Για τη Ράνια Σχίζα η τέχνη πρέπει να σε τσιγκλάει, να σε ταράζει, να σε γδέρνει
Από την Αντιγόνη του Λευτέρη Βογιατζή στην Έντα του Γιώργου Παλούμπη, η ηθοποιός μοιράζεται το προσωπικό και καλλιτεχνικό της ταξίδι, τις προκλήσεις και τους ρόλους που την διαμόρφωσαν.
- 29 ΔΕΚ 2025
Η Ράνια Σχίζα αυτή την περίοδο υποδύεται μια εφοριακό με υψηλό το αίσθημα του χρέους στο Θέατρο Καρέζη στο έργο Έντα, των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργου Παλούμπη, αλλά η πορεία της δεν ήταν ποτέ γραμμική.
Από τα πρώτα θεατρικά παιχνίδια στο δημοτικό έως τις πρόβες και τις παραστάσεις που τη διαμόρφωσαν, η αγαπημένη ηθοποιός κουβαλά μέσα της όλες τις εκδοχές του εαυτού της: την έφηβη που αναζητούσε φωνή, την καλλιτέχνιδα που πειραματίζεται για να βρει τη δική της γλώσσα, τη γυναίκα που ισορροπεί ανάμεσα στη ζωή και τη σκηνή.
Μέσα από τον ρόλο της στην Έντα, η Ράνια Σχίζα μοιράζεται με το κοινό όχι μόνο μια ιστορία στη σκηνή, αλλά και ένα προσωπικό ταξίδι αναζήτησης και αλήθειας και μιλά στο Oneman για την τέχνη της που την κρατά σταθερή, τους ρόλους που την προκαλούν και την ανάγκη της να παραμένει αυθεντική.
Ήξερες πάντα ότι θα γίνεις ηθοποιός;
Ήμουν από αυτά τα παιδιά που στο δημοτικό τα έβαζαν πάντα να διαβάζουν, να λένε ποιήματα, να συμμετέχουν στις σχολικές παραστάσεις. Κάτι δούλευε μέσα μου ήδη από τότε. Πέρασα, βέβαια, από πολλές φάσεις. «Θα γίνω γιατρός», «θα γίνω δικηγόρος». Όλα αυτά, αλλά κάπου βαθιά το ήξερα και το ήθελα. Δεν υπήρχε όμως κανείς στο οικογενειακό μου περιβάλλον που να έχει ασχοληθεί με το θέατρο, οπότε ήταν κάτι που έπρεπε να το ανακαλύψω μόνη μου.
Το έψαξα συστηματικά και με συνέπεια. Η προσπάθεια ήταν συνεχής. Είχα δίπλα μου πολύ σημαντικούς ανθρώπους: τη μαμά μου –γιατί ο μπαμπάς μου δεν το ήξερε στην αρχή– την αδερφή μου, φίλους που κάθονταν υπομονετικά να με ακούν να διαβάζω και να προετοιμάζομαι για τις εξετάσεις στις δραματικές σχολές.
Ο μπαμπάς πώς αντέδρασε όταν το έμαθε;
Το έμαθε αφού είχα μπει στη σχολή και είχαν περάσει κάποιοι μήνες. Δεν ήταν το καλύτερό του, επειδή ήμουν και φοιτήτρια στο μαθηματικό φοβήθηκε πάρα πολύ. Να σου πω, μακροπρόθεσμα το δέχτηκε. Και βέβαια μετά παρακολούθησε γενικότερα την πορεία μου.
Παρακολούθησε την πρώτη μου δουλειά στο θέατρο, η οποία ήταν και πολύ σημαντική. Μιλάω για την «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή. Οπότε ναι, εντάξει, το δέχτηκε και τώρα είναι πολύ χαρούμενος. Παρακολουθεί πάντα ό,τι κάνω.
Επειδή αναφέρθηκες στην «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή και νομίζω ότι δεν είναι κάτι που πολλοί έχουν την τύχη να πουν ότι το έζησαν, πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Ήταν πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου, στο καλλιτεχνικό κομμάτι, ο Λευτέρης Βογιατζής. Ήμουν στο εργαστήρι αρχαίου δράματος, το οποίο είχε ξεκινήσει το 1989 και ολοκληρώθηκε το 1991, δηλαδή δύο χρόνια μετά. Ήταν μια έρευνα πάνω στην αρχαία τραγωδία, και συγκεκριμένα στην «Αντιγόνη». Θυμάμαι ότι με είχε πάρει στην ομάδα από το τρίτο έτος της δραματικής σχολής, αφού είχα κάνει κάποιες δουλειές.
