ΣΙΝΕΜΑ

Κριστιάν Μουντζίου: Μιλήσαμε με τον σημαντικότερο Βαλκάνιο σκηνοθέτη

Ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα δημιουργός μας μιλά για τη δυσκολία του να παραμένεις σε μια ρημαγμένη κοινωνία όταν η γενιά σου φεύγει για αλλού.

Το “Πίσω από τους Λόφους”, η νέα ταινία του Μουντζίου που παίζεται ήδη στις αίθουσες, είναι μια ταινία για έναν εξορκισμό σε ένα Ορθόδοξο μοναστήρι κάπου στις Ρουμάνικες πεδιάδες. Όμως ταυτόχρονα δεν είναι μια ταινία (μόνο) για έναν εξορκισμό, αλλά για εμάς, για σένα και για μένα, για τις προκαταλήψεις μας, για τη σχέση μας με τη θρησκεία, τους ανθρώπους, την κοινωνία. Επίσης είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία.

Αν όλα αυτά μοιάζουν παράξενα, και δελεαστικά, είναι επειδή ο Μουντζίου έχει ένα μοναδικό χάρισμα να παίρνει ιδέες και να τις μετατρέπει σε καθηλωτικές ιστορίες που μιλάνε στο κοινό σε πολλά επίπεδα. Το “Πίσω από τους Λόφους” βραβεύτηκε στις περσινές Κάννες για το σενάριό του (απολύτως λογικό) και για τις ερμηνείες των πρωταγωνιστριών του (επίσης λογικό, σου κόβουν τη μιλιά). Στο ίδιο Φεστιβάλ, πριν 5 χρόνια ο Ρουμάνος σκηνοθέτης είχε τιμηθεί με το Χρυσό Φοίνικα για το αριστούργημά του, “4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες”.

Τον πολυβραβευμένο σκηνοθέτη τον συναντήσαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο, στο πλαίσιο της ρετροσπεκτίβας που διοργάνωσε για το έργο του το τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια του Φεστιβάλ.

1. Η Ρουμανία

Ο Μουντζίου δεν είναι απλά ο σημαντικότερος σκηνοθέτης της γενιάς του στη χώρα του, αλλά και σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. Μια διάκριση απολύτως σημαντική, καθώς η χώρα του δεν είναι απλά μια λέξη στο διαβατήριο, είναι κάτι το ουσιαστικό στις θεματικές του, στους προβληματισμούς του, στα σκηνικά των ιστοριών του. Είναι ένας auteur που γυρίζει ταινίες που μας αφορούν, όλους μας.

Σπούδασε Αγγλική φιλολογία, εργάστηκε ως δάσκαλος κι ως δημοσιογράφος, πριν το γυρίσει στο σινεμά, με σπουδές σκηνοθεσίας στα μέσα των ‘90s, και την εκκίνηση μιας καριέρας μέσα από μικρού μήκους φιλμ από το 1998 κι έπειτα. Όλα στη Ρουμανία. Η αδερφή του είναι διαδεκριμένη πολιτική αναλύτρια. Οι δεσμοί με τη χώρα του είναι ισχυροί, και είναι δίκαιο που έγινε ο πρώτος Ρουμάνος σκηνοθέτης (παρά τους άλλους μεγάλους που είχαν προϋπάρξει) που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα.

Δεν αποφεύγεις ό,τι αφορά στενά τη ρουμάνικη κοινωνία. Είναι σημαντική για σένα αυτή η τοπικότητα των θεμάτων σου; Το να έχουν οι ιστορίες να κάνουν με τη χώρα σου, με τις εμπειρίες σου;

Ελπίζω ότι καταφέρνω να λέω κάτι για την ανθρώπινη φύση και ότι ο κόσμος νιώθει μια σύνδεση με αυτό που βλέπει ακόμα κι αν μένει σε άλλη χώρα.

