© ALAMY/VISUALHELLAS.GR
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Αλήθεια, γιατί τόση αρρενωπότητα και σεξισμός στο ραπ;

Μια συζήτηση με τον Κώστα Σαββόπουλο, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου I Still Love H.E.R. και της μεταπτυχιακής εργασίας που το γέννησε. Η αρρενωπή παράδοση, ο νόμος της ζούγκλας και το ρεύμα του ΛΕΞ από την αντίπερα όχθη.

Ποιος είναι που την έχει μεγαλύτερη; Δεν νομίζω πως υπάρχει άρτιστ από το ελληνικό ραπ που να μην έχει συμμετάσχει σε αυτόν τον άτυπο διαγωνισμό, έστω μια φορά στη ζωή του, έστω με έναν στίχο, έναν αυτοσχεδιασμό στα battles που γίνονταν παλιά.

Είναι η «κατάρα του άντρα ράπερ» αυτή η υπέρμετρη δόση αρρενωπότητας, όπως λέει πολύ καλά ο Κώστας Σαββόπουλος στο βιβλίο που γεννήθηκε από τη μεταπτυχιακή εργασία του επάνω στο ραπ και τον σεξισμό. Το φαινόμενο αυτό δεν έχει μία μονάχα απάντηση: ξεκινάει πρώτα-πρώτα από τις καταβολές του είδους στα γκέτο της Αμερικής, περνάει από τις αστικές γειτονιές και τη φτώχεια, γίνεται επιχείρημα στα χείλη των λευκών για να αμαυρώσουν τη φυλή ή την τάξη που εκπροσωπεί αυτή τη μουσική, φτάνει από τα κλαμπ μέχρι τα νούμερα στο TikTok.

Είναι ζήτημα περσόνας, θέμα gangsta αισθητικής ή απλά το αφτιασίδωτο καθρέπτισμα της πατριαρχικής κοινωνίας γύρω μας;

Τώρα ο Κώστας Σαββόπουλος ετοιμάζει το διδακτορικό του στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ και το I Still Love H.E.R. περιλαμβάνεται στις νέες κυκλοφορίες των βιβλιοπωλείων από τις εκδόσεις red n’ noir. Πρώτη φορά, σημειωτέον, καταχωρούνται τίτλοι στη βιβλιογραφία με αντικείμενο μελέτης την ελληνική ραπ.

«Είναι τρομερό για ένα είδος κοντά 40 χρόνων να μην υπάρχει κάτι καταγεγραμμένο – κανονικά θα έπρεπε κάποιος να κάνει αποδελτίωση το hiphop.gr πριν κατέβει», μου λέει αφήνοντας ένα γέλιο από την άλλη άκρη της γραμμής.

Το προαιώνιο ραπ debate, που λες και στο βιβλίο σου, είναι το τι συνιστά αληθινό ραπ και τι όχι, ποιος είναι πιστός δηλαδή στις αξίες και ποιος έχει ξεπουληθεί. Το θέμα ήταν πάντα η ειλικρίνεια, δεν συμφωνείς;

Ναι, αλλά και η ειλικρίνεια είναι κάτι σχετικό. Σε περίπτωση, ας πούμε, που κάποιος καλλιτέχνης υπηρετεί πράγματι αυτόν τον άγραφο κώδικα του χιπ-χοπ αλλά σε κάποιο κομμάτι του παρουσιάζει μια ιστορία σε πρώτο πρόσωπο που δεν είναι ακριβώς δική του, αλλά ενός γνωστού είτε ενός φίλου του, τότε θεωρείται ειλικρινής ή όχι;

Πρέπει να κρατάμε κατά νου ότι το ραπ αλλά και τα υπόλοιπα μουσικά είδη, όπως και οτιδήποτε εμπεριέχει έκθεση σε κοινό, περιλαμβάνει εξ ορισμού στοιχεία θεατρικότητας. Κάθε άρτιστ κατασκευάζει την περσόνα του. Για μένα, η ειλικρίνεια δεν έχει να κάνει ακριβώς με το τι λέει κάποιος, όσο με το τι ξεκλειδώνουν όσα λέει: τα συναισθήματα, οι σκέψεις – εάν το πετυχαίνει, τότε είναι ειλικρινές.

Μέσα στα χρόνια, το ραπ έχει υπάρξει εργαλείο κινητοποίησης, μέσο εκτόνωσης, μέσο επίδειξης, μουσική για κλαμπ, διαφημίσεις και πολλά ακόμη. Τι δεν θα μπορούσε με τίποτα και ποτέ να υπάρξει;

Αυτό που είναι αδύνατο να χωρέσει στη φρασεολογία και την ηθική του ραπ είναι ο ρατσισμός. Όποιος το επιχειρούσε, θα τον έπαιρναν με τις πέτρες – και δικαίως. Γιατί όσες μορφές κι αν έχει αλλάξει, όσα πράγματα κι αν συνυπάρχουν πλέον (και μπορούμε πράγματι να βρούμε χιλιάδες κακά όσα και καλά να προσάψουμε), στον πυρήνα του το ραπ είναι αντιρατσιστική μουσική. Και λόγω της ρίζας του στις φτωχογειτονιές και τα γκέτο της Νέας Υόρκης, και λόγω του ότι αποτελεί διαχρονικά τη φωνή των καταπιεσμένων. Αυτό είναι μη διαπραγματεύσιμο.

