Ευτυχώς για μας, ο Γιάννης Κότσιρας δεν έγινε αστροναύτης
Ο σπουδαίος τραγουδιστής μιλά στο OneMan για την τυχαία αρχή της καριέρας του, τη φήμη που τον δυσκόλεψε, τη νέα γενιά που τον ανακαλύπτει ξανά και το εξωστρεφές πρόγραμμα που ετοιμάζεται να παρουσιάσει στον Σταυρό του Νότου.
- 19 ΝΟΕ 2025
Όταν μου είπε πως θέλει να κάνουμε τη συνέντευξη στο καφέ Έτσι κι Αλλιώς, δε θα κρύψω ότι γέλασα, αλλά και ποια τοποθεσία θα ήταν ιδανικότερη για μια κουβέντα με τον Γιάννη Κότσιρα;
Σε ένα καφέ λοιπόν, που μοιάζει να κουβαλά κάτι από τη διαδρομή του, λίγο πριν κάνει πρεμιέρα στον Σταυρό του Νότου (Σάββατο 22 Νοεμβρίου), ο Γιάννης Κότσιρας ανοίγεται στο OneΜan χωρίς φίλτρα.
Μιλά για τη ζωή του όπως τη βλέπει πραγματικά: χωρίς εξιδανικεύσεις, χωρίς τη λάμψη που συχνά τυλίγει τους καλλιτέχνες. Θυμάται την απίθανη αφετηρία του, όταν από ένα συνεργείο βρέθηκε ξαφνικά στο Περιβόλι του Ουρανού, παραδέχεται ότι ποτέ δεν ονειρεύτηκε να γίνει τραγουδιστής και δεν κρύβει ότι η μουσική βιομηχανία συχνά τον πληγώνει.
Παρ’ όλα αυτά, παραμένει σταθερά αφοσιωμένος σε αυτό που αγαπά, διατηρώντας το χιούμορ και μια αφοπλιστική ειλικρίνεια για τον εαυτό του, τη δημοσιότητα, τη νέα γενιά και το πώς συνεχίζει να εξελίσσεται μετά από 35 χρόνια στη σκηνή.
Θα ξεκινήσω από την πιο προφανή ερώτηση: γιατί ήρθαμε στο καφέ Έτσι κι Αλλιώς για να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη;
Α, ναι, αυτό είναι ένα καφέ στο οποίο έρχομαι πάρα πολλά χρόνια, επειδή έμενα παλιά στην Αγία Παρασκευή. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο που έχει το όνομα ενός τραγουδιού που έχω πει, αλλά το σίγουρο είναι ότι έχει ωραίο καφέ. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που έρχομαι εδώ.
Είναι αλήθεια ότι ξεκίνησες τη μουσική μάλλον τυχαία, κινηματογραφικά; Δηλαδή, δούλευες σε ένα συνεργείο και κάποιος σε άκουσε;
Αν εννοείς την επαγγελματική μου σχέση με τη μουσική, η αρχή της είναι όντως κάπως κινηματογραφική. Ο βασικός «υπεύθυνος» είναι ο Χρήστος Κωνσταντίνου, ο σολίστας του μπουζουκιού, ο οποίος ήταν πελάτης στο συνεργείο όπου δούλευα, και του μετέφερε ο Μίκας, αυτός που είχε το συνεργείο, ότι «ο μικρός τραγουδάει». Με άκουσε την ώρα που τραγουδούσα, γιατί εγώ πάντα τραγουδούσα όταν δούλευα. Μου λέει: «Έλα να σε ακούσουμε στο Περιβόλι του Ουρανού». Πήγα στο Περιβόλι του Ουρανού, με άκουσαν και με πήραν.
Η αλήθεια είναι ότι ο λόγος που δέχτηκα αρχικά να πάω δεν ήταν επειδή ήμουν ερωτευμένος με τη μουσική, αλλά γιατί τα χρήματα ήταν πολύ καλύτερα σε σχέση με αυτά που έπαιρνα στο συνεργείο. Βέβαια, η μουσική είναι ένας ιός που εξυψώνει τον άνθρωπο και όταν δοθεί η ευκαιρία να εκδηλωθεί το μικρόβιο, δε σταματιέται. Και κάπως έτσι την πάτησα και κατέληξα να γίνω μουσικός, τραγουδιστής και όλα τα υπόλοιπα.
Δεν ονειρευόσουν, δηλαδή, να γίνεις επαγγελματίας τραγουδιστής;
Όχι. Ήταν πολύ μακριά από τα όνειρά μου. Βασικά, δεν ήταν καθόλου στα όνειρά μου. Το όνειρό μου ως παιδί ήταν να γίνω αστροναύτης και, μεγαλώνοντας, να γίνω τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών ή προγραμματιστής. Τελικά, τα έκανα όλα -αστροναύτης δεν έγινα, αλλά τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών και προγραμματιστής έγινα. Και, εν τέλει, έγινα και τραγουδιστής.
Δεν είναι, όμως, η αγαπημένη μου απασχόληση. Είμαι πολύ ειλικρινής απέναντι σε αυτό. Η αλήθεια είναι ότι οι δυσάρεστες καταστάσεις που έχω βιώσει στον χώρο του τραγουδιού, επειδή δεν είμαι άνθρωπος που μου αρέσουν τα πολλά-πολλά γενικά, είναι πολύ έντονες και δε μου αφήνουν καλά συναισθήματα. Οι άνθρωποι που κινούνται γύρω από τη μουσική, η μεγαλομανία του χώρου, τα καβαλημένα καλάμια και όλα αυτά με ενοχλούν πάρα πολύ. Γιατί, ναι μεν είναι φαινόμενα της συνολικής μας κοινωνίας, αλλά εγώ έχω μεγαλώσει πολύ διαφορετικά και όλα αυτά μου είναι πολύ ξένα.
