ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Μαριλένα Ράδου ξέρει ότι όλα είναι προσωρινά

Φωτογενής, προσγειωμένη και με αφοπλιστικό χαμόγελο. Η πρωταγωνίστρια στον Ήλιο του AΝΤ1 ήρθε για να λάμψει.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΜΠΟΥΓΚΑΣ

Ορισμένα πράγματα σε αυτή τη ζωή είναι τελικά καρμικά. Όπως το πώς πήραν την -με δεκαετή πορεία στο θέατρο- Μαριλένα στον Ήλιο. Τη σειρά με την οποία δηλαδή συστήθηκε, ήδη από πέρυσι, στο ευρύ κοινό.

«Με πήραν τηλέφωνο από την παραγωγή Σάββατο μεσημέρι και ενώ ήμουν ήδη στο καράβι για την Πάρο με τις φίλες μου. Με ενημέρωσαν ότι κόλλησε μια συνάδελφος κορονοϊό. Και μου ζήτησαν να γυρίσω προκειμένου Δευτέρα πρωί να ξεκινήσω γυρίσματα».

Το αποτέλεσμα; H Μαριλένα, με το που πάτησε το πόδι της στην Παροικία, έκανε αμέσως μεταβολή και πήρε το πρώτο πλοίο πίσω για τον Πειραιά. Επέστρεψε ξημερώματα Κυριακής. Ζήτησε από τον Ιωάννη Μιχαλέλη να ανοίξει το κομμωτήριό του στο Κολωνάκι στις πέντε το πρωί για να τη βάψει -όπως απαιτούσε ο ρόλος- καστανή. Έκανε το απαιτούμενο rapid-test.

Φώναξε μια φίλη της για να της φτιάξει τα νύχια στο χρώμα που ήθελε η ενδυματολόγος. Και, μέχρι μετά τα μεσάνυχτα, μιλούσε με τους συντελεστές (σκηνοθέτη, σεναριογράφο) και παράλληλα μάθαινε τα λόγια της για τα απαιτητικά πρωινά 10ωρα γυρίσματα των επόμενων δυο ημερών.

«Στο πλοίο της επιστροφής, από τον φόβο ότι μπορεί να κολλήσω κάτι και να έχω γυρίσει Αθήνα τσάμπα, φοβόμουν να ακουμπήσω το οτιδήποτε».

Τι θέλω να συγκρατήσεις από την παραπάνω ιστορία; Ότι η Μαριλένα, που μεγάλωσε μεταξύ Νέας Σμύρνης και Παλαιού Φαλήρου, είναι και τυχερή και πολύ σκληρό καρύδι.

«Είμαι γενικά ένας άνθρωπος που νιώθω πάρα πολύ τυχερή. Έχω πείσει για αυτό τον εαυτό μου, τους γύρω μου και το ίδιο το σύμπαν».

Εκείνη η εσαεί δημοφιλής μοναχοκόρη του αείμνηστου διευθυντή και ιδιοκτήτη των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων Ράδου στο Μοσχάτο που έβαζαν πάντα μπροστά οι συμμαθητές της.

«Πήγα στο σχολείο μας έως και τη δευτέρα λυκείου που αρρώστησε ο πατέρας μου (σ.σ. τον έχασε στα 18 της). Η φάση θύμιζε όντως το Η κόρη μου η σοσιαλίστρια. Με είχαν βγάλει οι συμμαθητές μου πρόεδρο του δεκαπενταμελούς σε γυμνάσιο και λύκειο. Οπότε τρύπωνα στο διάλειμμα στο γραφείο του και του έλεγα αν π.χ. ένας καθηγητής αδίκησε κάποιον φίλο μου».

Ένα κορίτσι που και τις αποβολές της (γιατί κάπνιζε στις τουαλέτες) τις μάζεψε και το Nissan 200SX turbo του πατέρα της έπαιρνε κρυφά ενώ εκείνος κοιμόταν και γενικότερα τη χαρακτήριζε ένα αδάμαστο πνεύμα που δεν έπαιρνε χαμπάρι από κανόνες.

«Για όλους τους υπόλοιπους, το ότι ήμουν κόρη του διευθυντή, ήταν καλό. Για μένα ήταν βάσανο το να ακούω συνέχεια πως πρέπει να δίνω το καλό παράδειγμα. Κάτι που ποτέ μου δεν έκανα».

Ένα πρώην αγοροκόριτσο που μέχρι και σήμερα φοράει τα δώρα που της είχε κάνει κάποτε ο πατέρας της.

«Παρότι μεγαλώνοντας ήμουν αγοροκόριτσο, οπότε φορούσα συνήθως τα ρούχα του αδελφού μου, ο πατέρας μου επέμενε να μου παίρνει δώρα τύπου μακριά γυναικεία παλτά. Ρούχα που φοράω μέχρι σήμερα (όπως φοράω και δικά του ρούχα, όπως oversized μπουφάν, φούτερ, καμπαρντίνες). Ήταν λες και ήξερε ότι θα φύγει νωρίς».

