ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Δεν έχεις ιδέα τι έχουν δει τα μάτια του Πάνου Σόμπολου

Ο εθνικός αστυνομικός ρεπόρτερ σε μια ανασκόπηση ζωής και καριέρας.

Προσπάθησε να επαναφέρεις στη μνήμη σου ένα έγκλημα ή μια τραγωδία που συνέβη στη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια. Κλείσε τα μάτια και άσε τις εικόνες να γεμίσουν το κεφάλι σου. Πύρινες φλόγες που καταστρέφουν χωριά και δάση, σεισμοί που καταπίνουν σπίτια, κλέφτες κι αστυνόμοι, σφαίρες που πετάνε στο κενό, δραπέτες και τροχαία δυστυχήματα. Σκέψου τώρα ότι μια φωνή περιγράφει όλα τα παραπάνω. Σε ποιον ανήκει;

Είμαι βέβαιος ότι αντανακλαστικά απάντησες το όνομα του Πάνου Σόμπολου. Κι είμαι ακόμα πιο βέβαιος, ότι μέχρι και για εγκλήματα που θα συμβούν στο μέλλον, πάλι τη φωνή του Σόμπολου θα φέρνεις στο κεφάλι σου. Κι όχι, την ευθύνη για αυτή την αυτόματη σύνδεση δεν την έχει η πολύ χαρακτηριστική χροιά της φωνής του δημοσιογράφου.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Απλά, ο Πάνος Σόμπολος είναι το αστυνομικό ρεπορτάζ στην Ελλάδα. Από εκείνου το μικρόφωνο έμαθες για τις λεπτομέρειες των πιο φρικιαστικών εγκλημάτων των τελευταίων δεκαετιών, εκείνος ήταν που μετέδωσε πρώτος εικόνες που πάγωσαν το πανελλήνιο. Και μπορεί σήμερα να έχει ‘αποστρατευτεί’, δεν θα πάψει όμως ποτέ να είναι ο πρώτος άνθρωπος που σκεφτόμαστε όταν η επικαιρότητα θυμίζει κάτι από επεισόδιο του ‘CSI’ και του ‘Mindhunter’.

Πλέον, έχοντας για πρώτη φορά στη ζωή του ελεύθερο χρόνο, μπορεί να κάνει πράγματα που αγαπάει. Κι ένα από αυτά, είναι να υποδέχεται νέους συναδέλφους στο γραφείο του, στον Σύλλογο Αιτωλοακαρνάνων δημοσιογράφων. Εκείνο το βροχερό μεσημέρι Τετάρτης, ξεκινήσαμε με σκοπό μια συνέντευξη γύρω από τη ζωή και κυρίως την καριέρα του δημοσιογράφου. Για τον Πάνο Σόμπολο, εκτός από αφορμή να περιγράψει ξανά με την έντονη φωνή του συγκλονιστικές ιστορίες από τα αστυνομικά αρχεία, υπήρξε άλλη μια εξαιρετική αφορμή για να προσφέρει μερικές ειλικρινείς συμβουλές προς τη νέα γενιά.

Αστυνομικός ρεπόρτερ από σπόντα

Η ενασχόληση του Πάνου Σόμπολου με τα ρεπορτάζ που αφορούν μεταξύ άλλων σε ληστείες, διαρρήξεις και φυσικές καταστροφές δεν προήλθε μέσα από το δρόμο της εκπλήρωσης παιδικών παθών και ονείρων. Όχι, ο Πάνος Σόμπολος δεν μεγάλωσε διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα, ούτε φανταζόταν πριν κοιμηθεί πως εξιχνιάζει δύσκολες υποθέσεις. Στο μετερίζι της ανταπόκρισης του εγκλήματος δεν βρέθηκε από επιλογή, δεν είχες αυτή την πολυτέλεια τόσα χρόνια πίσω.

