Joel C Ryan/Invision/AP
FESTIVALS

Debra Granik, γιατί να θέλει ένας άνθρωπος να ζήσει μακριά από τον πολιτισμό;

Καθώς το αριστούργημα ‘Leave No Trace’ προβάλλεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, η σκηνοθέτης του ‘Winter’s Bone’ μας εξηγεί σε μια αποκλειστική συνέντευξη τι την έκανε να θέλει να ασχοληθεί με ανθρώπους που ζουν εκτός του χάρτη.

Σε ένα τεράστιο φυσικό πάρκο του Πόρτλαντ, ένας πατέρας κι η 13χρονη κόρη του ζουν τη δική τους ιδανική ζωή εξαφανισμένοι από τα ραντάρ του σύγχρονου κόσμου. Χαμένοι μέσα στο τοπίο, στη φύση, με μόνη τους ανάγκη ο ένας τον άλλον.

Ένα λάθος θα κάνει την παρουσία τους εμφανή στους φύλακες του πάρκου αλλάζοντας δραματικά την κατεύθυνση της ζωής τους, όμως η μεγάλη δύναμη αυτής της ιστορίας δε βρίσκεται στην αγωνία του τι θα συμβεί μετά, παρά στην εστίαση στο μεγάλο “γιατί” στην καρδιά αυτής της ιστορίας: Γιατί δύο σύγχρονοι άνθρωποι να θέλουν να απορρίψουν τόσο ολοκληρωτικά το σύγχρονο κόσμο;

H Debra Granik μαγεύτηκε από αυτό το ερώτημα και θέλησε να εξερευνήσει τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Κι η ίδια εξάλλου μπορεί να συνδεθεί πιθανώς με αυτή την ιδέα- παρότι η προηγούμενη ταινία της, το σπουδαίο ‘Winter’s Bone’ έφτασε ως τα Όσκαρ και μας σύστησε τη μελλοντική σούπερ σταρ Jennifer Lawrence, η σκηνοθέτης προτίμησε να μείνει μακριά από το στουντιακό σύστημα, παίρνοντας τα χρόνια της ώσπου να παραδώσει τη νέα δουλειά της, ‘Leave No Trace’.

Είναι, και πάλι, ένα ουμανιστικό ποίημα, μια καθαρή ματιά γεμάτη οξυγόνο, για ανθρώπους μακριά από τη φασαρία, για αυτοσχέδιες ζωές και κοινότητες που λειτουργούν με τους δικούς τους κώδικες. «Μπορούσα να δω τι συνέβαινε με το μυαλό της Debra καθώς σκεφτόταν», λέει η υπέροχη Thomasin McKenzie όταν τη συναντήσαμε στις Κάννες (όπου προβλήθηκε η ταινία). «Αληθινή συνεργάτης, γενναιόδωρη, δοκίμαζε συνεχώς τις ιδέες άλλων ανθρώπων», προσθέτει για τη σκηνοθέτη της. Η McKenzie είναι η αποκάλυψη του φιλμ, παίζοντας την κόρη, ενώ ο εξαιρετικός Ben Foster (από τις κλασικότερες “α! είναι αυτός ο τύπος, πού τον ξέρω;” φάτσες του σημερινού αμερικάνικου σινεμά) ερμηνεύει τον πατέρα, που φέροντας τις ανοιχτές πληγές του PTSD έχοντας υπηρετήσει στον στρατό, αποδρά από τον κόσμο όπως τον ξέρουμε.

Το ‘Leave No Trace’ είναι βασισμένο στο βιβλίο ‘My Abandonment’ του Peter Rock, που με τη σειρά του βασίζεται σε αληθινή ιστορία- κι αν μοιάζει κάπως απίστευτο σαν ιδέα, πόσο μάλλον σαν πραγματικότητα, τότε αυτό κάνει τα ερωτήματα ακόμα πιο συναρπαστικά, ακόμα πιο καίρια.