«Για όλους τους υπόλοιπους, το ότι ήμουν κόρη του διευθυντή, ήταν καλό».

Όπως είναι αυτονόητο, όσον αφορά το γούστο της στους άντρες, η Μαριλένα ψάχνει να βρει τον – δυναμικό, εργατικό, δραστήριο και με ηγετική προσωπικότητα – πατέρα της στους συντρόφους της.

«Για την ακρίβεια τον ψάχνω και τον αποφεύγω. Δεν με ενδιαφέρουν τα επιμέρους χαρακτηριστικά, όπως το να είναι ο άλλος όμορφος. Με ενδιαφέρει να είναι επιβλητικός. Αυτό το ψάχνω. Τι αποφεύγω; Tη νευρικότητα, την επιπολαιότητα, την κτητικότητα και τη ζήλεια».

Στα 30 και κάτι της η Μαριλένα διανύει την πιο γοητευτική περίοδο της ζωής της. Εκπέμπει τη σιγουριά μιας γυναίκας που έχει ζήσει και έχει ερωτευτεί. Και, ταυτόχρονα, τη ριψοκίνδυνη διάθεση μιας έφηβης που λαχταρά να δοκιμάσει και να ζήσει ακόμη περισσότερα. Όπως ένα δεύτερο γάμο.

«Εννοείται πως θα έκανα και δεύτερο γάμο. Να μη σου πω και τρίτο και τέταρτο. Δεν ξέρω αν οφείλεται στα βιώματα μου (σ.σ. οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν 12) αλλά ενώ υπάρχει μια ρομαντική πλευρά μου που πιστεύει στο “για πάντα”,  συνήθως επικρατεί μια κυνικότητα και ένας ρεαλισμός στη λογική “πάμε να το κάνουμε και όπου βγει”. Δεν μοχθώ να κατακτήσω το “για πάντα”. Με ενδιαφέρει το τώρα».

Λογικό καθώς η ζωή της έχει διδάξει (βλέπε πρόωρος θάνατος και διπλό διαζύγιο) ότι όλα ανατρέπονται και ότι τα πάντα είναι προσωρινά. Κάτι που την κάνει να διψά να ζήσει το τώρα όσο πιο έντονα μπορεί.

Ακόμη και αν αυτό το τώρα αφήνει ενίοτε μώλωπες. Όπως στην περίπτωση της ολιγόμηνης πρώτης σχέσης της, στα 16 της, με έναν συμμαθητή της που είχε μείνει ήδη δυο φορές μετεξεταστέος.

«Αυτή ήταν η πρώτη και η μοναδική φορά στη ζωή μου που έφαγα ξύλο από άντρα. Όταν του είπα ότι τον χωρίζω ήρθε και με βρήκε μεθυσμένος, σε ένα καφέ στη Θησέως στην Καλλιθέα, με πήρε παράμερα και άρχισε να μου ρίχνει γροθιές στο κεφάλι και στα πόδια. Ευτυχώς εμφανίστηκε το delivery από τη διπλανή πιτσαρία, του λέει “τι κάνεις ρε κ@λοπαιδο” και μπήκε στη μέση και με έσωσε».

«Δεν μοχθώ να κατακτήσω το "για πάντα". Με ενδιαφέρει το τώρα».

Είπαμε. Η Μαριλένα ποτέ δεν φοβήθηκε να ζήσει. Ακόμη και αν αυτό ενίοτε αφήνει λεκέδες στα σιδερωμένα σεντόνια. Όπως όταν, την εποχή που ήταν φοιτήτρια στο ΤΕΙ Αρχιτεκτονικής Τοπίου και Ανθοκομίας της Άρτας (κάνοντας την χάρη στους γονείς της που ήθελαν να μάθει μια τέχνη πριν ασχοληθεί με την υποκριτική), συνειδητοποίησε ότι το αγόρι της, ντόπιος barman από κοντινό χωριό που έμενε με την μάνα του, χρησιμοποιούσε το διαμέρισμά της -όσο εκείνη έλειπε στην  Αθήνα- ως γκαρσονιέρα.

«Του είχα δώσει τα κλειδιά μου για να μην οδηγεί, ξημερώματα που τελείωνε από τη δουλειά, πίσω στο χωριό του. Έμαθα, αφού χωρίσαμε, ότι το είχε κάνει American Bar. Επιβεβαιώνοντας ότι όντως ο κερατάς, δηλαδή εγώ, το μαθαίνει πάντα τελευταίος».

Μια γυναίκα που έχει λάβαρο την ανεξαρτησία, εξού και άρχισε να δουλεύει σε μπαρ, όσο ήταν φοιτήτρια, για να έχει τα δικά της χρήματα. Κάτι που συνέβη μετά από λαϊκή απαίτηση αφού η Αθηναία με το κοντό ασημί μαλλί ήταν -για άλλη μια φορά στη ζωή της- εξαιρετικά δημοφιλής. Κυκλοφορώντας με 20 άτομα παρέα να την ακολουθεί παντού και πάντα.

