Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Τατιάνα Μπόλαρη αφήνει τις εικόνες της να μιλήσουν. Και μόλις έκανε μια εξαίρεση

Μια συζήτηση, που άργησε να γίνει, με τη φωτορεπόρτερ που έχει τραβήξει μερικές απ' τις πιο ιστορικές φωτογραφίες των τελευταίων 30 ετών.

Ο ένας δημοσιογράφος παίρνει συνέντευξη απ’ τον άλλον και ένας χώρος που στην πραγματικότητα αφορά πολύ λίγους, μετρημένους, ανακυκλώνεται αέναα και σερβίρεται με ελάχιστα αλλαγμένο πρόσωπο κάθε φορά, πείθοντας ότι αφορά την πραγματική ζωή και όχι έναν κακομοίρικο -κατά βάση- επαγγελματικό μικρόκοσμο.

Μέσα σε αυτήν τη διαδικασία του «βόηθα με να σε βοηθήσω για να γεμίσω τις σελίδες μου/την εκπομπή μου/το site μου», είναι πολύ εύκολο να ξεχωρίσεις ποιος επαγγελματίας αξίζει να κάνει μία παύση απ’ το ρεπορτάζ και να μεταμορφωθεί ο ίδιος σε αντικείμενο καταγραφής. Δεν θα το κάνει το ίδιο εύκολα όμως, γιατί δεν τον αφορά το παραπάνω πάρε-δώσε.

Mία απ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η Τατιάνα Μπόλαρη, η φωτορεπόρτερ του ειδησεογραφικού πρακτορείου Eurokinissi. Με πάνω από 30 χρόνια στον δρόμο, μέσα κι έξω απ’ τις δικαστικές αίθουσες, σε δάση που έχουν πάρει φωτιά και σε πορείες που επίσης έχουν ανάψει για τα καλά, έχει καταφέρει να κάνει το όνομά της συνώνυμο με το φωτορεπορτάζ και τη μαχητική δημοσιογραφία. Και όταν μία τέτοια επαγγελματίας βρίσκει χρόνο να σου μιλήσει, χαίρεσαι γιατί ξέρεις ότι -μεταξύ άλλων- δεν έπεσες κι εσύ στην παγίδα της παραπάνω συνθήκης.

Ένας μεγάλος φωτορεπόρτερ, ο Robert Capa έχει πει ότι «αν η φωτογραφία σου δεν είναι αρκετά καλή, αυτό σημαίνει ότι εσύ δεν ήσουν αρκετά κοντά». 

Ναι, μπορεί να ισχύει. Υποθέτω ότι εννοεί πως αν η φωτογραφία σου δεν είναι αρκετά καλή, τότε μάλλον εσύ δεν έχεις επιλέξει το σωστό σημείο. Ή ήσουν στη λάθος πλευρά. Εγώ θα το ‘λεγα έτσι. 

Δεν είμαστε μάγοι. Είναι πολλές οι συγκυρίες και οι συνθήκες που θα αντιμετωπίσεις στο φωτορεπορτάζ. Με την εμπειρία, βέβαια, μαθαίνεις πώς θα κινηθείς, αλλά δεν είναι πάντα εύκολο.

Για παράδειγμα το πως θα τραβήξεις τα επεισόδια δεν είναι κάτι που μπορείς να το σχεδιάσεις ούτε έχεις τον χρόνο να το σκεφτείς. Το ίδιο και στη φωτιά, γιατί έχει κι έναν βαθμό επικινδυνότητας, πρέπει να προστατέψεις και τον εαυτό σου, δεν είναι απλό.

Θυμάμαι το πρώτο πράγμα που μας είπαν οι παλιότεροι για τη φωτιά όταν ξεκινήσαμε, ήταν πως «όταν θα σου πω “τώρα φεύγουμε”, τέλος, τώρα φεύγουμε. Δεν έχει “κάτσε λίγο ακόμα, γιατί έχω ένα καλό στιγμιότυπο”». Γιατί άμα σε κυκλώσει η φωτιά, σε έκαψε, τόσο απλό είναι. 

Εκεί δεν το διαπραγματεύεσαι.

Τατιάνα Μπόλαρη φωτορεπόρτερ Eurokinissi Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson

Δεν υπάρχει όμως μία φορά που να πέρασες το όριο και να λες «έκανα βλακεία εκεί».