Οπότε, αγαπώ τη μουσική σαν ενασχόληση γιατί μου αρέσει η μουσική, αλλά από εκεί και πέρα η επαγγελματική μου σχέση με αυτήν είναι κάτι που δεν είναι ευχάριστο.
Επειδή μίλησες για τη μεγαλομανία κάποιων ανθρώπων του χώρου: από τη μέρα που βγήκες επαγγελματικά και για πολλά χρόνια, που ήσουν πρώτος στα charts και στις συναυλίες, ποτέ δεν ένιωσες ότι «καβάλησες»;
Όχι ακριβώς. Υπήρξε μια περίοδος που νόμιζα ότι υπήρχε ένα τέτοιο συναίσθημα καβαλήματος, αλλά δεν ήταν εν τέλει αυτό. Ήταν μια αγοραφοβία που είχα με τον πολύ κόσμο και γενικότερα με τους ανθρώπους που δε γνώριζα. Αλλά με την έννοια του να ψωνιστώ δεν το πέρασα ποτέ. Ίσως, γιατί δούλευα από πολύ μικρός σε πάρα πολλές δουλειές και γνώριζα πώς βγαίνει και πόσο αξίζει το μεροκάματο. Δηλαδή, τι μόχθος υπάρχει πίσω από το ημερομίσθιο.
Οπότε δε θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου -γιατί αυτό είναι το καβάλημα- κάτι καλύτερο ή σημαντικότερο από τον οποιονδήποτε άλλο συμπολίτη μου. Δηλαδή, από αυτόν που δουλεύει στον δήμο και καθαρίζει ή από τον εργάτη στην οικοδομή, από τον ταξιτζή ή από οποιονδήποτε κάνει την οποιαδήποτε δουλειά. Δε θεώρησα ποτέ ότι είμαι κάτι καλύτερο από αυτό. Γι’ αυτό σου λέω ότι εν τέλει δεν ήταν ψώνιο αυτό που πέρασα. Ήταν κυρίως ένα πρόβλημα ψυχολογικό που είχε να κάνει με τον κόσμο.
Πώς διαχειρίστηκες όλη αυτή τη φήμη και τη διασημότητα;
Με πανικό. Γιατί έχασα την ωραία μου την καθημερινότητα, δηλαδή το να μπορώ να πηγαίνω όπου θέλω. Δε μου άρεσε. Και επίσης δεν μπορούσα να έχω ήρεμη προσωπική ζωή. Αυτό με είχε χαλάσει πολύ. Στα χρόνια που πέρασαν, επειδή αυτό τελικά με επέλεξε να κάνω η ζωή -να τραγουδάω- αποφάσισα να βάλω τους δικούς μου όρους. Τους έθεσα λοιπόν και στα χρόνια τα πολλά τους κέρδισα.
Δηλαδή, πλέον δε φοβάμαι να βγω στον κόσμο. Κάθομαι άνετα, μιλάω με όλους και πλέον νομίζω ότι και ο κόσμος, και λόγω των social media και της εξοικείωσης με την αμεσότητα που έχουν απέναντι στους καλλιτέχνες, έχει μια πιο ήρεμη αντιμετώπιση απέναντι σε αυτά τα πράγματα.
Εσένα η σχέση σου με τα social media ποια είναι;
Μέτρια, παρότι ήμουν ανάμεσα στους δύο-τρεις πρώτους Έλληνες καλλιτέχνες που είχαμε προσωπική ιστοσελίδα στο παρελθόν. Τα social media όμως, δε με ελκύουν καθόλου. Τα χρησιμοποιώ, το λέω έτσι ψυχρά, για διαφημιστικούς λόγους, για τη δουλειά μου. Κάποια εποχή τα χρησιμοποιούσα και για να λέω κάποιες απόψεις προσωπικές, πολιτικές ή δεν ξέρω τι άλλο, το οποίο πια το έχω σταματήσει. Αλλά, σε γενικές γραμμές πλέον, τα έχω βαρεθεί σε τέτοιο βαθμό που είναι καθημερινή η σκέψη να τα κλείσω όλα και να ησυχάσω.
Αλλά καθώς συνεχίζω ακόμα να είμαι επαγγελματίας στον χώρο, τα κρατάω, γιατί τελικά κατάλαβα ότι δεν μπορείς να επηρεάσεις κάποιον στ’ αλήθεια. Το μόνο που κάνεις, και ειδικά όταν έχεις και μια πολύ δημοφιλή σελίδα, είναι να δίνεις χώρο και τόπο σε ανθρώπους που κουβαλούν πάρα πολύ τοξικότητα μέσα τους. Δηλαδή τους δίνεις ένα δημόσιο εργαλείο να εκφράζουν απόψεις που είναι μισάνθρωπες, μισογυνικές, φασιστικές. Κάπως έτσι κι εγώ αποφάσισα να μην τους δίνω αυτό το χώρο και κάνω μόνο αναρτήσεις που έχουν να κάνουν με τη μουσική μου.