Συμφωνώ, αλλά για να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, στα 00s υπήρχε συνωμοσιολογία στο ελληνικό ραπ. Ακόμη και στους FF.C.

Διάσπαρτα ναι, υπήρχαν αναφορές για μασονία, νέα τάξη πραγμάτων και για τον κίνδυνο της παγκοσμιοποίησης. Αλλά πρέπει να το δούμε μέσα στο πλαίσιο του καιρού του: πολιτικά, τα πρώτα γκρουπ τοποθετούνταν σε ένα ευρύ φάσμα, από την κομματική μέχρι την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και τον ελευθεριακό χώρο, οπότε μέσα σε αυτή τη βεντάλια είχε εκφραστεί τότε έντονος σκεπτικισμός για την Ευρώπη και την Ευρωζώνη.

Τώρα, εάν μιλάμε για τη στροφή των TXC και τη βράβευση από τον Μάκη Βορίδη, αυτό συνέβη στο τελευταίο άλμπουμ, πριν διαλυθούν. Και δικαίως ήταν πολύ έντονη η αντίδραση από πλευράς της κοινότητας. Ακόμη δεν έχει ξεχαστεί. Ήταν μια απόπειρα παράβασης του πλέον απαράβατου κανόνα.

© ALAMY/VISUALHELLAS.GR

Εσένα τι σε τράβηξε για να ξεκινήσεις μια μελέτη πάνω στο ραπ και τον σεξισμό;

Καταρχήν είναι το είδος στο οποίο έχω εντρυφήσει περισσότερο – από το σύνολο της μουσικής που έχω ακούσει, το ραπ πιάνει εύκολα το 90%. Και από πάντα θυμάμαι δύο πράγματα να κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο σε σχέση με αυτό το είδος: πρώτον, το κατά πόσο αυθεντικό είναι, και δεύτερον η ανησυχία ότι αναπαράγει λάθος πρότυπα, διαφθείρει τη νεολαία και αναπαράγει τον σεξισμό. Οπότε, ερευνητικά είχε πολύ φαγητό.

Κατάλαβες τελικά γιατί το ραπ έχει τόσο έντονα σεξιστικά στοιχεία;

Να πούμε αρχικά κάτι που δεν είναι τόσο γνωστό: όπως έγραφε και η θεωρητικός Tricia Rose, η κριτική για τη ραπ μουσική, η οποία μεταξύ άλλων πατάει και στον κακοποιητικό της λόγο εις βάρος των γυναικών, εκκινεί στα 80s από την αμερικανική λευκή ελίτ με καθαρά ρατσιστικά κίνητρα: το ραπ «διαφθείρει τη νεολαία μας», «κακοποιεί και υποβιβάζει τις γυναίκες μας» και είναι ενδεικτικό για το πόσο παρακμιακή είναι η μαύρη φυλή που το εκπροσωπεί – οπότε πρέπει να κατασταλεί. Αλλά δεν κατάφεραν να ανακόψουν την εξέλιξη της ιστορίας, με την εξέγερση στο Λος Άντζελες του ’92 να ακολουθεί, έχοντας το Fuck the police από NWA σαν ανεπίσημο ύμνο.

Από την άλλη, η κακοποίηση και ο μισογυνισμός πράγματι κυριαρχούσε από τις αρχές.

Φυσικά, γι’ αυτό ακριβώς και απαντώνται στη ραπ φρασεολογία και ειδικά στο gangsta ραπ εκείνης της εποχής και το drill σήμερα. Αλλά το ραπ δεν είναι παρά ο καθρέφτης της κοινωνίας χωρίς το φίλτρο του εξευγενισμού. Ο σεξισμός σαφώς και υπάρχει, όπως υπάρχει σε όλα τα κομμάτια αυτής της κοινωνίας, η οποία τελεί υπό καθεστώς πατριαρχίας. Όπως έλεγε και ο Tupac, «εμάς απλώς μας δώσανε αυτόν τον κόσμο, δεν τον φτιάξαμε εμείς».

Δεν είναι σαν όλοι να βλέπουν τον κόσμο ως ζούγκλα, όπου επικρατεί ο δυνατότερος;

Ναι, όλη η παράδοση του battle rap στηρίζεται πάνω σε αυτό και είναι μια ιδέα που κατάγεται από τις παθολογίες των γκέτο, όπως εξηγώ στο βιβλίο. Η «υπερ-αρρενωπότητα» είναι η κατάρα του άνδρα ράπερ και αυτό έμεινε ακέραιο για πολλά, πολλά χρόνια. Οι πρώτοι κλυδωνισμοί φάνηκαν με το Suicidal Thoughts του Biggie και το The Message του Dr. Dre, αλλά πιο ξεκάθαρο έγινε με τον Kanye West στα 00s. Αλλά ακόμη και σήμερα μεγάλο μέρος της σκηνής επιμένει στον ρόλο του αλώβητου άντρα που είναι ο κυρίαρχος στο hood, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

