ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

H Σμαράγδα Καρύδη πάντα ένιωθε ότι κάτι της λείπει

Εξωπραγματικά όμορφη, πολυτάλαντη και η προσωποποίηση της χαράς της ζωής. Το μόνο που μένει τώρα είναι να το πιστέψει, επιτέλους, και η ίδια.

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους μου αρέσει το «Ένα εκατομμύριο Γεν», το τηλεπαιχνίδι που παρουσιάζει φέτος, με όρεξη και μεράκι, στο Mega. Είναι γρήγορο, έξυπνο, πρωτότυπο και διαθέτει την πιο sui generis game show hostess της αγοράς.

«Είχα αποφασίσει, ήδη πριν από την πανδημία, ότι φέτος προτιμούσα να κάνω τηλεόραση. Και αυτό γιατί, μετά την πρώτη μου σκηνοθετική μου απόπειρα (σ.σ. το πολύ καλό «Του Κουτρούλη ο γάμος»), ένιωσα πίεση ότι πρέπει να βρω τι παράσταση να σκηνοθετήσω μετά. Μου άρεσαν διάφορα, δεν αποφάσιζα, οπότε είπα στον εαυτό μου “Να σου πω, χαλάρωσε και άσε λίγο χρόνο να περάσει”. Πάνω εκεί έσκασε ο Covid-19. Οπότε βρήκα αφορμή και δεν οργάνωσα τίποτα».

Επιπλέον το παιχνίδι μου έδωσε την ευκαιρία, μετά από μια και βάλε δεκαετία που την «γυροφέρνω» ως πιράνχα προκειμένου να της μιλήσω/ πάρω συνέντευξη, να καταφέρω επιτέλους τον σκοπό μου (#gkarson-grapse-meion-ena-stin-bucket-list-mou).

«Ότι αρέσω στα αγόρια το κατάλαβα στην 1η γυμνασίου. Με το που πήγα στο καινούργιο σχολείο, ήρθαν διάφορα παιδάκια από μεγαλύτερες τάξεις και μου ζητήσαν να τα φτιάξουμε. Εγώ, για να μην πω όχι κατευθείαν, τους έλεγα ‘θα σου απαντήσω την Δευτέρα’».

Δεν είναι ότι η Σμαράγδα είναι απόμακρη (βλέπε το αντίθετο, αισθάνεσαι ότι την ξέρεις χρόνια) ή αποφεύγει τις συνεντεύξεις, αλλά ότι μάλλον προτιμά να τις δίνει στους ανθρώπους με τους οποίους αισθάνεται ήδη άνετα (και είναι βέβαιη ότι δεν θα την κάνουν να βαρεθεί την ζωή της).

«Όταν πήγα στην δραματική σχολή είχα θέμα γιατί ήμουν πολύ ψευδή. Το πόσο, το συνειδητοποίησα μια μέρα που είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη του αυτοκινήτου ενώ τραγουδούσα. Το θέαμα ήταν απαίσιο. Και οπτικά, με την γλώσσα να βγαίνει μέσα από τα δόντια, και ηχητικά. Έπαθα ένα πραγματικό σοκ και είπα “Πρέπει ή να παρατήσω τώρα αυτή τη δουλειά ή να βρω τρόπο να το πολεμήσω”. Κάτι που τελικά και έκανα».

Τις αντιμετωπίζει, θεωρώ, ως χαλαρές κουβέντες και όχι ως εργαλείο δουλειάς ή promotion. Απόδειξη η «θα πάθει αποπληξία το γραφείο τύπου του καναλιού» απάντηση που μου δίνει ότι την ρωτάω -και καλά προβοκατόρικα- γιατί να κάτσω να την δω φέτος. Δηλαδή «Αφού το θέτεις έτσι, μην με δεις, δεν έχω πρόβλημα».

«Τι με κέρδισε στο Ένα εκατομμύριο Γεν; Μου άρεσαν από την πρώτη στιγμή οι ερωτήσεις και η γενικότερη διαδικασία και μου φάνηκε διασκεδαστικό. Όσο περνάει ο καιρός και μαθαίνω καλύτερα τα διαδικαστικά, αισθάνομαι ότι γίνομαι καλύτερη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θεωρώ ότι ‘το έχω’ με τα τηλεπαιχνίδια, όπως λες. Είπα ΟΚ γιατί έχω μπει σε μια διαδικασία, εδώ και αρκετά χρόνια, ότι φοβάμαι να πηγαίνω να το κάνω»

Πίσω σε αυτό που πραγματικά έχει σημασία για εμένα. Δηλαδή εμένα και το γιατί την γυροφέρνω τόσο καιρό. Συγκεκριμένα για να προσπαθήσω, ως ερασιτέχνης επιθεωρητής Κλουζώ (σ.σ. το κινητό της είναι το theme από τo Pink Panther και, όταν ήταν μικρότερη, λάτρευε να παίζει -μαζί με τις φίλες της- τις ντετέκτιβ) να ανακαλύψω τα ψεγάδια της.

