© Roberto Ricciuti / Contributor / Getty Images / Ideal Image
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Arne Dahl: «Η αστυνομική λογοτεχνία βουτά στην κόλαση για να βρει στο τέλος λίγο φως»

Ήταν ένας Σουηδός κριτικός λογοτεχνίας που έγραφε αστυνομικά με παρατσούκλι, είναι ένας από τους πιο διάσημους εκπροσώπους του είδους με εκατομμύρια αναγνώστες. Και αυτά είναι όσα είχε να μας πει για το τελευταίο του βιβλίο, την έκρηξη του nordic noir, τον κίνδυνο της Ακροδεξιάς αλλά και το γιατί βρίσκει εμάς τους Έλληνες τόσο αντιφατικούς.

Ήταν ένας Σουηδός κριτικός λογοτεχνίας που έγραφε αστυνομικά με παρατσούκλι, είναι ένας από τους πιο διάσημους εκπροσώπους του είδους με εκατομμύρια αναγνώστες. Και αυτά είναι όσα είχε να μας πει για το τελευταίο του βιβλίο, την έκρηξη του nordic noir, τον κίνδυνο της Ακροδεξιάς αλλά και το γιατί βρίσκει εμάς τους Έλληνες τόσο αντιφατικούς.

«Δεν περίμενα να αντέξει μία κυβέρνηση που έχει τόσο σκάνδαλα στην πλάτη της» μου λέει ο Arne Dahl στον πολυχώρο των εκδόσεων Μεταίχμιο στα Εξάρχεια. Η συνέντευξη γίνεται μερικές μέρες μετά τις εκλογές και έτσι υπάρχει ακόμα διάχυτο το κλίμα της κάλπης στον αέρα. Δεν του είναι άγνωστο, αφού η πολιτική κάνει πάντα την εμφάνισή της στα βιβλία του Σουηδού συγγραφέα και κορυφαίου εκπρόσωπου του nordic noir. «Δεν το περίμενα» επαναλαμβάνει, «αλλά όπως φαίνεται πάντα υπάρχουν εκπλήξεις».

Η περίπτωση του Arne Dahl είναι ξεχωριστή: ξεκίνησε την καριέρα του στον χώρο της λογοτεχνίας με κάποια fiction βιβλία, πέρασε στην άλλη πλευρά βιοποριζόμενος ως κριτικός λογοτεχνίας, έβγαλε αστυνομικά με ψευδώνυμο (σ.σ: το πραγματικό του όνομα είναι Jan Arnald), για κάποια χρόνια κανείς δε γνώριζε ποιος είναι, όταν όμως έκανε το μεγάλο εμπορικό μπαμ στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας, το μυστικό του αποκαλύφτηκε.

Φέτος, μεταφράστηκε στα ελληνικά το Τρία στην πέμπτη (εκδ. Μεταίχμιο), το πέμπτο κατά σειρά και τελευταίο βιβλίο της σειράς Berger & Bloom. Είναι το εικοστό μυθιστόρημα που κυκλοφορεί ως Arne Dahl: η δεκαλογία της σειράς Intercrime τον έκανε διάσημο ενώ η τετράδα των βιβλίων της σειράς Opcop τον εδραίωσε ανάμεσα στα κορυφαία ονόματα του είδους. Στο ενδιάμεσο πρόλαβε να πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο, να μεταφερθεί στη σουηδική τηλεόραση και να φτάσει μέχρι την prime time ζώνη του BBC 4.

Ο Σουηδός συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα για το 4ο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας και έτσι είχαμε την ευκαιρία για μία συζήτηση μαζί του. Η αστυνομική λογοτεχνία στάθηκε αφορμή για μία κουβέντα η οποία πήγε πολύ πέρα από αυτήν, και στις αιτίες που γνωρίζει τόση επιτυχία σε κάθε μήκος και πλάτος της ευρωπαϊκής ηπείρου τα τελευταία αρκετά χρόνια.

