ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Μάιλς Ντέιβις: Μια σκοτεινή ιδιοφυΐα

57 χρόνια μετά την κυκλοφορία του εμβληματικού 'Kind of Blue', το ΟΝΕΜΑΝ σκιαγραφεί το προφίλ του ανθρώπου που άλλαξε τη μουσική όσες φορές το έκρινε σκόπιμο.

Μια γυναίκα πολιτικού (φημολογείται πως ήταν η γυναίκα του προέδρου), στο γεύμα που είχε παραθέσει ο πρόεδρος της Αμερικής, Ρίγκαν, στον Λευκό Οίκο σε διάφορες προσωπικότητες, τον ρώτησε: «Εσύ τι έχεις κάνει στη ζωή σου και είναι τόσο σημαντικό;». Εκείνος, με υπεροψία αλλά και ειλικρίνεια, απάντησε: «Έχω αλλάξει την μουσική πέντε με έξι φορές».

Μπήποπ, ορχηστρική τζαζ, χαρντ-μποπ, τζαζ-ροκ, κουλ τζαζ, φιούζον, αυτά και άλλα πολλά μουσικά ρεύματα της «μαύρης μουσικής», πέρασαν, παίχτηκαν και γιγαντώθηκαν από την θρυλική τρομπέτα του Μάιλς Ντέιβις. Όμως δεν ήταν μόνο η μουσική που πέρασε από τη ζωή του. Πέρασαν επίσης γυναίκες, πολλές και όμορφες, χρήματα, δόξα, δοκιμασίες, αλλά και ναρκωτικά. Ο «Νταλί της τζαζ», ήταν μία παράξενη προσωπικότητα, είχε -όπως οι περισσότερες ιδιοφυίες- περίπλοκο και εκρηκτικό χαρακτήρα, είχε μοναδικό στυλ. Από εκείνον πήγαζε μια σοβαρότητα που σε συνδυασμό με τη βραχνή φωνή του μπορούσε εύκολα να σου μεταφέρει φόβο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς του 20ου αιώνα, καθώς η κληρονομιά που άφησε πίσω του, επηρέασε και εξέλιξε τη μουσική του χθες και του σήμερα.

Τα πρώτα βήματα

Το 1944, οι Τσάρλι Πάρκερ και Ντίζυ Γκιλέσπι έπαιξαν στο St.Luis ως μέλη της μπάντας του Μπίλυ Εκστάιν. Όντας ήδη πολύ καλός σε αυτό που έκανε, ο 18χρονος τότε Μάιλς, πήρε τη θέση ενός από τους τρεις τρομπετίστες της μπάντας που αρρώστησε. Μετά από δύο βδομάδες, ανακοίνωσε στους γονείς του πως θα ακολουθήσει τη μπάντα στην περιοδία της, κάτι που τελικά δεν έγινε, αφού οι γονείς του ήταν αρνητικοί. Μπόρεσε όμως να πάρει τη συγκατάθεσή τους για να μεταβεί στη Νέα Υόρκη και να σπουδάσει κλασική μουσική στο φημισμένο Juilliard. Το 1944, απέκτησε και το πρώτο του παιδί, την Τσέρυλ, με την τότε κοπέλα του, Αϊρήν.

Η πόλη της Νέας Υόρκης ήταν φιλόξενη για τους νέους μουσικούς και ο Ντέιβις εξέλιξε το ταλέντο του παίζοντας σε διάφορα μαγαζιά. Γνώρισε τη γενιά των μπίτνικ, έζησε και μίλησε μαζί τους. Ένα χρόνο αργότερα, το 1945, έκανε το δισκογραφικό του ντεμπούτο, παίζοντας για τον τραγουδιστή της μπλουζ, Ράμπερλεγκς Γουίλιαμς. Ο ίδιος, βέβαια, μετά από πολλά χρόνια, δήλωσε πως θέλει να ξεχάσει αυτόν το δίσκο. Τον ίδιο καιρό, ήταν συγκάτοικος με τον Τσάρλι Πάρκερ, αφήνοντας τη σχολή και παίζοντας για του κουιντέτο του Bird. Το 1945, χαρακτηρίζεται ως χρονιά-καμπή για τον Ντέιβις, αφού πέρα από την μουσική του εξέλιξη και αναγνώριση από το κοινό, άρχισε να καταναλώνει αλκοόλ και να καπνίζει. Το 1947, ανακυρήχθηκε από το περιοδικό Esquire ως ο καλύτερος νεαρός τρομπετίστας.