Οπότε όπως καταλαβαίνεις, έτρεχα από τη σχολή στο εργαστήρι. Ήταν μια φοβερή σπουδή και, εντάξει, μια τρομερή εμπειρία το να δουλεύεις με έναν τέτοιο άνθρωπο.
Αυτό δεν εξαντλείται σε μία κουβέντα, γιατί μακροπρόθεσμα καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό ήταν όλο αυτό. Και το σημαντικό είναι ότι και ο ίδιος ανακάλυπτε μαζί μας, γιατί δε γνώριζε τόσο καλά την τραγωδία. Έτσι έγινε η «Αντιγόνη» μια τραγωδία δωματίου, που είχε απίστευτη πορεία, ακόμα και στο εξωτερικό.
Σε μένα φυσικά άφησε τεράστιο αποτύπωμα, και μέσα στα χρόνια κατάφερα να αποκωδικοποιήσω πολλά πράγματα που τότε δεν καταλάβαινα.
Την πρώτη φορά που ανέβηκες στο θεατρικό σανίδι ως επαγγελματίας, τη θυμάσαι;
Κοίταξε, δεν μπορώ να την ξεχάσω. Είχα τελειώσει το δεύτερο έτος της δραματικής και με είχε πάρει ο Κώστας Μπάκας, που έκανε τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη με το ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής. Η πρώτη μου επαφή με το επαγγελματικό θέατρο ήταν λοιπόν εκείνο το καλοκαίρι, αλλά εκείνο που δεν ξεχνιέται ποτέ ήταν η δουλειά με τον Λευτέρη Βογιατζή, γιατί ήμουν η Αντιγόνη, δηλαδή οι ρόλοι βγαίνανε μέσα από τον χορό.
Ήμασταν όλοι νέοι ηθοποιοί, και ο χορός συνδεόταν με τους ρόλους. Έτσι βγήκε ο ρόλος της Αντιγόνης. Ήταν τρομερή βουτιά, δεν το συζητάμε, το χτυποκάρδι ήταν έντονο.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά στην πρεμιέρα, ότι πριν από το χορικό της Αντιγόνης και πριν από το χορικό του έρωτα, υπήρχε ένα καταπληκτικό σκηνικό που είχε κάνει ο Αλέκος Λεβίδης: άνοιγαν δύο πόρτες, έμπαινε μέσα η Αντιγόνη, μετά έκλειναν για το χορικό του έρωτα, και μετά άνοιγαν ξανά και έβγαινε η Αντιγόνη.
Στο διάμεσο αυτών των πορτών μπορούσα να κοιτάω κάτω και να βλέπω το κοινό και ξαφνικά πέφτει η ματιά μου ακριβώς στο κέντρο, στη δεύτερη σειρά, στον Δημήτρη Χόρν. Εντάξει αυτό ήταν απερίγραπτο.
Γενικά, όταν είσαι στη σκηνή προσέχεις τους θεατές από κάτω;
Όχι, όχι. Δεν κοιτάω καθόλου τους θεατές.
Μπορεί να σε αποσπάσουν;
Το θέατρο είναι ζωντανό πράγμα. Και φυσικά, μπορεί να σε αποσπάσει ένα κινητό –γιατί αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα.
Πραγματικά, θα ήταν υπέροχο κάποια στιγμή να γίνει ένα σεμινάριο, όπου οι θεατές θα συμμετείχαν για να καταλάβουν τι σημαίνει αυτό. Όχι μόνο το να χτυπήσει κάποιου το κινητό, αλλά και να ανάψει μια οθόνη για να δεις την ώρα. Και δεν είναι μόνο ο ηθοποιός που επηρεάζεται. Αυτό επηρεάζει όλους. Γιατί αυτό είναι το θέατρο. Το θέατρο, αν δεν υπάρχει ο ηθοποιός και ο θεατής, δεν υφίσταται.
Εσύ ως θεατής, τι ζητάς από μια παράσταση;
Να παρασυρθώ. Αυτό θέλω.