«Η σουηδική Ακροδεξιά αγγίζει το 20%. Μοιάζει σαν να βρίσκεται στις παρυφές της εξουσίας, επί της ουσίας όμως έρχεται ολοένα και πιο κοντά»

Οι Έλληνες θεωρούμε ότι η Σουηδία είναι κάποιου είδους κοινωνικός παράδεισος. Τα βιβλία σου όμως δείχνουν ένα άλλο πρόσωπο.

Η αλήθεια είναι πως παρότι το σουηδικό αστυνομικό αποτελεί ένα βασικό «εξαγώγιμο προϊόν» της χώρας μου, δεν είμαι σίγουρος ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις pr (γέλια). 

Παλιότερα, ή τουλάχιστον για τη δικιά μου γενιά, το κοινωνικό κράτος ήταν μία αυτονόητη σταθερά. Πώς είναι δυνατόν να συζητάμε για κάτι το οποίο ευνοεί τους πάντες; Κι όμως, δεν ισχύει πια αυτό. Για πολύ κόσμο είναι ΟΚ να ξηλώνεται, είναι ΟΚ να υπάρχουν μερικοί δισεκατομμυριούχοι που συγκεντρώνουν το 1% του παγκόσμιου πλούτου στα χέρια τους. 

Έτσι, σε μεγάλο βαθμό σήμερα, η κατάσταση για έναν Σουηδό έχει ως εξής σήμερα: υπάρχει βαθιά απογοήτευση αφού πράγματα που θεωρούσαμε αυτονόητα δεν ισχύουν πια. Μεταμορφωνόμαστε μπροστά στα μάτια μας σε μία χώρα όπως όλες οι άλλες.

Ποια είναι τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η σουηδική κοινωνία κατά την άποψή σου;

Η διαφθορά είναι κάτι που απασχολεί τη σουηδική κοινωνία – οκ, όχι στον βαθμό που τη συναντάμε στη νότια Ευρώπη, αφού έχετε κάποιου είδους εξειδίκευση σε αυτή (γέλια). Στη Σκανδιναβία δεν είναι τόσο εμφανής· υπάρχουν όμως συνδιαλλαγές ανάμεσα στον επιχειρηματικό κόσμο και πολιτικούς, όσο κι αν αυτό δε φαίνεται με γυμνό μάτι.

Η απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς μεγαλώνει συνεχώς· η συνθήκη είναι προφανώς επικίνδυνη για όλους. Όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις, καταφεύγεις πιο εύκολα στη βία. Αντίστοιχα, όταν έχεις τα πάντα να χάσεις τότε φροντίζεις να προστατεύσεις τον εαυτό σου με έναν ιδιωτικό στρατό – είναι κάτι που βλέπουμε όλο και πιο συχνά να συμβαίνει, όχι μόνο στη Σουηδία, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.

Εκείνο πάλι που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό για τη χώρα μου, είναι η ξαφνική άνοδος της Ακροδεξιάς. Κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης, εξαιτίας του Πολέμου της Συρίας, η Σουηδία δέχτηκε μεγάλο αριθμό προσφύγων στο έδαφος της. Αυτό ήταν κάτι που πάντοτε γινόταν. 

Μετά το 2015 όμως φάνηκε να πραγματοποιείται μία ξαφνική στροφή της σουηδικής κοινωνίας. Η αύξηση της βίας στα προάστια, στις περιοχές δηλαδή που κατέλυσε μεγάλο μέρος των προσφύγων, ήταν μία αφορμή. 

Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του ‘60 δημιούργησαν αυτά τα «γκέτο» με σκοπό να φιλοξενήσουν τις όλο και μεγαλύτερες ανάγκες της χώρας σε νέα εργατικά χέρια (Ιταλοί, Έλληνες, Γιουγκοσλάβοι). Σιγά-σιγά αυτές οι περιοχές αρχίζουν να θυμίζουν τα αντίστοιχα γκέτο του Παρισιού. Την ίδια στιγμή πολλοί νέοι άνθρωποι που δεν έχουν τα προνόμια που ήλπιζαν να έχουν (σ.σ: αύξηση ανεργίας) ρίχνουν όλο το φταίξιμο στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Πρόκειται για ένα είδους πολύ επικίνδυνου «πατριωτισμού».