Τρεις φορές, αλλά τη γλίτωσα. Όσο και να προσπαθείς να προστατευτείς και να έχεις το μυαλό σου συγκεντρωμένο, δεν είναι εύκολο

Δύο φορές με έκλεισε η φωτιά. Τη μία ήμουν τυχερή γιατί περνούσε ένα πυροσβεστικό και κρεμάστηκα απ’ τη σκάλα του, κι έτσι με έβγαλε. Κάπου στη νοτιοανατολική Αττική ήταν, καιγόταν το σύμπαν και απ’ τις δυο μεριές της Αθηνών-Λαμίας.

Την άλλη φορά ήταν όταν είχε πιάσει φωτιά στο κομμάτι του Βαρνάβα, και στο τσακ προλάβαμε να βγούμε με το αυτοκίνητο στο άλλο κομμάτι που ήταν η πυροσβεστική. Γι’ αυτό σου λέω, δεν καθυστερείς.

Σε επεισόδια έχω φάει πέτρα, τότε επί Τεμπονέρα. Από δική μου βλακεία ήταν, με την έννοια ότι δεν πρόσεξα, άργησα να δω τη διμοιρία που ήταν πίσω από κάτι κολώνες, όπου εκεί πήγαιναν τα πετρίδια, και βρέθηκα στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Πέταξαν στον ΜΑΤατζή ένα κομμάτι μάρμαρο, το απέκρουσε αυτός με την ασπίδα, εγώ δεν το είδα και έπεσε στο κεφάλι μου. Αν το χα φάει κατευθείαν θα είχα μείνει στον τόπο. 

Υπάρχει κάποια είδηση που πιστεύεις θα θαβόταν αν δεν είχε αποτυπωθεί σε κάποια φωτογραφία σου; 

Όχι μόνο εξαιτίας μου. Υπάρχουν πολλά περιστατικά για τα οποία, αν εμείς οι φωτορεπόρτερς δεν ήμασταν στον δρόμο, δεν θα υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικά στα μεγάλα επεισόδια του 2010 και του 2011, ή στην περίπτωση της ζαρντινιέρας, ή τότε το 2009, στην πορεία μνήμης για τον Γρηγορόπουλο που τα μηχανάκια της ομάδας Δέλτα, πέρασαν πάνω απ’ το σώμα μίας καθηγήτριας, σχεδόν δολοφονική επίθεση ήταν. 

Η δουλειά μας είναι αυτή. Να καταγράφουμε αυτό το οποίο βλέπουμε. Και υπήρξαν και πάρα πολλά περιστατικά βίας και σε μας, φάγαμε αρκετοί ξύλο τότε. Θυμάμαι ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξεως, ο Παπουτσής, που είπε εκείνο το περίφημο, ότι οι αστυνομικοί βλέπουν και λίγο τους φωτογραφικούς φακούς σαν όπλα. Και είπαμε «OK, εμείς κάνουμε τη δουλειά μας, αν εσείς δεν θέλετε να το καταγράφουμε, μη δέρνετε τον κόσμο». 

Τι θα κάνεις όταν βλέπεις την αστυνομική βία μπροστά σου; Δεν θα τη καταγράψεις; Θα κλείσεις τα μάτια σου; 

Τατιάνα Μπόλαρη φωτορεπόρτερ Eurokinissi

Απλά αναρωτιόμουν αν έχει υπάρξει είδηση που να έχεις πει «αν δεν ήμουν εγώ προσωπικά εκεί, αυτό το γεγονός δεν θα το μάθαινε κανείς ποτέ».

Υπάρχει για παράδειγμα το ξεβράκωμα στα Εξάρχεια που έγινε σε διαδηλωτή τον Δεκέμβρη του 2019. Αυτό δεν ήταν σύλληψη, ήταν λιντσάρισμα. Το δημοσίευσα το υλικό εννοείται αλλά ανέβασα και δυο φωτογραφίες στο προσωπικό μου προφίλ στο Facebook γιατί είχα φρικάρει σε μεγάλο βαθμό. Δεν είναι δυνατόν να είναι λογική και πρακτική αυτή. 

Κάπου είπες κιόλας ότι εκείνη τη στιγμή δεν πολυκατάλαβες τι ακριβώς του συνέβη.

Όταν δουλεύεις έχεις «κλειδώσει» το μυαλό σου, καταλαβαίνεις όμως πότε τραβάς κάτι σημαντικό. Και επειδή εκείνη την ώρα γινόταν χαμός και υπήρχε ροή, τραβιόμαστε δύο φωτογράφοι πίσω για να στείλουμε τις φωτογραφίες που βγάλαμε. Λόγω της εμπειρίας μας πια ξέρουμε τι έχουμε βγάλει, αλλά το πραγματικό μέγεθος το αντιλαμβάνεσαι όταν σταματάς, κοιτάς την οθόνη της μηχανής και βλέπεις ήρεμα τι έχεις τραβήξει.