Οπότε ναι, αλλά οι ιστορίες αυτές έρχονται κι από την κατανόηση του πλαισίου της χώρας που ζω. Γι’αυτό δεν πάω να κάνω ταινίες κάπου αλλού, στην Αμερική κλπ, γιατί αγαπώ όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που χρειάζεσαι ώστε να φτιάξεις μια ιστορία και να καταλάβεις απόλυτα την ψυχολογία των χαρακτήρων. Υπάρχουν διαφορές. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε ανθρώπους στην ίδια οικογένεια. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε ανθρώπους στην ίδια κοινωνία. Υπάρχουν διαφορές και γι’αυτό προτιμώ αυτή τη στιγμή να μιλάω για γενικά ζητήματα με αφορμή τοπικές ιστορίες. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να βρίσκω ιστορίες που έχουν σημασία. Για τον κόσμο. Για τις κοινότητες. Ελπίζω πως θα έχουν σημασία και για το κοινό επίσης.

Πάντα έχω έγνοια το να υπάρχει μια κεντρική πλοκή, ένας κεντρικός χαρακτήρας με σχέσεις και δεσμούς και κάποιο ηθικό ζήτημα, αλλά πάντα προσέχω να έχω έναν μεγαλύτερο κόσμο από πίσω. Σε προηγούμενες ταινίες μου ήταν αυτός ο κόσμος του τέλος της δικτατορίας, του κομμουνισμού, ώστε να μιλήσω για τη σημασία της προσωπικής ελευθερίας στον κόσμο. Στο “Πίσω από τους Λόφους” έχουμε τη θρησκεία, τη σχέση κοινωνίας και εκκλησίας, το κατά πόσο θες την επιρροή της εκκλησίας σε μια τόσο αδιάφορη κοινωνία.

2. Η Δύση

Βράδυ, καθημερινή, μετά τα μεσάνυχτα σε μια γεμάτη αίθουσα, τα φώτα ανάβουν. Η προβολή της ταινίας “Δύση” με έχει αφήσει εμβρόντητο. Είναι μια κομεντί που ξεκινάει με φαινομενικά πολύ χαλαρές διαθέσης, χρονολογεί με χαριτωμένο τρόπο κάποιες σχέσεις, μια σειρά από συμπτώσεις, για έρωτες και σχέσεις και γνώριμες καταστάσεις ανάλαφρα δοσμένες, από τη ρουμάνικη κοινωνία στην αυγή της νέας χιλιετίας. (Η ταινία, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Μουντζίου, είναι του 2002).

Όμως καθώς εξελίσσεται αυτή η σπονδυλωτή ιστορία διαπιστώνεις πως ό,τι νόμιζες απλό είναι σύνθετο, ό,τι θεώρησες αφελές είναι επίπονο, ό,τι πίστεψες πως είναι σύμπτωση πρόκειται περί ενός ιστού δεσμών που κρύβεται πίσω από το παρόν μας. Η ταινία δε σταματάει ποτέ να είναι διασκεδαστική και αστεία, όμως πίσω από την παιχνιδιάρικη δομή της (μια μεγάλη ιστορία που επαναλαμβάνεται από διαφορετικές οπτικές και γίνεται αυξανόμενα πολύπλοκη όσο περνάει η ώρα), το ευρηματικό της χιούμορ και τους αξιολάτρευτους χαρακτήρες κρύβεται αληθινό πάθος και έγνοια για μια γενιά που χάνεται.

Μια γενιά παγιδευμένη ανάμεσα στη ρημαγμένη κοινωνία που τους κρατάει πίσω και στην επιθυμία τους να φύγουν, να δραπετεύσουν, στη Μαγική Δύση.

Η ταινία που μπήκα να δω περισσότερο για λόγους πληρότητας, το φιλμ που θα ένωνε την πρώιμη περίοδο του σκηνοθέτη (τις μικρού μήκες ταινίες) με την βραβευμένη, ‘σοβαρή’ φιλμογραφία του, προέκυψε απαραίτητο. Και απροσδόκητα άμεσο για εμάς, σήμερα.