Σαν κοινωνία ήμασταν περήφανοι για πολλές δεκαετίες ότι δεν είχαμε μεγάλα ποσοστά Ακροδεξιάς. Το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα μας ξάφνιαζε και μας τρόμαζε. Τώρα, η σουηδική Ακροδεξιά αγγίζει το 20%. Μοιάζει σαν να βρίσκεται στις παρυφές της εξουσίας, επί της ουσίας όμως έρχεται ολοένα και πιο κοντά.

Intercrime, Opcop, Berger & Bloom. Αν κάποιος σου έβαζε ένα όπλο στο κεφάλι ποια από τις τρεις σειρές βιβλίων θα επέλεγες;

Θα μπορούσα να βρω πολλές δικαιολογίες για να μην το κάνω, αλλά το όπλο στο κεφάλι μου ακούγεται σαν πολύ πειστικό επιχείρημα (γέλια). Θα έλεγα τη σειρά Intercrime λοιπόν. Ήταν εκείνη που με έκανε να νιώσω ότι κάνω κάτι τελείως καινούργιο στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας. Άλλωστε, και η σειρά Opcop είναι κατά κάποιον τρόπο μία περισσότερο διεθνής, περισσότερο διευρυμένη στον χώρο εκδοχή της σειράς Intercrime.

Όλα αυτά όμως κάποια στιγμή έμοιαζαν με βουνό στο κεφάλι μου. Ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι πολύ πιο «μικρό», χωρίς να χρειάζεται να τρέχουν 11 (!) διαφορετικές πλοκές ταυτόχρονα στο κεφάλι μου, κάτι που θα στηρίζεται περισσότερο στην ψυχολογία των ηρώων. Τελικά, η σειρά Berger & Bloom δεν είναι κλασική αστυνομική λογοτεχνία – γενικά, δύσκολα μπορείς να την κατατάξεις σε ένα και μόνο είδος.

Ένιωσα πάντως μέσα από αυτήν πιο ελεύθερος. Σαν να μπορώ να γράψω ό,τι και όπως θέλω, χωρίς αναγκαστικά να πρέπει να ακολουθήσω μία γραμμής που ξεκινά από τα 60s, συναντά τον Henning Mankell και φτάνει μέχρι τον Stieg Larsson. Ναι, είμαι κομμάτι μίας μακράς παράδοσης αλλά μπορώ να το κάνω με τον τρόπο μου, να βάλω για παράδειγμα περισσότερο χιούμορ σε όσα γράφω. Μου αρέσουν αυτά τα βιβλία. Τα θεωρώ απαραίτητα για την εξέλιξή μου ως συγγραφέα.

Και το επόμενο βήμα;

Πιστεύω ότι η σειρά Berger & Bloom ολοκλήρωσε τον κύκλο της. Αρχικά σκέφτηκα να επιστρέψω στη λογοτεχνία με το «πραγματικό μου όνομα» και να γράψω πιο σύντομες ιστορίες, όπως αυτές με τις οποία ξεκίνησα. Μέτα, όμως, αποφάσισα ότι «όχι», το crime fiction είναι κάτι που μου αρέσει, το αγαπώ. Τελικά, κατέληξα ότι όλες μου οι αστυνομικές σειρές αποτελούν έναν ενιαίο σύμπαν. Έτσι, θα γράψω ένα νέο βιβλίο για μία μικρή ομάδα αστυνομικών στο οποίο ίσως θα συναντάμε ήρωες από όλες τις προηγούμενες. Όσο για τις θεματικές που έχω στο μυαλό μου; Προβλήματα που απασχολούν σήμερα την κοινωνία, όπως για παράδειγμα η κλιματική κρίση και η καταστροφή του πλανήτη.