Κοίταξα τις λήψεις και είπα «ρε συ, τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί όλη αυτή η βία»; 

Τατιάνα Μπόλαρη/EUROKINISSI

Από μεγάλα εγκλήματα, δολοφόνους κλπ., ποιους έχεις φωτογραφίσει;

Πολλούς, γιατί κάνω και πολλά χρόνια και αστυνομικό και δικαστικό, αλλά ήτανε και άλλες εποχές τότε. Τη δεκαετία του ‘90, τα μεγάλα εγκλήματα ήταν τεράστια θέματα για τις εφημερίδες, τις έβαζαν και ως σαλόνια.

Κοίτα, αυτό που σου μένει για πάντα, που σου μπαίνει στον εγκέφαλο και δεν σου φεύγει ποτέ, είναι η φορά που βλέπεις το πρώτο σου πτώμα. Εκεί παθαίνεις ένα σοκ.

Πότε το είδες;

Θα σε γελάσω πότε ακριβώς, αλλά ήταν αρχές του ‘90, βράδυ, και ήταν ένα ζευγάρι που είχαν βρει σε αποσύνθεση στο Γερμανικό Νεκροταφείο, στον Διόνυσο. Αυτός είχε σκοτώσει την κοπέλα του και στη συνέχεια αυτοκτόνησε. Ήταν τέσσερις μέρες σε αποσύνθεση. Είναι μια μυρωδιά που δεν σου φεύγει ποτέ.

Θυμάμαι γύρισα στο γραφείο και εκτός απ’ το ότι είχα αγριευτεί πολύ, πήρα συνάδελφο -το λέω, δεν ντρέπομαι- και του λέω «έλα ρε συ μέχρι να τυπώσω…» γιατί είχε πάει μία η ώρα το βράδυ και δεν το ‘χα. Δεν μπορείς να φανταστείς για τι μυρωδιά μιλάμε, νόμιζα ότι μου είχε κολλήσει στον εγκέφαλό μου μέσα.

Τώρα ευτυχώς έχει αλλάξει η λογική και η νοοτροπία των ΜΜΕ, οπότε το θέμα «πτώμα» δεν υπάρχει.

Τατιάνα Μπόλαρη φωτορεπόρτερ Eurokinissi

Έβλεπα κάτι παλιές εφημερίδες δεκαετίας ‘80 και πάντα είχαν έστω ένα πτώμα στο εξώφυλλό τους. Και όχι μόνο από μεγάλα εγκλήματα.

Ναι, ήταν πολύ συνηθισμένο. Ευτυχώς τώρα πια απλά το υπονοείς, δεν το δείχνεις ποτέ. Και καλώς. Εκτός του ότι είσαι και μακριά γιατί έτσι πρέπει να είναι, δεν μπορείς να είσαι στη σκηνή του εγκλήματος.

Τον Δουρή τον είχες δει από κοντά, τον είχες φωτογραφήσει;

Ναι, αμέ. Και τον Μπέσκο. Πολλούς.

Εμείς τότε τραβούσαμε και μέσα στις δίκες. Αυτό σταμάτησε κάπου το ’96-’97, λόγω των προσωπικών δεδομένων. 

Υπήρξαν πολλές δίκες φοβερά ενδιαφέρουσες. Για παράδειγμα η δίκη των σατανιστών που κράτησε σχεδόν για ενάμιση μήνα. Δεν είχαν επιτρέψει τηλεοπτικές κάμερες τότε, ήμασταν μόνο φωτορεπόρτερ, οπότε εμείς δίναμε φωτογραφίες και στα κανάλια.

Θυμάμαι μια άλλη υπόθεση βαρβάτη από εκείνη τη δεκαετία, την απαγωγή του Μαρσελίνο. Ήταν η πρώτη φορά που είδα να φέρνουνε τους κρατούμενους με αλεξίσφαιρα επειδή φοβόντουσαν αντίποινα και αυτό γιατί ο εγκέφαλος της απαγωγής και της δολοφονίας ήταν ο ξάδερφος του ίδιου του Μαρσελίνο. Είχαν βάλει και μηχάνημα ανίχνευσης μετάλλων για να μην μπει κάποιος με όπλο μέσα στην αίθουσα.

Σε τέτοιες δίκες ξεκινούσαμε απ’ τις 9, μαζί με το δικαστήριο και φεύγαμε 3 η ώρα το μεσημέρι. Κάθε μέρα.

