ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Στέλλα Κοσμοπούλου δε θέλει να σταματήσει ποτέ να μαθαίνει

H πρωταγωνίστρια της δραματικής σειράς μυστηρίου του STAR, Τρία Μίλια, βρίσκεται στην αφετηρία μεγάλων πραγμάτων.

Είναι μια συνηθισμένη Τετάρτη, αρχές Σεπτέμβρη, μπροστά στο φωτισμένο Κολοσσαίο, όταν η γέννημα θρέμμα Γλυφαδιώτισσα Στέλλα Κοσμοπούλου, παίρνει την πρώτη μεγάλη αυθόρμητη απόφαση στη ζωή της.

Παρότι -ως φοιτήτρια του τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών- είχε πάει μόλις για μια εβδομάδα διακοπές στην Ιταλία, ώστε να κάνει παρέα στην ξαδέλφη της που θα σπούδαζε στην Περούτζια, αποφασίζει να μείνει εκεί.

«Δεν ήξερα τη γλώσσα. Δεν είχα χρήματα. Δεν είχα πάρει καν μαζί μου ρούχα, πέρα από κάτι λίγα καλοκαιρινά. Αλλά πήρα επιτόπου την απόφαση να μη γυρίσω Ελλάδα. Κάνοντας τι;  Ό,τι δουλειά μπορούσα να βρω».

Εκεί, στην Περούτζια, όπου έμεινε τα επόμενα δυο χρόνια, ξεκινώντας από λάντζα σε κεντρική τρατορία και μοιράζοντας φυλλάδια έξω από το πανεπιστήμιο μέχρι να προλάβει να μάθει τη γλώσσα. Επιστρέφοντας για λίγο στην Ελλάδα, προκειμένου να φοιτήσει τα δυο πρώτα χρόνια σε δραματική σχολή, πριν επιστρέψει στην Ιταλία για να ολοκληρώσει τις σπουδές της.

Κάνοντας ταυτόχρονα, μην ξεχάσω να σου πω, διαφημιστικά και φωτογραφήσεις για καταλόγους ρούχων σε τοπικό επίπεδο, αφού η Στέλλα μπορεί να μην είναι 1,80, αλλά η φωτογένειά της φαίνεται από (Τρία) μίλια μακριά.

Για την ακρίβεια η Στέλλα αρχικά ήξερε μόνο «τα ιταλικά της Μυκόνου», όπως τα χαρακτήρισε η ίδια. Το νησί δηλαδή στο οποίο δούλευε σταθερά (service, υποδοχή, bar) σεζόν από τότε που τελείωσε το σχολείο.

«Πήγαινα διακοπές στη Μύκονο και, όταν μου τελείωναν τα λεφτά, έπιανα δουλειά για να μπορώ να μείνω παραπάνω».

Τότε που, παρότι η ίδια «τολμάει» να με διαψεύσει όταν της λέω ότι διαθέτει εμφανώς τόνους τσαμπουκά/ αυτοπεποίθησης, μπήκε σε ένα καφέ στη Γλυφάδα που ζητούσε service, τους είπε «γεια σας, μόλις τελείωσα το λύκειο και θέλω να δουλέψω» και «απαίτησε» να την προσλάβουν. Επιμένοντας πως δεν τρέχει τίποτα που δεν έχει καθόλου προϋπηρεσία και ότι σκοπεύει να την αποκτήσει εκεί.

«Δεν είμαι πάντα έτσι αποφασιστική. Όπως όλοι, όταν μιλάμε για πράγματα που με ενδιαφέρουν πολύ, μου μπαίνει η αμφιβολία για το αν θα τα καταφέρω».

Το μυαλό μου κάνει ένα rewind και είναι σαν να βλέπω τη μικρή Στέλλα να τρέχει στα καμαρίνια του Δημοτικού θεάτρου Πειραιά, περιμένοντας τους -ποντιακής καταγωγής- παππού και γιαγιά της να βγουν στη σκηνή όπου ανέβαζαν μια ποντιακή παράσταση.

«Έπαιζαν ερασιτεχνικά μεν, αλλά είχαν ταξιδέψει σε πολλά μεγάλα θέατρα σε Γερμανία και Αμερική. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου πάνω στη σκηνή».

Ντεμπούτο πλάι στον Κώστα Βουτσά

Αυτό που φαντάζομαι έχεις ήδη καταλάβει για τη Στέλλα, είναι πως είναι στοχοπροσηλωμένη, οργανωμένη σε αδιανόητο επίπεδο και πως δεν φοβάται τη σκληρή δουλειά.

Ένα πακέτο που ήταν δεδομένο ότι θα την οδηγούσε στο να πετύχει το όνειρο ζωής της, δηλαδή την υποκριτική. Με πρώτη στάση τη θεατρική παράσταση Πανικός στο Υπουργείο στο θέατρο Λαμπέτη δίπλα στον Κώστα Βουτσά και επόμενη την Ελεύθερη Σχέση στο Open δίπλα στη Δήμητρα Ματσούκα.

Και, κάπως έτσι, μετά το αναγκαστικό διάλειμμα της καραντίνας (όπου γύρισε πίσω από την μπάρα), φθάνουμε στα Τρία Μίλια, όπου η Στέλλα υποδύεται τη μεγαλύτερη κόρη του δημάρχου Τόνυ Δημητρίου, η οποία βλέπει τον κόσμο της να καταρρέει όταν η πρωταγωνίστρια έρχεται στο νησί και της «κλέβει» τον γιατρό-αρραβωνιαστικό.