Στο τελευταίο σου βιβλίο συναντάμε την Ντεζιρέ (Ντίαρ). Πόσο δύσκολο είναι να βουτάς στην ψυχολογία ενός ανθρώπου που έχασε τα πόδια του σε βίαιη επίθεση;

Κατά κάποιον τρόπο, ολόκληρο το βιβλίο αναφέρεται στη διαδικασία αποθεραπείας/ίασης που χρειάστηκε ο συγκεκριμένος χαρακτήρας. Έψαξα και βρήκα ανθρώπους οι οποίοι όντως είχαν ακρωτηριαστεί. Με ενδιέφερε να καταλάβω το πώς είναι να ζει βιώνοντας πόνους-φαντάσματα σε ένα μέρος του σώματός σου που δεν υπάρχει πια. Είναι κάπως σαν την ίδια την αστυνομική λογοτεχνία: πρώτα βουτάς στην κόλαση και μετά υπάρχει κάποιους είδους φως στο τέλος.

Πάνω από 20 χρόνια πριν, κάποιος σκότωνε τους πιο πλούσιους ανθρώπους της Σουηδίας στο Misterioso. Στο τελευταίο μυθιστόρημα παρακολουθούμε την αναζήτηση της αιώνιας ζωής μέσα από την κρυογονική. Τι σε τραβά τόσο πολύ ως συγγραφέας στους ισχυρούς αυτού του κόσμου;

Σε αντίθεση με τα εγκλήματα των φτωχών, τα εγκλήματα των πλουσίων έχουν το εξής ενδιαφέρον: πρέπει να περάσεις μία κόκκινη γραμμή εξαιτίας της πλεονεξίας σου και επειδή βαριέσαι. Ενώ τα έχεις όλα, θες ακόμα περισσότερα. Παράνομες off shore εταιρείες, πάρτι με κοκαΐνη, πορνεία ή -γιατί όχι;- το μυστικό της αιώνιας ζωής. Γενικά, πράξεις που κοστίζουν πολύ ακριβά στους άλλους ανθρώπους. 

Τι αισθήματα τρέφεις απέναντι στα cliffhangers;

Τα λατρεύω! (γέλια).  Επί της ουσίας, όλη η δομή των αστυνομικών μυθιστορημάτων στήνεται πάνω σε αυτά. Πατάς πάνω στο ένα για να πας στο επόμενο. Υπάρχουν μικρά μυστήρια στο τέλος σχεδόν κάθε κεφαλαίου. Όσο για τα cliffhangers που χωρίζουν/ενώνουν δύο βιβλία μεταξύ τους; Καταλαβαίνω ότι μπορεί να είναι πολύ ψυχοφθόρα για τους αναγνώστες, αλλά κάποιες φορές είναι απολύτως απαραίτητα για λόγους αληθοφάνειας της ιστορίας. 

Πιο συγκεκριμένα: ο τρόπος που τελειώνει το Τρία στην Πέμπτη αποφασίστηκε μετά από πολλή σκέψη. Κάποιες φορές η ίδια η ιστορία δεν επιτρέπει τα happy endings – όσο κι αν μου αρέσουν προσωπικά.

Υπήρχε κάτι που δε σου άρεσε στην τηλεοπτική μεταφορά της σειράς Intercrime;

Καταρχάς, επειδή τα βιβλία έχουν πάρα πολλούς χαρακτήρες θεωρούσα πολύ σημαντικό να λειτουργήσει σωστά η τηλεοπτική αφήγηση όσον αφορά τις σχέσεις και τις διασυνδέσεις τους. Αυτό έγινε με επιτυχία.

Αν τώρα υπάρχει κάτι που με «στεναχώρησε» είναι ότι – για χάρη της οικονομίας του τηλεοπτικού χρόνου- κάποια από τα subplots ήταν επίπεδα αφηγηματικά ενώ και πολλές κοινωνικοπολιτικές λεπτομέρειες χάθηκαν κάπου στην πορεία.