Τα τελευταία χρόνια έχεις υποδυθεί πολύ διαφορετικούς γυναικείους ρόλους. Από τη «μάνα» του Ταχτσή μέχρι τον ρόλο που ερμηνεύεις τώρα, όπου μια γυναίκα ρισκάρει τη ζωή της για το κοινό καλό. Υποδύεσαι πιο εύκολα ρόλους με τους οποίους τυχόν διαφωνείς ως Ράνια;
Με την Ταχτσή έχω πια μια άλλη σχέση. Είναι αυτό που κάποια στιγμή δικαιώνεις τον ήρωα που υποδύθηκες.
Υπήρξε εμπλοκή γιατί διαφορετικά δε βγαίνει. Προκύπτει το ερώτημα ποια είμαι εγώ και ο καθένας που θα τολμήσει να κρίνει μια γυναίκα άλλης εποχής, με άλλες δυσκολίες, με άλλα κοινωνικά στερεότυπα. Ποιος θα το κάνει; Τέλος πάντων, δυνάμει είμαστε τα πάντα. Οπότε δεν μπαίνει εδώ τι προτιμώ ή τι μου είναι πιο εύκολο.
Έχουμε την ευλογία, ως ηθοποιοί, ότι με την αφορμή ενός ρόλου, του κειμένου και της ερμηνείας, μπορούμε να μπούμε σε διαδικασίες που αλλιώς δε θα δημιουργούνταν. Εκ των πραγμάτων, η ενσυναίσθηση είναι ένα από τα όπλα του ηθοποιού. Για να προσεγγίσεις έναν ρόλο και να μεταφέρεις κάτι, πρέπει να μπεις στη θέση του. Πρέπει να ξεχάσεις τον εαυτό σου και να δικαιώνεις τον ρόλο σου. Δεν υπάρχει καλός ή κακός χαρακτήρας για μένα. Υπάρχει αυτό που φέρνει ο ρόλος και τι θέλει να πει το κείμενο. Είμαστε άνθρωποι: δαίμονες και άγγελοι μαζί.
Σχετικά με το ρόλο μου στην «Έντα», υπάρχουν κομμάτια με τα οποία ταυτίζομαι και κομμάτια στα οποία είμαι εντελώς αντίθετη. Το έργο είναι ρεαλιστικό, και νομίζω ότι πολλοί θεατές ταυτίζονται με αυτή τη γυναίκα, γιατί είναι ένας απλός πολίτης –όπως όλοι είμαστε πολίτες.
Η ηρωίδα είναι μια δημόσια υπάλληλος με υπεύθυνη θέση. Είναι πολύ ηθική και δίκαιη, και ανακαλύπτει ένα σοβαρό σκάνδαλο. Τότε έρχεται το δίλημμα: να το αγνοήσει ή να το αντιμετωπίσει, να το καταθέσει; Το σκάνδαλο είναι τόσο σοβαρό που αφορά τη ζωή όλων μας.
Το έργο θέτει ερωτήματα δικαιοσύνης, καθώς τελικά, οι θεσμοί δεν είναι τόσο ευήκοοι όσο φαίνονται. Και η ηρωίδα βλέπει ότι κινδυνεύει η ζωή της. Πρέπει να αποφασίσει αν είναι διατεθειμένη να ρισκάρει ακόμα και τη ζωή της για να μιλήσει για το σκάνδαλο.
Το έργο θέτει κυρίως ζητήματα δημοκρατίας, ελευθερίας του λόγου, ηθικής και δικαιοσύνης –όλα αυτά που πολλές φορές αποσιωπούνται.
Στον ρόλο που παίζεις τώρα στην «Έντα», υπάρχουν σημεία που ταυτίζεσαι;
Βεβαίως. Και νομίζω ότι ταυτίζεται και πολύς κόσμος, γιατί πρόκειται για ένα ρεαλιστικό έργο. Αυτή η γυναίκα είναι ένας απλός πολίτης, μια δημόσια υπάλληλος σε θέση ευθύνης, που ανακαλύπτει ένα πολύ σοβαρό σκάνδαλο.
Και τότε μπαίνει το ερώτημα: κάνεις πως δε βλέπεις και συνεχίζεις ή μιλάς; Το έργο θέτει ξεκάθαρα το ζήτημα της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, της ελευθερίας του λόγου και της ηθικής. Γιατί τελικά, όταν αποφασίζεις να μιλήσεις, διακινδυνεύεις ακόμη και τη ζωή σου.
