ΜΟΥΣΙΚΗ

Οι εξωπραγματικά πραγματικές ιστορίες του Φοίβου Δεληβοριά

Ο Φοίβος Δεληβοριάς μάς πήρε σχεδόν από το χέρι και μας πήγε στο περίπτερο (που δεν υπάρχει πια) στην πλατεία Δαβάκη, στο πάρκο που παρίστανε μικρός τον γέρο, στο πατρικό του. Ήταν σαν να μας κατάπιε μια μηχανή του χρόνου, ήταν σαν να περπατάμε πίσω από τα τραγούδια του.

Δεν είμαι ο Φοίβος Δεληβοριάς. Δεν ξέρω να διαβάζω νότες, δεν μπορώ να βάλω δύο στίχους στη σειρά και δεν μπορώ καλά καλά να μιλήσω σαν άνθρωπος, όχι να τραγουδήσω. Παρ’ όλ’ αυτά, στέκομαι σταθερά κατά μήκος του δρόμου, όταν ο Φοίβος παρελαύνει ως σημαιοφόρος της εποποιίας του μικρού. Το ‘εποποιία του μικρού’ είναι δική του έκφραση, θα τη διαβάσεις πιο κάτω, εκεί που αφηγείται τις ιστορίες των παιδικών του χρόνων στην Καλλιθέα, την περίοδο που έζησε αυτά που έπρεπε να ζήσει ώστε κάποια στιγμή να μας κεράσει την ‘Κική κάθε βράδυ’ ή τη ‘Γυναίκα του Πατώκου’ ή τον καινούργιο του δίσκο που κυκλοφορεί από την Inner Ear τη Δευτέρα 23 Νοεμβρίου και ονομάζεται ‘Καλλιθέα’.

Θα αναρωτιέσαι τι με κόφτει η εποποιία του μικρού. Η εποποιία δεν με αφορά και τόσο, άσ’ τη γι’ αυτούς που την πετυχαίνουν. Εγώ είμαι υπάλληλος του μικρού και καταφανώς στη μεριά αυτών που βρίσκουν θαρραλέο (και καθόλου εύκολη λύση) το να κάνεις τέχνη με τα μικρά-μικρά που έχτισαν το ποιος είσαι. Θα δεθώ χίλιες φορές περισσότερο με μια Λένα που βλέπει νεράντζια να σπάνε τα τζάμια της παρά με μια γενικευμένη ωδή στον έρωτα γεμάτη αμήχανες μεταφορές και στόμφο. Δηλαδή έλεος κάπου με τη λυρικότητα. Με τον δικό μου αδιάφορο τρόπο κι εγώ, βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι πιο τίμιο όταν αντί για εκθέσεις γράφω για συγκεκριμένα πράγματα, με αληθινά ονόματα και σε τελείες του χρόνου που όντως κάποιος τις έγραψε και δεν τις φαντάστηκα. Αυτό, βέβαια, δεν με κάνει Φοίβο Δεληβοριά, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο.

Το ζέσταμα

Είναι η δεύτερη φορά που τον συναντώ μετά τη συνέντευξη στο Μετς που κάναμε παρέα με τον Χρήστο και την οποία θυμάται με πολλά κοσμητικά. Ο καφές που (δεν) κανονίσαμε να πιούμε κάποια στιγμή στο Superfly είχε κόκαλα για είκοσι μήνες και να ‘μαστε σήμερα, στην πλατεία Κύπρου στην Καλλιθέα, εκεί όπου ο Φοίβος με το χαμόγελο που παραδοσιακά κρύβει από τις φωτογραφίες, περίμενε να φανούμε, η Φραντζέσκα κι εγώ, για να μας ξεναγήσει με τα πόδια σε ένα προς ένα τα σημαίνοντα σημεία της γειτονιάς του. Τα κτίρια, τις στροφές, τις αναμνήσεις από την Καλλιθέα που κουβαλάει μέσα του και για τις οποίες τραγουδάει στον καινούργιο του δίσκο.

Ο Φοίβος μάς πήρε σχεδόν από το χέρι και μας πήγε στο περίπτερο (που δεν υπάρχει πια) στην πλατεία Δαβάκη, στο πάρκο που παρίστανε μικρός τον γέρο και πείραζε τα παιδιά, στο γυμνάσιο, στο δημοτικό του, έξω από το δημοτικό και ακριβώς απέναντι από τα τζάμια που έσπαγε με τα νεράντζια. Μας πήγε στο πατρικό του, σε μια αποθήκη με εκατοντάδες απτές μνήμες, στο σαλόνι του και στο πάλαι ποτέ σούπερ δωματιάκι του. Ήταν σαν να μας κατάπιε μια μηχανή του χρόνου, ήταν σαν να περπατάμε πίσω από τα τραγούδια του.