Τα πρώτα χρόνια της δημοσιογραφίας ήταν δύσκολα. Μπήκα στο αστυνομικό ρεπορτάζ, όχι επειδή το ήθελα, αλλά επειδή δεν είχα το περιθώριο της επιλογής. Το θέμα ήταν να μπεις στην εφημερίδα. Μπήκα στην ‘Ακρόπολη’, με πήρε να δουλέψω μαζί του ο Σεβαστιανός ο Αρνέλλος, μακαρίτης πλέον, τον φωνάζαμε ‘κύριο Σέβο’. Παράλληλα δούλεψα και στην ‘Αθηναϊκή’, βοηθός του Ντίνου Παπαχριστοφίλου. Κόλλησα στο αστυνομικό και δεν ξέφυγα ποτέ”.

Μετά τις δύο αυτές εφημερίδες, πήγα και στην ‘Μακεδονία’ που είχε γραφεία στα Σύνταγμα, καμιά πενηνταριά δημοσιογράφους, το συγκρότημα Βελλίδη ήταν τότε στα χάι του, από Φθιώτιδα μέχρι Αλεξανδρούπολη διάβαζαν όλοι ‘Μακεδονία’, ήταν έγκυρη εφημερίδα”.

Παράλληλα, το 1976 πήγα στην ΥΕΝΕΔ, δεν είχαν αστυνομικό συντάκτη και μου ζήτησαν να τους δίνω καμιά είδηση. Ξεκίνησα να πληρώνομαι με την είδηση αλλά είδαν ότι δεν τους συμφέρει, το αστυνομικό ρεπορτάζ έχει ένα κάρο ειδήσεις και μου έκαναν δίμηνες και τρίμηνες συμβάσεις, δεν υπήρχαν άλλες οργανικές θέσεις, ήταν 65 κι εγώ ήμουν ο 66ος, για να μου κάνουν σύμβαση αορίστου χρόνου έπρεπε ή να πεθάνει κάποιος ή να φύγει. Κάθε χρόνο με βράβευαν, αλλά εγώ δεν ήθελα επαίνους, ήθελα να ξέρω ότι παίρνω πέντε φράγκα”.

Μέχρι το 1981, ούτε πέθανε, ούτε έφυγε κανένας. Τελικά ήρθε το ΠΑΣΟΚ και έγινα κι εγώ αορίστου χρόνου. Από 66 γίναμε πάνω από 400. Αργότερα, η γυναίκα μου η Τζένη, την οποία έχω χάσει, μου έλεγε να φύγω και να πάω σε κάποιο ιδιωτικό κανάλι που μου έδιναν περισσότερα λεφτά. Τελικά πήρα την απόφαση στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και πήγα στο MEGA

Είχα προτάσεις με πολύ παραπάνω χρήματα από τα υπόλοιπα κανάλια. Στην ΕΡΤ έπαιρνα 350.000 δραχμές, στο MEGA πήρα 800.000, άλλοι έδιναν και 1,5 εκατομμύριο. Δούλευα και στο ΕΘΝΟΣ τότε και μέτοχος ήταν ο Μπόμπολας, με τον οποίο είχα μια πολύ σχέση. Δεν ήμουν και του χρήματος, δεν τα πάω καλά με τα λεφτά. Τελικά έμεινα στο MEGA και το ΕΘΝΟΣ μέχρι να πάρω σύνταξη”.             

Κατά τη διάρκεια της 40χρονης πορείας μου στη δημοσιογραφία, μου έτυχαν πολλές ευκαιρίες, για διευθυντικές θέσεις και μετακινήσεις, αλλά τις απέρριπτα, δεν ήθελα να φεύγω, όπου πάω αγκυροβολώ”.

Η ξεχασμένη τέχνη του ρεπορτάζ

Μπορεί να αρνήθηκε τα ‘δευθυντιλίκια’ και τα αξιώματα, όμως στα μάτια του πιο αυστηρού κριτή, του τηλεοπτικού κοινού, ο Πάνος Σόμπολος υπήρξε πάντα ένας από τους πιο αξιόπιστους και καταξιωμένους δημοσιογράφους του χώρου. Κι όσοι έχουν υπηρετήσει έστω και για μερικές εβδομάδες το συγκεκριμένο χώρο, ξέρουν ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να κερδίσεις φιλοφρόνηση, ακόμη κι αν την αξίζεις. Το μυστικό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι πάντως πολύ απλό, όσο και οι συμβουλές του.