Θεωρείς ότι ζούμε σε μια εποχή που χρειαζόμαστε περισσότερα σύγχρονα έργα με τέτοια θεματολογία;
Απολύτως. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ το σύγχρονο έργο. Είναι ένας καθρέφτης. Δε γίνεται να μη δεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτό. Ειδικά στο συγκεκριμένο έργο, βλέπεις ξεκάθαρα πλευρές της πραγματικότητας: τους πολιτικούς, τον τρόπο που μιλάνε οι άνθρωποι, ακόμα και την αθυροστομία που μπορεί να ξενίσει κάποιους.
Αν όμως σκεφτούμε πώς μιλάμε μεταξύ μας στην καθημερινότητα –μέσα στο αυτοκίνητο, στην κίνηση– θα καταλάβουμε ότι δεν απέχει πολύ. Το έργο κάνει μια απομυθοποίηση. Ακούμε τη λέξη «πολιτικός» και νομίζουμε κάτι άλλο. Στην πραγματικότητα μιλάμε για ανθρώπους. Και δυστυχώς, ένα τόσο σοβαρό πεδίο όπως η πολιτική έχει γεμίσει από πολλούς ασόβαρους ανθρώπους.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια συζήτηση για το αν οι καλλιτέχνες πρέπει να τοποθετούνται πολιτικά. Εσύ πού στέκεσαι;
Ο καλλιτέχνης είναι άνθρωπος και, όπως όλοι, οφείλει να έχει πολιτική άποψη. Η πολιτική μάς αφορά όλους. Δε μιλάμε για κομματικοποίηση, αλλά για πολιτικοποίηση. Τώρα, άλλο πράγμα είναι να βγεις με μια «ντουντούκα» στα social media και άλλο να έχεις στάση ζωής. Δε θεωρώ ότι για να υπερασπιστείς αξίες χρειάζεται απαραίτητα μια κάμερα. Προσωπικά δεν έχω social media και δε με εκφράζει αυτός ο τρόπος.
Δεν έχω απάντηση για όλα και δε θέλω να έχω. Οι απόψεις αλλάζουν, όπως αλλάζει και η ματιά μας. Αυτό δε σημαίνει ότι αλλάζουν οι αξίες μας. Αλλάζει το παράθυρο από το οποίο κοιτάμε.
Να επιστρέψουμε λίγο στο θέατρο. Πώς μπήκε στη ζωή σου η Παιδική Σκηνή και η συνεργασία με την Ξένια Καλογεροπούλου;
Η πρόταση της Ξένιας Καλογεροπούλου ήρθε όταν είχα κάνει το πρώτο μου κοριτσάκι, την Κατερίνα μου. Ήταν για ένα πάρα πολύ ωραίο έργο που είχε γράψει το 1996, μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο, την «Οικογένεια Νώε». Εκεί όλοι γίναμε οικογένεια, όλοι ηθοποιοί. Το έχω τόσο όμορφα μέσα στο μυαλό και στην καρδιά μου. Μιλάμε για δουλειά και ταυτόχρονα για τόσο προσεγμένη συνεργασία, τόσο άψογη, πραγματικά υπέροχη.
Μετά ήρθε το «Σκλάβι», μια καταπληκτική δουλειά, που επίσης την είχε γράψει η Ξένια. Και ήταν εκείνη η περίοδος που, επειδή είχα και την άλλη μου κόρη, με βόλευε πολύ να δουλεύω πρωί, για να μπορώ να είμαι κοντά τους. Ήθελα πάρα πολύ να είμαι κοντά στα παιδιά μου.
Δε φοβήθηκες ποτέ ότι οι επιλογές αυτές θα επηρέαζαν την καριέρα σου;
Όχι τόσο πολύ, αλλά όντως, άφησα πράγματα πίσω μου. Ήμουν στο «Με Δύναμη από την Κηφισιά» με τον Βογιατζή όταν έμεινα έγκυος στην Κατερίνα και έφυγα. Τι να κάνουμε;
Κάποιος μου είπε τότε, «Αλήθεια άφησες τέτοιο έργο;». Εντάξει, τα μεγάλα πράγματα θέλουν και γερά ανταλλάγματα. Και ένα παιδί… ένας άνθρωπος δηλαδή, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι σπουδαιότερο από αυτό.