Ήταν ένα ρεπεράζ γεμάτο ιστορίες. Χωρίς καμία πρόθεση να μειώσω τα τραγούδια του (πώς θα μπορούσα άλλωστε;), το να ακούς τις ιστορίες που τα ενέπνευσαν -και μάλιστα εκεί που συνέβησαν- είναι ακόμη πιο απολαυστικό.

Σε ένα παλιότερο τεύχος του περιοδικού SOUL με το οποίο συνεργαζόμουν για ένα φεγγάρι, ο Θεοδόσης Μίχος, ο μοναδικός γραφιάς του τόπου που παραδέχομαι ως πιο σμιθικό από την αφεντιά μου, βάφτιζε τον Δεληβοριά, ‘Έλληνα Morrissey’. Δεν θα μάθαινα ποτέ γι’ αυτόν τον παραλληλισμό, αν δεν σκεφτόμουν ακριβώς το ίδιο πράγμα βλέποντας τον να (μην) ποζάρει στα σκαλάκια του Σινέ Μαργαρίτα.

Ο τρόπος που έχει στραγγίξει στους στίχους του τον έρωτα, το ‘καθ’ ημάς’, τα μικρά -ήτοι τα πραγματικά μεγάλα- της ζωής, αυτή η ειρωνεία του, οι υπαινιγμοί, η καυστικότητα, το εντατικό τσαλάκωμα της ίδιας του της περίπτωσης, όλα αυτά με έκαναν να τον πλησιάσω θαρρετά εκεί που έστεκε ανέκφραστος και να του πω, “ξέρεις ότι είσαι ο Έλληνας Morrissey, έ;”. Εκεί είναι που έμαθα για τον τίτλο του Μίχου και την αστεία αντίδραση του Φοίβου στην ‘ονοματοδοσία’. Εκεί είναι που άρχισαν οι ιστορίες.

Από δω και πέρα μιλάει ο Φοίβος.

Ο Morrissey, το Σινέ Μαργαρίτα και δύο αποτυχημένοι σκηνοθέτες

“Ο Morrissey είναι ένα πρόσωπο που έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο ακόμα και στην ερωτική μου ζωή. Η Κική, με την οποία ήμουν ερωτευμένος και ξαναϋπάρχει σε αυτό το δίσκο με το δικό της τρόπο, ήταν φανατική των Smiths -και καθόλου φανατική των δικών μου τραγουδιών. Όταν της έπαιζα κάτι που είχα φτιάξει, το ξεπέταγε και μου έγραφε κασέτες με τραγούδια των Smiths. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μπει ο Morrissey στη ζωή μου μέσα από την Κική. Θυμάμαι ότι από κάποιο σημείο και μετά προσπαθούσα να πάρω πρώτος τους δίσκους του, για να έχω μελετήσει ήδη όλο το σύμπαν που θα ερωτευόταν εκείνη. Η αλήθεια είναι ότι όλο του το μεγαλείο και τη λογοτεχνική του αξία ή αυτήν την απίστευτα βαθιά ειρωνεία που δεν ξέρεις από πού στάζει, τα αγάπησα εντελώς όταν μεγάλωσα κι όταν έφυγε από πάνω μου το βάρος ότι υπάρχει ένα κορίτσι φανατικό με τους Smiths”.

Είναι η στιγμή που ο Φοίβος έχει σηκωθεί από τα σκαλάκια του σινεμά, το οποίο δεν λειτουργεί πια, και με κατευθύνει προς τη Δαβάκη. Η φωτογραφία μπροστά από το Σινέ Μαργαρίτα έχει τη σημειολογία της. Μαθαίνω ότι μερικές δεκαετίες πίσω, η Καλλιθέα μετρούσε σαράντα αίθουσες. Σαράντα ξεχωριστές αίθουσες, καθότι σαράντα χρόνια πριν, τα μούλτιπλεξ ήταν μια άσχημη λέξη που κανείς δεν είχε ακουστά.

“Στο ‘Knight Riders’ περιγράφω τη φιλία μου με τον Γιώργο Κανάκη. Ο Γιώργος κι εγώ ήμασταν αυτοί που δεν ήθελαν να πάρουν οι άλλοι στο ποδόσφαιρο, γιατί σερνόμασταν, τα πόδια μας δεν πήγαιναν. Καθόμασταν λοιπόν την ώρα που οι άλλοι έπαιζαν μπάλα και μιλάγαμε για ταινίες. Είχαμε μια εμμονή, παρότι μαθητές δημοτικού, με τις ταινίες. Κάπως έτσι, αποφασίσαμε ότι θα γίνουμε τρομερά μεγάλοι σκηνοθέτες. Λέγαμε ότι θα κάνουμε την πρώτη μεγάλη ελληνική ταινία επιστημονικής φαντασίας και μάλιστα παιδιά, στα 9 μας. Είχαμε γράψει το σενάριο, είχαμε φτιάξει και αφίσες. Η ταινία θα λεγόταν ‘Ταξίδι στο Υπερπέραν’, εγώ θα υπέγραφα το σενάριο και ο Γιώργος τη σκηνοθεσία. Θέλαμε να γυρίσουμε τη μισή στο ‘Μαργαρίτα’ και την άλλη στο ‘Καλυψώ’.