Η συμβουλή που δίνω σε νέους συναδέλφους, κι ο τρόπος που πορεύτηκα εγώ όλα αυτά τα χρόνια, συνοψίζεται σε δύο λέξεις, ήθος και εργατικότητα. Όποιος τα έχει, θα πετύχει. Δεν κορόιδευα ποτέ τον κόσμο, όταν δεν ήξερα κάτι το έλεγα, θέλει όμως κότσια και προσωπικότητα να παραδέχεσαι ότι δεν γνωρίζεις κάτι. Όλοι τα ξέρουμε όλα, δεν γίνεται έτσι

Το δεύτερο βιβλίο μου, ‘Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα, όπως τα ‘εζησα’, το αφιέρωσα στους νεότερους συναδέλφους, με την προτροπή να κάνουν πάντα ρεπορτάζ στον τόπο που διαδραματίζονται τα όποια γεγονότα, γιατί δυστυχώς έχουμε μάθει να κάνουμε ρεπορτάζ από το γραφείο. Ποτέ δεν πρέπει να παίρνουμε είδηση από αλλού, πρέπει να έχεις τη δική σου πηγή. Αν δεν δεις με τα μάτια σου τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν, το δράση, το θύμα αν υπάρχει, αν δεν μιλήσεις με αυτόπτες μάρτυρες, με γείτονες και ειδικούς δεν γίνεται προκοπή, από το τηλέφωνο ο καθένας σου λέει ό,τι θέλει. Αν γράψει σήμερα ένα site μια είδηση, αμέσως θα αναπαραχθεί παντού, κανείς δεν παίρνει ένα τηλέφωνο, δεν πηγαίνει στον τόπο να το διασταυρώσει”.

Η αξιοπιστία, η αναγνώριση κι η καταξίωση, δεν έρχονται ουρανοκατέβατα, ούτε αγοράζονται, κερδίζονται με κόπο, με πολλές θυσίες. Για να σε ξέρει ο άλλος ως γνωστό, έντιμο και αξιόπιστο, σημαίνει ότι το κοινό σε έχει δοκιμάσει. Η εγκυρότητα δεν έρχεται από μόνη της, αν ο διαρρήκτης έχει κάνει 59 διαρρήξεις, δεν θα πεις 60 για να το στρογγυλέψεις, έτσι πορεύτηκα, δεν μεγαλοποιούσα τα πράγματα, ούτε έκανα μορφασμούς στην τηλεόραση ότι δήθεν θλίβομαι με τις εικόνες που έβλεπα. Η δουλειά μου δεν είναι ούτε να θλίβομαι, ούτε να γελάω, είναι απλά να μεταφέρω την πραγματικότητα. Όση φόρτιση κι αν είχα -άνθρωπος είμαι- δεν έπρεπε να την μεταφέρω, τους θεατρινισμούς για την τηλεθέαση δεν τους αγάπησα ποτέ”.

Η δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να συμμετέχει, είναι να στέκεται σε ένα σημείο, να έχει εικόνα, χάρη στον οπερατέρ, να παρακολουθεί, να κάνει την καταγραφή και να μεταφέρει αυτά που βλέπει. Πολλές επιτυχίες στην καριέρα μου οφείλονται στους φωτορεπόρτερ, ήμασταν μια ομάδα”.

Οι υποθέσεις που συγκλόνισαν την Ελλάδα

Οι ανατριχιαστικές ιστορίες που έζησε κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Πάνος Σόμπολος, έχουν ήδη μεταφερθεί από τον ίδιο σε τέσσερα βιβλία, τα οποία έχουν ως κοινή συνισταμένη την καταγραφή των υποθέσεων, όπως τις έζησε ο δημοσιογράφος, από πολύ μέσα. Του ζητάω να ξεχωρίσει μερικές, αυτές που ίσως τον έχουν στιγματίσει λίγο περισσότερο. Με την ψυχραιμία που τον διακρίνει, γυρνάει το χρόνο πίσω και ξεκινάει να θυμάται. Ξαφνικά, αισθάνομαι ότι παρακολουθώ ξανά, από απόσταση αναπνοής και προνομιακή θέση, ένα από τα ιστορικά ρεπορτάζ του Πάνου Σόμπολου στο MEGA, μόνο για τα δικά μου μάτια. Αυτή τη φορά μάλιστα, ίσως και να άφησε την συγκίνηση να τον επηρεάσει λίγο περισσότερο. 