Η σχέση αγάπης και μίσους με τον Τσάρλι Πάρκερ

«Ήταν ο μεγαλύτερος άλτο σαξοφωνίστας που υπήρξε ποτέ. Τέλος πάντων, έτσι ήταν ο Bird – σπουδαίος και μεγαλοφυής μουσικός, αλλά ρε παιδάκι μου, ο πιο λεχρίτης και ο πιο άπληστος κερατάς που πέρασε ποτέ από τον πλανήτη, ή τουλάχιστον που γνώρισα εγώ». Με αυτά τα λόγια στην αυτοβιογραφία του, ο Μάιλς ρίχνει φως στην περίεργη σχέση που είχε με τον Τσάρλι Πάρκερ, τον μέντορά του και φίλο για αρκετά χρόνια, χωρίς όμως να παραγνωρίζει τη βοήθεια και την συμβολή του Πάρκερ στην εξέλιξή του, λέγοντας αρκετές φορές, πως οι Bird και Ντίζυ Γκιλέσπι, ήταν οι σημαντικότερες επιρροές και οι μεγαλύτεροι δάσκαλοί του.

Η γνωριμία με την ηρωίνη και η εξάρτηση

Η πρώτη επαφή του Μάιλς Ντέιβις με τα ναρκωτικά ήταν το καλοκαίρι του 1946, όταν ο ντράμερ της ορχήστρας του Μπίλυ Εκστάιν που τότε συμμετείχε, του πρόσφερε κοκαΐνη. Κατά την διάρκεια της περιοδίας δοκίμασε επίσης και ηρωίνη, κάτι που θα μετάνιωνε για το υπόλοιπο της ζωής του, λέγοντας πως ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματά του. Στα τέλη του 1949, σε μια περιοδεία του στο Παρίσι, ερωτεύεται την Ζυλιέτ Γκρεκό. Η επιστροφή στην Αμερική, ο χωρισμός τους, αλλά και οι κριτικοί που πίστωναν την επιτυχία της κουλ τζαζ στους συνεργάτες του και όχι σε εκείνον, τον ώθησαν στην ηρωίνη, αυτή τη φορά για τα καλά. Στις συναυλίες του, οι επιπτώσεις έγιναν εμφανείς. Πολλές φορές δεν μπορούσε ούτε να κρατήσει την τρομπέτα του. Προσπαθώντας να ξεπεράσει τον εθισμό του, κλειδώθηκε στο πατρικό του για ημέρες, ενώ απέφευγε να δίνει συναυλίες στη Νέα Υόρκη.

Στα είκοσι πέντε του χρόνια πλέον και με δύο παιδιά, ο Ντέιβις πάλευε με τον κακό του δαίμονα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η περίοδος αυτή δεν ήταν δημιουργική. Έπαιξε πλάι στον Αρτ Μπλέικι και Σόνι Ρόλινς, βάζοντας τις βάσεις για τη χαρντ μποπ, ενώ γνωρίστηκε με τον Τζον Κολτρέιν. Μαζί με τον Train και άλλους εξαίσιους μουσικούς, θα ηχογραφήσουν το 1956 τους δίσκους Relaxin With Τhe Μiles Davis Quintet, Steamin With Τhe Μiles Davis Quintet, Workin With Τhe Μiles Davis Quintet και Cookin With Τhe Μiles Davis Quintet. Το κουιντετο αυτό, θεωρείται αν όχι το καλύτερο, ένα από τα κορυφαία στην ιστορία της τζαζ.