Είδα χθες τη “Δύση” και διαπίστωσα με έκπληξη ότι αφορά την Ελλάδα με έναν περίεργο τρόπο αυτή τη στιγμή, επειδή τόσοι άνθρωποι αυτής της γενιάς είναι στο όριο ή έχουν αποφασίσει ή προσπαθούν να φύγουν, με τη χώρα σε μια πολύ κακή κατάσταση. Γύρισες μια ταινία για την κοινωνία σου πριν 10 χρόνια και μιλάει για την κατάσταση μιας άλλης χώρας σήμερα.

Εξεπλάγην και χάρηκα πολύ όταν έμαθα πως η ταινία παίχτηκε σε sold out παραστάσεις 10 χρόνια μετά την πρεμιέρα της στην Ελλάδα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Πιστεύω ακόμα πως αφορά πολύ τη Ρουμάνικη κοινωνία, αλλά την έκανα όταν άρχιζαν όλα. Νομίζω πως διαλέγω θέματα που πραγματικά με νοιάζουν πολύ τη στιγμή που γυρίζω την ταινία. Και τότε ήταν μια στιγμή στην οποία αισθανόμουν πως ακόμα κι αν αποφάσιζα να μείνω πίσω, σπίτι στη Ρουμανία, δε θα έκανε διαφορά κοινωνικά γιατί όλοι μου οι φίλοι, όλη μου η γενιά είχε μόλις φύγει. Η κοινότητά μας είχε ήδη διαλυθεί όπως και νά’χει. Ακόμα κι αν αποφασίσεις να μείνεις… ο κόσμος αλλάζει. Είναι δυσκολότερο για όσους μένουν πίσω.

Αλλά ξέρεις, είναι πάντα ωραίο όταν κάνεις μια ταινία που δεν παίζεται για μια νύχτα. Είναι μια μικρή ρομαντική κομεντί που όμως ακόμα καταφέρνει να θέτει ερωτήσεις στο κοινό και να του δώσει και κάτι παραπάνω πέρα από το συναίσθημα. Είναι ένα καλό σημάδι.

3. Η κωμωδία

Η μεγαλύτερη διάκριση ήρθε 5 χρόνια μετά, το 2007, με το “4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες”- η ιστορία δύο συμφοιτητριών που προσπαθούν να κανονίσουν μια παράνομη έκτρωση στη διάρκεια των τελευταίων ημερών του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Το φιλμ, που κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, αποτέλεσε τεράστια αποχώρηση για τον Μουντζίου με κάθε πιθανό τρόπο εκτός από έναν: αφορούσε ένα φλέγον κοινωνικό ζήτημα, τόσο για τον ίδιο όσο και για τους συνανθρώπους του.

Όμως υφολογικά, η απόσταση από τη “Δύση” ήταν μεγάλη, σηματοδοτώντας μια στροφή στο δράμα, όπου και παρέμεινε για την τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία, το φετινό “Πίσω από τους Λόφους”. Ενδιάμεσα όμως είχε δημιουργήσει τις “Ιστορίες από τη Χρυσή Εποχή”, μια συλλογή μικρότερων ιστοριών, αστικών θρύλων από τη Ρουμανία της ίδιας εκείνης ύστερης κομμουνιστικής περιόδου, με τον τόνο να τείνει ξεκάθαρα προς το χιουμοριστικό. Έστω και με έναν μαύρο τρόπο.

Ποιος από τους δύο είναι ο ‘αληθινός’ Μουντζίου;

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο Κουέντιν Ταραντίνο μίλησε αγχωμένος για τη βαρύτητα της υστεροφημίας, για τη μεγάλη ευθύνη (απέναντι, υποθέτει κανείς, στον ίδιο αλλά και στο κοινό του) να παραδώσει λίγα αλλά εξαιρετικά φιλμ. Άκρως διαφορετικές περιπτώσεις οι δυο τους, όμως υπάρχει μια αίσθηση πως πρόκειται για κοινό χαρακτηριστικό κάθε μεγάλου σκηνοθέτη: η συνειδητοποίηση πως ό,τι κάνουμε μετράει, και γι’αυτό πρέπει να το κάνουμε να μετράει.