Κάθε μέρα ασχολούμασταν με αυτό, υπολογίζαμε αναλυτικά και το μπάτζετ. Τελικά, ο Γιώργος πήγε στη Σχολή Σταυράκου και δούλεψε σε διάφορα κανάλια, κι εγώ έκανα τραγούδια, γιατί οι γονείς μου δεν είχαν λεφτά για κάμερα και μου πήραν κιθάρα. Κατά κάποιο τρόπο όμως, κάθε φορά που βρισκόμαστε με τον Γιώργο, δεν νιώθουμε τίποτα απ’ αυτά που γίναμε. Νιώθουμε σκηνοθέτες που δεν γύρισαν ποτέ την ταινία τους. Όταν τον βλέπω, αισθάνομαι μια ντροπή γι’ αυτό”.

Η επιστροφή στην Καλλιθέα και το περίπτερο που δεν ήταν εκεί

Στην αρχή (ας ορίσουμε ως αρχή της σύλληψης της ‘Καλλιθέας’ το 2013), ο Φοίβος σκέφτηκε ότι θα ήταν ωραία να γράψει τα τραγούδια εκεί που μεγάλωσε, στο παλιό του σπίτι. Σκέφτηκε ότι τα παλιά γραπτά και βιβλία που θα έβρισκε εκεί θα απελευθέρωναν δυνάμεις και θα τον έκαναν να δει τον εαυτό του σε μια άλλη προοπτική. Μέσα απ’ αυτό, θα μπορούσε να μιλήσει για ό,τι ήθελε. Με συνοπτικές διαδικασίες, μετέφερε τα πράγματά του στο πατρικό του, εκεί που το κουδούνι της εξώπορτας γράφει ‘Δεληβοριάς Φώτης’ και έφτιαξε ένα μίνι στούντιο. Για ενάμιση χρόνο ακριβώς έφευγε στις 9 το πρωί από το Μετς, ερχόταν στην Καλλιθέα, περπατούσε στο δρόμο, μύριζε τις μυρωδιές, χαιρέτιζε τις αναμνήσεις, έγραφε στο πατρικό του και το απόγευμα ήταν πάλι πίσω στην 3χρονη κόρη του.

Το προσωπικό μου αγαπημένο από τον καινούργιο δίσκο του Φοίβου είναι το ‘Περίπτερο’. Το περίπτερο για το οποίο μιλάει βρισκόταν πάνω στην πλατεία Δαβάκη. Βρισκόταν. Δεν υπάρχει πια.

“Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι απ’ τα παιδικά μου χρόνια είναι αυτό το συγκεκριμένο περίπτερο. Είχε δύο γύψινα άλογα, στα οποία ανέβαινα με την αδερφή μου. Με το που έβαζες το κέρμα, ακουγόταν το ‘Ενα Όμορφο Αμάξι με Δυο Άλογα’ του Μπιθικώτση από μια άθλια κασέτα που σταμάταγε και συνέχιζε από το ίδιο σημείο όταν ξανανέβαινες. Το είχα ξεχάσει για πολλά χρόνια κι έτυχε να το ακούσω τυχαία σε ένα σήριαλ και βούρκωσα. Ήταν σαν να γύρισε στο μυαλό μου ό,τι ζούσα στην Καλλιθέα. Το θυμάμαι σαν τώρα το περίπτερο. Θυμάμαι τον περιπτερά, θυμάμαι να πέφτω. Ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση από τις πρώτες βόλτες όταν γύρισα, ήταν η απουσία του. Προσπάθησα να γράψω ένα κομμάτι α λα Μπιθικώτσης, α λα Άκης Πάνου (Καλλιθεάτης και αυτός), που να θυμίζει λίγο αυτά τα κομμάτια στιλ ‘Ένα Όμορφο Αμάξι’, αλλά στο οποίο θα μιλάει ο περιπτεράς ή ο γιος του ή ένα παιδί συνομίληκό μου που κληρονόμησε το περίπτερο και που στο όνομα του νόμου πλέον, δεν μπορεί να έχει ούτε αυτή τη μικρή επικράτεια”.

“Πιστεύω ότι το ζήτημα της Ελλάδας είναι να αντιμετωπίσει κατάματα τον εαυτό της σε ένα είδους καθρέφτη, και ιστορικό ακόμα ή του παρελθόντος. Απλά όσο αυτό γίνεται με όρους εξιδανικευμένης νοσταλγίας, θα έχουμε πρόβλημα. Και αυτό ήθελα να αποφύγω πολύ στο δίσκο”.

