PUBLI

Ας περιμένουν οι γυναίκες, Σάκη…

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει για τον Σάκη Μπουλά και τη δική του αγαπημένη ελληνική ταινία.

Το πρότεινα στον κόσμο στο ραδιόφωνο και δεν θα μπορούσα να μην το κάνω κι εγώ: αντί για δάκρια για το Σάκη Μπουλά, ο καλύτερος τρόπος να τιμήσουμε τη μεγάλη μάχη του με τον καρκίνο και τη μια και μοναδική από αυτόν ήττα του, παραμένει το να ξαναδούμε το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», την αριστουργηματική ταινία του Σταύρου Τσιώλη με τον ίδιο στον καλύτερο πρωταγωνιστικό του ρόλο. Το κανα και κάθε φορά που την ξαναβλέπω εδραιώνεται μέσα μου ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών. Σίγουρα τη δική μου αγαπημένη ελληνική ταινία.

Ο Τσιώλης, άνθρωπος με υπέροχες εμμονές, είχε πει το 1998 όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες ότι «τα νέα παιδιά που παρακολουθούν το ελληνικό σινεμά, δεν περιμένουν από τους έλληνες σκηνοθέτες έναν κινηματογράφο που θα κατακτήσει το παγκόσμιο στερέωμα, ή που θα φέρει διεθνή βραβεία, αλλά έναν κινηματογράφο που θα εκφράζει τη σημερινή πραγματικότητα μ’ έναν τρόπο αυθεντικό». Ηδη από τα τέλη της δεκαετίας του 80 ο Τσιώλης και ο στενός του συνεργάτης και φίλος Χρήστος Βακαλόπουλος προβληματίζονταν για την ανάγκη αφήγησης της ελληνικής πραγματικότητας, ως λόγο ύπαρξης του ελληνικού κινηματογράφου – ήταν εποχές που το «γιατί» προβλημάτιζε περισσότερο από το «πώς». Και οι δυο μιλούσαν τότε για την ανάγκη ύπαρξης ταινιών μιας «ελληνικής δέσμης».

Κάποτε ο Τσιώλης μου είχε πει ότι καμία ταινία στο σινεμά δεν έχει ημερομηνία λήξης, και ότι πεθαίνουν μόνο όσες δεν είναι αληθινές. «Ισως κάποτε» έλεγε, «αυτό που σήμερα μοιάζει ντεμοντέ η ακατανόητο, αν αναγνωριστεί προσεχώς ως πρωτοπορία. Η εκτίμηση μιας ταινίας μπορεί ν αργήσει, αλλά αν καταθέτεις μια δόση αλήθειας, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα». Δεν ξέρω αν ο Τσιώλης το περίμενε, όμως το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» απέδειξε κυρίως αυτό, ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι καλλιτεχνικά σπουδαιότερο από κάτι που αντέχει στο χρόνο. Ακόμα κι αν είχαν χαθούν όλες οι ελληνικές ταινίες και  μείνει μόνο αυτή, ο ιστορικός του μέλλοντος θα είχε μια σφαιρική εικόνα για το ποια ήταν η ελληνική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του 90. Και φυσικά θα κατανοούσε και γιατί η χώρα χρεοκόπησε.

Είχα δει την ταινία το 1998 στον κινηματογράφο Απόλλων στη Σταδίου και τη θυμάμαι πολύ καλά, όχι μόνο για το γέλιο που μου χάρισε, αλλά γιατί είχε σταθεί αιτία να με εγκαταλείψει στο σινεμά μια δεσποινίδα που μετά κόπων και βασάνων είχα πείσει να με ακολουθήσει. Αδυνατώντας τότε να καταλάβει γιατί γελάω με παράτησε λέγοντας ότι την κάνω να αισθάνεται χαζή αφού δεν καταλαβαίνει τίποτα! Δεν την κάκισα ποτέ μου. Το 1998 γελούσες με τους χαρακτήρες νομίζοντας ότι ο Πάνος, ο Μιχάλης και φυσικά ο Αντώνης είναι καρικατούρες. Επρεπε να περάσει καιρός, να τους βρεις μπροστά σου, , να τους παρατηρήσεις όσο ο Τσιώλης για να καταλάβεις πόσο αληθινοί είναι. Δεκαέξι χρόνια αργότερα δεν είναι απλώς αληθινοί: οι τρεις ήρωες και οι περιπέτειές τους αποτελούν την επιτομή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, σε ό,τι έχει να κάνει με τις αντιλήψεις. Ο Τσιώλης μπορεί να μην προειδοποιούσε για το τι θα συμβεί, αφού τις αντιλήψεις κατά βάση τις σάρκαζε. Ομως σήμερα η ταινία εξηγεί τα πάντα. 