Η ταινία προβάλλεται στην Ελλάδα στο πλαίσιο του 59ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (τη διανομή έχει η Feelgood Entertainment). Εμείς μιλήσαμε αποκλειστικά με τη Debra Granik στις Κάννες, όταν και μας εξήγησε τι ήταν αυτό που την καθήλωσε στην ιστορία αυτού του πατέρα και της κόρης του, τι σημαίνει να λειτουργείς έξω από το σύστημα, και ποια είναι η αξία της αμφισβήτησης του σύγχρονου πολιτισμού.

Όταν σύγχρονοι άνθρωποι επιλέγουν να ζουν μακριά από τον σύγχρονο πολιτισμό

Όταν οι άνθρωποι πηγαίνουν ενάντια σε κανονιστικές δομές, όταν έχουν το θράσος ή τη σκέψη ή την ανάγκη να διαφοροποιηθούν ή να αποχωρήσουν, θέλω να ξέρω γιατί το κάνουν αυτό. Γιατί το κάνουν, τι αποζητούν; Το να αναρωτιέσαι, το να αποζητάς πράγματα είναι κάτι ανθρώπινο, είναι κάτι το παντοτινό, κι όταν συμβαίνει σε σύγχρονους καιρούς μέσα στην ίδια μου τη χώρα, είναι κάτι που ποτέ δε θα μου φανεί αδιάφορο. Και έχουν την κατανόησή μου, γιατί είναι κάτι που δε μοιάζει καθόλου εύκολο.

Χαρακτήρες που επιχειρούν να ζήσουν με λιγότερα, που αναρωτιούνται τι σημαίνει το να αντιδράς απέναντι στην ψηφιακή ηγεμονία της κοινωνίας, εγώ θα αναρωτιέμαι πάντα ποιος διάολο μπορεί να το κάνει αυτό, θα με ιντριγκάρει. Επίσης είναι μια στιγμή που αξίζει να πάρουν απόσταση από τα αποκτήματα, να καταλάβουμε πως η υποχρεωτική ευτυχία δεν έρχεται σε μια κουλτούρα που ζυγίζει ευτυχία με υλικά αγαθά. Η κουλτούρα μαζικής κατανάλωσης δέρνει τους ανθρώπους της. Οι άνθρωποι κουράζονται. Κάποιοι μένουν κλεισμένοι και αγκιστρωμένοι σε αυτό τον κύκλο, είναι ένας στόχος το να συνεχίζεις διαρκώς. Άλλοι θα έχουν αυτή την επιθυμία να πουν αρκετά, θα ζήσω εναρμονισμένα με ό,τι ο εγκέφαλος και η ψυχή μου επιθυμούν.

Πιστεύω πως αυτή η εναλλακτική ζωή, το να προσπαθείς να ζεις με λιγότερα, είναι κάτι που συναντάμε περισσότερο σήμερα. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να ζουν βέβαια σε κάποια λογικά πλαίσια, θες να έχεις καταφύγιο, να έχει καλυμμένες τις βασικές σου ανάγκες, κανείς μας δε μπορεί να το προσπεράσει αυτό τελείως, αλλά ταυτόχρονα να μπορείς να έχεις έστω ένα δέντρο, να συντηρήσεις έστω έναν βιότοπο σε κάποιον χώρο. Οι χαρακτήρες το ρωτάνε στην ταινία. Αν μη τι άλλο είναι ένα ερώτημα που οφείλει να τεθεί. Κάθε φορά φορά που έχει συμβεί κάποια τεχνολογική, βιομηχανική επανάσταση, οι άνθρωποι οφείλουν να ρωτήσουν, είναι αυτό ένα τρενάκι στο οποίο θέλω να είμαι πάνω;

(Mε το καστ της ταινίας: Ben Foster, Thomasin McKenzie, Debra Granik, Dale Dickey)

