sooc
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Καλεσμένοι σε δείπνο κανιβάλων με τον Δημήτρη Σωτάκη

Το νέο μυθιστόρημα του πολυβραβευμένου (και πολυμεταφρασμένου) συγγραφέα, με τον προβοκατόρικο τίτλο 'Ο κανίβαλος που έφαγε ένα Ρουμάνο', είναι η ιδανική αφορμή για να γνωρίσεις τον ροκ βίο και πολιτεία του.

Έχει περάσει πάνω από ενάμισης μήνας από τότε που βρεθήκαμε και μιλήσαμε, λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του νέου του μυθιστορήματος σχετικά με τη ζωή που ποτέ δεν τολμήσαμε να ζήσουμε (μέσα από την ιστορία ενός εύπορου εργένη σε μια ήσυχη παραθαλάσσια πόλη που προσεγγίζει μια οικογένεια Ρουμάνων μεταναστών).

‘Τα προηγούμενα βιβλία μου είχαν να κάνουν πιο πολύ με το κυνήγι της ευτυχίας. Αυτή την φορά έχει περισσότερο σχέση με τους κοινωνικούς ρόλους που έχουμε όλοι. Το τι σημαίνει δηλαδή να είναι κάποιος εραστής, πατέρας, γιος’

Ένα βιβλίο (από τις εκδόσεις Κέδρος) που πάει -δικαίως- εξίσου σφαίρα με τα προηγούμενα, τον δρόμο των οποίων (έχουν μεταφραστεί από την Γαλλία, την Ολλανδία, την Σερβία, την Δανία, την Ιταλία και την Τουρκία έως την Κορέα και την Κίνα) μοιάζει καταδικασμένο να ακολουθήσει.

‘Είναι αλήθεια ότι ο Έλληνας δεν διαβάζει. Εμείς οι συγγραφείς, όμως, οφείλουμε να δουλεύουμε και να δημοσιεύουμε χωρίς την σκέψη του πόσοι διαβάζουν και πόσα βιβλία βγαίνουν. To γράψιμο είναι μια τεράστια χαρά, διανοητική και ψυχολογική, που δεν αναπληρώνεται με τίποτα’

(Φωτογραφίες: Νίκος Λυμπερτάς / Sooc.photos)

Ο λόγος της καθυστέρησης της δημοσίευσης; Η παράφορη καψούρα που έπαθα με τον εντελώς μοναδικό τρόπο που γράφει και σκέφτεται. Κάτι που με ανάγκασε να βρω το χρόνο να διαβάσω -κάτι που δεν είχα κάνει πριν συναντηθούμε- οτιδήποτε έχει γράψει. Μέχρι και λίστα για ψώνα, για να σου δώσω να καταλάβεις (σ.σ. Αν το επιχειρήσεις, ο ίδιος προτείνει να ξεκινήσεις με τα ‘Ο κανίβαλος που έφαγε ένα Ρουμάνο’ και ‘Το θαύμα της αναπνοής’).

‘Είναι πολύ συγκινητικό και σε κάνει να αισθάνεσαι ότι αξίζει αυτή η ιστορία όταν έρχεται και σου λέει κάποιος ότι το βιβλίο αυτό, τη στιγμή που το διάβασα, μου άλλαξε τη ζωή. Με έκανε να δω αυτό που έκανα από άλλη οπτική γωνία και να πάρω ένα άλλο δρόμο’

Βλέπεις, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις συγγραφέων όταν τους γνωρίζεις από κοντά, ο Δημήτρης Σωτάκης (που μεγάλωσε στα Άνω Ιλίσια) σου κεντρίζει ο ίδιος το ενδιαφέρον όσο και τα γραπτά του. Ίσως γιατί πρώτα έζησε και μετά έγραψε.