«Δεν είναι ότι δεν “πούλησα” ποτέ το ωραία, όπως το θέτεις. Ή ότι δεν ένιωθα ελκυστική. Δεν ήμουν, απλώς, ποτέ της λογικής “η ωραία των καλλιστείων”. Είναι θέμα αισθητικής αυτό αφού εγώ μεγάλωσα σε μια περιοχή (τα Εξάρχεια) που ήμασταν λίγο ροκ με αρβυλάκια, λίγο λέτσοι και λίγο αλητεία».

Μου είναι, βλέπεις, αδιανόητο πως γίνεται μια τόσο κλασάτη και όμορφη γυναίκα, από εκείνο το είδος που άλλες πηγαίνουν στον πλαστικό χειρουργό κρατώντας την φωτογραφία τους για να του δείξουν πως θέλουν να γίνουν, να φαίνεται να μην διαθέτει κανενός είδους και τύπου ματαιοδοξία. Δεν καταλαβαίνω πως γίνεται η Καρύδη να μην έχει «ψηθεί» ποτέ με το μύθο της.

«Γιατί πάντα ένιωθα ότι κάτι μου λείπει. Όλο γκρίνιαζα για κάτι που δεν έχω, για κάτι που δεν είμαι. Δεν είναι ότι έχω μικρή ιδέα για τον εαυτό μου. Αλλά δεν είμαι και για να ψωνιστώ κιόλας». 

Οπότε, μετά από όλο αυτό τον πρόλογο, μετά από 10 χρόνια αναμονής, τι κατέληξα να την ρωτήσω. To σουρεαλιστικό «Τι σάντουιτς φέρνεις, στις πέντε τα ξημερώματα, στην 15χρονη κόρη σου στο κρατητήριο;» Όλο αυτό αναφορικά με την εποχή που, έχοντας κάνει κοπάνα από τα αγγλικά για να πάει με τους φίλους της στο λόφο του Στρέφη, βρέθηκε να την συλλαμβάνουν τα ΜΑΤ γιατί θεώρησαν ότι είναι μαζί με τους ταραξίες οι οποίοι έριχναν, λίγο πιο κάτω, μολότοφ και καδρόνια στο Χημείο (ενώ εκείνοι απλώς πετούσαν πέτρες σε ένα γλόμπο).

«Δεν θυμάμαι ακριβώς. Η μαμά μου έφτιαχνε τότε κάτι γατοκέφαλα, όπως τα λέγαμε, δηλαδή μισή φρατζόλα ψωμί που είχε μέσα ομελέτα και ντομάτα. Και όχι, άλλη σύλληψη μέχρι τώρα δεν είχα».

Ένα περιστατικό που έρχεται και ταιριάζει ταμάμ στην ροκ εικόνα της. Φαινομενικά πάντα, αφού η Σμαράγδα είναι η πρώτη θα τρέξει να παραδεχθεί ότι, αν εξαιρέσεις κάτι καλοκαίρια που δούλευε σε ντίσκο στην Κρήτη και δεν επέστρεφε στην Αθήνα πριν βαρέσει το κουδούνι του αγιασμού, είναι φουλ συμβατική.

«Είμαι πάρα πολύ ξενέρωτη γκόμενα και πολύ συμβατική. Δεν έχω κάνει μεγάλες επαναστάσεις στη ζωή μου. Καταρχάς είμαι πάρα πολύ φοβιτσιάρα. Κάνω δηλαδή πράγματα τύπου “φασαρία γκόμενα” και λοιπά, αλλά μέχρι εκεί που δεν θα κάνω κακό στην ζωούλα μου και δεν θα πάθει κάτι η υγεία μου. Σκέψου ότι ζούσα σε μια περιοχή όπως τα Εξάρχεια και “φλέρταρα” με όλα, αλλά δεν δοκίμασα ποτέ π.χ. ναρκωτικά γιατί φοβάμαι τις παρενέργειες. Δεν παίρνω ούτε αντιβίωση αν δεν μου πει ο γιατρός. Ανέβαινα στις μηχανές, επειδή ντρεπόμουν να πω ότι φοβάμαι, αλλά έτρεμα από τον φόβο μου. Επίσης δεν ήπια ποτέ γιατί με το που δοκίμασα αλκοόλ και είδα ότι μεθάει, είπα ότι δεν θέλω εξαρτήσεις. Δεν είμαι καθόλου αυτοκαταστροφική. Ήθελα πάντα να είμαι υγιής και να έχω αυτοκυριαρχία. Δεν μου άρεσε και δεν μου αρέσει να χάνω τον έλεγχο. Είμαι control freak».