Τώρα, τι να σου πω… Ναι, σίγουρα κάνεις υποχωρήσεις. Σίγουρα. Δεν δούλεψα καλοκαίρια. Από την άλλη, δεν αισθάνομαι ότι έχω στερηθεί κάτι, γιατί τα πράγματα που έχω κάνει, τα έχω αγαπήσει πάρα πολύ. Δεν στερήθηκα.
Όσο μεγαλώνω τώρα η φιλοδοξία μου είναι περισσότερο να κάνω ωραίες δουλειές με ωραίους συνεργάτες. Αυτό είναι η βασική μου φιλοδοξία: να περνάω καλά και να περνάω καλά, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Δεύτερες σκέψεις μόνο στην σκηνή, πουθενά αλλού. Τα δεύτερα και τρίτα επίπεδα είναι για τους ρόλους.
Εσύ πώς προσεγγίζεις τους ρόλους; Έχεις μια συγκεκριμένη διαδικασία ή αλλάζει κάθε φορά, ανάλογα και με τη φάση της ζωής στην οποία βρίσκεσαι;
Αυτό είναι κάτι που δεν συζητιέται εύκολα. Εγώ ανήκω στους ανθρώπους που, σαφέστατα έχω το οπλοστάσιό μου, με την έννοια των σταθερών εργαλείων, των τεχνικών ή μιας συγκεκριμένης μεθόδου. Για μένα, το ζητούμενο είναι η καταβύθιση να γίνει τεχνική. Είναι πολύ μεγάλη η εμπλοκή μου πάντα με ο, τι κάνω. Δίνω κομμάτια από την σάρκα μου που λένε.
Μετά από 13 χρόνια πορείας στο θέατρο, βγήκες ξαφνικά και στην τηλεόραση και μάλιστα σε μια σειρά που έκανε τεράστια επιτυχία και συζητιέται ακόμα και σήμερα.
Κι εγώ την λατρεύω. Ναι, αυτό είναι κάτι που σου δίνει η τηλεόραση και δεν μπορείς να στο δώσει το θέατρο.
Κάποια στιγμή μου λέει κάποιος, «Σας ξέρω». Του λέω: «Ναι;» Και μου απαντά: «Σας είχα δει στην Αντιγόνη». Και παθαίνω σοκ. Ξαφνικά τρελάθηκα από χαρά.
Και λέω, αλήθεια τώρα; Κι όμως, αυτό ήταν. Γιατί συνήθως ακούς άλλα πράγματα. Αυτή είναι η αλήθεια μου, και έχει και τη λογική της. Γιατί, εντάξει, σε ένα θέατρο πόσο κόσμο μπορείς να χωρέσεις;
Η τηλεόραση, από την άλλη, απευθύνεται σε πάρα πολύ κόσμο. Και ειδικά αν σκεφτείς την επαρχία. Είμαστε μια υδροκέφαλη χώρα: Αθήνα, άντε Θεσσαλονίκη, λίγο Πάτρα και τέλος. Αθήνα, όλα συγκεντρωμένα εδώ. Παρ’ όλα αυτά, ήταν πολύ ωραία εμπειρία. Ήταν μια εντελώς διαφορετική διαδικασία.
Δεν ήσουν προκατειλημμένη με την τηλεόραση όμως;
Όχι, ήμουν. Ήμασταν στον Βογιατζή, δεν το συζητούσαμε. Για τηλεόραση μιλάμε, παιδιά. Εδώ πέρα πρόταση κινηματογραφική είχα και ούε καν . Όχι, όχι τίποτα. Απλώς κάποια στιγμή έγινε. Την ζήτησα κατά κάποιον τρόπο.
Είπα, «Δεν μου έρχεται μια τηλεόραση;» και ήρθε. Το έχω πει και σε άλλες συνεντεύξεις, είχε δώσει η Καλογεροπούλου έναν κατάλογο με ηθοποιούς που πιστεύει και κάποια στιγμή μέσα σε αυτούς είπαν, «Να την δούμε κι αυτήν;», «Μπα, αυτή είναι κουλτουροτέτοια, αλλά οκ ας την δούμε». Κι έτσι έγινε και ήμουν πολύ τυχερή γιατί αν το σκεφτείς, μιλάμε για εξαιρετικά «βαπτίσματα»: στο θέατρο με την Αντιγόνη και στην τηλεόραση με τη συγκεκριμένη δουλειά.