Κανένα κομμάτι δεν περιγράφει τα πράγματα με έναν ρετρό, χαρούμενο τρόπο. Η φιλία με το συμμαθητή μου ή τα κορίτσια που ήξερα ή ο πατέρας μου, όλα αντιμετωπίζονται και με σκληρότητα και με αλήθεια και με τρομερή αγάπη, δηλαδή με συναισθήματα αληθινά. Η νοσταλγία δεν είναι αληθινό συναίσθημα, είναι εικονικό. Εξωραΐζει τις καταστάσεις.

“Το θέμα του δίσκου είναι η μνήμη. Δεν μ’ ενδιέφερε ακριβώς η Καλλιθέα ως Καλλιθέα ή η νοσταλγία ως νοσταλγία. Ούτε τα 80s ως 80s. Το κεντρικό θέμα που απασχολεί αυτή τη στιγμή τους ανθρώπους στην Ελλάδα είναι η μνήμη. Πολλές φορές, αυτό γίνεται αρνητικά. Όλοι οι ευερέθιστοι προσπαθούν να υπερασπιστούν μια δική τους αντίληψη για το παρελθόν. Γι’ αυτό βλέπουμε εκτρώματα τύπου Χρυσή Αυγή ή τον παλαιοσυνδικαλισμό ή το νεοφιλελευθερισμό της δεκαετίας του ‘90. Όλοι υπερασπίζονται μια αντίληψη που έχουν για το ελληνικό παρελθόν που είναι είτε πολύ εξιδανικευμένη είτε πολύ άρρωστη είτε και τα δύο μαζί. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με δύναμη και παροντικούς όρους αυτό που μας συμβαίνει και μας διαλύει”.

Για λίγα λεπτά και ενώ φωτογραφίζεται με τα γυαλιά ηλίου μιλάμε για το νομοσχέδιο που προβλέπει ότι οι άδειες περιπτέρου δεν μπορούν πια να μεταβιβαστούν, άρα κάθε φυσικός θάνατος ενός περιπτερά ισοδυναμεί, αρκετά μακάβρια είναι η αλήθεια, με τον θάνατο του ίδιου του περιπτέρου. Φαίνεται ότι αυτά τα νέα δεν είχαν ακουστεί διόλου ευχάριστα στ’ αυτιά του.

Πιάνουμε μια ανάλυση περί νοσταλγίας που δεν μεταφέρεται σωστά στον γραπτό λόγο και του λέω ότι φαντάζομαι ότι αυτή η πρακτική βουτιά στο παρελθόν μέσα από τα σημεία στα οποία συνέβη (ο Δεληβοριάς δεν θυμάται την Καλλιθέα πίνοντας μαστιχόνερο σε καφέ της Μάρκου Μουσούρου, αλλά εισβάλλοντας στα χωρικά της ύδατα), θα είχε και ένα σωρό εμπόδια και δύσκολες μέρες. Συμφωνεί. Και μου μιλάει για θεωρητικά εμπόδια, αλλά και για πρακτικά, όπως η πιο τραυματική εμπειρία που έζησε αυτά τα δύο χρόνια.

“Ασφαλώς πέρασα και πολύ δύσκολες μέρες. Το τραγούδι ‘Ο Ξένος’ δείχνει ακριβώς αυτό. Πάρε για παράδειγμα το πατρικό μου. Έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται, “ρε συ εγώ θυμόμουν αυτό το σπίτι ωραίο, ανοιχτό, τώρα μου φαίνεται ένα στενάχωρο μικρό σπιτάκι”. Εκείνο τον καιρό έβγαινες με τις σαγιονάρες και πήγαινες στους συμμαθητές σου για διάβασμα, έβλεπες δέκα ανθρώπους. Τώρα βλέπεις φιλύποπτα, λίγο χρυσαυγίτικα βλέμματα τριγύρω. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι με τότε; Μήπως επειδή εγώ ήμουν αθώος, το έβλεπα όλο αυτό σαν ωραίο όνειρο, αλλά ήταν εφιάλτης ή ήταν πράγματι ένα ωραίο όνειρο που έγινε εφιάλτης και φταίμε και λίγο εμείς, άρα μπορούμε να του αναστρέψουμε την πορεία;”.