”Είχα από πάντα τη ‘διαστροφή’ με την λογοτεχνία, αλλά μεγαλώνοντας δεν ήμουν τρελός βιβλιοφάγος. Είχα απλώς  μια φοβερή επιθυμία να υπάρχει κάποια στιγμή στο μέλλον ένα κείμενό μου με τη μορφή βιβλίου σε κάποιο βιβλιοπωλείο. Είχα επίσης ένα προσόν. Καταλάβαινα πως ότι έγραφα σε αυτή την ηλικία, των 14-16, ήταν μπούρδα. Όπως η πρώτη μου ιστορία για ένα κορίτσι που είχε έρθει από την επαρχία και αντιμετώπιζε δυσκολίες στη ζωή της στην Αθήνα. Νομίζω ότι υπάρχει ακόμη σε κάποιο συρτάρι μου”

Για την ακρίβεια πρώτα τραγούδησε (στο Ανατολικό Λονδίνο) και μετά έγραψε.

Στα 22 μου πήγα στο Λονδίνο με στόχο να βρω μια μπάντα για να κάνουμε live

‘Είχα πάνω μου χρήματα που με έφταναν ίσα ίσα για 20 μέρες, μαλλί Duran Duran και μοναδικό γνωστό ένα παρακμιακό τύπο μου νοίκιασε το σπίτι που έμενα στο Ανατολικό Λονδίνο. Ήμουν άρρωστος με την ποπ μουσική των 80s (Tears For Fears, Police, Duran Duran), έκανα μαθήματα φωνητικής και μουσικές σπουδές, έγραφα αγγλικούς στίχους και ήθελα να δοκιμάσω να κάνω κάτι με αυτό που μεγάλωσα’

Προσοχή. Δεν λέω ότι έγραψε αυτό που έζησε. Ούτε απαραίτητα η όλη εμπειρία -με part time δουλειές τύπου νυχτερινή βάρδια στο εργοστάσιο που έφτιαχναν τα στυλό Parker- ήταν θετική για εκείνον, αλλά όλα αυτά είναι βιώματα που πλάθουν χαρακτήρα. Τον δικό του και, νομοτελειακά / υποσυνείδητα των πρωταγωνιστών του.

Είναι μια ζωή που δεν την θυμάμαι πια. Για μένα τα ’90s ήταν μια δεκαετία παρακμής και κατάθλιψης

‘Την σιχαίνομαι την ζωή μου τότε. Είχα βαλτώσει και είχα μπουχτίσει. Δεν είχε πια πλάκα το όλο πράγμα. Σε σημείο που σταμάτησε να με γοητεύει η μουσική’

Παρότι, έτσι για την ιστορία, να πούμε ότι ο Δημήτρης (που πλέον τραγουδάει μόνο σε karaoke) το είχε το άθλημα αφού και μπάντα / ες βρήκε και σε γνωστά clubs του Camden κατάφερε να παίξει. Μόνο που το γράψιμο, το πραγματικό του κάλεσμα, ήταν πάντοτε ένα τηλεφώνημα μακριά.

‘Μιλώντας με την μητέρα μου μέσα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο στο Peckham, μου είπε ότι το βιβλίο (σ.σ. Το σπίτι, 1997) που είχα γράψει στα 21 μου και είχα δώσει -χωρίς να ξέρω κανένα- να το διαβάσουν στις εκδόσεις Καστανιώτη, θα κυκλοφορούσε τα επόμενα Χριστούγεννα. Έπαθα σοκ. Άρχισα να ουρλιάζω από την χαρά μου. Για να είμαστε ρεαλιστές, το βιβλίο αυτό δεν μου άλλαξε την ζωή. Απλώς με έκανε να σιγουρευτώ ενδόμυχα ότι η ζωή μου και όλη η χαρά μου είναι η λογοτεχνία’

Αυτό που λένε συνειδητοποίησε ότι είχε μεγάλη (και πράσινη) πόρτα να διαβεί.

