ΣΙΝΕΜΑ

Φέρνοντας τον Όσκαρ Γουάιλντ στο σήμερα

Συνέντευξη με την Clio Barnard του “Εγωιστή Γίγαντα”.

Η Clio Barnard είναι φανταστική περίπτωση. Γύρισε την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία πριν 2 χρόνια, το φανταστικό “Arbor”, ένα παράξενο ντοκιμαντέρ όπου είχε βάλει ηθοποιούς να κάνουν lip synch τα αληθινά λόγια από κλιπς αρχείου. Και τώρα συνδυάζει πάλι πράγματα με δημιουργικό τρόπο, στο εκπληκτικό “Εγωιστής Γίγαντας”.

Η νέα της ταινία, που παίζεται από αυτή τη βδομάδα στις αίθουσες, είναι μοντέρνα διασκευή μιας ιστορίας του Όσκαρ Γουάιλντ, για δύο παιδιά που προσπαθούν να επιβιώσουν στο “περιθώριο του περιθωρίου” της κοινωνίας (όπως μας είπε η Barnard στην τηλεφωνική μας επικοινωνία), κλέβοντας καλώδιο και πέφτοντας θύματα εκμετάλλευσης.

Είχαμε γράψει τους κατάλληλους ύμνους για την ταινία όταν την είχαμε δει στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και τώρα που επιτέλους βγαίνει στις αίθουσες, είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε και με την ίδια την Barnard. Για τον Όσκαρ Γουάιλντ, για το πώς η ταινία της θα μπορούσε να να διαδραματίζεται στο μέλλον(!), γιατί δεν πιστεύει στον ρεαλισμό στο σινεμά, και για ποιο λόγο το “12 Χρόνια Σκλάβος” είναι η αγαπημένη της φετινή ταινία.

Είδα την ταινία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου είχε κλέψει τις εντυπώσεις όσο αφορά το word of mouth. Είναι ωστόσο ένα πολύ σκοτεινό φιλμ, που δεν περιμένεις ότι θα κάνει τον κόσμο τόσο ενθουσιώδη, κι όμως συνέβη.

Ναι, οι αντιδράσεις ήταν φανταστικές. Όταν φτιάχνεις μια ταινία δεν έχεις ποτέ ιδέα πώς θα εκληφθεί ή αν έχεις επικοινωνήσει αυτό που ήθελες. Όχι μέχρι να αντιδράσουν οι κριτικοί και το κοινό τουλάχιστον. Είναι τρομερό.

Τι σε έκανε να ενδιαφερθείς εξαρχής για αυτή την ιστορία του Όσκαρ Γουάιλντ, και πώς την οραματίστηκες ως σύγχρονη;

Είχα αυτή την ώθηση, να πάρω αυτό το σκληρό βικτωριανό παραμύθι του Όσκαρ Γουάιλντ το οποίο διάβαζα στα παιδιά μου και πραγματικά το αγάπησαν, και να το κάνω σύγχρονο. Είναι λίγο σαν πρόκληση. Και έχει να κάνει με το πώς η αξία των παιδιών σε μια κοινωνία δεν αναγνωρίζεται. Πώς πολλές φορές αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα και σπρώχνονται στο περιθώριο. Η πρωτότυπη ιστορία είναι για όλα εκείνα τα αληθινής αξίας πράγματα που χάνονται αν αποκλείσεις από την κοινωνία τα παιδιά. Νομίζω για αυτό είναι τελικά η ταινία.

Πώς εκτέλεσες την όλη ιδέα; Είναι πάντα δύσκολο να φέρεις μια ιστορία σε μοντέρνο σκηνικό χωρίς να είσαι υπερβολικά προφανής, με smartphones και τέτοια. Ας πούμε ο τρόπος που έχεις χωρέσει στο σκηνικό τις άμαξες και τα άλογα είναι φανταστικός, σα να ξεφεύγει από το χρόνο.