«Μου πρότειναν από όλα σχεδόν τα μαγαζιά της Άρτας να πάω να δουλέψω. Το αποκάλυψα στη μαμά μου αφού πέθανε ο πατέρας μου».

«Πέρασα όλη την καραντίνα κάνοντας δυο δουλειές».
«Πέρασα όλη την καραντίνα κάνοντας δυο δουλειές».

«Είχα κόμπλεξ για πάρα πολλά χρόνια. Αισθανόμουν χοντρή, οπότε φορούσα φαρδιά ρούχα για να το καλύψω. Γυναίκα αισθάνθηκα για πρώτη φορά αφού μπήκα στη δραματική σχολή».

Τι άλλο μένει να μάθεις για εκείνη; Ότι είναι σεσημασμένη shopaholic («δεν νομίζω ότι υπάρχει σπίτι που χωράει τα ρούχα μου») και ότι έχει ταυτόχρονα τρία βιογραφικά.

«Έχω ένα σαν ηθοποιός, ένα στον τομέα της εστίασης και ένα σαν γραμματειακή υποστήριξη/ υπάλληλος γραφείου.  Αυτή τη στιγμή, ταυτόχρονα με τα γυρίσματα, εργάζομαι σαν γραμματέας στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Κάπως έτσι, και λόγω τηλε-εργασίας, πέρασα όλη την καραντίνα κάνοντας δυο δουλειές».

Το shopaholic έχει άμεση σχέση με το πόσες δουλειές κάνει. Επειδή ακριβώς είναι σπάταλη προτιμά, προκειμένου να μη στερείται τίποτα, να δουλεύει όσο περισσότερο μπορεί. Είπαμε, ζει για το τώρα.

«Ζηλεύω τους συναδέλφους που μπορούν να ζήσουν μόνο από αυτό. Αλλά δεν μπορώ, όταν προκύπτει κάτι που μπορώ να το συνδυάσω με την υποκριτική, να το απορρίπτω».

Επιπλέον και σε αυτό το θέμα κουβαλάει ένα βιώμα από την εποχή, κάποια καλοκαίρια πριν, που παράτησε τις τρεις δουλειές που έκανε και νοίκιασε και το σπίτι της για έναν έρωτα.

«Ένα μήνα μετά με χώρισε. Οπότε έμεινα χωρίς σπίτι και αναγκάστηκα να επιστρέψω στη μαμά μου, χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που εμπιστεύτηκα άντρα. Για αυτό και από τότε είμαι μόνη μου».

Ας πούμε απλά ότι δεν είναι τυχαίο ότι το τραγούδι που τη χαρακτηρίζει, όσον αφορά τις σχέσεις της, είναι το «Ένα χρόνο το περισσότερο». Κάτι που δεν λέει με περηφάνεια καθώς θεωρεί ότι αυτό σημαίνει ότι ποτέ δεν κατάφερε, ως τώρα, να περάσει πίστα.

«Είχα γενικά περίεργα χόμπι μικρή. Μου άρεσε η μυρωδιά από τα σπίρτα».

Τι μένει για το τέλoς; Εκείνη, με ματωμένα γόνατα πάνω σε ένα ποδήλατο, να κάνει μανιωδώς ορθοπεταλιά προκειμένου να φύγει μακριά  από τον περαστικό που πυροβόλησε με το αεροβόλο της στη γάμπα.

«Είχα γενικά περίεργα χόμπι μικρή. Μου άρεσε η μυρωδιά από τα σπίρτα. Κάποια στιγμή είχα βάλει μάλιστα κατά λάθος φωτιά στην κουζίνα μας. Επίσης, είχα λύσει το χειρόφρενο από το σχολικό. Κόντεψα να σκοτώσω τον πατέρα μου που προσπαθούσε να με βγάλει από μέσα πριν το πάρει η κατηφόρα».

Είπαμε. Η Μαριλένα είναι άκρως επικίνδυνη. Το βλέμμα της, το σώμα της και, πάνω από όλα, το μυαλό της. Γιατί δεν χρειάζεται να έχεις πτυχίο ψυχολογίας για να καταλάβεις ότι αυτή τη γυναίκα δεν γίνεται να την αγαπήσεις λίγο. Ότι είναι φτιαγμένη για παράφορα πράγματα και ξεσπάσματα.

«Δεν είμαι περήφανη που το λέω αλλά έχει τύχει, πάνω στα νεύρα μου, να σηκώσω τον τρίποδο ανεμιστήρα πάνω από το κεφάλι μου, σαν άλλος Χάλκ Χόγκαν, και να τον πετάξω πάνω σε κάποιον. Kαι σκέψου ότι αυτή δεν ήταν καν η πιο έντονη σχέση της ζωής μου».