“Αυτό ήταν το θεωρητικό κομμάτι του προβληματισμού. Το πρακτικό ήταν ένας θάνατος που πραγματικά του έκοψε τα γόνατα. “Είχα ένα πολύ καλό φίλο, τον Νίκο Ράλλη. Από τα 19 μας, μιλούσαμε κάθε μέρα, κάναμε βόλτες στην Καλλιθέα και στο Μπραχάμι που έμενε εκείνος, μιλούσαμε για όλους τους νέους δίσκους, με πήγαινε σε δημοσιογραφικές προβολές. Παρακολουθήσαμε μια ολόκληρη εποχή παρέα με αυτόν τον άνθρωπο. Όταν γύρισα στην Καλλιθέα και έγραψα τα δύο πρώτα τραγούδια, τον φώναξα και του τα έπαιξα. Ήταν μια διαδικασία που τη ζούσαμε παρέα. Ο Νίκος πέθανε από αυτοάνοσο μέσα σε έξι μήνες και εκεί πάγωσα πραγματικά. Με τον πιο βίαιο τρόπο, είδα ότι κάποια πράγματα χάνονται για πάντα. Και ενώ στο δίσκο μιλούσα για πράγματα που έχουν απολεσθεί, αυτό ήταν κάτι ακαριαίο, που δε γυρνάει. Για έξι μήνες πάγωσα, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μέχρι που ένα βράδυ έγραψα ένα τραγούδι συνομιλία με αυτόν τον φίλο μου, το ‘Θα Σε Ξαναδώ’ (με το οποίο κλείνει ο δίσκος) και ένιωσα μετά ότι μπορεί να συνεχιστεί αυτή η ιστορία. Νιώθω και αμήχανα, είναι λίγο δύσκολο να μην ακουστούν μελοδραματικά αυτά, αλλά θέλω να μιλήσω φωναχτά για τον φίλο μου αυτόν, του χρωστάω πάρα πολλά”.

Ο γέρος, τα Ημισκούμπρια και οι αφανείς ήρωες των προαστίων

Το πάρκο πίσω από τη Δαβάκη φιλοξένησε μια από τις πιο φανταστικές ιστορίες της ζωής του Φοίβου Δεληβοριά. Μια ιστορία καθόλα φανταστική, με όποια έννοια του ‘φανταστική’ κι αν πορευθείς. Μια ιστορία που οι κολλητοί του Φοίβου πιστεύουν μέχρι και σήμερα ότι έχει βγάλει απ’ το μυαλό του. Ήταν Απόκριες.

“Είχα ντυθεί γέρος. Με είχε βάψει τέλεια η αδερφή μου, μου ‘χε βάλει αλεύρι στα μαλλιά, φορούσα ρούχα του παππού μου και είχα έρθει σε αυτό το πάρκο. Έκανα βόλτες και μάλωνα τα παιδιά. Είχα αγοράσει μια Εστία, τη διάβαζα σε ένα παγκάκι και έλεγα κλισέ στους διπλανούς μου. Προσπαθούσα να δω αν η μεταμφίεσή μου έχει πετύχει. Είχα κάνει και φάρσες στους φίλους μου. Μου άρεσε τόσο πολύ που έμεινα μεταμφιεσμένος για άλλες δυο μέρες. Πολλοί φίλοι με κατηγορούν και μου λένε ότι όλο αυτό δεν έγινε ποτέ. Είναι κλασικό αστείο όταν βρισκόμαστε με παλιούς φίλους. Όλοι τους λένε, ‘μην πιστεύετε αυτά που λέει ο Φοίβος, υποτίθεται ότι έχει ζήσει και τρεις μέρες ως γέρος’. Δυστυχώς, δεν υπήρχαν και φωτογραφίες για να το αποδείξω”.

“Με τον Πρύτανη ήμασταν συμμαθητές και όταν βγάλαμε και οι δύο δίσκους, έγινε πάλι το κονέ. Ήταν ο γίγας του σχολείου, τον ξεχώριζες παντού. Αυτός και η παρέα του έφεραν το χιπ χοπ στην Καλλιθέα πολύ νωρίς, το ‘87-’88. Θυμάμαι να μου δίνουν δίσκο των Public Enemy με τυπωμένο τον στίχο. Εκείνη την περίοδο διάβαζα ποίηση και βλέποντας κάτι τέτοιο, τρελάθηκα. Με είχε πάρει όταν έβγαλαν τον πρώτο δίσκο τα Ημισκούμπρια, αλλά είχε τύχει να το ακούσω ήδη και να ενθουσιαστώ. Αργότερα κάναμε και το ‘Je suis bossu’ μαζί. Είμαστε ακόμα φίλοι, αράζουμε, πήγα και στην επετειακή τους συναυλία στο Fuzz ως guest.

Για μένα, τα Ημισκούμπρια είναι ο Νίκος Τσιφόρος των 90s. Με απίστευτα πλούσια ελληνικά, ιδιωματισμούς και κατασκευές λέξεων, έπιασαν όλη την εποχή. Αυτό που έκαναν είναι ένα πάρα πολύ υψηλό επίπεδο ευθυμογραφήματος. Επειδή και ο δικός μου στίχος έχει αρκετές τέτοιες πλευρές, αυτό μας ενώνει στην πραγματικότητα”.