Πώς κατάφερες να κρύψεις την πραγματική σου ταυτότητα για τόσο καιρό;

Τα αστυνομικά μου βιβλία δεν έγιναν κατευθείαν επιτυχία. Έτσι, δεν υπήρχε άμεσο ενδιαφέρον από τα Media. Ήταν περισσότερο μία βραδύκαυστη διαδικασία. Απολάμβανα πάρα πολύ τη διαδικασία στην αρχή. Όταν, όμως, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου ήταν πολύ δύσκολο να παρατείνω το μυστήριο. Ιδανικά, ίσως θα ήθελα να είχε κρατήσει περισσότερο καιρό η μυστική μου ταυτότητα. Επειδή όμως υπήρχαν παιδιά στο σπίτι, θεώρησα πως δεν είναι και ό,τι καλύτερο να τους λες ψέματα ή ακόμη χειρότερα να τους ζητάς να πουν εκείνοι ψέματα.

Τι βρίσκουν τόσο γοητευτικό οι αναγνώστες στο Nordic Noir;

Το ότι υπάρχουν «φίδια στον Παράδεισο». Κάτι που απ’ έξω δείχνει τέλειο, δεν είναι και τόσο τέλειο αν το κοιτάξεις προσεκτικά από πιο κοντά. Αυτό όσον αφορά τις θεματικές.

Πρακτικά τώρα, αυτό που συνέβη είναι ότι μία μακρά που παράδοση σουηδικού crime fiction ξεκίνησε στα 60s για να κάνει ένα μπαμ στα τέλη των 00s με ονόματα όπως ο Stieg Larsson, αποκτώντας διεθνή εμβέλεια. Έτσι, πολλοί και καλοί συγγραφείς δοκίμασαν την τύχη τους σε αυτό με εξαιρετικά αποτελέσματα. Εκείνα τα χρόνια ήταν η χρυσή εποχή του σουηδικού αστυνομικού. (Προφανώς, ναι, υπήρξαν και «αλεξιπτωτιστές» στον χώρο που μπήκαν μόνο και μόνο για τα λεφτά). 

Το πρώτο βιβλίο (Chiosmassakern) που έγραψες ποτέ αναφέρεται στη Σφαγή της Χίου, ένας από τους χαρακτήρες της σειράς Opcop είναι ελληνικής καταγωγής. Υπάρχει κάτι που βρίσκεις πραγματικά ενδιαφέρον στην Ελλάδα και τους Έλληνες;

Η πρώτη μου ταξιδιωτική εμπειρία μακριά από τη Σουηδία είναι συνδεδεμένη με τη χώρα σας. Ήταν το 1987, ήμουν πολύ νέος και ταξίδευα στην Ευρώπη με το Interail. Βρέθηκα στην Αθήνα εκείνο το καλοκαίρι και έπεσα πάνω στον μεγάλο καύσωνα. Είχαμε σοκαριστεί τρομερά με τα όσα βλέπαμε, καθώς υπήρχαν φέρετρα στους δρόμους από τη ζέστη. Στη συνέχεια πήγαμε στα ελληνικά νησιά. Μέσα σε λίγες μέρες και λίγα χιλιόμετρα, βρεθήκαμε από την Κόλαση στον Παράδεισο. Γενικά, νομίζω ότι είναι κάτι που σας χαρακτηρίζει – και το βρίσκω τρομερά γοητευτικό.

Επίσης, μου αρέσει πάρα πολύ το γεγονός ότι οι Έλληνες αναγνώστες εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους. Αν τους αρέσει ένα βιβλίο θα το δείξουν με όποιον τρόπο μπορούν. Αν δεν τους αρέσει, δεν πρόκειται να συγκρατήσουν τα λόγια τους. Θα σου πουν ότι είναι σκατά.