Την ξανάβλεπα βράδυ Σαββάτου, ως φόρο τιμής στον πρόωρα χαμένο Σάκη Μπουλά και χαιρόμουν το δεύτερο επίπεδο της ανάγνωσής της. Ο Πάνος ερωτεύεται την τραγουδίστρια κεραυνοβόλα με την ίδια υπερβολή που ο έλληνας ανακάλυπτε στα 90’ς το life style. Οι ενστάσεις του φίλου του Μιχάλη απέναντι σε αυτό τον ακραίο έρωτα έχουν να κάνουν με την ανάγκη υπεράσπισης κάποιων παραδοσιακών αξιών που ακόμα υπάρχουν: το κορίτσι από το Φάληρο (;), η τότε πιτσιρίκα Αγγελική Ηλιάδη, είναι σαν εξώφυλλο στο Νίτρο, αλλά η αντιπρόταση δεν έχει τίποτα το γοητευτικό για το σιδερά που ονειρεύεται (όπως όλοι τότε) τη μεγάλη ζωή. Οι παραδοσιακές αξίες υπάρχουν γιατί περισσεύει η υποκρισία – οι γυναίκες και τα παιδιά στη Θάσο μπορούν να περιμένουν, αλλά όλοι κάνουν (κάνουμε…) ότι είναι δυνατόν για να μας περιμένουν όσο πιο πολύ γίνεται.

Ο Τσιώλης σαρκάζει την ψυχανάλυση («μην ανησυχείτε για το συγγενή σας, παρουσιάζει μια απλή διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων»), την εμμονή της χώρας με το τζόγο, το καψουροτράγουδο που όμως είναι αυθεντική έκφραση ενός κάποιου ακατανόητου ψυχισμού – ίσως η μόνη. Υπάρχει χώρος για όλα: για το ποδόσφαιρο ως έκφραση ακραίου φανατισμού και πάθους (αξεπέραστος ο ορισμός του πέναλτι), για τον έρωτα που παραμένει ασυγχώρητος από μια κοινωνία που κατά τα άλλα χαριεντίζεται βλέποντας γκόμενες στα εξώφυλλα («γιατί οι άνθρωποι δεν συγχωρούν όσους από έρωτα εκπέσανε»), φυσικά για την πολιτική. Ο Τσιώλης επισημαίνει ότι αυτό που στην Ελλάδα θεωρείται «πολιτική θέση» δεν είναι παρά ένα ιμάμ μπαϊλντί στο οποίο βρίσκεις συναισθηματισμούς («ψήφισε η μάνα μου νέα δημοκρατία;(…) ναι, το ψηφοδέλτιο  το φίλησε, το σταύρωσε τρεις φορές με το χέρι της και το ριξε»), ιστορικές κληρονομιές («ο πατέρας μου ήταν δημοκράτης από την Παπαδίτσα»), συμπεράσματα που βασίζονται στο τίποτα («τώρα που ακούσαμε την ιστορία του μπαμπά σας, θα ψηφίζουμε όλοι ΠΑΣΟΚ, έτσι Αρχοντούλα;»), συνδιαλλαγές για λόγους που έχουν να κάνουν κυρίως με το ρουσφέτι. Ολο αυτό, λέει ο Τσιώλής, κυκλοφορεί στην Ελλάδα σε συσκευασία πολυτελείας, ενώ είναι ένα απόλυτο τίποτα φορτωμένο με βαρύγδουπες εκφράσεις. «Ο νεολαίος Βαγγέλης Μεϊμαράκης διάβασε προκήρυξη – η Νεα Δημοκρατία από αρχηγικό κόμμα, πρέπει να μετασχηματιστεί σε κόμμα αρχών». «Σε αυτή την κρίσιμη εποχή που έρχεται το ΠΑΣΟΚ είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να  σταθεί δίπλα στο λαό και τον οδηγήσει στη μετάβαση στον καινούργιο κόσμο χωρίς να τον βυθίσει στην ανέχεια και στην απόγνωση». Τώρα γελάμε πικρά, τότε (και για πάνω από τριάντα χρόνια), πολύς κόσμος αυτά τα έπαιρνε στα σοβαρά. Ισως και να σκανταλίζονταν τότε από την ερώτηση «Πάνο τι δουλειά έχει το ΠΑΣΟΚ με αισθήματα;».

Η ταινία, που αρχικά ήταν να ονομαστεί «Το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης», γεννάει στο μυαλό μου πράγματα κάθε φορά που τη βλέπω. Αλλά πάνω από όλα υπάρχει σε αυτή η εμβληματική ερμηνεία των τριών πρωταγωνιστών της. Κι αν ο Ζουγανέλης δίνει ζωή σε ένα Πάνο ελληνάρα, καθημερινό όσο και απερίγραπτο, που τρώει κοκορέτσι φωνάζοντας «στην υγεία του ΠΑΟΚ», κι αν ο Μπακιρτζής χρωματίζει τα πάντα με τη μοναδική του αφηγηματική ικανότητα, είναι ο Μπουλάς στον ιστορικό του ρόλο ως «Παπαρηγόπουλος του ΠΑΣΟΚ» που κλέβει την παράσταση. Ο ρόλος του είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Τον εμπνεύστηκε από τον Κατσανέβα και τον Παναγιωτακόπουλο, τον έχτισε διαβάζοντας δηλώσεις του Τζουμάκα, τον απογείωσε γιατί ήταν μοναδικά ταλαντούχος.

Και για αυτό ήδη λείπει…