Η πιο έντονη ανάμνηση από τις πυρκαγιές, είναι αυτές στην Ηλεία. Κάθε καλοκαίρι καλύπταμε πυργκαγιές, απ’ τη μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη, ελικόπτερα και αυτοκίνητα. Αλλά στην Ηλεία είχαμε 65 νεκρούς κι εκεί ανάμεσά τους ήταν το συγκλονιστικότερο θέαμα που έζησα ως δημοσιογράφος”.

Όπως ανέφερε στο τέλος του βίντεο, ο Πάνος Σόμπολος αποφάσισε να μην στείλει ποτέ αυτές τις τραγικές εικόνες στο κανάλι, ώστε να εξασφαλίσει ότι δεν θα δουν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Κάτι που παλαιότερα δεν είχε αποφύγει.

Την είχα πάθει με τον Φραντζή. Είχαμε πάει με τον φωτορεπόρτερ στο νεκροτομείο, εκεί όπου είχαν τη γυναίκα του, την οποία είχε τεμαχίσει και πετάξει στον κάδο απορριμάτων. Δεν είχαν βρει το κεφάλι, από το σώμα φαινόταν ότι ήταν πολύ νέα. Τράβηξε φωτογραφία και την επόμενη μέρα μπήκε φαρδιά-πλατιά στο ΕΘΝΟΣ. Δεν ήταν καθόλου καλό αυτό που έγινε”.

Παλιότερα βάζαμε τα πάντα, χοντρά πράγματα, πηγαίναμε σ’ ένα τροχαίο και κάναμε πλάνα και φωτογραφίες από διαμελισμένα πτώματα κι αυτά δημοσιεύονταν κανονικά. Δεν ήταν καθόλου σωστό αυτό, όπως και το ότι σε πολλές περιπτώσεις αναφέραμε ότι ο δράστης είναι ο τάδε, με ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, καταγωγή και τελικά αυτός ο άνθρωπος μπορεί να μην ήταν ο δράστης. Πρέπει να έχεις τελεσίδικη απόφαση για να δείξεις το πρόσωπο ενός ενόχου. Εγώ στα βιβλία μου γράφω τα πάντα, αλλά πρόκειται για τελειωμένες υποθέσεις που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Καλύτερα η δικαιοσύνη να αθωώσει 100 ενόχους, παρά να καταδικάσει έναν αθώο, το εστερνίζομαι απόλυτα αυτό. Αυτό δεν γινόταν μόνο εδώ, και στην Ευρώπη και στην Αμερική το ίδιο γινόταν, ευτυχώς τώρα έχουν μπει τα πράγματα σε μια σειρά, δεν δίνουμε έτσι εύκολα ονόματα και φωτογραφίες”.

Όταν ήμουν στην ΕΡΤ2, είχε γίνει ένα πολύνεκρο δυστύχημα στην Μαλακάσα και είχα πάει εκεί, περιμένοντας να μου στείλουν συνεργείο για να πάρει πλάνα. Καθυστερούσε όμως, οπότε παίρνω τηλέφωνο στην αίθουσα σύνταξης και λέω στον αρχισυντάκτη, τον Στάθη Καρρά, ‘Στάθη, κρατάω τα πτώματα εδώ με νύχια και με δόντια’. Από τότε έμεινε η φράση ‘Ο Σόμπολος κρατάει τα πτώματα με τα δόντια’”. Πίσω στις τραγικές υποθέσεις όμως.              