«Η Ελένη, την οποία υποδύομαι, είναι ένας χαρακτήρας που τα έχει όλα έτοιμα και δεδομένα, όταν ξαφνικά χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Το ενδιαφέρον, για μένα, είναι ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί αν όντως θέλει να ζήσει έτσι ή απλώς ακολούθησε αυτό που ήθελε για εκείνη η μικρή κοινωνία του νησιού».

Όσα έμαθε από τη νύχτα

Μια σειρά που η forever fit Στέλλα (κάνει μπαλέτο από μικρή και γυμναστική σε καθημερινή βάση) παινεύει. Όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή έτσι το αισθάνεται.

«Θα σου πω αυτό ακριβώς που είπα και στις φίλες μου. Μου αρέσει πολύ ότι είναι γρήγορη, ότι έχουμε παντού θάλασσα και ήλιο και ότι είμαστε όλοι πολύ αγαπημένοι μεταξύ μας. Δεν θα πω το γνωστό κλισέ, ότι αυτό βγαίνει προς τα έξω. Αυτό δεν θα το κρίνω εγώ. Αλλά όντως περνάμε καλά. Σκέψου ότι πολλές φορές λέω στην Ευγενία Παναγοπούλου, που παίζει την αντίζηλό μου, ότι “σκέφτομαι ότι είσαι μια άλλη προκειμένου -όπως επιβάλλει ο ρόλος- να σε στραβοκοιτάξω”».

Εννοείται πως τόσα χρόνια μέσα στη νύχτα έχουν αλλάξει την -ταλαντούχα στο να ακούει, όταν βρίσκεται πίσω από την μπάρα- Στέλλα. Την έχουν κάνει, όπως μου ομολογεί, σαφώς πιο καχύποπτη.

«Γιατί ακούς και βλέπεις τα πάντα. Και βλέπεις όλους τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, στα χειρότερά τους. Από την άλλη η νύχτα με βοήθησε πολύ στην υποκριτική γιατί μπαίνεις στη διαδικασία να παρατηρείς συμπεριφορές και να προσπαθείς να καταλάβεις τι κρύβει ο άλλος και γιατί συμπεριφέρεται έτσι».

Κάτι που, όσον αφορά τις προσωπικές της σχέσεις, την έχει οδηγήσει στο να είναι κρυστάλλινα ξεκάθαρη.

«Είμαι ξεκάθαρη από την αρχή. Ότι δηλαδή είναι πάνω από όλα η δουλειά μου και ότι, τουλάχιστον αυτή την περίοδο, δεν θέλω ούτε παιδιά ούτε γάμους».

Όταν δούλεψε ως μπάτλερ Άραβα πρίγκηπα

Επίσης, όλη αυτή η περιπλάνηση στη νύχτα, την καθιστά και εξαιρετική storyteller. Όπως για εκείνη την περίπτωση όπου, όταν ένας καλοβαλμένος μεσήλικας πελάτης σηκώθηκε και έφυγε από το μπαρ χωρίς να πληρώσει τα 600 ευρώ «ζημιά» που είχε κάνει, αναγκάστηκε να πηδήξει κανονικά πάνω από την μπάρα, να τον κυνηγήσει και να τον φέρει κυριολεκτικά από το αυτί πίσω. Ή, την αγαπημένη μου, για τον ευγενικό 50αρη που ερχόταν κάθε απόγευμα, έπινε μόνος και της έλεγε τον πόνο του.

«Ήταν ευγενέστατος. Μου μιλούσε στον πληθυντικό. Κάποια στιγμή μου λέει “Κορίτσι μου δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Με περιμένει η σύζυγος και πέντε κόρες. Τις αγαπώ πολύ, αλλά θέλω να ηρεμήσω πρώτα”. Ερχόταν, έπινε τα ποτά του και έφευγε γύρω στις 11. Περίμενε μάλλον να κοιμηθούν πριν επιστρέψει».

Τι μένει για το τέλος; Το τι ακριβώς έκανε στη Μύκονο όταν την πήραν για το casting του Τρία Μίλια. Δηλαδή το να είναι προσωπική μπάτλερ-fixer για ένα Άραβα πρίγκιπα και την 25μελη παρέα του στη Μύκονο.

«Είχαμε γνωριστεί όταν δούλευα bar-woman. Έψαχνε έναν άντρα που να ξέρει το νησί και για να του κλείνει τις κρατήσεις στα μαγαζιά αλλά και για να κανονίζει του σπιτιού. Όταν μου είπε ότι τα “χρήματα δεν ήταν πρόβλημα”, του απάντησα ότι θεωρώ ότι μια χαρά μπορώ να κάνω και εγώ τη συγκεκριμένη δουλειά».

Μια πολύ σκληρή 24/7 δουλειά, με τη Στέλλα (που μιλάει ήδη αγγλικά, ιταλικά, τούρκικα και πλέον μαθαίνει ισπανικά) να καλείται από το να τρέξει να φέρει καλαμάκια στις 2 το πρωί έως να προσπαθεί να φτιάξει το air condition στις 4 το πρωί.

«Όταν πήγα στο casting, μετά από ένα 20ήμερο δουλειάς, ήμουν χλωμή, αδυνατισμένη και στα όρια της υπερκόπωσης. Ήμουν τόσο κουρασμένη που δεν είχα κουράγιο να αγχωθώ».

Είπαμε. Η Στέλλα είναι πολύ συνειδητοποιημένη. Στη δουλειά, στη ζωή, στα πάντα όλα της.

«Τι θέλω από εδώ και πέρα; Να κάνω σωστά βήματα, να παίζω δίπλα σε ωραίους ανθρώπους και, πάνω από όλα, να συνεχίσω να μαθαίνω».