Ο ηθικός σου κώδικας ποιος είναι; Πώς θα διαλέξεις τι θα κρατήσεις και τι θα πετάξεις; Έχεις βάλει κάποια όρια που να λες «αυτό δεν μπορώ να το δώσω προς τα έξω»; 

Όχι, δεν υπάρχουν όρια. Αυτό που βλέπεις, αυτό καταγράφεις. 

Η δική μου κόκκινη γραμμή είναι αν η εικόνα μου προσβάλει κάποιον ή όχι. Το ηθικό μου δεοντολογικό κομμάτι είναι να είμαι έντιμη με αυτό που κάνω, να είμαι ειλικρινής και να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου και με τις ηθικές μου αξίες. Γι’ αυτό και θεωρώ πως ό, τι κάνω μέχρι τώρα, το κάνω σωστά. Η καταγραφή μου είναι έντιμη.

Τόσα χρόνια καλύπτοντας διαδηλώσεις, με όλα αυτά που έχεις δει, έχει επηρεαστεί η πολιτική σκέψη σου; Όλα αυτά σου έχουν δώσει ένα μικρό σπρώξιμο προς κάποια ιδεολογία;

Όχι. Άκου. Είμαστε επαγγελματίες, αλλά είμαστε και μέλη αυτής της κοινωνίας. Όταν είμαι στον δρόμο και δουλεύω, έχω κανόνες. Δεν μπορώ να μην τους τηρώ. Η δουλειά μου είναι η καταγραφή. Το τι πιστεύω ως άνθρωπος, και ποια είναι η πολιτική μου τοποθέτηση, ποια είναι η άποψή μου, αυτό αφορά εμένα. Δεν αφορά την καταγραφή μου. 

Αυτό που λέω εγώ πάντα, μετά από 30 χρόνια, είναι ότι θέλω με την καταγραφή που κάνω να είμαι τίμια με τον εαυτό μου, και όταν γυρνάω το βράδυ στο σπίτι μου και κλείνω την πόρτα, να λέω ότι έκανα αυτό που πραγματικά έπρεπε να κάνω. Να είμαι εντάξει με τη συνείδησή μου.

Το τι πιστεύω ως Τατιάνα αυτό αφορά εμένα και κανέναν άλλο. Στον δρόμο είμαι επαγγελματίας και αυτό οφείλω να κάνω κι εγώ και οι συνάδελφοί μου. 

Δεν σε ρωτάω αν είσαι αντικειμενική ή όχι. Απλά αναρωτιέμαι αν αυτή η δουλειά, με δεδομένο ότι έχεις ήδη μια πολιτική σκέψη, σε έσπρωξε προς τα κάπου, αν σε έκανε να πεις «ναι, είχα δίκιο τελικά που άνηκα σε αυτόν τον χώρο. Τώρα τα είδα και μπροστά μου». 

Θα σου πω μόνο ότι θέλω να μη φοράω παρωπίδες, και αυτό το έχω σε όλα στη ζωή μου.

Τατιάνα Μπόλαρη φωτορεπόρτερ Eurokinissi

Πάντα ήθελα να ρωτήσω έναν φωτογράφο το 2021, πώς και δεν ζήλεψε τη δύναμη της τηλεοπτικής κάμερας; Πώς δηλαδή κρατιέσαι απ’ τον πειρασμό να τραβάς πια βίντεο, που υπάρχει ήχος, κίνηση κλπ.

Τραβάμε και βίντεο γιατί είναι στη ζωή μας πλέον και στη δουλειά μας αλλά είναι άλλο πράγμα η στατική εικόνα και είναι άλλο ο ήχος και η εικόνα. Θα σου πω κάτι. Αυτό που λένε «μία φωτογραφία χίλιες λέξεις», εγώ το έχω παραφράσει σε «μια φωτογραφία χίλιες σκέψεις», με την έννοια ότι το να σηκώνει κάποιος τη μηχανή και να κάνει ένα κλικ δεν είναι κάτι απλό. Το κλικ αυτό που κάνει είναι χίλιες σκέψεις για τον άνθρωπο που είναι πίσω από τη φωτογραφική μηχανή.