Ως θεατής, θυμάσαι κάποια παράσταση, σειρά ή έργο όπου είδες μια ερμηνεία τόσο συγκλονιστική, ώστε να γυρίσεις σπίτι και να πεις «ουάου, τι είδα τώρα»;
Έχω δει πάρα πολλά συγκλονιστικά πράγματα. Αλλά θα πω το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό και ξέρω ακριβώς γιατί. Ήταν εκείνο που με έκανε, την επόμενη χρονιά, να πάω και να δώσω εξετάσεις. Το είχα ήδη στο μυαλό μου, αλλά αυτό λειτούργησε καταλυτικά. Ήταν το Οι Αγρότες πεθαίνουν, το 1986, σε σκηνοθεσία Κουν, στο Υπόγειο.
Στη σκηνή ήταν η Λυδία Κονιόρδου, ο Καρατζογιάννης, ο Έγκου Γιουμτζής, ο Ανδρεόπουλος. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν όλο καταπληκτικό και ειδικά η ερμηνεία της Λυδίας, που αργότερα θα γινόταν και δασκάλα μου. Στο χειροκρότημα είχαν ματώσει τα χέρια μου.
Και μετά την είχες δασκάλα. Πώς ήταν αυτό;
Το φοβερό είναι ότι από το πρώτο κιόλας έτος μου έδωσε σκηνή από το Οι Αγρότες Πεθαίνουν. Τον ρόλο που είχε κάνει η ίδια. Για μένα αυτό ήταν τεράστιο.
Ήταν μια περίοδος πολύ γεμάτη, ειδικά εκείνη την πρώτη χρονιά στη σχολή. Όλο αυτό που συνέβαινε είχε έναν υπαρξιακό χαρακτήρα. Η πίστη μου ήταν απίστευτη, πραγματικά απίστευτη. Ήταν εξαιρετική δασκάλα. Κι ό,τι μου έλεγε, το έκανα.
Για να γυρίσω λίγο στα παιδικά σου χρόνια: είπες ότι ήσουν το παιδί που το έβαζαν να διαβάζει. Εσύ ήθελες τη σκηνή;
Ναι, τη σκηνή τη ήθελα πάρα πολύ. Μου άρεσε.
Δεν ήσουν ντροπαλή;
Όχι, καθόλου. Στο Δημοτικό ήμουν ένα πάρα πολύ εξωστρεφές παιδί. Και τα αγόρια τα παίρνανε κιόλας μαζί μου, «Σχίζα σταμάτα, γιατί θα φας ντομάτα», μου έλεγαν.
Όταν πήγα όμως στο Γυμνάσιο, τα πράγματα άλλαξαν. Μετακομίσαμε από τον Υμηττό και πήγαμε στον Νέο Κόσμο, στην περιοχή του Αγίου Αρτεμίου, και άλλαξα σχολείο.
Και εκεί έγινα πάρα πολύ εσωστρεφής. Δηλαδή, από εκεί που ήμουν έτσι ανοιχτή και εξωστρεφής, ξαφνικά άλλαξα εντελώς. Αυτές οι δύο πλευρές μου συνυπάρχουν. Τις κουβαλάω και τις δύο είναι και οι δύο απολύτως δικές μου.
Και το Μαθηματικό πώς προέκυψε;
Δεν είναι τόσο άσχετο όσο φαίνεται. Η δουλειά μας έχει τεράστια πειθαρχία, αλλά και τεράστια φαντασία. Και τα μαθηματικά είναι ακριβώς αυτό: πειθαρχία και φαντασία μαζί. Ήμουν καλή στα μαθηματικά και πέρασα στο Μαθηματικό. Δεν το τελείωσα ποτέ όμως.
Σου έμεινε απωθημένο;
Όχι, δεν μου έμεινε. Του μπαμπά μου του έμεινε, αλλά κι αυτός τελικά το ξεπέρασε.