Ήθελα να έχω μια άχρονη ποιότητα, που να φτάνει πίσω μέχρι τη βικτωριανή εποχή, όπου τα παιδιά τα εκμεταλλεύονταν με απάνθρωπο τρόπο, στη βιομηχανική επανάσταση, αλλά και να φτάνει μέχρι και να είναι ένα όραμα του μέλλοντος. Εξάλλου τα αποθέματα δε θα φτάσουν για πάντα. Βλέπεις στην ταινία ας πούμε πως δεν χρησιμοποιούν αυτοκίνητα και βενζίνη, επειδή ίσως δεν μπορούν. Και οι ήρωές μας είναι δύο παιδιά που βασίζονται σε αληθινά παιδιά, είναι παιδιά που έχουν απορρίψει την νεανική κουλτούρα της εποχής τους και ζουν στο περιθώριο του περιθωρίου. Δεν τους ενδιέφερε ο καταναλωτισμός.

Σε ενδιαφέρουν οι ήρωες του περιθωρίου;

Υποθέτω ναι, όπως φαίνεται από αυτά τα δύο αγόρια. Ήθελαν να ταυτιστούν με τη νομαδική κουλτούρα, επειδή υπάρχει τόσο ισχυρή αίσθηση ταυτότητας εκεί. Κανείς τους δεν ήταν ταξιδιώτης αλλά υπό μία έννοια κι οι δύο αυτό θέλουν. Είναι μια ιστορία για δύο αγόρια στο περιθώριο του περιθωρίου, που προσπαθούν να βρουν κάπου να ανήκουν. Αυτό θέλουν ουσιαστικά.

Διάβασα πως ο πατέρας σου δίδασκε ρομαντική ποίηση. Πώς σε επηρέασε αυτού του είδους το background, πιστεύεις;

Δεν ξέρω! Αυτές οι λεπτομέρειες κάπως βγαίνουν εκεί έξω, θα το είπα σε καμιά άλλη συνέντευξη υποθέτω, αλλά δεν ξέρω, δεν τα βλέπω ποτέ αυτά με όρους σαν το πώς με επηρέασε. Υποθέτω υπάρχει ένας λυρισμός που διατρέχει αυτά που κάνω; Και ίσως αυτή να ήταν η επιρροή. Αλλά δεν ξέρω…

Υποθέτω ποτέ δεν τα ξέρουμε αυτά στην πραγματικότητα.

Ναι, ναι, ποτέ. Ας πούμε ο πατέρας μου δίδασκε Τζον Κιτς. Νομίζω διαβάζαμε και ποιήματα όταν πήγαινα σχολείο, αλλά ποτέ δεν αγάπησα ιδιαίτερα την ποίηση. Σίγουρα υπάρχει κάποια επιρροή, αλλά δεν είναι κάτι που το έχω συνειδητοποιήσει.

Στο “Arbor” θόλωσες τη γραμμή μεταξύ αλήθειας και fiction, και στο “Selfish Giant” πάλι παίζεις ανάμεσα στο ρεαλισμό και το παραμύθι. Πώς επιτυγχάνεις στυλιστικά αυτή την ισορροπία;

Το background μου είναι στο σινεμά και τα visual arts, όχι το θέατρο. Και γενικότερα, υπό μία έννοια νομίζω πως δεν πιστεύω στον ρεαλισμό. Ουσιαστικά κι ένα ρεαλιστικό φιλμ, είναι κι αυτό ένας μύθος και δεν πιστεύω πως μια μορφή τέχνης είναι πιο αυθεντική από μια άλλη. Και νομίζω πως πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί όταν πιστεύουμε πως βλέπουμε κάτι ‘αληθινό’. Γιατί φυσικά ποτέ δεν είναι. Πάντα έχει πάρει ένα σχήμα, έχει μονταριστεί, το βλέπουμε μέσα από τη ματιά κάποιου άλλου. Γι’αυτό παίρνω μια μπρεχτική, επιτηδευμένη, αποστασιοποιημένη προσέγγιση, που να θυμίζει στο κοινό πως βλέπει κάτι κατασκευασμένο. Είναι σημαντικό αυτό. Ειδικά όταν βλέπεις μια θεωρητικά αληθινή ιστορία.