Πιστεύεις ότι πρέπει να ξεχωρίζουμε τον καλλιτέχνη από την τέχνη του, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του απόψεις;
Ναι, και αυτό το έκανα πάντα. Έναν καλλιτέχνη δεν τον πλησιάζεις για να γίνεις φίλος του. Αν σε ενδιαφέρουν οι μουσικές του, είναι το θέμα. Και αν σε ενοχλούν οι προσωπικές του απόψεις, μπορείς να ακούς τις μουσικές του χωρίς να τον στηρίζεις, με την έννοια να πηγαίνεις να βλέπεις τα live του. Δηλαδή, με αυτή τη λογική κι εγώ δε θα έπρεπε να ακούω τη μισή ξένη δισκογραφία, γιατί με πολλούς από αυτούς που ακούω δε συμφωνώ πολιτικά μαζί τους. Αλλά τι να κάνω τώρα; Δε θα γίνουμε φίλοι με κανέναν. Η μουσική είναι το θέμα και άμα θέλουμε την ακούμε. Αυτή είναι η άποψή μου, πάντα αυτό έκανα.
Έχουν περάσει σχεδόν 35 χρόνια από τότε που σε άκουσαν στο συνεργείο και ξεκίνησες επαγγελματικά. Θυμάσαι πώς ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκες στη σκηνή;
Στο πάλκο ανέβηκα. Σε ρεμπετάδικο ήμουν. Ήταν περίεργο. Υπήρχε η άγνοια, κατ’ αρχάς, του κινδύνου της πρώτης φοράς. Είχα όμως τρομερούς συναδέλφους, μουσικούς και τραγουδιστές που με στήριξαν πάρα πολύ. Αλλά θυμάμαι το πόσο πολύ έτρεμα. Έτρεμα, σαν το ψάρι, αλλά με στήριξαν πραγματικά πάρα πολύ οι συνάδελφοί μου.
Και ειδικά θυμάμαι με πόση τρυφερότητα με στήριξε μια τραγουδίστρια που λέγεται Αιμιλία Σαρρή. Δεν την ξέρετε πολλοί, αλλά ήταν αυτή που έχει πει πρώτη το τραγούδι «Ο Σταυρός του Νότου». Δική της ήταν η πρώτη εκτέλεση. Και τη θυμάμαι με τρομερή αγάπη. Η οποία δεν ήταν επαγγελματίας τραγουδίστρια, απλώς έτυχε να θέλει να τραγουδήσει εκείνη την περίοδο και με στήριξε πάρα πολύ. Και ο Γιώργος Θεοχαρόπουλος, ένας πιανίστας. Αυτοί λοιπόν με στήριξαν και μπόρεσα και ξεπέρασα τον τρόμο της πρώτης επαφής. Μετά συνήθισα και το ξεπέρασα.
Φεύγει δηλαδή κάποια στιγμή αυτό το τρέμουλο;
Το τρέμουλο της άγνοιας, ναι. Αλλά παραμένει το τρακ του να ανταποκριθώ. Ειδικά τώρα τα τελευταία χρόνια, που έχω έτσι μια σχέση με τον κόσμο. Πλέον, που έχω ένα δικό μου ρεπερτόριο και έχω την ευθύνη την προσωπική των παραστάσεων που παρουσιάζω, των συναυλιών, έχω τρομερό τρακ να είμαι αντάξιος αυτού που περιμένει ο κόσμος. Αυτό είναι μια τρομερή ανασφάλεια που την έχω μέχρι σήμερα.
Στα social media, και ιδιαίτερα στο TikTok, η νεότερη γενιά σου δείχνει μεγάλη αγάπη. Το περίμενες;
Όχι, γιατί η αλήθεια είναι ότι, ρε παιδί μου, αλλάζουν οι εποχές. Είναι πάρα πολύ δύσκολο για έναν καλλιτέχνη ο οποίος βρίσκεται 35 χρόνια στο σανίδι να μπορεί να απασχολεί χωρίς να το επιδιώκει, απλά με τη δουλειά του, νέους ανθρώπους που είναι εντελώς διαφορετικής… Πώς να το πω… νοοτροπίας από αυτή που μεγάλωσα εγώ. Αυτό με κολακεύει ιδιαίτερα. Αλλά και νομίζω ότι είναι κάτι που το έχω κερδίσει, μη θεωρώντας ότι έχω εξασφαλίσει ποτέ κάτι. Καταλαβαίνεις;
Προσπαθώ να παρακολουθώ σωστά τι γίνεται και να αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει. Και ο λόγος είναι ότι έχω παιδιά και θέλω να ξέρω, να καταλαβαίνω τη γλώσσα τους. Όποια κι αν είναι αυτή, να ξέρω τι είναι όλα αυτά που μου λένε και τι είναι όλα αυτά που μου λένε τα πιο νέα παιδιά, γιατί μου αρέσει, την αγαπώ τη νέα γενιά πάρα πολύ. Και νομίζω ότι έχω περισσότερα κοινά μαζί τους. Εγώ δεν έχω μεγαλώσει, στο μυαλό τουλάχιστον, είμαι εκεί γύρω στα 30.