Κι επειδή πρόκειται για την αποτύπωση εκείνου του δευτερολέπτου, η φωτογραφία στο ρεπορτάζ πρέπει να έχει όλα τα στοιχεία μέσα, γιατί εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις. Ό, τι λες, το λες με την εικόνα σου. Κατά συνέπεια, πρέπει να είναι η αποτύπωση του τι συνέβη εκείνη τη στιγμή, να μεταφέρεις την είδηση, κατάλαβες;

Τι πρέπει να έχει μια φωτογραφία για να τη θεωρήσεις σπουδαία;

Πρέπει να έχει τα πέντε βασικά ερωτήματα: ποιος, τι, πού, πότε και γιατί. Και πρέπει να τα προλάβεις όλα μέσα σε αυτό το δευτερόλεπτο που θα κάνεις το κλικ, τη στιγμή που θα πέσει ο φωτοφράκτης. Δεν έχει άλλο. Υπάρχουν εικόνες που μπορεί να μη ξανασυμβούν. 

Αυτό είναι το στοίχημα στη δουλειά μας.

Εσύ μπορεί να μη μιλάς, αλλά ο δημοσιογράφος που θα χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία σου, θα μιλήσει για σένα. Υπάρχουν φορές που έχεις δει τις εικόνες σου μέσα σε ρεπορτάζ, και έχεις πει «κοίτα πώς μου την κατέστρεψε ο άλλος με τη λεζάντα του ή το κείμενό του;».

Η λεζάντα είναι μια πονεμένη ιστορία γιατί καταρχάς προσπαθείς να είναι τόσο επεξηγηματική η εικόνα ώστε να καταλαβαίνει ο άλλος αμέσως τι είναι αυτό που βλέπει. 

Είμαστε φωτοειδησεογράφοι, μεταφέρουμε μία είδηση μέσω της εικόνας. Όταν, λοιπόν, το caption σου περιγράφει το γεγονός, αν εσύ το παραποιήσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η εικόνα για κάτι άλλο απ’ αυτό που προορίζεται. Δεοντολογικά αυτό είναι λάθος. Στο εξωτερικό απαγορεύεται η παραποίηση κειμενολεζάντας.

Μεγάλη πίκρα είναι κι όταν δεν βάζουν το όνομα μας κάτω από τις φωτογραφίες που δημοσιεύονται. Γιατί όπως ο δημοσιογράφος βάζει το όνομά του στο κείμενό του, έτσι θέλω να μπαίνει και κάτω απ’ το δικό μου «κείμενο», που εν προκειμένω είναι η εικόνα μου. Αυτή έχει ώρες κούρασης, έχει την ψυχούλα σου μέσα. Δεν είναι θέμα αναγνώρισης… Είσαι δημιουργός και ο κάθε δημιουργός έχει το δικαίωμα στο έργο του.

Κάλυψες όλη τη δίκη της Χρυσής Αυγής, μερικές απ’ τις πιο γνωστές φωτογραφίες που είδαμε ήταν από εσένα. Ποια ήταν η πιο δυνατή στιγμή, εκτός απ’ την απόφαση;

Καταρχάς η πιο συγκλονιστική στιγμή ήταν όταν κατέθεσε η Μάγδα Φύσσα. Εκεί είχαμε πάθει όλοι σοκ. Ήταν στον Κορυδαλλό τότε ακόμα.

μαγδα φυσσα δικαστηριο Τατιάνα Μπόλαρη/EUROKINISSI

Στις προκλήσεις των χρυσαυγιτών ήσουν μπροστά;

Ήμουν στα μεγάλα επεισόδια που έγιναν μέσα στο Εφετείο, τότε που γύρισε κάποιος και της είπε «πού είναι τώρα ο γιος σου να σε προστατέψει;». Εκεί ήταν απ’ τις στιγμές που είπα στον εαυτό μου «αφήνεις τη φωτογραφική μηχανή στο κάθισμα και βουτάς μέσα». Αλλά κρατήθηκα.

Μ’ αυτήν τη δίκη πολλές φορές έφτασα στα όρια -κι απ’ αυτά που άκουγα αλλά και από τις επιθέσεις και σε μας, γιατί δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να καταγραφεί αυτή η δίκη. 

Για μένα ήταν μεγάλο λάθος που δεν υπήρξε μια βίντεο καταγραφή, έστω από την ΕΡΤ, για ιστορικούς λόγους.

Είχαμε και πολλές επιθέσεις απ’ τους δικηγόρους υπεράσπισης και ευτυχώς η Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν άψογη απέναντί μας -πάντα μέσα στον θεσμικό της ρόλο βέβαια. Της το χρωστάμε αυτό όλοι οι φωτορεπόρτερ.

Το Facebook σε έχει «λογοκρίνει» ποτέ; Σου έχει κατεβάσει φωτογραφίες;

Τότε με τις πορείες για τον Κουφοντίνα, μου κατέβασε κάποιες φωτογραφίες, ενώ σε κάποιους άλλους συναδέλφους τους κλείδωσε το προφίλ. Του Μάριου (Λώλου) του μπλόκαραν το προφίλ τελείως για τρεις μέρες.

