρόπος να μείνεις» λέει και κοιτάζει προς τα πίσω.
5 ετών: Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερί – Ο Μικρός Πρίγκιπας
Η πρώτη μου επαφή με κάτι που δεν ήταν μόνο αφήγηση αλλά σιωπηλό ερώτημα. Δεν καταλάβαινα το νόημα, μα ένιωθα τη βαρύτητα του βλέμματος πίσω από τις λέξεις. Το τριαντάφυλλο, η αλεπού, το μικρό παιδί που φεύγει – όλα έμειναν σαν ηχώ μέσα μου. Με σημάδεψε η ιδέα πως η φαντασία δεν είναι φυγή, αλλά τρόπος να αναγνωρίζεις το ουσιώδες μέσα στο εφήμερο.
10 ετών: Τσαρλς Ντίκενς – Όλιβερ Τουίστ
Η πρώτη φορά που ταυτίστηκα με έναν ήρωα που δεν ήταν «ήρωας». Ο Όλιβερ με συγκίνησε γιατί ήθελε απλώς να αγαπηθεί. Ο κόσμος του Ντίκενς ήταν σκληρός, υπόγειος, γεμάτος ανθρώπους που παλεύουν με τη φτώχεια, την εξουσία και την ανάγκη. Μέσα σε όλα αυτά, ένα παιδί κράταγε το φως. Αυτό το φως με ακολούθησε – όχι ως αισιοδοξία, αλλά ως πίστη ότι και η αδικία μπορεί να γίνει αφήγηση.
15 ετών: Αρθούρος Ρεμπώ – Άπαντα
Ο Ρεμπώ έσκασε μέσα μου σαν καταραμένος ήλιος. Δεν καταλάβαινα όλα όσα έλεγε, αλλά καταλάβαινα ότι τα έλεγε από αλλού. Η γλώσσα του ήταν σώμα, ξέσπασμα, άρνηση. Μου έμαθε πως η ποίηση δεν είναι ωραίες λέξεις – είναι το σπάσιμο της λέξης. Εκεί κατάλαβα ότι μπορείς να μην ανήκεις πουθενά και αυτό να είναι ταυτότητα. Ήταν η πρώτη φορά που είπα: θέλω να γράψω όχι για κάτι, αλλά για να γίνω κάτι.
20 ετών: Διονύσιος Σολωμός – Άπαντα
Ο Σολωμός δεν μου έμαθε απλώς ελληνικά. Μου έδειξε πώς η γλώσσα γίνεται έδαφος, και το ποίημα μια διαδικασία ανασκαφής. Στα αποσπάσματα, στους Στοχασμούς, στο ασυμπλήρωτο, ένιωσα για πρώτη φορά πως η γραφή είναι κόπος εσωτερικός. Η στίξη του, η καθαρότητα και η ρωγμή μαζί, έγιναν για μένα εργαλεία – όχι τεχνικά, αλλά υπαρξιακά. Ό,τι γράφεται, αν δεν πονάει, δεν μένει.
25 ετών: Τόμας Πίντσον – Η Συλλογή των 49 στο Σφυρί
Μια παράνοια ευφυΐας. Σαν να με παρέσυρε ένας ποταμός από σήματα, αναφορές, υπονοούμενα. Ο Πίντσον με παρέσυρε στο παιχνίδι του νοήματος – ή της απουσίας του. Το σύμπαν του ήταν μηχανισμός και παραισθησιογόνο μαζί. Κατάλαβα ότι η αφήγηση δεν χρειάζεται να κλείνει: μπορεί να είναι μια σπείρα, ένας λαβύρινθος χωρίς έξοδο. Η Oedipa Maas ήταν εγώ, ψάχνοντας κάτι που ίσως δεν υπάρχει, αλλά αξίζει να το κυνηγήσεις.
30 ετών: Κόρμακ Μακάρθι – Ματωμένος Μεσημβρινός
Σκληρό, βιβλικό, ανελέητο. Το διάβασα με κομμένη ανάσα. Εκεί κατάλαβα πως η λογοτεχνία μπορεί να είναι βία και προσευχή ταυτόχρονα. Ο Δικαστής έμεινε σαν φιγούρα από πίνακα του Γκόγια, η γλώσσα του ΜακΚάρθι σαν πέτρα μέσα στο στόμα. Η πρόταση δεν εξηγεί, δεν παρηγορεί – φέρει απλώς τη συνείδηση της καταστροφής. Με συγκλόνισε ο τρόπος που ο τρόμος γίνεται τέχνη, και η τέχνη, επιβίωση.
35 ετών: Μαρσέλ Προυστ – Ο Ανακτημένος Χρόνος
Δεν το διάβασα – το άκουσα μέσα μου. Η φράση εκτείνεται όπως η μνήμη: δεν ξεκινά ούτε τελειώνει. Ο Προυστ δεν ήθελε να πει μια ιστορία· ήθελε να ανακτήσει το αίσθημα πριν γίνει σκέψη. Η πρόζα του με έμαθε ότι ο χρόνος δεν περνά – επανέρχεται. Κι η γραφή δεν είναι επιστροφή, αλλά τρόπος να μείνεις. Το «ανακτημένος» δεν είναι επίθετο· είναι υπόσχεση πως, ό,τι χάθηκε, μπορεί να υπάρξει αλλιώς.