Αυτό που είπες σκεφτόμουν ακριβώς όταν διάβαζα να συγκρίνουν το “Selfish Giant” με τον Κεν Λόουτς. Ότι δεν ισχύει γιατί είναι μια ταινία σαφώς πιο ‘κατασκευασμένη’. Εσύ πώς βλέπεις τον παραλληλισμό;

Κοίτα, νομίζω πως η “Kes”, γιατί αυτό το έργο του Λόουτς μιλάνε κυρίως, ήταν επιρροή στην ταινία μου. Όπως και άλλες ταινίες όμως. Ρεαλιστικά παραμύθια. “Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων”, το “Μήλο”. Όπου  χρησιμοποιούνται μεταφορές και συμβολισμοί με έναν πολύ ισχυρό πολιτικό τρόπο, όπως στην “Kes”. Αλλά υποθέτω πως η “Kes” διαφέρει από τα άλλα φιλμ υπό αυτή την έννοια. Τρέφω τεράστιο σεβασμό για αυτό που κάνει ο Κεν Λόουτς αλλά νομίζω πως κάνω κάτι πολύ διαφορετικό.

Σκεφτόμουν πως έχει ίσως σχέση το background σου στα visual arts, που όπως και στην περίπτωση ενός σκηνοθέτη σαν τον Στιβ Μακουίν, ακόμα κι όταν κάνει ένα δράμα εποχής σαν το “12 Χρόνια Σκλάβος” δεν έχει τίποτα ακαδημαϊκό η ταινία.

Το λατυρεύω το “12 Χρόνια Σκλάβος”, είναι φανταστικό. Μπορείς να δεις την επιρροή των visual arts στο σινεμά του. Για μένα ήταν όλα στο πλάνο που μένει πάνω του και μένει και μένει. Αν ακουμπήσει τα πόδια του στο έδαφος θα στραγγαλιστεί. Είναι ένα πλάνο τρομερά δυνατό στο να σε κάνει να αποκτήσεις συναίσθηση του πού είσαι, του ποιος βρίσκεται δίπλα σου. Είναι πολύ άβολο, σε συνειδητοποιεί απέναντι σε αυτό που βλέπεις, σου επιστρέφει μέρος της ευθύνης. Γίνεσαι οι άνθρωποι στο background που συνεχίζουν με τις δουλειές τους και προσπαθούν να αγνοήσουν αυτό που συμβαίνει. Σε βάζει στην ίδια θέση, αναγκάζεσαι να προσπαθήσεις να μπλοκάρεις αυτό που βλέπεις, να το αγνοήσεις. Κάτι που έτσι κι αλλιώς κάνουμε στις ζωές τον περισσότερο καιρό. Αυτή είναι η ιστορία της σκλαβιάς.

Όλη η ταινία είναι απίστευτα όμορφη, αλλά με λόγο να είναι όμορφη. Σα να ακούς τη Νίνα Σιμόν να τραγουδάει το “Strange Fruit”. Έχει αυτή την πανέμορφη φωνή με την οποία τραγουδάει αυτά τα φρικτά, φρικτά πράγματα. Όμορφες εικόνες που περιγράφουν ασχήμια. Όλο το έργο διαθέτει μια φοβερή δριμύτητα. Ελπίζω να πάρω κι εγώ μαζί μου αυτή τη δριμύτητα. Νιώθω πως με ενέπνευσε πάρα πολύ το “12 Χρόνια Σκλάβος”.

*Ο “Εγωιστής Γίγαντας” παίζεται ήδη στις αίθουσες.