Επειδή ανέφερες τώρα ότι παρακολουθείς τη νέα γενιά και θέλεις να μιλήσεις τη γλώσσα της, παρακολουθείς και τη νέα γενιά καλλιτεχνών; Υπάρχουν νεότεροι που ακούς και σου αρέσουν;
Υπάρχουν, βέβαια. Ακούω τελευταία μια τραγουδίστρια την Alkyone και λιώνω, λιώνω. Υπάρχουν και άλλα παιδιά που παρακολουθώ. Καταρχήν παρακολουθώ αρκετά, τη ραπ σκηνή. Δηλαδή τους Λόγος Τιμής που τρελαίνομαι ή τον Βέβηλο που μ’ αρέσει πάρα πολύ. Τον θεωρώ ποιητή τον τύπο αυτόν. Ο Novel 729 μ’ αρέσει επίσης πάρα πολύ. Έχει να μας δώσει πολλά καλλιτεχνικά αυτή η γενιά.
Αν ξεκινούσες τώρα, σε εποχή streaming και social media, θα κινούσουν σε διαφορετικά μουσικά μονοπάτια ή θα έκανες τα ίδια;
Δεν μπορώ να ξέρω, γιατί καταρχήν δεν μπορώ να σκεφτώ με τωρινό μυαλό. Δηλαδή, εμένα το μυαλό μου μεγάλωσε με κάποια δεδομένα. Δεν μπορώ να τα ακυρώσω αυτά και να σου πω αν θα ήμουν αλλιώς. Δεν το ξέρω. Και επίσης, να σου πω κάτι, δεν είναι η εύκολη πρόσβαση στη μουσική. Λέμε ότι επειδή υπάρχει το streaming, επειδή υπάρχουν τα κοινωνικά δίκτυα, επειδή υπάρχει το YouTube, όλοι έχουν πρόσβαση. Δεν είναι έτσι. Γιατί όσο περισσότερα έχεις, τόσο δυσκολότερα γίνεσαι ορατός στο κοινό. Όταν έχουν όλοι πρόσβαση στο YouTube για να βγάλουν ένα βιντεάκι στο οποίο τραγουδάνε ή στοTik Tok ή σε όλα αυτά, τότε γίνεται ένα τεράστιο συνονθύλευμα και δεν μπορεί ποτέ να ξεχωρίσει το διαμάντι. Είναι πολύ δύσκολο το διαμαντάκι να ξεχωρίσει μέσα στον ορυμαγδό της πληροφορίας. Οπότε, κατά την άποψή μου, είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα για τα νέα παιδιά. Πολύ πιο δύσκολα.
Θυμάσαι πώς κυκλοφόρησε ο πρώτος σου δίσκος και την ανταπόκριση που είχε; Έγινε κατευθείαν επιτυχία;
Όχι. Καταρχήν, ο πρώτος ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1996 και εμείς προτείναμε την «Αλεξάνδρεια» για πρώτο τραγούδι, αλλά επειδή εκείνη την εποχή ήταν πολύ δημοφιλή τα ελληνάδικα, είχε σκάσει από μόνο του το «Λέει, λέει, λέει» του Καλαντζόπουλου. Η «Αλεξάνδρεια» ακούστηκε πολύ αργότερα. Το «Λέει, λέει», λέει ακούστηκε πιο πολύ, αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος το λέει. Οπότε δε θα σου πω ότι έγινε αμέσως επιτυχία.
Γι’ αυτό και οι πωλήσεις του πρώτου μας δίσκου, Ο Αθώος Ένοχος, δεν είναι υψηλές. Ακόμα και σήμερα νομίζω ότι δεν έχει ξεπεράσει στο σύνολο τις 10.000 δίσκους, που για τότε ήταν πολύ μικρό νούμερο. Δηλαδή, φαντάσου ότι ο επόμενος δίσκος, το Μόνο Ένα Φιλί, σήμερα που μιλάμε έχει κάνει πάνω από 350.000 πωλήσεις. Μπορεί λοιπόν, να μην ήταν μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά έμειναν τα τραγούδια και αυτό είναι το σπουδαιότερο επίτευγμα αυτού του CD.
Εσύ τα κοιτάς τα νούμερα; Τις πωλήσεις;
Παλιά τα κοιτούσα πιο πολύ. Τώρα πια δεν υπάρχουν νούμερα και αυτά που υπάρχουν πολλές φορές είναι και επίπλαστα. Οπότε δε με αφορούν πια ιδιαίτερα. Κάποια είναι και πιο αντικειμενικά. Δηλαδή, όταν ανεβάζω ένα βιντεάκι στο TikTok και ξέρω εγώ κάνει σε τρεις μέρες 500.000 views, αυτό κάτι μπορεί να σημαίνει. Αλλά σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει κάτι αντικειμενικό. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα. Υπάρχουν καλλιτέχνες που βάζεις να δεις ένα βίντεο τους στο YouTube και έχουν 15-20 εκατομμύρια, και βγαίνεις στην πραγματική ζωή και δεν τους ξέρει κανείς. Οπότε δε νομίζω ότι έχει κάποια αξία να βλέπουμε είτε τις τάσεις που λέμε στο YouTube είτε τα όποια νούμερα.
Σε πιάνει καθόλου νοσταλγία για το παρελθόν ή δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος;
Δε με πιάνει. Με πιάνει νοσταλγία για άλλα πράγματα. Με πιάνει περισσότερο νοσταλγία του τρόπου που ακούγαμε μουσική. Παλιά ακούγαμε μουσική όλοι μαζί. Δηλαδή, έπαιρνε ο φίλος μου ο Κώστας ο Μπιλιλής το δίσκο του Στου αιώνα την παράγκα του Μικρούτσικου και του Αλκαίου και μαζευόμασταν όλοι μαζί να τον ακούσουμε. Σε έπαιρνε τηλέφωνο και σου έλεγε «Πήρα το δίσκο» και μαζευόμασταν όλοι να ακούσουμε το καινούργιο δίσκο.