Οι κόρες σου είχαν τότε αντιληφθεί, ότι η μαμά τους ήταν πια πολύ γνωστή;
Περισσότερο από τα άλλα τα παιδάκια. Γενικά, στο σπίτι δεν το ζούσαμε όλο αυτό. Ακόμα και τώρα, για να σου πω την αλήθεια, μπορεί να μου πει ο άντρας μου: «Γιατί σε χαιρέτησε ο τάδε;». Είναι αυτό που σου λέω: δεν μπορώ να σταθώ σε αυτά. Δεν τα θέλω. Όχι ότι δεν με κολακεύει, αλλά δεν μου είναι αναγκαίο.
Η μεγάλη μου κόρη, η Κατερίνα, έπαιξε κάποια στιγμή και στις Σαββατογεννημένες -το κοριτσάκι με το Χαλάνδρι. Όταν μου το ζήτησε ο Γιώργος, του είπα «σε παρακαλώ», και μου απάντησε: «Ένα επεισόδιο μόνο». Και πράγματι, ήταν ένα επεισόδιο. Το παιδί ήρθε στο γύρισμα, ήταν καταπληκτικό, τα έκανε όλα χωρίς καμία δυσκολία, και δέχτηκε πολύ φυσικά.
Δεν το έμαθε κανένα παιδί στο σχολείο ότι θα παίξει. Δεν το είπε σε κανέναν. Την είδαν ξαφνικά στην τηλεόραση και αυτό ήταν όλο.
Υπήρχαν αρκετές χρονιές που έκανες δύο παραστάσεις ταυτόχρονα, άρα δύο διαφορετικούς ρόλους. Πώς ισορροπείς ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες;
Τρομερό δεν είναι; Σου είχα πει πριν ότι μπορεί κάποια στιγμή να έχουμε πει κάτι και αργότερα να το αναθεωρήσουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι τότε δεν το πιστεύαμε. Σε πολύ παλιότερες συνεντεύξεις, για παράδειγμα, έλεγα ότι αυτή η απόλυτη αφοσίωση δεν σου επιτρέπει να κάνεις δύο πράγματα μαζί. Κι όμως, το έκανα. Και ήταν μια εξαιρετική εμπειρία.
Το ένα το έκανα γιατί ήδη έπαιζα τη μάνα και ο Αράφ ήταν μια πρόταση με τον Γιώργο Παλούμπη που αγαπώ και τον εκτιμώ απεριόριστα. Ήταν η πρώτη μας επικοινωνία, η πρώτη μας συνεργασία, και δεν μπορούσα να πω όχι. Το ήθελα πάρα πολύ.
Αλλά το ένα τροφοδοτούσε το άλλο. Ενεργειακά. Υπήρχε κούραση. αλλά είναι φοβερό πώς μπορεί το ένα πράγμα να γεννά ενέργεια για το άλλο. Δεν σημαίνει ότι δεν ήμουν απολύτως δοσμένη και στα δύο -το αντίθετο.
Όλα είναι ενέργεια. Μπορεί να έρθω στο θέατρο φορτισμένη, μέσα στον θυμό. Δεν πρέπει να μείνω εκεί. Πρέπει να πάρω την ενέργεια που μου δίνει αυτό το συναίσθημα και να τη μετατρέψω σε κάτι άλλο, σε κάτι δημιουργικό.
Τι είναι αυτό που σε κάνει συνήθως να πεις «ναι» σε έναν ρόλο;
Κοίτα, με ενδιαφέρει πάρα πολύ το έργο. Με ενδιαφέρει ο ρόλος -δεν λέω ψέματα- αλλά με ενδιαφέρει πάρα πολύ και ο άνθρωπος που θα μου κάνει την πρόταση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, την Έντα, είναι η πρώτη φορά που δεν είχα καν διαβάσει το έργο. Ήξερα μόνο πάνω – κάτω την ιστορία. Και αυτό γιατί την πρόταση μου την έκανε ο Παλούμπης.
Τι να κάνω; Είμαι θαυμάστριά του.
Υπάρχει κάποιος ρόλος που να έχει χαρακτεί περισσότερο μέσα σου;
Είμαι πολύ δεμένη με όλα. Εντάξει, η Αντιγόνη -ήμουν πολύ μικρή, ήταν η πρώτη μου δουλειά. Μετά, οι δύο μονόλογοι. Η Ταχτσίνα που ήταν και υπαρκτό πρόσωπο.