Οι δίσκοι που άλλαξαν τη μουσική

Λένε, πως οι παλαιότεροι θυμούνται την πρώτη φορά που άκουσαν κάποιο δίσκο του Ντέιβις, όπως θυμούνται τις δολοφονίες των Κένεντυ και Λένον. Ήταν, δηλαδή, μια ιστορική στιγμή για εκείνους. Στους δίσκους The Birth of the Cool (1949/50), Kind of Blue (1959), Sketches of Spain (1960), Bitches Brew (1970), Pangaea (1975) και Tutu (βραβείο Grammy 1987), μπορεί εύκολα κάποιος να καταλάβει για ποιο λόγο, ο τρομπετίστας από το St.Luis, συγκέντρωσε και εξακολουθεί να συγκεντρώνει τον θαυμασμό κάθε μουσικόφιλου. Μέσα από αυτούς τους δίσκους, καταλαβαίνει κανείς τις πρωτοποριακές ιδέες του Μάιλς Ντέιβις, πως έκανε τη μοντέρνα τζαζ, την ευρωπαϊκή κλασική μουσική, τη φανκ, τη σκληρή ροκ όπως του Τζίμι Χέντριξ (ο σύντομος θάνατός του δεν επέτρεψε στους δύο να συνεργαστούν) να γίνουν ένα.

Kind of Blue

 

Είναι ο πρώτος σε πωλήσεις τζαζ δίσκος, ενώ στο μουσικό περιοδικό Rolling Stone, κατατάσσεται στη 12η θέση με τους καλύτερους δίσκους όλων των εποχών. Αν κάποιος σέβεται τη συλλογή του, το Kind of Βlue πρέπει να βρίσκεται σε αυτή. Είναι ο δίσκος που όχι μόνο άλλαξε τον τρόπο που έβλεπαν κάποιοι την τζαζ, αλλά άλλαξε την μουσική γενικότερα. Το Kind of Blue, με πάνω από 4εκ. αντίτυπα, είναι ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά δημιουργήματα του 20ου αιώνα. Ηχούσε διαφορετικά από την γνωστή τζαζ εκείνη την εποχή. Ο Ντέιβις ήταν η ιδιοφυία, ενώ οι Έβανς, Κολτρέιν και Άντερεϊ ήταν ανάμεσα στους καλύτερους μουσικούς εκείνης της εποχής. Όλοι τους δημιουργούσαν ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς και το σημαντικότερο είναι πως δέχθηκαν την πρόκληση να πάνε αντίθετα από το τότε μουσικό ρεύμα της τζαζ, τη μπημποπ. Το κατάφεραν και μάλιστα με πανηγυρικό τρόπο αφού από το πρώτο μόλις κομμάτι του δίσκου, το So What, το ελεύθερο και ρυθμικό στυλ είναι φανερό. Ένας ακόμα λόγος που κάνει το Kind of Blue τόσο σημαντικό, είναι πως δεν υπήρξε συνέχεια. Λίγο μετά τις ηχογραφήσεις, η μπάντα διαλύθηκε. O Άντερλεϊ αποφάσισε να να ασχοληθεί εκ νέου με το να παίζει γκοσπελ, ο Έβανς σχημάτισε το δικό του πιάνο τριο και ο Κολτρέιν ακολούθησε τον δικό του δρόμο, όπως και ο Ντέιβις.

Η ροκ πλευρά του

Ο δίσκος Miles in the Sky που κυκλοφόρησε το 1968, ήταν η γνωριμία του κοινού με την φιούζον και τζαζ-ροκ. Ένας μουσικός σαν τον Ντέιβις δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά από τον ροκ ήχο εκείνης της εποχής, αντίθετα, ήταν ένας από αυτούς που τον καθόρισε. Ακολούθησε το Filles de Kilimanjaro, το ιστορικό In a Silent Way με περισσότερο ψυχεδελικό ήχο, για να έρθει το απίστευτα πρωτοποριακό Bitches Brew. Πως κατάφερε ο Μάιλς να βγάλει αυτό το αποτέλεσμα; Με τον πιο απλό τρόπο. Άφησε τους μουσικούς και τον εαυτό του να αυτοσχεδιάσουν.