Αεροπειρατείες, εγκλήματα, πολτοποιημένα πτώματα, όλα τραγικά ήταν. Είσαι κι άνθρωπος, όσο κι αν λες ότι το συνηθίζεις, σε επηρεάζει. Είχα ιδιαίτερη ευαισθησία με τα παιδιά, όταν έβλεπα πιτσιρίκια σε τέτοια κατάσταση, ήταν δύσκολο να συγκρατηθώ όμως δεν το έδειχνα στον κόσμο, το κρατούσα μέσα μου αυτό που αισθανόμουν

Μου έχει μείνει πολύ έντονα, ήμουν νεαρός, τότε ξεκινούσα, το έγκλημα του Λυμπέρη. Έκαψε τα δύο παιδάκια του, τη γυναίκα του και την πεθερά του, μέσα στο σπίτι. Ήταν φρικιαστικό αυτό που αντίκρισα”.

Θυμάμαι στο αεροπορικό δυστύχημα του Γιάκοβλεφ, στα Πιέρια Όρη, να μαζεύουν τα διασκορπισμένα και διαμελισμένα πτώματα, να βλέπεις ένα χέρι μ’ ένα σακάκι σ’ ένα κλωνάρι δέντρου, κομμένα κεφάλια. Αφού κάνεις αυτή τη δουλειά όμως, είσαι υποχρεωμένος να τα βλέπεις και να τα αποτυπώνεις, δεν γίνεται διαφορετικά”. Όσο για το αν έχει κινδυνεύσει ποτέ η ζωή του;

Έχει κινδυνεύσει πολλές φορές η ζωή μου, σ’ αυτή τη δουλειά ζεις με τον κίνδυνο, μόνο στο γραφείο δεν κινδυνεύεις. Θυμάμαι κάλυπτα ένα απλό τροχαίο στην Κατεχάκη κι ενώ έπαιρνα συνέντευξη από έναν αυτόπτη μάρτυρα, μια κοπέλα που οδηγούσε το αυτοκίνητό της χάζευε εμάς, της έφυγε το αμάξι κι ήρθε κατευθείαν πάνω μας, μου πήρε το μικρόφωνο. Ευτυχώς, δεν τραυματίστηκε κανένας”.

Στην Αλβανία τότε με τις παρατράπεζες του Μπερίσα πέρναγαν οι σφαίρες από πάνω μας. Καθόμουν σ’ ένα πεζούλι έξω από το προξενείο στο Αργυρόκαστρο και ακούω τον ήχο ενός καλάζνικοφ. Οι σφαίρες περνούσαν από δίπλα μου, δεν με πέτυχε καμία ευτυχώς

Μια άλλη φορά ήμασταν στην Κρήτη, έψαχναν τον Ρωχάμη που είχε αποδράσει από τις φυλακές Αλικαρνασσού τότε. Μπήκαμε με την κάμερα σ’ ένα ελικόπτερο του στρατού το οποίο ακούμπησε σε μια φυλλωσιά δέντρου και άρχισε να κάνει θορύβους, ευτυχώς δεν έπεσε. Στη Μαλακάσα πάλι, όταν είχαμε τις εκρήξεις στις αποθήκες πυρομαχικών έσκαγαν τα πυρομαχικά και περνούσαν σφαίρες δίπλα μου, είχα κρυφτεί πίσω από τον κορμό και τον κοπανούσαν οι σφαίρες”.

Η θητεία ως πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ

Μπορεί κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Πάνος Σόμπολος να απέφυγε τις διευθυντικές θέσεις, δεν αρνήθηκε όμως να εμπλακεί στα δημοσιογραφικά κοινά, υπηρετώντας από το 2005 μέχρι το 2011 ως πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.

Υπήρξα πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ για 6 χρόνια και ήμουν πάντα της άποψης ότι παράλληλα με τα προεδρικά καθήκοντα, πρέπει να δουλεύεις κιόλας και συνέχιζα το ρεπορτάζ γιατί ήθελα να είμαι σωστός και στα δύο”.