Κάναμε κριτική. Συζητούσαμε «γιατί εδώ λέει στου αιώνα την παράγκα, τι σημαίνει αυτό;». Αυτό λοιπόν θυμάμαι με νοσταλγία, γιατί τώρα τη μουσική την ακούμε κατά μόνας. Βάζουμε τα ακουστικά μας, στεκόμαστε σε μια οθόνη μπροστά και δεν ξέρουμε τι ακούει ο διπλανός. Δε συζητάμε για αυτά που ακούμε. Και η μουσική είναι λίγο ομαδικό άθλημα, δεν ήταν ποτέ τόσο μοναχικό. Σε γενικές γραμμές, υπήρχαν ωραία πράγματα στο παρελθόν, αλλά υπήρχαν και πολύ άσχημα πράγματα τα οποία δε θα έλεγα ότι μου λείπουν ιδιαίτερα.
Επειδή αναφέρθηκες στο Στου Αιώνα την Παράγκα, είναι αλήθεια ότι θα έλεγες εσύ την «Ντολόρες»;
Όχι. Θα σου πω. Αυτό ήταν η γνώμη του Μητροπάνου. Όταν με γνώρισε και με είχε ακούσει τότε, είχε πει στον Μικρούτσικο ότι «αυτό το τραγούδι έπρεπε να το δώσεις στον Κότσιρα, γιατί θα το έσκιζε». Και πολλά χρόνια αργότερα, ο Μικρούτσικος μού το αποκάλυψε, όταν συζητούσαμε ποια άλλα τραγούδια, πέρα από τον «Σταυρό του Νότου», θα μπορούσα να πω. Μου λέει: «Θα πεις το “Στου Αιώνα την Παράγκα” και την “Πρέβεζα”. Γιατί ο Μητροπάνος έλεγε ότι το πρώτο έπρεπε να το έχεις πει εσύ. Και την “Πρέβεζα”, γιατί νομίζω ότι είσαι ο μοναδικός άντρας που έπρεπε να τη λέει». Ήταν αυτά τα δύο τραγούδια.
Όταν ακούς τέτοια σχόλια από σπουδαίους καλλιτέχνες όπως ο Δημήτρης Μητροπάνος ή ο Θάνος Μικρούτσικος για τη δουλειά σου, πώς νιώθεις;
Δεν τα ακούω. Δεν τα θεωρώ πραγματικά ούτε ότι ισχύουν. Είναι η προσωπική άποψη ενός ανθρώπου. Δε σημαίνει ότι είναι κάτι σωστό ή αντικειμενικό. Γιατί αν θεωρούσα ότι κάθε άποψη που έχω ακούσει ισχύει, θα έπρεπε να είμαι καβαλημένος πάνω σε δεκαπέντε βουνά και να νομίζω ότι είμαι Θεός. Καθένας έχει την προσωπική του άποψη. Με τιμά να με αγαπάνε, με τιμά να λένε καλά λόγια για μένα, αλλά μέχρι εκεί.
Από όλες τις συνεργασίες που έχεις κάνει, ποια είναι αυτή που θυμάσαι πιο έντονα -σε καλλιτεχνικό ή προσωπικό επίπεδο;
Η συνεργασία μου επί σκηνής με τη Χαρούλα ήταν αυτή που με όρισε. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος της ζωής μου. Εγώ ήμουν τότε πολύ «στημένος» τραγουδιστής. Πρόσεχα τα ρούχα μου, πώς θα μιλήσω, πώς θα γελάσω, τα πάντα. Και ξαφνικά βρέθηκα δίπλα στη Χαρούλα, που ήταν το ακριβώς αντίθετο: τόσο απελευθερωμένη πάνω στη σκηνή, που έλεγα «πώς το κάνει αυτό το πράγμα;». Αυτό μου άλλαξε τελείως τη σχέση μου με τη μουσική και τη ζωντανή εμφάνιση.
Επίσης, είχα πάρει πάρα πολλά πράγματα από τη συνεργασία μου με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ήταν άλλο πλάσμα, αέρινο. Μου έδωσε τις πρώτες μου συμβουλές. Αυτές οι δύο συνεργασίες ήταν που με καθόρισαν στο να διαμορφώσω χαρακτήρα. Η μία μου έβαλε τους πρώτους κανόνες και η άλλη με έβαλε να τους σπάσω. Και αυτά τα δύο μαζί μού έκαναν πάρα πολύ καλό.
Αναπόφευκτα θα αναφερθώ και στην αλλαγή στα μαλλιά σου, που προκάλεσε εντύπωση. Τι σκεφτόσουν όταν την έκανες;
Έλα μωρέ τώρα. Υπερβολές. (γέλια)
Ε δεν το περιμέναμε. «Ο Κότσιρας κουρεύτηκε!»
Ναι, γιατί έχετε μια λάθος εντύπωση για όλα αυτά τα πράγματα. Εγώ δεν ασχολούμαι με τα μαλλιά μου, κουρεύομαι όταν βρίσκω χρόνο. Όταν κουρεύτηκα για πρώτη φορά κανονικά και αποφάσισα να τα κρατήσω έτσι, ήταν γιατί με φοβήθηκε ο γιος μου που μόλις είχε γεννηθεί. Πήγα από πάνω του με τη μαλλούρα και έβαλε τα κλάματα. Ε, λέω, αυτό δεν μπορώ να το δεχτώ, και κουρεύτηκα την επόμενη μέρα. Τώρα ας πούμε δε βρίσκω χρόνο να κουρευτώ ξανά.