Λογικά έφταιγε αυτό το πανό που έγραφε «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη», που ήταν και ο τίτλος του βιβλίου του Κουφοντίνα.

δημητρης κουφοντινας 17 νοέμβρη Τατιάνα Μπόλαρη/EUROKINISSI

Εν πάσει περιπτώσει, ανέβασα τις φωτογραφίες μαζί με ένα κείμενο που έγραψα και το πρωί είδα ότι τις κατέβασαν με το πρόσχημα ότι «παρακινείτε σε βία κλπ». Και επίσης κατέβασαν την ανάρτησή μου και από όσους την αναπαρήγαγαν.Και επειδή νευρίασα, τις ξανανέβασα τις φωτογραφίες και έγραψα ότι μου τις κατέβασε το Facebook. Και πάει και τις ξανακατεβάζει! 

Τις ανεβάζω και τρίτη φορά, ε και αφού πια πήρε αυτές τις διαστάσεις το θέμα, κατά το μεσημέρι, μού επανέφεραν την ανάρτηση κανονικά. Τους είχα στείλει και μήνυμα, διαμαρτυρήθηκα, «τι είναι αυτά που κάνετε, για ποιο λόγο, που παραβιάζω τους κανόνες της κοινότητας, ότι είμαι επαγγελματίας, κλπ». Σ’ αυτήν την περίπτωση, αποδείχτηκε για μένα, ότι το Facebook δεν λειτουργεί με αλγόριθμο, ότι κάτι υπάρχει από πίσω.

Ανθρώπινο χέρι; Ότι κάποιος βλέπει και αποφασίζει;

Προφανώς. Τώρα με τι κριτήρια γίνεται αυτό και ποιος το αποφασίζει, είναι κάτι που δεν το μάθαμε ποτέ. Και δεν νομίζω ότι θα το μάθουμε κιόλας. Αν θυμάμαι καλά και η ΕΣΗΕΑ είχε κάνει ερώτηση προς το ελληνικό τμήμα του Facebook, είχε διαμαρτυρηθεί, και δεν της απάντησαν ποτέ.

Απλά νομίζω ότι από εδώ και πέρα θα είναι λίγο πιο προσεκτικοί. Γιατί κι εμείς βγήκαμε στα κάγκελα -και καλώς βγήκαμε.

Όσο κάλυπτες τις διαδηλώσεις της 5ης Οκτωβρίου 2011, δέχτηκες βίαιη επίθεση από άνδρα των ΜΑΤ. Πρέπει να είσαι η μοναδική φωτογράφος-θύμα αστυνομικής βίας που να έχεις δικαιωθεί σε δικαστήριο.

Δυστυχώς, ενώ είχαμε πολλά περιστατικά εκείνη την περίοδο, με αποκορύφωμα τον παραλίγο θανάσιμο τραυματισμό του Μάριου στο κεφάλι, το δικό μου ήταν το μόνο που είχε καταγραφεί και για το οποίο είχαμε αποδεικτικά στοιχεία. Και έτσι βρήκαμε ποιος το έκανε. 

Πώς συνέβη;

Είχε τελειώσει η συγκέντρωση και είχαμε μείνει μόνο φωτορεπόρτερ, εικονολήπτες και δημοσιογράφοι. Ο δρόμος είχε ανοίξει κανονικά στο Σύνταγμα, όταν είδαμε δυο διμοιρίες να κατεβαίνουν διαγώνια προς εμάς. Στην αρχή δεν καταλάβαμε. «Σε εμάς έρχονται;» αναρωτηθήκαμε. «Γιατί;». Και σχεδόν αμέσως άρχισαν να μας απομακρύνουν. 

Προφανώς ήθελαν να καθαρίσουν όλη την πλατεία. Άρχισαν να μας λένε «φύγετε από δω» -καλά, δεν μας το έλεγαν με ωραίο τρόπο, δεν ήταν ευγενικοί. Με τις ασπίδες μας έσπρωχναν. Εμείς διαμαρτυρηθήκαμε, «μα ρε παιδιά δεν συμβαίνει κάτι, γιατί μας διώχνετε, κλπ»… 

Μάλιστα, εκείνη την ώρα οι περισσότεροι από μας στέλναμε φωτογραφίες. Ε, κι όπως κοίταζα τις δικές μου να δω αν υπάρχει κάτι άλλο που δεν έχω στείλει και ενώ έδειχναν να τραβιούνται λίγο προς τα πίσω, ξαφνικά ορμάνε ξανά και εγώ τρώω μια στα μούτρα εκεί που δεν το περιμένω.