Αποφάσισες να φύγεις από την κωμωδία;

Δεν έχω φύγει απαραιτήτως, αυτό που έχω κάνει είναι ότι ασχολούμαι περισσότερο με τα πράγματα που με νοιάζουν, τα οποία έχουν την τάση να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα και τον ρεαλισμό. Αλλά ακόμα κάνω παραγωγές για κωμωδίες. Το ενδιάμεσο “Ιστορίες από τη Χρυσή Εποχή” που έκανα ήταν μια συλλογή από μικρούς αστικούς θρύλους της Ρουμανίας, το οποίο είχε αρκετό χιούμορ. Απλώς τώρα αισθάνομαι άνετα μόνο με το να γυρίζω πράγματα που είναι πιο κοντά σε αυτά που μπορώ να κατανοήσω.

Και είναι σινεμά, δεν μπορώ να κάνω τα πάντα. Προτιμώ να κάνω την παραγωγή σε κωμωδίες και να αφήνω άλλους να τις σκηνοθετούν επειδή χρειάζομαι κάποια χρόνια για να κάνω την κάθε ταινία. Έτσι δουλεύω και γράφω, παίρνει καιρό. Οπότε κάνω αυτό που κατανοώ καλύτερα ως σινεμά. Αυτό το πολύ έντονο και ρεαλιστικό δράμα που μιλά για σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Νομίζω πως έχει να κάνει και με το ότι μεγαλώνοντας χάνεις την υπομονή σου, αρχίζεις να εστιάζεις όλο και περισσότερο σε αυτά που είναι σημαντικά. Δεν ξέρω πόσες ταινίες θα έχω το χρόνο να κάνω στην καριέρα μου. Πρέπει να δώσω προτεραιότητα στα πράγματα που είναι πραγματικά σημαντικά για μένα.

4. Η αντικειμενικότητα

Το Ολύμπιον στη Θεσσαλονίκη είναι ένα πανέμορφο σινεμά, παλιό, επιβλητικό, πολύ αρχοντικό. Όταν γεμίζει και πάλλεται η αίσθησή του είναι μοναδική, γιατί αντί να εκτείνεται σε μάκρος είναι πολύ ψηλό, έχες κόσμο από πάνω σου ή από κάτω σου, ανάλογα που κάθεσαι, και κανείς δε μοιάζει μακριά. Στις βραδιές που είναι κατάμεστο, νιώθεις πως παρακολουθείς την ταινία όχι απλά με τους γύρω σου, αλλά με τους πάντες.

Η βραδιά της πρεμιέρας του “Πίσω από τους Λόφους” στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν μια τέτοια βραδιά. Το Ολύμπιον γεμάτο, τα φλας εκεί για να υποδεχτούν τον μεγάλο καλεσμένο, κι ύστερα η προβολή. Επειδή τη βλέπαμε σε εκείνη την αίθουσα, όλα έμοιαζαν εντονότερα. Όταν μας κοβόταν η ανάσα από αυτό που παρακολουθούσαμε, σχεδόν ένιωθες τον αέρα να χάνεται. Όταν ήρθαν τα χειροκροτήματα ενθουσιασμό με την είσοδο του Μουντζίου, ήταν σαν μια μικρή επανάσταση.

Ένας θεατής ρώτησε τον Μουντζίου κάτι σχετικά με την αντιμετώπιση της θρησκείας στην ταινία, λίγο ως πολύ του είπε πως γέλασε με το πόσο ξεμπρόστιαζε τις αφελείς μοναχές, μπράβο, χαχα. Ο Μουντζίου αποκρίθηκε, “αν εσείς είδατε χιούμορ σε αυτή την ταινία που μόλις είδαμε τότε δεν ξέρω τι να πω”.