40 ετών: Φιόντορ Ντοστογιέφσκι – Αδελφοί Καραμάζοφ
Η πρώτη φορά που ένιωσα το βάρος της ψυχής στη σελίδα. Η ενοχή, η πίστη, ο σατανάς, ο αδερφός, ο Θεός – όλα ζυμωμένα σε πρόσωπα, όχι ιδέες. Ο Ιβάν, ο Αλιόσα, ο Μιτια – καθένας τους ένα κομμάτι μου. Εκεί κατάλαβα ότι η λογοτεχνία μπορεί να μην επιλέγει, αλλά να αναμετριέται. Και πως η ηθική δεν είναι απόφαση, αλλά διαρκής μάχη μέσα στο σκοτάδι. Το διάβασα και φοβήθηκα. Κι έμεινα.
45 ετών: Πέτερ Χάντκε – Η Αριστερόχειρη Γυναίκα
Ένα βιβλίο σαν απόσυρση. Ηρωίδα χωρίς κραυγές, σκηνές χωρίς κορυφώσεις. Κι όμως, κάθε λέξη φορτισμένη, σαν να ειπώθηκε αντί για κάτι που έμεινε σιωπηλό. Η γραφή του Χάντκε είναι ρωγμή: κάτι έχει ήδη συμβεί, και το νιώθεις μέσα από τις απουσίες. Εκεί κατάλαβα πως ο πιο έντονος πόνος δεν φωνάζει. Και πως η απλή πρόταση μπορεί να είναι το πιο λεπτό εργαλείο για να περιγράψεις μια ζωή που αλλάζει χωρίς να κάνει θόρυβο.
50 ετών: Τόμας Μπέρνχαρντ – Μπετόν
Ένας εσωτερικός μονόλογος που πνίγει και διασώζει. Ο αφηγητής του Μπέρνχαρντ παλεύει με την ιδέα του έργου, της αρρώστιας, της απόσυρσης, της μητέρας, του κόσμου. Κι όλα αυτά σε μία πρόταση που δεν σταματά, δεν αφήνει χώρο. Εκεί αναγνώρισα τον εαυτό μου: όχι στα γεγονότα, αλλά στον ρυθμό. Η γραφή ως εμμονή, ως υπαρξιακή διαμαρτυρία. Το Μπετόν δεν είναι μεταφορά – είναι ο αέρας που αναπνέεις όταν όλα γύρω σου είναι ασφυκτικά.
55 ετών: Κλωντ Σιμόν – Ο δρόμος της Φλάνδρας
Μια αφήγηση σαν αναλαμπή μνήμης που δεν κατακάθεται. Στον Simon δεν υπάρχει γραμμικότητα – μόνο κυματισμοί, ασυνέχειες, κομμάτια εικόνων. Μέσα στον πόλεμο, μέσα στην αναταραχή, η φράση προσπαθεί να διασώσει το αίσθημα, όχι το γεγονός. Εκεί κατάλαβα πως η πρόταση δεν χρειάζεται να είναι σαφής για να είναι αληθινή. Και πως ο χρόνος της γραφής μπορεί να είναι διαφορετικός από τον χρόνο της ζωής. Η μνήμη γράφει αλλιώς.
60 ετών: Λέων Τολστόι – Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς
Ένα λιτό, ασφυκτικό κείμενο που δεν προσφέρει ούτε καταφυγή ούτε λύτρωση. Ο Ιβάν Ίλιτς πεθαίνει όπως έζησε: κανονικά, τυπικά, ανούσια – κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό. Ο Τολστόι μου υπενθύμισε πως το ουσιώδες δεν είναι αυτό που λέγεται, αλλά αυτό που απομένει όταν όλα ειπωθούν. Και πως ο τρόπος που πεθαίνεις λέει όλη την αλήθεια για τον τρόπο που έζησες. Το τέλος εδώ δεν είναι τραγωδία. Είναι ξύπνημα.
65 ετών: David Markson – The Last Novel
Ο συγγραφέας ως φωνή χωρίς πλοκή, χωρίς ψευδαισθήσεις. Το βιβλίο σαν σημειωματάριο ενός νου που ξέρει πως τελειώνει – και δεν αγωνίζεται να σωθεί. Αντί για αφήγηση, αποσπάσματα. Αντί για ήρωες, αναφορές. Ο Markson γράφει για όλα όσα τελειώνουν με τη γνώση ότι τίποτα δεν τελειώνει στ’ αλήθεια. Εκεί βρήκα μια περίεργη παρηγοριά: ότι η γραφή δεν σώζει, αλλά επιμένει. Και ότι ίσως η μνήμη είναι το μόνο που νικά τον χρόνο – όχι γιατί μένει, αλλά γιατί επανέρχεται.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.