Κατάλαβα βέβαια ότι ο κόσμος ταυτίζεται με κάποια πράγματα στους καλλιτέχνες και το σέβομαι. Εγώ δεν το είχα ποτέ αυτό. Δηλαδή, εγώ τον Λαυρέντη τον λάτρευα είτε είχε μαλλιά είτε όχι, είτε ήταν αδύνατος είτε πιο παχουλός, είτε χαρούμενος είτε λυπημένος. Δεν ταύτιζα ποτέ την αγάπη μου για έναν άνθρωπο με την εικόνα του. Την ταύτιζα με την αξία και την παρουσία του.
Έχεις πει ότι ο πατέρας σου ήταν ναυτικός και δεν ήταν πάντα παρών.
Σπάνια ήταν παρών.
Πώς σε επηρέασε αυτό; Εσύ πώς είσαι σαν πατέρας για τα δικά σου παιδιά;
Νομίζω ότι κάνω τα πάντα για να είμαι όσο πιο κοντά τους και δίπλα τους γίνεται, ίσως και σε υπερβολικό βαθμό. Δυστυχώς όμως το καλοκαίρι λείπω πολύ από το σπίτι. Και το καλοκαίρι, που είναι η μόνη περίοδος που τα παιδιά δεν έχουν σχολείο, τους λείπω περισσότερο –ή ίσως να μου λείπουν εμένα περισσότερο, δεν ξέρω τι από τα δύο συμβαίνει. Βέβαια, η Κατερίνα κάνει τεράστιες προσπάθειες να καλύψει αυτή την έλλειψη, αλλά εγώ νιώθω ότι τους λείπω πολύ. Το χειμώνα όμως είμαι πάνω από το κεφάλι τους – στον σβέρκο τους θα έλεγα. Σε βαθμό που φαντάζομαι όταν μεγαλώσουν θα μου πουν: «Δε μας παρατάς λίγο;»
Έρχονται να σε ακούσουν;
Ναι, έρχονται στις συναυλίες. Ο Νικόλας ειδικά έχει λίγο φοβηθεί γιατί έκανα το σφάλμα να ανέβει στη σκηνή και να έρθει να με αγκαλιάσει, και ο κόσμος φώναξε. Έπαθε πανικό και από τότε έχει συνδυάσει τη σκηνή με κάτι που τον τρομάζει. Δεν έχει καλές σχέσεις με τη δημόσια εικόνα, κρύβεται, φοβάται. Θέλει να μάθει κόντρα μπάσο για να μπορεί να κρύβεται από πίσω. Ο Κωνσταντίνος, αντίθετα, τη λατρεύει τη μουσική. Και οι δύο έχουν έρθει και θα τους παίρνω συνέχεια μαζί μου. Σιγά-σιγά θα τους παίρνω και στη δουλειά, για να μαθαίνουν πώς βγαίνει αυτή η δουλειά, γιατί είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα –όχι τόσο η δική μου, όσο όλων όσων εργάζονται σε μια παράσταση ή συναυλία.
Θα ήθελες να γίνουν μουσικοί ή τραγουδιστές;
Όχι, δεν θα έλεγα ότι θα ήθελα. Δεν είμαι αρνητικός, αλλά δεν τους σπρώχνω κιόλας προς τα εκεί. Έχει πολλά άσχημα αυτή η δουλειά, ειδικά για την ψυχολογία σου. Υπάρχουν πολλά ωραία πράγματα να κάνουν στη ζωή τους, κι ας έχουν τη μουσική ως διέξοδο, ως ξέσπασμα. Έχουν και οι δύο εξαιρετική φωνή και ταλέντο, αλλά δεν τους πιέζω.
Οι σεφ λένε ότι δε μαγειρεύουν ποτέ στο σπίτι. Εσύ τραγουδάς στο σπίτι;
Ναι, το κάνω. Ειδικά στην τριετία του αποκλεισμού με τον COVID, το κάναμε πολύ. Τραγουδούσα, παίζαμε κιθάρα. Τώρα τους βοηθάω και στη μελέτη, γιατί μαθαίνουν μουσική. Αλλά γενικά δεν είμαι φαν της μουσικής, όσο κι αν ακούγεται περίεργο. (γέλια)
Πώς ήταν η μετάβαση από το να είσαι μόνος τραγουδιστής στο να γράφεις και δικά σου τραγούδια;
Το είχα κάνει κατά διαστήματα. Είχα εμφανίσει 2-3 τραγούδια μου, αλλά γενικά δε με θεωρώ δημιουργό. Απλά έχω την ανάγκη κάποιες φορές να εκφραστώ με άλλους τρόπους πέρα από το τραγούδι. Να πω κάποια πράγματα που είναι δικές μου σκέψεις, και όχι σκέψεις άλλων. Έκανα ένα ολόκληρο CD με δικά μου τραγούδια, το Μουσικό Κουτί, και τα τελευταία χρόνια γράφω στίχους κυρίως με τον Τερζή. Δε θεωρώ ότι είμαι στιχουργός ή τραγουδοποιός. Είμαι τραγουδιστής που γράφει και κάποια τραγούδια.