Είναι το Ολύμπιον, όλα μοιάζουν πιο έντονα. Η ξαφνική σιωπή ήταν εκκωφαντική.

Η στιγμή ήταν άβολη (το υπόλοιπο Q&A κύλησε δίχως απρόοπτα) αλλά και ανεκτίμητη ταυτόχρονα γιατί υπογράμμισε το ένα πράγμα για το οποίο ο Μουντζίου είναι περισσότερο παθιασμένος από οτιδήποτε άλλο στο σινεμά του: την ψυχραιμία, την απόσταση, την αντικειμενικότητα. Το ότι αναλύει, παρουσιάζει, ακούει– αλλά δεν κρίνει.

Κεντρικό ρόλο στις ταινίες σου παίζει η αντικειμενικότητα, ξοδεύεις πολύ χρόνο και κόπο ώστε να δικαιολογήσεις την οπτική πλευρά του καθενός. Δεν βγαίνεις ποτέ για να κρίνεις.

Είναι μέρος των αρχών μου και κάτι που πραγματικά εκτιμώ στο σινεμά. Πιστεύω πως για ένα θέμα σαν αυτό στους “Λόφους” ή εκείνο που επέλεξα προηγουμένως στους “4 Μήνες” είναι σημαντικό να είσαι σίγουρος πως δεν λες κάτι λάθος. Ο κόσμος έχει την τάση να γενικεύει πολύ. Ότι η ταινία μιλάει για όλη την κοινωνία και όχι ένας μέρος της, ότι μιλάει για όλη την εκκλησία. Ο κόσμος έχει την τάση να βάζει τα πράγματα σε μια τέτοια θέση. Όμως το σινεμά δεν έχει τη δυνατότητα να εκπροσωπεί όλο το οτιδήποτε. Ήταν σημαντικό για μένα να σιγουρευτώ πως αυτή η ιστορία θα ήταν απόλυτα κατανοητή. Δεν ήθελα να κάνω μια ιστορία με πολιτικό σκοπό, κατακεραυνώντας μια κατάσταση ή ένα γκρουπ ανθρώπων. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου.

Το σινεμά δε θα έπρεπε να έχει το ρόλο του δικαστή ή του να αποφασίζει για κάποια ζητήματα. Το σινεμά αφορά κάτι σχετικό. Αυτό αναζητώ πάντα σε αυτά τα θέματα. Τίποτα δεν είναι απόλυτα ακριβές. Πάρε για παράδειγμα το “4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες”. Όσο σαφές κι αν ήταν αυτό που ήθελα να πω για τις εκτρώσεις, το πλαίσιο στο οποίο μπαίνει η ιστορία κάνει τα πράγματα πολύ δύσκολο να κρίνεις. Σήμερα είναι πιο απλά τα πράγματα, υπάρχουν άλλες μέθοδοι, αλλά τοποθετώντας την ιστορία εκεί, ξαφνικά μιλάς για κάτι μεγαλύτερο, μιλάς για την προσωπική ελευθερία. Και ο κόσμος μιλάει αλλιώς για την ταινία.

Το ίδιο και για το “Πίσω από τους Λόφους”. Δεν πιστεύω πως σαν δημιουργός έχεις το δικαιώμα να κρίνεις τους χαρακτήρες σου ή ότι ξέρεις καλύτερα από αυτούς. Πρέπει να καταλάβεις, να τους κατανοήσεις, να σεβαστείς την ανεξαρτησία των χαρακτήρων σου όταν γράφεις. Το σινεμά έχει να κάνει με την έρευνα. Με την προσπάθεια για κατανόηση. Το σινεμά δεν είναι να ξέρεις ήδη. Εγώ δεν ξέρω πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Φαντάζομαι πώς μπορεί να έγιναν, και προσθέτω μερικά επίπεδα νοήματος ώστε να έχει η ταινία να πει κάτι στον θεατή. Ώστε να μην φτιάξω απλώς το χρονικό ενός ατυχήματος.