Ο πρώτος μονόλογος που έκανα για δύο σεζόν λεγόταν Μια κανονική μέρα. Ήταν την περίοδο της κρίσης, το ’13–’14, τότε που οι ειδήσεις για αυτοκτονίες έρχονταν η μία μετά την άλλη καθημερινά -όχι ότι δεν συμβαίνει και τώρα. Είχε να κάνει με την αυτοχειρία το έργο και ήταν κάτι πάρα πολύ δυνατό.
Αλλά γενικά νιώθω ότι έχω κάνει πολύ ωραία πράγματα: και στο ελληνικό ρεπερτόριο, και στον Ήχο του Όπλου, και στις Επικίνδυνες Σχέσεις. Πολύ διαφορετικά πράγματα. Και αυτό είναι που μου αρέσει: η διαφορετικότητα, η εξερεύνηση του εαυτού.
Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή σου που λες, «Τώρα θέλω να είμαι μόνο η Ράνια, να μην έχω κανένα ρόλο»;
Το κάνω. Το κάνω. Δεν δουλεύω ακατάπαυστα. Σίγουρα το κάνω το καλοκαίρι. Νομίζω ότι αν έπρεπε να είμαι μόνιμα σε έναν ρόλο, θα με εξαντλούσε. Θα έπρεπε να είμαι μόνη μου στη ζωή. Με παίρνει πολύ η δουλειά. Αφήνομαι και με παίρνει, το γουστάρω. Όμως χρειάζεται και η προσωπική ζωή για να μπορέσεις να κάνεις θέατρο.
Είσαι από αυτούς τους ηθοποιούς που λένε “the show must go on”;
Ο ηθοποιός είναι άνθρωπος και έχει δικαίωμα στην ανάπαυλα. Αυτό που έχει ειπωθεί πολλές φορές, το «έθαψα την μαμά μου και το βράδυ έπαιξα», είναι πολύ σκληρό. Αλλά η δουλειά μας είναι πολύ σκληρή. Εγώ δεν το βλέπω καθόλου σαν λεβεντιά. Έχω παίξει και με 39 πυρετό. Κάνεις κορτιζόνη για να βγεις στη σκηνή. Μπορεί κάποιος να χάσει έναν δικό του άνθρωπο ενώ είναι περιοδεία στο εξωτερικό και να μην μπορεί να πάει στην κηδεία. Είναι σκληρή δουλειά. Και πρέπει να το ξέρεις αυτό πριν μπεις σε αυτόν τον χώρο.
Επίσης, είναι πολύ στα φώτα η δουλειά μας. Άλλος ένας λόγος που την κάνει πολύ σκληρή, αυτό το γύρω γύρω, που σου λένε ότι είσαι υποχρεωμένος να ανταποκρίνεσαι και εγώ δεν το καταλαβαίνω.
Διαβάζεις κριτικές; Σε επηρεάζουν;
Θέλω να μην με απασχολεί πάρα πολύ, αν και είμαι καλομαθημένη, δεν μπορώ να πω, έχω διαβάσει ωραία πράγματα. Προσπαθώ όμως να μην δίνω μεγάλη σημασία γιατί δεν υπάρχει αντικειμενικότητα. Όταν κάνεις έντιμα τη δουλειά σου και δίνεις το καλύτερο δυνατό, αυτό μετράει για μένα.
Τι σημαίνει για σένα η τέχνη;
Η τέχνη πρέπει να ταράζει, να σε τσιγκλάει, να σε γδέρνει. Δεν θέλω να με χαϊδεύει μόνο. Είναι σοβαρό αυτό για μένα.
Τελικά, το θέατρο και η υποκριτική σου βγήκαν όπως τα είχες ονειρευτεί;
Καλά έχει πάει. Τότε που έδινα εξετάσεις είχα στόχους μέχρι τα 30 ή 35 να έχω παίξει συγκεκριμένα έργα. Δεν τα έπαιξα όλα, αλλά τώρα δεν στενοχωριέμαι. Θέλω να με γεμίζουν αυτά που κάνω όσο μπορώ. Ναι, πάντα υπάρχουν κάποια ερωτηματικά, αλλά δεν μένω σε αυτά.
***INFO
Έντα
των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργου Παλούμπη
Θέατρο Τζένη Καρέζη
κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή
Εισιτήρια εδώ
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.