Ενώ περνάμε στην άλλη πλευρά της Δαβάκη επιστρέφοντας στην πλατεία Κύπρου με προορισμό την ενδοχώρα της Καλλιθέας, τα μικρά, ατέλειωτα στενάκια με τις μικρές και τόσο διαφορετικές ζωές από τετραγωνικό σε τετραγωνικό, ο Φοίβος θέλει να προσθέσει κάτι για τη γενιά του και έπειτα να γκαζώσει με έναν σύντομο ύμνο για τα προάστια.

Για τη γενιά του:

“Νομίζω ότι η δική μου γενιά σε σχέση με τις πιο μετά και τις πιο πριν ήταν η λιγότερη ταμπουρωμένη σε είδη. Μεγαλώσαμε στην απόλυτη έκρηξη της ελεύθερης ραδιοφωνίας και ακούγαμε κυριολεκτικά κάθε μισή ώρα και διαφορετική μουσική. Αυτό το έβλεπες και σε μια πολυκατοικία. Ένας που μεγάλωνε σε μια γειτονιά του ‘60 ήταν διαποτισμένος με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Υπήρχαν γειτονιές που άκουγαν ολόκληρες Καζαντζίδη ή γειτονιές που άκουγαν μόνο Θεοδωράκη ή γειτονιές που μαζεύονταν οι ροκάδες. Σ’ ένα προάστιο στα τέλη των 80s, κάθε διαμέρισμα είχε και άλλη μουσική, Αυτό με επηρέασε πάρα πολύ και λειτούργησε και απελευθερωτικά στη μουσική μου. Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να ανήκω σε κανένα είδος”.

Για τα προάστια:

“Το έλεγε ο Ευριπίδης στις ‘Ικέτιδες’ και το έχω βάλει σαν μότο του δίσκου στο βιβλιαράκι. Κάθε πόλη έχει τρεις μοίρες, εννοώντας τρεις τάξεις κατά κάποιο τρόπο. Την ανώτερη, που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα παρά μόνο για τον εαυτό της, επομένως δεν ωφελεί καθόλου την πόλη. Την κατώτερη, η οποία επειδή υποφέρει πολλά δεινά από την από πάνω, εμπιστεύεται με μεγάλη ευκολία τους δημαγωγούς και άρα στα δύσκολα δεν βοηθάει ούτε εκείνη την πόλη επειδή βγάζει πάνω τους δημαγωγούς, και τη μέση τάξη, που είναι η φυλάττουσα την πόλη, αυτή που κρατάει τα θεμέλιά και είναι έτοιμη να τη σώσει όταν χρειαστεί. Αυτό με συγκινεί πολύ στα προάστια. Πιστεύω ότι από αυτά έβγαινε πάντα η ικμάδα των δημιουργικών ανθρώπων, που δεν είχαν ανάγκη να καταφύγουν στο Κέντρο, αλλά που έβλεπαν στην Αθήνα κάτι το μυθικό που έχεις την ανάγκη να διηγηθείς. Επειδή βλέπω να διαλύεται αυτός ο ιστός και να μολύνεται από φασιστικές αρρώστιες, από πίστη στους δημαγωγούς ή από ένα σωρό τέτοια πράγματα, το ένστικτο με πήγαινε στο να θέλω λίγο να τον εξυμνήσω, να κάνω ένα δίσκο για τα προάστια.

Βέβαια, την ίδια ώρα, οι αναμνήσεις μου πρέπει να αποκτήσουν ένα όριο γιατί πρέπει να τις διηγηθώ, κι επειδή αυτή τη στιγμή δεν ζω καθόλου παρελθοντικά -ασχολούμαι με ένα παιδί που είναι τριών και ξέρει να χειρίζεται ένα iPad- η μέρα μου είναι κυρίως αυτή, ένα παρόν που δεν ελέγχω καν, βλέπω ταινίες με την Barbie, πηγαίνω σε παιδικά πάρτι. Είχα αρκετά αντισώματα για να μην με καταπιεί μια στείρα παρελθοντολογία. Ένα κομμάτι-κλειδί στο δίσκο είναι και το ‘Κουνελάκι’ που ξεκινάει με τη φράση της κόρης μου, “δεν σε ακούω γιατί έχει πολύ αέρα”. Και έχει δίκιο. “Τι είναι όλα αυτά τα fuzzy που ‘χεις φτιάξει, μίλα μας καθαρά γι’ αυτό που σου συμβαίνει”. Εκεί έρχεται ο στίχος που λέει “άμα βρεις κάποιον υπερήρωα στα παλιά μου κουτιά που να με θυμίζει και λίγο, σκίσ’ το εξώφυλλο αμέσως, κάν’ το μουτζούρα”. Σαν να της λέει, “άκου αυτά που σου λέω, αλλά φύγε κιόλας”.