Η ένταση του ρεαλισμού

Το εντονότερο κομμάτι της εμπειρίας ήταν ότι ήμασταν μες στο δάσος. Μπορεί να ήμασταν όλοι βρεγμένοι και να έπρεπε να ανάψουμε τις φωτιές μας. Δουλέψαμε με μια εκπαιδεύτρια που πήρε τους ηθοποιούς ξεχωριστά από μένα και τους έμαθε να χρησιμοποιούν τα εργαλεία τους, είχαν πολλά να μάθουν. Έπρεπε να μάθουν να επικοινωνούν στα αλήθεια με τρόπους που δεν ήταν χαρτογραφημένοι ούτε στο σενάριο. Είχε κι εκείνη πολύ ασυνήθιστη ζωή και προσέφερε στους ηθοποιούς μια τεχνική επικοινωνίας που δε θα ήταν καθόλου ανιχνεύσιμη αλλά θα μπορούσαν να ακούνε καθαρά ο ένας τον άλλον. Κι οι δυο τους έχτισαν πάνω σε αυτό και το έκαναν δικό τους. Κανείς δεν ήξερε στην αρχή της ταινίας πως θα υπήρχε αυτή η επικοινωνία με τα ‘κλικ’. Κλικάρανε όταν το χρειάζονταν.

Ήμασταν στην ευτυχή θέση να έχουμε αληθινούς ανθρώπους να εκπροσωπούν τους εαυτούς τους στην ταινία. Μη επαγγελματίες αν θέλει κανείς να τους πει έτσι. Άνθρωποι από την καθημερινή ζωή. Η μελισσοκόμος για παράδειγμα στην ταινία, ήταν πραγματι μελισσοκόμος. Και είπε στην Thomasin από πολύ νωρίς, σε ένα μίτινγκ πρόβας, της είπε πως νιώθει ότι η Tom είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να χειριστεί τις μέλισσες, οι μέλισσες θα ήταν άνετες γύρω της, είχε να κάνει με τις φερομόνες της, την ηρεμία της, την χάρη της. Και αποφασίσαμε να σπρώξουμε περισσότερο σε εκείνη τη σκηνή, η ένταση ανέβηκε δηλαδή χάρη σε κάτι που ένιωσε αυτή η γυναίκα από το Πόρτλαντ, χάρη σε αυτή την αληθινή εμπειρία.

Η ένταση μπορεί να έρχεται από πολλές διαφορετικές πλευρές, είναι δώρο για μια ταινία, αλλά συνήθως οφείλονται στο να μπορέσεις να φέρεις στο έργο πολλά συστατικά που δεν βρίσκονται μόνο στη σελίδα. Αυτό το επίπεδο έντασης θα ήταν δύσκολο να το φέρουμε από το τεχνητό περιβάλλον ενός σκηνικού. Όπου θα έπρεπε τα πάντα να είναι απολύτως ακριβή. Αυτό είναι ακρίβεια! Αυτό είναι ένα άλλο, διαφορετικό είδος κινηματογράφισης.

Η εποχή του #metoo και η βιομηχανία

Από την πλευρά μου, επειδή δουλεύω σε πιο μικρού βεληνεκούς πράγματα όσο αφορά το οικονομικό κομμάτι, είμαι ένας εργάτης πολιτισμού που δεν χρειάζομαι πολλούς πόρους για να κάνω τη δουλειά. Βρισκόμουν σταθερά στο μονοπάτι μου, και επίσης είχα κάποιους σπουδαίους άντρες συνεργάτες- ένα από τα κλειδιά είναι να δουλεύω με άντρες που τους αρέσει να δουλεύουν με γυναίκες. Είναι μια κατάσταση που εμπλουτίζει τα πάντα.

Προσωπικά δεν έχω δεχθεί αποκλεισμό, αλλά από την άλλη δεν έχω δοκιμάσει κιόλας να υπάρξω μέσα σε μεγαλύτερα συστήματα που παλαιότερα έκλειναν αυτές τις πόρτες. Νιώθω πως πατάω σταθερά. Νιώθω πως τα κινήματα είναι κάτι σπουδαίο, όπως και οι συζητήσεις που γίνονται, πρώτη φορά στην ιστορία δεν είναι τα πράγματα απλά ‘business as usual’. Είναι μια συναρπαστική στιγμή, αλλά νιώθω πως μεγάλο μέρος αυτού του κινήματος έχει κατεύθυνση περισσότερο προς τη βιομηχανία. Και καλώς ή κακώς εγώ στέκομαι έξω από τη βιομηχανία.