5. Ο Φοίνικας

Η στιγμή που ο Μουντζίου μοιάζει πιο ενθουσιώδης από όση ώρα μιλάμε έρχεται στο τέλος, όταν μιλάει για τις μέρες στις Κάννες το ‘07. Αλλά όχι για τη βράβευση του “4 Μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες”, όχι για το μετά. Του ζητάω να θυμηθεί κάτι από εκείνη την περίοδο, κι εκείνος μιλάει για το αμέσως πριν. Υποθέτω επειδή το ‘μετά’ το βλέπει κι αυτό σαν ευθύνη.

Υποθέτω επειδή όλα τα ‘μετά’ τα βλέπει σαν ευθύνη.

Είτε είναι μια καριέρα μετά τη μεγάλη βράβευση, είτε μια κοινωνία και οι άνθρωποί της μετά την κατάρρευση, μετά την αλλαγή.

Κοιτώντας πίσω στη βράβευση στις Κάννες, τι θυμάσαι ακόμα πολύ έντονα από εκείνη την περίοδο;

Ήμουν τρομερά χαρούμενος και ανακουφισμένος επειδή ξέρεις πως μπορεί να περάσεις όλη τη ζωή σου γυρίζοντας ταινίες αλλά ποτέ να μην απολαύσεις αυτό το επίπεδο αναγνώρισης. Όταν πήγαμε στις Κάννες δεν ελπίζαμε σε κάτι, εξάλλου και μόνο που ήμασταν στο Διαγωνιστικό ήταν μια φανταστική διάκριση ήδη. Δεν συνέβη σε άλλον από τους σκηνοθέτες του νέου κύματος. Αλλά λίγο λίγο αρχίσαμε να πιστεύουμε πως μπορεί και να κερδίζαμε. Και δεν ήταν ένα συναίσθημα που είχε να κάνει απαραιτήτως με το βραβείο, αλλά μια αναγνώριση του πώς οι άνθρωποι αποδέχονταν την ταινία.

Περπατάγαμε στον δρόμο στις Κάννες και όλοι μας μιλούσαν τόσο θερμά για την ταινία, αν έλεγα σε κάποιον ότι ήμουν ο σκηνοθέτης η αντίδραση ήταν “wooow! εσύ έκανες αυτή την ταινία;;”. Και αυτό είναι το σημαντικότερο κομπλιμέντο που μπορείς να λάβεις. Δεν ξέρω αν είναι κάτι που μπορεί να σου τύχει ξανά. Γιατί μετά είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσεις με την επόμενη δουλειά σου. Μαθαίνεις πως το σινεμά έχει πολύ να κάνει με τα διάφορα στοιχεία που απλά ταιριάζουν απόλυτα κάποια στιγμή, και τα πράγματα πάνε τέλεια. Μπορεί να προετοιμάζεις όλες σου τις ταινίες με την ίδια υπομονή αλλά δεν συμβαίνει πάντα αυτή η επιτυχία.

Έχει να κάνει με την ιστορία, με το πλαίσιο της αφήγησης, με τη διάθεσή σου, με ένα σωρό πράγματα. Εκεί συνέβη. Άρεσε πολύ στον κόσμο και αυτό είναι μια αναγνώριση που σίγουρα σε βοηθάει. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα όλοι θα σε συνδέουν με αυτή την ταινία και τη βράβευση και επικυρώνεσαι κατά κάποιο τρόπο, δημιουργικά. Αλλά αυτό που επίσης ακολουθεί, είναι το μεγάλος βάρος του να έχεις τους πάντες να συγκρίνουν ό,τι άλλο κάνεις με εκείνο το φιλμ. Πρέπει μετά να αποδείξεις ξανά τον εαυτό σου, να δείξεις ότι μπορεί να παραμείνεις.

 

Ο Κριστιάν Μουντζίου, ευτυχώς, παραμένει. Εδώ.

*Το αριστούργημα “Πίσω από τους Λόφους” του Κριστιάν Μουντζίου προβάλλεται ήδη στις αίθουσες.