Τα τραγούδια σου δεν είναι απαραίτητα πολιτικά, αλλά έχουν κοινωνικό αποτύπωμα. Γενικά αισιοδοξείς για την κατάσταση της κοινωνίας μας και το μέλλον της;
Θεωρώ ότι όλες οι εποχές έχουν τα περίεργά τους, δεν τα βλέπω ρομαντικά. Νομίζω ότι ζούμε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους σε παγκόσμιο επίπεδο. Στα 55 μου χρόνια, μπορώ να πω ότι λείπουν σοβαροί, σώφρονες πολιτικοί ηγέτες. Στην Ελλάδα, πολλοί πολιτικοί πάσχουν από μεγαλομανία και ξεχνούν ότι η θέση τους είναι υπηρεσία και όχι εξουσία. Αυτό έχει δημιουργήσει αλαζονεία που επηρεάζει την κοινωνία.
Υπάρχει έλλειψη δημοκρατίας –δεν θα με ακούσεις ποτέ να λέω χούντα, αλλά δεν υπάρχει ισονομία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, με τις πολεμικές συγκρούσεις, το μεταναστευτικό και η επικίνδυνη ηγεσία σε μεγάλες χώρες, η κατάσταση είναι ανησυχητική. Προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος, γιατί αλλιώς η καθημερινότητα δε βγαίνει, αλλά οι σκέψεις μου στο τέλος της ημέρας δεν είναι πάντα χαρούμενες.
Τι θα δούμε φέτος στο Σταυρό του Νότου;
Φέτος το πρόγραμμα θα είναι το πιο εξωστρεφές που έχω κάνει ποτέ. Έχω τεράστια διάθεση να παίξω με τον κόσμο, να παίξω με τα τραγούδια και να πω πράγματα που κανείς δεν πίστευε ότι θα τα ακούσει από μένα. Σίγουρα θα υπάρχουν τα δικά μου τραγούδια, τα καινούρια, αλλά και ένας τεράστιος πειραματισμός, κυρίως στο σύγχρονο νεολαϊκό και στο ρεμπέτικο τραγούδι. Θα γίνει χαμός –σκοπεύω να κάνω τρέλες.
Πώς επιλέγεις τα τραγούδια άλλων καλλιτεχνών που θα μπουν στο πρόγραμμα;
Πάντα επιλέγω τραγούδια που αγαπώ πραγματικά. Δε λέω τραγούδια άλλων για να εντυπωσιάσω ή να κοροϊδέψω. Υπάρχει ένα κομμάτι τραγουδιών που τα έχω ζηλέψει πολύ – ρεμπέτικα, λαϊκά ή νεολαϊκά και θα ήθελα να τα είχα πει εγώ. Του Αντώνη Ρέμου, του Γιώργου Μαζωνάκη, του Γιάννη Πλούταρχου, του Νίκο Βέρτη.
Μιας και αναφέρθηκες σε αυτά τα ονόματα, σε μπουζούκια θα μπορούσες ποτέ να τραγουδήσεις; Βασικά πας στα μπουζούκια;
Όλοι αυτοί είναι σπουδαίοι τραγουδιστές και καλά παιδιά. Τραγουδάνε στα μπουζούκια, τα οποία εγώ αγαπώ και πηγαίνω κιόλας 2-3 φορές τον χρόνο -τις προάλλες ας πούμε είχα πάει να ακούσω την Πέγκυ Ζήνα που τη θεωρώ σπουδαία τραγουδίστρια- αλλά έχω διαφορετική αισθητική και δε θα μπορούσα να ενταχθώ σ’ αυτήν τη σκηνή. Δεν το λέω καθόλου αρνητικά, απλώς είναι άλλος χώρος, άλλος τρόπος. Ο καθένας κάνει αυτό που μπορεί καλύτερα. Ούτε τα υποτιμώ τα μπουζούκια. Είναι απλώς άλλοι χώροι.
Στη μουσική υπάρχουν διαφορετικές ειδικότητες –κάποιος τραγουδάει πιο λαϊκά, άλλος πιο σύγχρονα. Εγώ τα τραγουδάω όλα, αλλά με τον δικό μου τρόπο. Οι όροι «μπουζούκια» και «σκυλάδικο» δεν έχουν υποτιμητική έννοια για μένα. Απλώς περιγράφουν το κλίμα που επικρατεί σε αυτούς τους χώρους, όχι τους καλλιτέχνες.
Έλεγες σε κάποια συνέντευξη ότι δε σου αρέσει που σε έχουν χαρακτηρίσει έντεχνο. Ότι εσύ αυτοπροσδιορίζεσαι λαϊκός τραγουδιστής;
Ναι. Λαϊκό τραγούδι λέω. Απλά έχει τύχει να με μάθει ο κόσμος από ένα τραγούδι που το κατατάξανε στο έντεχνο, την «Αλεξάνδρεια». Αλλά από εκεί και πέρα όλα μου τα τραγούδια, το «Τσιγάρο», η «Χάντρα Θαλάσσια», το «Έλα και κόψε με στα δυο», όλα αυτά λαϊκά τραγούδια είναι. Και επίσης δεν τον κατανοώ εύκολα εγώ τον όρο έντεχνο. Είναι παρεξηγημένος όρος. Ούτε ο όρος εμπορικός μ’ αρέσει, ούτε ο όρος ποιοτικός.