Έχασες τις αισθήσεις σου;

Δεν τις έχασα γιατί πρόλαβα με την περιφερειακή όραση να δω τι πάει να γίνει και γύρισα το κεφάλι, κι αντί να πάει στη μύτη -γιατί ήταν τεχνικό χτύπημα, εδώ πήγαινε, να μου σπάσει τη μύτη- γύρισα και με πήρε κάτω απ’ το δεξί μάτι, στο ιγμόρειο. Και τότε άρχισαν να τρέχουν υγρά, αρχικά νόμιζα ότι είχα γεμίσει αίματα.

Εκείνη την ώρα ήμουν εντελώς αλλού, δεν είχα καν συνείδηση του τι συνέβαινε γύρω μου. Άκουγα μόνο τους συναδέλφους να ουρλιάζουν «γιατί τη χτυπήσατε;». 

Απλά ευτυχώς που δεν έπεσα, γιατί άκουσα το κρακ στον αυχένα μου και λέω «πάει, θα με αφήσει παράλυτη». Και παρότι έφερα σβούρα, κρατήθηκα και δεν με πήρε το βάρος απ’ τον εξοπλισμό να με πετάξει κάτω. 

Τη διμοιρία που μας χτύπησε την έκρυψαν τότε, έβαλαν άλλη μπροστά της φραγμό.

Με έψαχνε και ο αδερφός μου γιατί ακούστηκε ότι χτυπήθηκε ομάδα και ήταν και ο Γιάννης Μπεχράκης τότε εκεί, που τραβούσε από ψηλά τότε για το Reuters. 

Εκείνος έβγαλε τις φωτογραφίες που φαίνεται να σε χτυπούν;

Όχι μόνο ο Γιάννης, αλλά όλο το σκηνικό αποτυπώθηκε κυρίως από εκείνον. Και πήρε αυτές τις διαστάσεις γιατί βγήκε στο εξωτερικό, γιατί ο Γιάννης κατέγραψε και άλλους συναδέλφους που τους κυνηγούσαν μετά πιο κάτω στην πλατεία Συντάγματος.

Μάλιστα μού είπε τότε «αν χρειαστείς οτιδήποτε, κάποιο αποδεικτικό, είμαι στη διάθεσή σου». Και πράγματι έτσι έγινε. 

Ήρθε και στο δικαστήριο;

Ο ίδιος, όχι, αλλά μέσα σε δύο ώρες μαζεύτηκε ένα απίστευτο αποδεικτικό υλικό από βίντεο και φωτογραφίες. Σ’ αυτό το υλικό ήταν αποτυπωμένος αυτός που με χτύπησε, κι έτσι κατορθώσαμε να τον εντοπίσουμε.

Τατιάνα Μπόλαρη φωτορεπόρτερ Eurokinissi

Τι έγινε με τον ΜΑΤατζή τελικά; Τι κυρώσεις είχε;

Το ίδιο βράδυ πήγα στην ασφάλεια με τον δικηγόρο μου και κατέθεσα μήνυση. Η ΕΣΗΕΑ και ΕΦΕ ήταν όλη μαζεμένη εκεί. 

Παρότι ήταν αυτόφωρο το αδίκημα, το γλίτωσε, γιατί ο ιατροδικαστής δεν μου έδωσε την έκθεση άμεσα, και έτσι πέρασα πάλι και απ’ τις τρεις κλινικές που είχα περάσει στον Ερυθρό όταν με πήγαν στα επείγοντα, προκειμένου να πάρω τις εκθέσεις των γιατρών.

Καταδικάστηκε πρωτόδικα σε οκτώ μήνες και αργότερα το εφετείο του μείωσε την ποινή στους τέσσερις. Νομίζω πάντως ότι δεν τον έδιωξαν απ’ τα ΜΑΤ.

Αποστολή στο εξωτερικό έχεις πάει;

Πολλές φορές. Κοίτα, καλύπτω πρωθυπουργό για το πρακτορείο και έχω κάνει πάρα πολλά ταξίδια. Υπήρχε περίοδος που ήμουν με μια βαλίτσα στο χέρι συνέχεια. Σύνοδοι κορυφής, G8, πολλά ταξίδια…

Το πιο βαρετό κομμάτι της δουλειάς σου ποιο είναι;

Να σου πω την αμαρτία μου, σε αυτήν τη δουλειά δεν βαριέσαι ποτέ. Το να αγανακτήσεις όμως κάποια στιγμή, συμβαίνει.