Το ότι η Σμαράγδα, παρότι φαίνεται ατρόμητη, φοβάται πολύ και φοβάται συχνά, είναι από τα πρώτα πράγματα που θα σου επιβεβαιώσουν όσοι την γνωρίζουν καλά. Κάτι που σημαίνει ότι αυτή η πανδημία δεν είναι ακριβώς το ιδανικό της σκηνικό. «Θυμάμαι, όταν ήμουν μαθήτρια, που είχαμε αντίστοιχα τον φόβο του πυρηνικού ολέθρου. Αλλά δεν περίμενα ποτέ ότι ως ανθρωπότητα ότι θα ζήσουμε κάτι τέτοιο. Δεν θέλω προφανώς να αρρωστήσω. Αλλά αυτό που έχω πολύ μεγάλη αγωνία είναι μήπως το μεταφέρω σε κάποιον πιο ευπαθή από εμένα».

 Αν και εγώ προτιμώ να σταθώ σε κάτι για το οποία η ίδια δεν δίνει επαρκές credit στον εαυτό της, στο πόσους δηλαδή φόβους έχει ξεπεράσει. Ξεκινώντας από τις κρίσεις πανικού πάνω στην σκηνή. «Το μεγαλύτερο ρεζιλίκι το έχω πάθει στην επίσημη πρεμιέρα του “Κόκκινα Φανάρια”, που έχει έρθει όλη η Αθήνα να την δει. Στην τελευταία σκηνή, που ήταν και η καλή μου, πάγωσα, δεν μπορούσα να κάνω καμία κίνηση. Σωριάστηκα στην καρέκλα, έλεγα μόνο λόγια και ένιωθα ότι όλοι με δείχνουν και ξέρουν τι έχω πάθει. Από τότε ζούσα με τον εφιάλτη ότι θα μου ξανασυμβεί και άρχισα να τρώω αλάτι πριν από κάθε παράσταση (γιατί μου είχε κολλήσει στο κεφάλι ότι έφταιγε ότι είχα χαμηλή πίεση). Το πάλεψα μόνη μου. Και, σιγά σιγά, μου έφυγε».

Και συνεχίζοντας με τον τελευταίο, αυτόν την σκηνοθεσίας.

«Αυτός ήταν ο τελευταίος που ξεπέρασα, αλλά έχω και άλλους που δεν θα στους πω για να είναι έκπληξη. Επειδή γενικότερα, όταν ήμουν μικρότερη, δεν τολμούσα διάφορα πράγματα από φόβο, έχω αποφασίσει να μην ασχολούμαι με τον φόβο. Να τον αφήνω να κάνει εκείνος την δουλειά του και εγώ την δική μου. Όσον αφορά την σκηνοθεσία, ανέλαβα τεράστια ευθύνη. Το να αναλάβεις να πεις μια ιστορία και να πρέπει να καταλάβουν όλοι τι ιστορία θα πεις και να γουστάρουν, να εμπνευστούν και να έρθουν μαζί σου σε αυτό. Επίσης νιώθω πάντα ευθύνη απέναντι στον παραγωγό. Ότι εκείνος βάζει λεφτά και εγώ απλά την τρέλα μου».

Αυτή η Χιτσκοκική ξανθιά (αν και η ίδια τον Γούντι Άλεν είναι που λατρεύει), είναι πραγματικά μια αντίφαση τυλιγμένη μέσα στην αντίφαση.

«Με χάρηκα, με εκτίμησα και μου είπα “Αχ μπράβο σου που δεν είσαι τεμπελόσκυλο και κάθισες και το δούλεψες” σε εκείνες τις περιπτώσεις που κόπιασα, δούλεψα και έπαιξα καλά κάποια πράγματα. Αυτά μου έδωσαν μικρές και ωραίες ικανοποιήσεις. Γιατί γενικότερα αισθάνομαι ότι πολλά πράγματα που θα μπορούσα να κάνω, τα έχω αφήσει από την “τεμπελοσκυλίαση”. Και αυτό είναι σίγουρο. Δεν το λέω για να χαϊδευτώ».

Παρότι μοιάζει γεννημένη για femme fatale, εκείνη επιμένει να βρίσκει την πλήρωση μέσα από το γέλιο. Συγκεκριμένα την χαρά του να κάνει τους άλλους να γελάνε μαζί της.