Όλα αυτά τα θεωρώ ταμπέλες που μπήκανε απλά και μόνο για να διευκολύνουν κάποιες καταστάσεις και που στα χρόνια έχουν αποκτήσει αρνητικές έννοιες και διαχωρίζουν τους ανθρώπους. Και δεν θεωρώ κανέναν καλύτερο από κανέναν άλλον. Δεν με θεωρώ καλύτερο καλλιτεχνικά ή τραγουδιστικά από οποιονδήποτε άλλο συνάδελφο μου. Αυτό μπορεί να το πει οποιοσδήποτε άλλος. Εγώ δεν θα το έλεγα ποτέ, ούτε νιώθω ποτέ έτσι.
Λοιπόν, υπ’ αυτή την έννοια δεν μπορώ να αποδεχτώ τον όρο έντεχνος. Εγώ αγαπώ το λαϊκό τραγούδι. Γεννήθηκα από το λαϊκό τραγούδι, έμαθα από το λαϊκό τραγούδι. Ο βαθύτερος, μεγαλύτερος δάσκαλός μου υπήρξε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ταυτόχρονα ο Freddie Mercury και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Είναι αυτοί οι τρεις πατριάρχες για μένα. Οπότε δεν μπορώ να σου πω ότι είμαι έντεχνος. Δεν τον καταλαβαίνω τον όρο. Όλα έχουν τέχνη μέσα τους.
Μεγαλώνοντας, τι δίσκους είχες στο εφηβικό σου δωμάτιο;
Κοίταξε, είχα τρέλα και έχω ακόμα με τους Pink Floyd και τους Queen. Αυτοί είναι το top για μένα. Είχα πάντα όμως μια σχέση και με το ρεμπέτικο πολύ, Θεοδωράκης με τρέλα και Ξαρχάκος, πολύ Ξαρχάκος στο σπίτι. Λιγότερος Χατζηδάκης, αλλά τον αγαπώ.
Ποιοι δίσκοι σου έχουν μείνει και τους προσέχεις σαν τα μάτια σου;
Οι δίσκοι που ακόμα προσέχω σαν τα μάτια μου είναι το The Game των Queen, το The Wall των Floyd και είναι ένας δίσκος που έχει τα τραγούδια του Μάρκου τραγουδισμένα από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Δε θυμάμαι να σου πω τώρα ποιος είναι ακριβώς. Και τον δίσκο Στου του Αιώνα την Παράγκα πλέον.
Πόση διαφορά έχει όταν λες ένα τραγούδι στο στούντιο από ό,τι όταν το λες ζωντανά πάνω σε μια σκηνή;
Θα σου πω, στο στούντιο δεν υπάρχει κανείς να σε κρίνει, μόνο ο εαυτός σου. Και ίσως, αν έχει το θάρρος μαζί σου ο ηχολήπτης ή ο συνθέτης ίσως να σου πει μια κουβέντα. Αλλά το στούντιο για μένα είναι μοναξιά μεγάλη, δεν το ευχαριστιέμαι ιδιαίτερα. Στο live αισθάνομαι υπεύθυνος απέναντι σε αυτόν που με ακούει. Πρέπει να είμαι σωστός τραγουδιστικά, να μην προδώσω αυτό που περιμένει από μένα. Τις προσδοκίες του. Οπότε για μένα, ναι, είναι πάντα καλύτερο το live.
Στα βιντεοκλίπ αισθάνεσαι άνετα;
Ποτέ δεν αισθάνομαι άνετα στις κάμερες μπροστά. Έχω βάλει όρο στους σκηνοθέτες ότι θα με απασχολούν με τα βιντεοκλίπ μέχρι 2,5 ώρες. Μετά τις 2,5 ώρες καταστρέφομαι. Δεν μπορώ την κάμερα.
Πριν ασχοληθείς επαγγελματικά με το τραγούδι, έκανες πολλές δουλειές. Ποια ήταν η πιο δύσκολη;
Σερβιτόρος. Η δουλειά του σερβιτόρου είναι ιερή. Είναι η πιο δύσκολη δουλειά που έχω κάνει. Είχα δουλέψει και σε οικοδομές, αλλά ο σερβιτόρος γιατί συνδυάζει το σωματικό, που είναι το ασταμάτητο, και την ψυχική οδύνη που περνάει από τον αγενή πελάτη. Πάρα πολύ δύσκολο. Πάρα πολύ δύσκολο. Εγώ το θαυμάζω.
Είχα δουλέψει σε καφετέρια, σε καφέ και στην πλατεία Επιτροπείας. Το έχω κάνει αυτό, και ξέρω ότι είναι η πιο δύσκολη δουλειά που έχω κάνει. Γιατί δεν είναι μόνο το σωματικό κομμάτι, είναι και το ψυχολογικό. Σε βλέπει ο άλλος δούλο, που δεν… Ναι, σου λέω, έχω δουλέψει σε εργοστάσιο, να κουβαλάω σωλήνες. Έχω δουλέψει σε εργοστάσιο, βιοτεχνία πιλοποιίας, κεραμικά, σε σούπερ μάρκετ, σε οικοδομή, τα πάντα, σε συνεργείο. Σερβιτόρος είναι η πιο δύσκολη δουλειά και τρέφω τεράστιο σεβασμό απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους.
***INFO
Ο Γιάννης Κότσιρας επιστρέφει στις 22 Νοεμβρίου στην Κεντρική σκηνή του Σταυρού Του Νότου
Κάθε Σάββατο στις 21:30
Εισιτήρια ΕΔΩ
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.