Ο θεσμός του συνδικαλισμού είναι ό,τι ιερότερο για τον εργαζόμενο. Στην Ελλάδα όμως, τη λέξη συνδικαλιστής την έχουμε τροποποιήσει προς το κακό. Πολλοί λένε ότι ο συνδικαλιστής είναι ο αργόσχολος, αυτός που δεν δουλεύει, ο ΄βολεψάκιας’, ο άνθρωπος που πληρώνεται και δεν προσφέρει τίποτα. Εγώ έκανα τρεις θητείες και είπα φτάνει, δεν ξαναβάζω υποψηφιότητα, γιατί έπρεπε να έρθει κάποιος με διαφορετική νοοτροπία και άλλα μυαλά από μένα, δεν ήθελα να είμαι μια ζωή συνδικαλιστής, σαν μερικούς που δεν έχουν κάνει τίποτα άλλο στη ζωή τους”. Μόλις μερικές εβδομάδες πριν, η ΕΣΗΕΑ αποφάσισε να αναγνωρίσει επιτέλους τους δημοσιογράφους των ενημερωτικών sites, κάτι που επί προεδρίας Πάνου Σόμπολου δεν είχε γίνει πράξη. 

“Η μεγαλύτερη αποτυχία μου ήταν όταν δεν μπόρεσα να περάσω την νομιμοποίηση των ενημερωτικών σελίδων του διαδικτύου στον εργατικό νόμο που έφτιαχναν τότε. Ήταν το 2011, είχαμε φτιάξει με τους νομικούς ένα άρθρο, το άρθρο 67, το οποίο είχε δύο σκέλη. Αναγνώριζε υπό κάποιες προϋποθέσεις τις ενημερωτικές ιστοσελίδες και επέτρεπε στους δημοσιογράφους αυτών να εγγράφονται στα ταμεία και να έχουν και κρατήσεις. Πέρασε κανονικά από την επιτροπή της Βουλής, ψηφίστηκε κατ’ άρθρον. Όταν πήγε να ψηφιστεί στο σύνολό του, το άρθρο το έβγαλαν απ’ έξω, πρωθυπουργός ήταν ο Παπανδρέου τότε. Έκανα μια εβδομάδα να κοιμηθώ, ήταν η μεγαλύτερη ήττα που υπέστην κατά τη διάρκεια της θητείας μου. Δεν έμαθα ποτέ ποιος τον πίεσε. Κάτι πάει να γίνει τώρα, μακάρι να γίνει έστω και με καθυστέρηση έξι ετών, είναι θετικό”. Όσο για το πώς βλέπει τις τελευταίες εξελίξεις στα ασφαλιστικά;

Το αγγελιόσημο το χάσαμε. Το ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, το ταμείο συντάξεων, μας το πήρανε και μαζί με αυτό πήρανε και τα αποθεματικά του τα οποία ήταν περίπου ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατομμύρια και έμεινε ο ΕΔΟΕΑΠ το οποίο δεν είναι δημόσιο ταμείο. Το αγγελιόσημο δεν μας το χάρισε η κυβέρνηση, είχαμε το λαχείο συντακτών κάθε Πρωτοχρονιά. Πήρε το κράτος το λαχείο και σε αντιστάθμισμα μας έδωσε το αγγελιόσημο, χωρίς να επιβαρύνουμε τον κρατικό προϋπολογισμό ούτε δραχμή. Αυτά τα θέματα πρέπει να τα συζητάς κατευθείαν με τον πρωθυπουργό, όχι με τους Υπουργούς, αλλά ο Τσίπρας δεν ήθελε να τους δει. Όταν ήμουν εγώ στην ΕΣΗΕΑ βρέθηκα μπροστά σε τέτοια λαίλαπα, με την ένωση των ταμείων το 2009 μας είχαν στο ΙΚΑ, θέλανε να καταργήσουν τα ταμεία μας. Έφτασα μέχρι τον Καραμανλή και του είπα ότι θα είναι ο μοιραίος πρωθυπουργός για τον κλάδο μας και τελικά φτιάξαμε το δικό μας ταμείο. Έτσι κάναμε το ΕΤΑΠ – ΜΜΕ. Το θέμα είναι να προλάβεις το κακό, να κινηθείς γρήγορα”.

Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δίλημμα. Αφήνεις τον ΕΔΟΕΑΠ να μαραζώνει και στο τέλος μπαίνει λουκέτο ή ψηφίζεται η τροποποίηση του καταστατικού με την ελπίδα να περισωθεί κάτι, εδώ που φτάσαμε το θέμα είναι τι μπορείς να σώσεις. Το μη χείρον βέλτιστο που λέμε. Περνάει κρίση ο κλάδος, απ’ τους 5.000 συναδέλφους, περίπου το 50% είναι στο δρόμο. Έχω συναντήσει δημοσιογράφους να δουλεύουν σε ταξί και βενζινάδικα και αρκετοί απ’ αυτούς που δουλεύουν δεν ξέρουν αν και πότε θα πληρωθούν, ενώ και οι παλιοί μισθοί δεν υπάρχουν πια. Αλλά δυστυχώς όλοι οι κλάδοι στενάζουν, ο δικός μας όμως έχει υποστεί τα πάνδεινα”.

Ένας χαρούμενος συνταξιούχος

Σήμερα, από την ασφάλεια του σπιτιού του, ο Πάνος Σόμπολος ετοιμάζει το πέμπτο του βιβλίο, με θέμα τις γυναίκες εγκληματίες που απασχόλησαν την επικαιρότητα στη χώρα μας. Αποτελεί μάλιστα το πρώτο του συγγραφικό έργο το οποίο δεν θα περιλαμβάνει μόνο ιστορίες που έζησε, αλλά και παλαιότερες, όπως τη θρυλική πεθερά του Αθανασόπουλου. Κατά τ’ άλλα, απολαμβάνει για πρώτη φορά στη ζωή του το γεγονός πως διαθέτει ελεύθερο χρόνο.      

Είναι ό,τι καλύτερο. Έχω μια κόρη κι έναν γιο, δεν είδα πώς μεγάλωσαν, έτρεχα κάθε μέρα απ’ την μια μεριά της Ελλάδας στην άλλη. Η γυναίκα μου, μου έλεγε ότι δεν χαίρομαι τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου, τα βραβεία και τις εκδηλώσεις στο σχολείο, ήμουν πάντα απών. Τώρα όμως έχω χρόνο για τα εγγονάκια μου, γράφω βιβλία, αποτυπώνω τις εμπειρίες της ζωής μου για να αφήσω παρακαταθήκη

Όσο δούλευα, το κινητό μου ήταν εφιάλτης, χτυπούσε στη μέση της νύχτας και δεν μπορούσα να μην το σηκώσω. Τώρα το πετάω κι άστο να βαράει, ούτε με απασχολεί. Διαβάζω αρχαίους συγγραφείς, παλιά δεν προλάβαινα, διάβαζα μόνο τους τίτλους των εφημερίδων, μπορώ να κανονίζω τη ζωή μου σαν άνθρωπος, να πάρω το μετρό, δεν ήξερα τι σημαίνει μετρό και λεωφορείο, έπαιρνα τη μηχανή για πιο γρήγορα. Ζω πια μια κανονική ζωή, η μέρα που πήρα τη σύνταξή μου ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου. Πολλοί παίρνουν σύνταξη και μαραζώνουν, δεν έχουν τι να κάνουν, εγώ έχω πάρα πολλά να κάνω, δεν τα προλαβαίνω κιόλας”.

Εμείς οι παλαιότεροι, πρέπει να φεύγουμε. Είχα δύο δουλειές, στο MEGA και το ΕΘΝΟΣ. Δεν θα κοιμόμουν ήσυχος αν δούλευα ακόμα και κρατούσα δύο θέσεις από δύο νέα παιδιά, με μόρφωση, με γνώσεις, με νοοτροπία σημερινή. Μην το κάνουμε σαν τους πολιτικούς που ξεκινάνε από μικροί στα κόμματα χωρίς να έχουν βγάλει ούτε ένα μεροκάματο και κάνουν καριέρα στη Βουλή”.