Η σχέση με την αληθινή ιστορία

Αυτή είναι η δική μας ερμηνεία. Αυτά που γνωρίζουμε για την οικογένεια που είχαν γραφτεί όταν τους ανακάλυψαν στο Πόρτλαντ είναι πάρα πολύ λίγα. Ξέρουμε πως ζούσαν εκεί για αρκετά χρόνια, οι φύλακες του πάρκου είχαν εντυπωσιαστεί που δεν τους είχαν δει τόσο καιρό. Αλλά ξέρουμε πως το κορίτσι ήξερε να διαβάζει, άρα κάποιος της το είχε μάθει. Ξέρουμε πως η φωτιά που έφτιαχναν ήταν σύμφωνα με μια τεχνική των ιθαγενών αμερικάνων, μια φωτιά χωρίς καπνό. Έκαναν ένα σωρό πράγματα για να είναι σίγουροι πως δε θα ανιχνευθούν, οι φύλακες δεν το πίστευαν.

Η υπόθεση τελικά σφραγίστηκε επειδή ενέπλεκε ανήλικη, ώστε να μη ζήσει τη ζωή της εκτεθειμένη. Η έκθεση ήταν κακή για αυτούς. Δεν υπήρχαν παπαράτσι ή τίποτα τέτοιο, αλλά ήταν πρόσωπα κοινού ενδιαφέροντος. Το να υπάρχει ενδιαφέρον σημαίνει εξονυχιστική έρευνα. Αυτό σημαίνει πως διαρκώς κάποιος σε κοιτάζει. Κι αυτό σημαίνει πως τα πάντα που σε αφορούν είναι δημόσια.

Η ιστορία της Αμερικής

Στο Πόρτλαντ συναντάμε τεράστια δασική έκταση, σε μια πολιτεία που πολλοί άνθρωποι μπορεί να έχουν κάποιες πολύ δεξιές πεποιθήσεις. Την πόλη Γιουτζίν ας πούμε. Είναι μια σημαντική όαση… συνείδησης, θα έλεγα. Υπάρχουν εκεί άνθρωποι που θα βάλουν τις ζωές τους σε ρίσκο, στις πιο νότιες, πιο φτωχές περιοχές. Πες τους και tree-huggers αν θες. Είναι άνθρωποι εντελώς αφοσιωμένοι, που ρωτάνε, αυτό είναι που πραγματικά θέλουμε να κάνουμε με το πιο σημαντικό γεωλογικό δώρο που έχει ο πλανήτης;

Μιλάμε για ένα πολύ σημαντικό τροπικό δάσος που εκτείνεται από την Καλιφόρνια ως τα βάθη του Καναδά, δεν είναι απλά κάτι αμερικάνικο, ανήκει σε όλη την ήπειρο, ανήκει στον πλανήτη. Και το εκμεταλλεύονται με τρομακτικό ρυθμό. Πρέπει να συμβεί κάτι για να το καταλάβει ο κόσμος αυτό. Κι είναι ένα δάσος δεμένο με τις ζωές των ανθρώπων εκεί. Αυτή είναι όμως η ιστορία της Αμερικής αυτή τη στιγμή. Το να χτίζεις μια τεράστια εκκλησία στο ίδιο μέρος όπου έχουν απομείνει 4 βάτραχοι. Υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται για αυτούς τους βατράχους, αλλά η εκκλησία θέλει την εκκλησία της. Οι άνθρωποι βλέπουν εντελώς διαφορετικά το τι σημαίνει επιβίωση.

*Το σπουδαίο ‘Leave No Trace’ προβάλλεται το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στο πλαίσιο του 59ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η συνέντευξη δόθηκε στο πλαίσιο του 71ου Φεστιβάλ Καννών. Η ταινία έχει διανομή στην Ελλάδα από την Feelgood.

Φωτογραφίες: Associated Press