“Της σπας με νεράντζια τα τζάμια”

Η περιπλάνηση στην ενδοχώρα μάς έβγαλε έξω από το δημοτικό του. Αφού ανέβηκε και κατέβηκε από τα κάγκελα, το βλέμμα του καρφώθηκε σε ένα μπαλκόνι πρώτου ορόφου απέναντι.

“Ακριβώς απέναντι από την τάξη μου, ζούσε η Λένα, ένα κοριτσάκι τρομακτικά όμορφο. Ήταν 8 χρονών, όσο κι εμείς, αλλά πήγαινε στην άλλη βάρδια, όταν σχολάγαμε εμείς. Ήταν μια κατάξανθη γαλανομάτα με ένα ύφος τρομερά μελαγχολικό και πιο θηλυκό για την ηλικία της. Ήταν μυθική για όλο το σχολείο, έλεγαν, “να, βγαίνει η Λένα”. Όταν πήγαινα Δ’ δημοτικού, είχα βάλει στόχο να τη γνωρίσω. Πάντα την έστηνα μέχρι να εμφανιστεί, αλλά πότε δεν της μιλούσα. Μια μέρα, της πέταξα ένα νεράντζι στο τζάμι -το έγραψα στο ‘Εκείνη’ μετά- για να με προσέξει. Αυτή βγήκε, με κοίταξε πάρα πολύ άγρια, αλλά όταν βγήκα στο επόμενο διάλειμμα με σκυφτό το κεφάλι, μου κάνει, “έι, έι, θες να χορέψουμε;”. Και αρχίσαμε να χορεύουμε από μακριά. Χόρευα τα παπάκια προς τον ουρανό, αν με έβλεπε κανείς χωρίς να ξέρει ότι χορεύει κι εκείνη στο δωμάτιό της, θα με περνούσε για τρελό”.

Ο Φοίβος κοιτάζει προς το μπαλκόνι της Λένας. Όπως τότε. Λίγο μετά, θα πάμε στην είσοδο της πολυκατοικίας, αλλά κανένα όνομα στα κουδούνια δεν είναι το δικό της.

“Φτάσαμε στο σημείο να μου δείξει και φωτογραφίες από την εγκυκλοπαίδεια ‘Ερωτική Αρμονία’ (σ.σ. εγκυκλοπαίδεια του 1982 σχετικά με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση). Όταν συναντιόμασταν στο δρόμο, δε μιλούσαμε. Είχαμε ένα τελετουργικό. Αυτή έβγαινε να πάρει ψωμί, εγώ την ακολουθούσα μέσα από το προαύλιο και μόλις έπαιρνε το ψωμί μου έριχνε ένα βλέμμα και γυρνούσαμε προς τα πίσω. Μια μέρα είχα αφαιρεθεί και κοίταζα αλλού και ξαφνικά με σκουντάει και μου λέει, “γεια σου, από κοντά δεν μου μιλάς;”. Έχασα τη φωνή μου, δεν μπορούσα να της πω τίποτα. Κι έτσι έχασα την ευκαιρία να μιλήσουμε, δεν γνωριστήκαμε ποτέ. Ονειρεύομαι ότι θα διαβάσει αυτή τη συνέντευξη και θα μάθω πια αν με θυμάται ή τι έχει γίνει”.

Όσο ο Φοίβος ζούσε αυτήν την πλατωνική σχέση με τη Λένα και όσο ήταν τσακωμένος με το ποδόσφαιρο (“επέλεξα να είμαι ΑΕΚ επειδή ήταν η τρίτη δύναμη, ήμουν λίγο χίπστερ στην επιλογή ομάδας”), μάζευε φανατικά Panini. Τα ματς τα βαριόταν, δεν καθόταν να τα παρακολουθήσει, αλλά μάζευε χαρτάκια σαν τρελός. Κάποια στιγμή γνώρισε τον γιο του Θωμά Μαύρου και ενθουσιάστηκε πολύ, γιατί είχε κάνει αγώνα για να ‘αποκτήσει’ τον πατέρα του. Μικρές ιστορίες, με υπαρκτά πρόσωπα. Συνέχεια και συνέχεια και συνέχεια.

“Ορισμένα από τα μαγικά κλειδιά που μας κάνουν αυτό που είμαστε είναι οι άνθρωποι που μας επηρέασαν όταν μεγαλώναμε. Θεωρώ κάπως άδικο να μένουν στην αφάνεια δάσκαλοι ή φίλοι ή κορίτσια που είχαν ονοματεπώνυμα. Οι άνθρωποι-κλειδιά στη ζωή του καθενός είναι πάνω απ’ όλα. Η Λήδα, το πρώτο κορίτσι που συγκατοίκησα στην Καλλιθέα, η Ξένια, η πρώτη κοπέλα στο σχολείο, οι καθηγητές μου… Δεν ξέρω αν μ’ έχουν επηρεάσει πολλοί άνθρωποι όσο αυτά τα άτομα. Δυστυχώς μετά τους ξεχνάς λίγο γιατί είναι πάρα πολύ ‘τοπικοί’ και οφείλεις να αμυνθείς λέγοντας γενικότητες. Ξεχνάς ότι το κλειδί βρίσκεται χαμένο σε αυτούς, που είναι υπαρκτοί άνθρωποι και πέρασαν στ’ αλήθεια από δίπλα σου. Αυτός ο δίσκος λοιπόν είναι και ένα love letter προς όλους αυτούς. Έχω ακόμα την ίδια αγωνία να τους αρέσω.