«Ισχύει ότι η όλη μου η χαρά είναι να κάνω τους φίλους μου να γελάνε. Νιώθω πολύ ευτυχισμένη όταν παίζω σε μια κωμωδία, λέω κάτι και ο κόσμος γελάει. Γιατί στο θέατρο και ειδικά στην κωμωδία είναι άμεση η ανταπόκριση. “Πληρώνεται” κατευθείαν αυτό που κάνεις. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συμβαίνει και στο καλό δράμα. Αν και εκεί μπορεί να τύχει να γίνεται φοβερή ησυχία γιατί όλοι κοιμήθηκαν. Κάτι που, αν και δεν με τιμά, μου έχει συμβεί αρκετές φορές. Ακόμη και σε παραστάσεις που μπορεί να μην είναι κακές, αλλά έχουν ένα μονότονο ρυθμό, τύπου το “ντουκου ντουκου” που κάνει το τρένο. Και επειδή ακριβώς έχω το άγχος να μην μου συμβεί, έχω πάντα στην τσάντα μου καραμέλες εσπρέσο. Τις έχω ειδικά για τα θέατρα για να μην πάρει ο ύπνος».

Ίσως αυτό (το γέλιο που προκαλεί και ο αυτοσαρκασμός με τον οποίο “μαστιγώνεται”) να είναι ο δικός της τρόπος να σπάει την αμηχανία που προκαλεί η εμφάνισή της. Στους άλλους, στις άλλες, ίσως και στην ίδια. Αν και αυτό που κάνει την Σμαράγδα να ξεχωρίζει δεν είναι το αψεγάδιαστης κατατομής πρόσωπο της, αλλά το γεγονός ότι επιμένει να παίζει στην πόκα της ζωής με τους δικούς της όρους.

«Δεν έχω κάνει τρομερές θυσίες για την δουλειά μου. Δεν έχω εργασιομανία να λέω ότι “θέλω να πεθάνω στο σανίδι” και ότι “Αν δεν μυρίσω το σανίδι δεν είμαι καλά”. Είμαι μια χαρά. Ειδικά το καλοκαίρι που το έχω στο κεφάλι μου ως “είμαι ξυπόλυτη και τρέχω στην θάλασσα”. Για αυτό και δεν έχω δουλέψει ποτέ σε θέατρο καλοκαίρι και έχω κάνει στη ζωή μου μόνο 4 περιοδείες».

Τι μένει για το τέλος; Η ιστορία για την πρώτη (αλλά, είμαι βέβαιος, όχι την τελευταία) φορά που ένας άντρας έσπασε μια κλειδωμένη πόρτα για πάρτη της. 

«Ένα καλοκαίρι, όταν ήμουν στην εφηβεία, έμενα με τον παππού μου στο εξοχικό μας στο Ξυλόκαστρο. Κάθε μέρα τoν έβαζα νωρίς για ύπνο, κλείδωνα την πόρτα του δωματίου μου, έφευγα από το παράθυρο, πήγαινα στην ντισκοτέκ (γιατί υπήρχε εκεί κάποιος που μου άρεσε), γύριζα όταν είχε πια ξημερώσει και κοιμόμουν ως τις 3-4 η ώρα το μεσημέρι. Ένα πρωί μπαίνω από το παράθυρο και βλέπω την πόρτα σπασμένη. Είχε φοβηθεί ο άνθρωπος ότι κάτι έχω πάθει. Μετά είπε στους γονείς μου ότι φεύγει γιατί δεν τα βγάζει πέρα μαζί μου, εκείνοι σταμάτησαν να μου στέλνουν λεφτά για να με αναγκάσουν να γυρίσω στην Αθήνα, αλλά εγώ είχα μουλαρώσει. Οπότε άρχισα να πεινάω. Το μόνο που είχε μείνει σπίτι ήταν αλεύρι, το οποίο το έκανα τηγανίτες.  Στο τέλος κατέληξα να πηγαίνω σε διάφορες φίλες μου την ώρα του φαγητού, και καλά τυχαία, μπας και φάω τίποτα».

Και μια ευχή να της κάτσουν τα φετινά Χριστούγεννα όπως ακριβώς τα έχει στο μυαλό της.

«Έχω αποφασίσει φέτος να κάνω πολύ Χριστούγεννα. Θέλω παντού λαμπάκια και το σπίτι να μυρίζει φαγητά, τσουρέκια, κανέλες. Σκοπεύω για πρώτη φορά στη ζωή μου να φτιάξω από κουραμπιέδες και μελομακάρονα μέχρι γεμιστή γαλοπούλα. Θέλω να είναι σαν διαφημιστικό. Κι ότι γίνει».