Για μας οι καιρικές συνθήκες είναι θέμα. Ο σεισμός, η φωτιά, οι πλημμύρες, οι κακοκαιρίες σαν τη Μήδεια είναι θέματα. Πρέπει να βγεις να τα καλύψεις και υπάρχουν φορές που σε πιάνει κρίση και λες «δεν γινόμουν κάτι άλλο;». (σ.σ. γελάει)

Αυτήν τη δουλειά την επιλέγεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολη αλλά είναι και συνάμα εκπληκτική. Ζεις εμπειρίες που δεν θα τις ζούσες με άλλη δουλειά. 

Απλά δεν είναι για όλους τους ανθρώπους, γιατί πολλές φορές, δεν είναι μια φυσιολογική κατάσταση αυτό που ζεις.

Μήπως έχεις εθιστεί και λίγο σ’ αυτήν την περιπέτεια και δεν θες να το παραδεχτείς στον εαυτό σου;

Δεν ξέρω, είναι θέμα στον χαρακτήρα του καθενός. Δεν νομίζω ότι την κάνει εύκολα άνθρωπος αυτήν τη δουλειά με την έννοια ότι δεν έχεις ωράριο, ή αν συμβεί κάτι πολύ μεγάλο, έφυγες. Όταν οι φυσιολογικοί άνθρωποι τελειώνουν τη δουλειά τους και ετοιμάζονται να βγουν έξω, εσένα μπορεί να σου σκάσει κάτι και να φύγεις, να εκτοξευτείς, ακόμα κι αν δεν έχεις βάρδια εκείνη τη μέρα. 

Δεν είναι φυσιολογικές συνθήκες εργασίας αυτές, δηλαδή εμείς λέμε πρέπει να έχεις κάτι στον εγκέφαλο, δεν μπορεί, κάτι δεν φτιάχτηκε πάνω σου σωστά από κατασκευής. 

Πώς βλέπεις κάποια sites που ζητούν από τους αναγνώστες τους να στέλνουν φωτογραφίες για μια είδηση;

Είναι απαράδεκτο, είναι τζάμπα δουλειά. Κάνει μεγάλο κακό στους επαγγελματίες, και είμαστε κι ένας κλάδος που αγωνιζόμαστε για να επιβιώσουμε -όπως όλοι όσοι έχουν πληγεί. 

Κοίταξε, θα σου πω κάτι: το να μην είμαι εκεί και να συμβεί ένα γεγονός, τώρα πια στην εποχή του κινητού και του δικτύου, δεν μπορείς να το εμποδίσεις απ’ το να καταγραφεί. Αλλά το να λες «στείλτε μας τζάμπα τις φωτογραφίες» είναι σαν να σπρώχνεις τον κόσμο στο δωρεάν. 

Τι θα πούμε εμείς στα παιδιά που αυτήν τη στιγμή βγαίνουν απ’ τις σχολές; Να μπουν σε ποια αγορά; Του δωρεάν;

Τατιάνα Μπόλαρη φωτορεπόρτερ Eurokinissi

Δεν υποτιμούν και λίγο τη φωτογραφία ως επάγγελμα;

Και βέβαια. Εδώ υπάρχουν sites που κλέβουν φωτογραφίες απ’ το ίντερνετ χωρίς να το ξέρουμε καν, κι ας γράφουν ότι υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα. Κάποιοι τα αγνοούν συστηματικά. Πόσο μάλλον να πεις σε κάποιον «στείλε τη φωτογραφία σου απλά για να μπει το όνομά σου». 

Άσε που και αυτό το «θα αναφέρω την πηγή» είναι πολύ της μόδας. Στο εξωτερικό δεν τολμάς να τα κάνεις βέβαια αυτά τα πράγματα γιατί είναι πολύ ισχυρές οι ομοσπονδίες των ΜΜΕ. Εδώ είμαστε πίσω σε αυτό δυστυχώς.

Τελευταία απορία: γιατί ασχολήθηκες με το φωτορεπορτάζ και όχι καλλιτεχνικά με τη φωτογραφία;

Γιατί είμαι τρελή και περίεργη (σ.σ. γελάει). Δεν ξέρω. Πάντα είχα μια σχέση με τις εφημερίδες γιατί και ο αδερφός μου είναι δημοσιογράφος. Απλώς εγώ δεν ήθελα αυτούσιο κείμενο, πώς να σου το πω, αυτό είναι το στοίχημα με τη φωτογραφία. Μιλάς αλλά επί της ουσίας δεν μιλάς. Μιλάς με αυτό που δείχνεις. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να το κάνεις και αυτό με εξιτάρει πολύ.