Μου αρέσει πολύ και στο σινεμά και στη λογοτεχνία, να μη φοβάσαι να δείξεις το μικρό. Η εποποιία του μικρού πράγματος μου φαίνεται πολύ ωραία. Πολλοί λένε ότι η τέχνη πρέπει να στρατεύεται σε κάτι ανώτερο από τα αντικείμενα της έκφρασης της, αλλά αυτά είναι μπούρδες. Απ’ το να ζωγραφίσει ένας τύπος την κοπέλα του γυμνή μέχρι να γυρίσει τον Λόρενς της Αραβίας, το αποτέλεσμα είναι αυτό που θα κάνει το πράγμα τέχνη ή μη τέχνη. Εμένα μ’ άρεσε από μικρός να το κάνω αυτό. Έγραφα ‘Φώτης’ για τον πατέρα μου”.

Η τελευταία στάση της περιοδείας μας στην Καλλιθέα ήταν νομοτελειακά το πατρικό του. Εκεί που έγραψε την ‘Καλλιθέα’, εκεί που έγραψε τόσα και τόσα ‘τραγούδια πραγματικότητας’. (Συγγνώμη για τον αδόκιμο όρο, είναι όλος δικός μου). Κατεβαίνουμε τις σκάλες και ανοίγει το μικρό αποθηκάκι στο υπόγειο και ο κόσμος, εκτός απ’ την οσμή κλεισούρας, γεμίζει βινύλια, περιοδικά, βιβλία, χαρτιά, αφίσες, βιντεοκασέτες, κουτιά από βιντεοκασέτες, περιοδικά. Το μάτι του πέφτει στο ‘The Heart of Saturday Night’ του Tom Waits, έναν δίσκο που είχε λιώσει στην εφηβεία. Τον είχε αγοράσει 770 δραχμές από το Happening, το ιστορικό δισκάδικο στη Χ. Τρικούπη. Θα μπορούσαμε να περάσουμε δύο ζωές σ’ αυτό το αποθηκάκι. Ο Φοίβος έχει σίγουρα μία αφημένη εκεί. Μου λέει, “πριν από ενάμιση χρόνο περίπου είχαν βραβεύσει τον Γκάλη και όλα τα πρωτοσέλιδα της επομένης τον έδειχναν να κλαίει. Κάπως αυτό με τάραξε, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη εικόνα ήταν κεντρική στο ‘Ερημιά στην Καλλιθέα’”.

Τώρα ανεβαίνουμε τις σκάλες και μπαίνουμε στο σπίτι. Ένα μικρό χολ οδηγεί στο νυν πολύ vintage και άλλοτε πολύ νορμάλ σαλόνι, που με τη σειρά του χωρίζεται από το δωμάτιο στο οποίο μεγάλωσε ο Φοίβος από μια συρόμενη πόρτα από τζάμι, ασφαλισμένη με το γραφείο του από τη μεριά του δωματίου, ώστε να μην ανοίξει ποτέ τη λάθος στιγμή. Στο δωμάτιό του, που “δεν έχει καμία σχέση με τότε που ήμουν μικρός, ήταν ένα σούπερ δωματιάκι εργαστήριο”, γράφτηκε όλη η ‘Καλλιθέα’, με τον Χρήστο Λαϊνά να καταφέρνει να στήσει όλα τα αναγκαία μηχανήματα και τον Φοίβο να τσιγκλάει το πρώτο και μοναδικό πιάνο που απέκτησε στα 15 του.

Αν κάνεις ησυχία, θα ακούσεις τα τραγούδια του Φοίβου να ακούγονται μέσα από τους τοίχους.

Την τελευταία μέρα των ηχογραφήσεων, ένα αυτοκίνητο έπεσε πάνω στο σπίτι, όταν ο οδηγός του έχασε τον έλεγχο. Μια άλλη φορά, με το που γράφτηκε η τελευταία νότα ενός τραγουδιού της ‘Καλλιθέας’, ένα κομμάτι σοβά προσγειώθηκε πάνω του. Ε, το ότι ακούγονται τραγούδια μέσα από τους τοίχους είναι μάλλον το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 20 Νοεμβρίου 2015.