Για την περίπτωση της ελληνικής σκηνής, πιστεύεις ότι ευθύνεται κατά βάση ο μιμητισμός;

Είναι πολλοί οι παράγοντες, όπως το τι θέλουν οι δισκογραφικές εταιρίες, ποια τραγούδια κάνουν νούμερα και σίγουρα πρέπει να λάβουμε υπόψη τις απανωτές κρίσεις που βιώνουμε στη χώρα από το 2009 κι έπειτα. Σε συνθήκες έντονης αβεβαιότητας και φόβου, συμβαίνει να καταφεύγουμε γενικά σε όσες αξίες θεωρούμε ακλόνητες και το φύλο είναι μια πολύ ισχυρή κατασκευή. Από μικρά παιδιά μαθαίνουμε τι σημαίνει σωστός άντρας – πρέπει να είναι βαρύς και ασήκωτος. Η αρρενωπότητα προκαλεί κάποιου είδους ασφάλεια. Ευτυχώς, πλέον κάμπτονται αυτές οι αυταπάτες.

Αυξάνονται επιτέλους και οι γυναίκες ράπερ, αν και πάλι παραμένουν ελάχιστες.

Ναι, όταν έκανα τη διατριβή ήταν ακόμη λιγότερες, δεν είχαν σκάσει μύτη ονόματα όπως οι EXPE, Penny, Banshee, Χαρά κλπ. Επ’ αυτού λοιπόν έχω και μια συνέντευξη με την Ίνκα από τους Bong Da City, η οποία απέδωσε τον τόσο μικρό αριθμό των γυναικείων φωνών της ελληνικής σκηνής στο ότι είναι εκτεθειμένες σε έντονη κριτική. Φοβούνται μη τις κράξουν. «Είναι κάπως αναντίστοιχα τα στάνταρ», μου είχε πει.

ΛΕΞ Φάνης Αυγερινός

Στο βιβλίο σου χρησιμοποιείς τον ΛΕΞ ως σημείο αναφοράς. Γιατί αυτό;

Μου έκανα τρομερή εντύπωση η μετάβαση από την εποχή Βόρεια Αστέρια και Ανάποδα Καπέλα στον σόλο δίσκο, Ταπεινοί και Πεινασμένοι. Ήταν μια αποκάλυψη, σαν να ξαναγεννήθηκε: ήταν ένα όνομα Α’ Εθνικής στο battle ραπ και ξαφνικά πέταξε από πάνω του τον ρόλο ενός ανθρώπου που δεν λυγίζει ποτέ. Μίλησε για τη βία μέσα στη μητρόπολη, αλλά ως παθών. Ως άτομο που συμπάσχει. Έχει μέσα αυτοκτονικές αναφορές, ανέχεια, πόνο. Εξηγεί με λίγα λόγια ότι είναι ανθρώπινη η παραίτηση, δίνοντας έτσι κουράγιο. Και πιστεύω γέννησε ένα ρεύμα με αυτόν τον δίσκο, από την αντίπερα όχθη της αρρενωπής παράδοσης.

Έχεις και εσύ την αίσθηση ότι μετά το #metoo υπάρχουν Έλληνες ράπερ που παίρνουν ξεκάθαρη θέση ενάντια στην πατριαρχία;

Αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι όλη η σκηνή έγινε περισσότερο προσεκτική. Επειδή εκείνο το κύμα από καταγγελίες έφτασε και στα χωράφια της ραπ μουσικής, με περιπτώσεις κακοποίησης να αναφέρουν ονόματα mainstream αλλά και πολιτικοποιημένων άρτιστ, πλέον όλοι είναι πιο μαζεμένοι, όσον αφορά το τι θα πουν στα κομμάτια τους και πώς θα πλαισιώσουν την περσόνα τους. Ξέρουν ότι μπορεί να βρεθούν υπόλογοι και αυτό είναι καλό, όταν μιλάμε για δημόσια σφαίρα.

Για να κλείσουμε, εσύ γιατί επιστρέφεις σε αυτή τη μουσική;

Ο τίτλος που έβαλα στο βιβλίο είναι από το κομμάτι του Common και μέσα στο H.E.R. κρύβεται η φράση «Hip-Hop in its Essence is Real». Είναι ένα ωραίο ραβασάκι, ας πούμε, για τη ραπ που παρουσιάζεται σαν μια κοπέλα, την οποία ο ίδιος γνώρισε πιτσιρίκος, ήταν ο πρώτος του έρωτας και μετά έγινε η παντοτινή του αγάπη. Έχει στάδια αυτή η σχέση. Κάπως έτσι ήταν και με εμένα: υπήρξαν και σημεία που βαρέθηκα, αλλά υπήρξαν δίσκοι που με έκαναν να γυρίσω και έκτοτε είμαι εκεί.

Ποιοι ήταν αυτοί οι δίσκοι;

Το Ταπεινοί και Πεινασμένοι του ΛΕΞ, το Κενό από Jolly Roger και το To Pimp a Butterfly του Lamar.