‘Η ζωή μου ξεκίνησε χωρίς υπερβολή το 2002. Είναι σαν να γεννήθηκα τότε. Τότε που κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο μου, η Πράσινη Πόρτα (σ.σ. περιγράφει την ζωή ενός τρελού Λονδρέζου σεφ που έχει εμμονή με μια πράσινη πόρτα και βρέθηκε να είναι υποψήφιο για το βραβείο του Διαβάζω)’

 

Από τότε μέχρι και σήμερα ο Δημήτρης Σωτάκης έχει αφοσιωθεί πλήρως στη λογοτεχνία, έχοντας γράψει συνολικά 11 βιβλία και έχοντας μεταφράσει δυο από τα κινέζικα. Αυτό δηλαδή που είναι η άλλη του δουλειά.

‘Η καθημερινή μου δουλειά είναι ότι είμαι καθηγητής κινεζικής γλώσσας. Κάνω ιδιαίτερα και έχω διδάξει και σε σχολές.  Λατρεύω την Κίνα και μου αρέσει η κουλτούρα της, αλλά εγώ αυτό με το οποίο είχα αρρώστια ήταν η γλώσσα. Μου φαινόταν κάτι τόσο εξωγήινο και αδιανόητο το να μπορώ να μιλάω αυτή τη γλώσσα. Ήταν σαν ένα πείραμα δικό μου να μπω σε κάτι που δεν μπαίνει κανείς’

Βέβαια, όπως έχεις καταλάβει μέχρι τώρα, πίσω από αυτή την ‘γλωσσολογική διαστροφή’, όπως την αποκαλεί, κρύβεται άλλη μια καλή ιστορία.

‘Την περίοδο του Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, το 2004, είχα γνωρίσει μια Κινέζα εθελόντρια στο Ολυμπιακό χωριό. Αυτή ήταν η αφορμή για να ασχοληθώ με την κινεζική γλώσσα. Ήθελα δηλαδή ανέκαθεν να το κάνω και ήρθε και έκατσε. Η κοπέλα είχε πάθει σοκ. Νόμιζε ότι είμαι εντελώς για το Δρομοκαΐτειο’

Κάθε 24 δευτερόλεπτα έγραφα σε ένα χαρτί κινέζικες φράσεις που μου έλεγε και μετά τις έλεγα δυνατά σε όποιον πέρναγε στον δρόμο

 

Και όχι, αν αναρωτιέσαι, για τον 44χρονο συγγραφέα το γράψιμο δεν είναι σε καμία περίπτωση η δική του μορφή ψυχοθεραπείας.

Δεν κάνω ψυχοθεραπεία, αλλά θα έπρεπε. Η λογοτεχνία, όμως, δεν είναι ψυχοθεραπεία. Δεν γράφουμε για να νοιώσουμε καλύτερα. Αυτό είναι μια ανοησία

Δεν λύνει ερωτηματικά, γεννάει και άλλα ερωτηματικά. Σε κάνει να μπαίνεις χειρότερο στο βούρκο της υπαρξιακής αναζήτησης. Μπορεί π.χ. να γράψω το πιο δυσάρεστο, το πιο σκοτεινό πράγμα και να πετάω από την χαρά μου. Για να γράψω πρέπει να είμαι καλά. Όταν δεν είμαι καλά προτιμώ να βγαίνω έξω για ένα ποτό’

Εκεί που το αγαπημένο του άθλημα είναι να παρατηρεί τον κόσμο.

‘Εμπνέομαι από μια απίστευτη μικρή λεπτομέρεια. Από μια λέξη, μια παρατήρηση που έκανες τώρα που μιλάμε, μπορεί να μου γεννηθεί μια ιδέα και να αρχίζω να χτίζω ένα βιβλίο. Και, φυσικά, παρατηρώντας τους ανθρώπους. Οι οποίοι, όταν τους φιλτράρεις, είναι απρόβλεπτοι και κωμικοί.

Γελάω γενικά πάρα πολύ με το ανθρώπινο είδος. Και με εμένα φυσικά

*Η φωτογράφιση έγινε στο Medez Café, Φρύνης 2, Παγκράτι, τηλ.: 210 7513925