Ο στυλάτος Μάιλς Ντέιβις

«Η μητέρα μου φορούσε γούνες και διαμάντια, ντυνόταν πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας. Ήταν πάντα ντυμένη στην τρίχα. Της έμοιασα όχι μόνο στην εμφάνιση αλλά και στην αγάπη της για τα ρούχα και το καλό γούστο». Αν σας μοιάζει περίεργο πως η μητέρα του Ντέιβις φορούσε διαμάντια εκείνη την δύσκολη εποχή για τους έγχρωμους, είναι γιατί τόσο αυτή όσο και ο πατέρας του, κατάγονταν από ευκατάστατη οικογένεια. Από μικρή ηλικία, ο πατέρας του του αγόραζε όμορφα κοστούμια, ενώ όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, η μόδα άνθιζε και άλλαζε συνεχώς. Με την πάροδο του χρόνου, ο «Πρίγκιπας του Σκότους», μόνο σκοτεινός δεν ήταν, αφού τα πολύχρωμα και εκκεντρικά ρούχα του έλαμπαν πάνω στη σκηνή. Πριν το Birth of the Cool, προτιμούσε κοστούμια Brooks Brothrers, στη συνέχεια ακολούθησε ένα πιο ευρωπαϊκό στύλ, με τα ιταλικά κοστούμια να έχουν την τιμητική τους. Τη δεκαετία του 1970, ο Ντέιβις είχε συνδυάσει άψογα τη μουσική της φανκ με το ντύσιμό του. Ήταν από τους λίγους που μπορούσαν να φορέσουν τεράστια γυαλιά, μωβ παντελόνια και περίεργες ζακέτες χωρίς να γελοποιηθούν. Όπως έλεγε ο ίδιος. άλλωστε: «για μένα η ζωή και η μουσική, έχουν να κάνουν με το στυλ».

Οι γυναίκες της ζωής του

Παντρεύτηκε και χώρισε τρεις φορές. Η πρώτη του γυναίκα ήταν η Φράνσις Τέιλορ (χορεύτρια), στη συνέχεια η Μπέτι Μάμπρι (τραγουδίστρια) και Σίσελι Τάισον (ηθοποιός). Με την Αϊρήν δεν παντρεύτηκε ποτέ. Απέκτησε τρεις γιούς και μία κόρη. Στα αμέτρητα άρθρα που μπορεί κάποιος να διαβάσει στο διαδίκτυο για τον Ντέιβις, δε γίνεται συχνή αναφορά στη βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να κρατήσουν στην αφάνεια αυτό το μελανό σημείο της προσωπικής του ζωής. H πρώτη του γυναίκα, Φράνσις, σε συνέντευξή της είχε δηλώσει: «Έφυγα τρέχοντας για τη ζωή μου αρκετές φορές». Ο Μάιλς, υπήρξε ρομαντικός μόνο στα πρώτα χρόνια της ζωής του και στη συνέχεια μόνο στις εξαιρετικές του μπαλάντες. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την προσωπική του ζωή με δύο κομμάτια. Το πρώτο, είναι το γλυκό και όμορφο κομμάτι σαν το Blue in Green που εμφανίζει τον σεβασμό και την αγάπη του απέναντι στις γυναίκες. Το δεύτερο, το Bitches Brew, που εμφανίζει την σκληρή και επιθετική του συμπεριφορά απέναντι σε αυτές.

Το ατύχημα και η μετριότητα

​Το 1972, σε ατύχημα που είχε με το αυτοκίνητό του, έσπασε και τα δύο του πόδια. Αυτή ήταν η αρχή μιας στείρας -από δημιουργικής πλευράς- περιόδου, με τον Ντέιβις να κινείται στη μετριότητα. Βασίστηκε πάνω στο Bitches Brew και κάθε του δίσκος ήταν επηρεασμένος από αυτόν, χωρίς όμως το τελικό αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερο. Με τους πόνους στο γοφό να τον ταλαιπωρούν, έμεινε μακριά από τη μουσική για πέντε ολόκληρα χρόνια. Το 1981, παντρεμένος με την Σίσελι Τάισον πλέον, επιστρέφει στις ηχογραφήσεις. Το The Man with the Horn, ήταν η μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία μετά το Bitches Brew, με τους λάτρεις της μουσικής του, ωστόσο, να εκφράζουν τα παράπονά τους, λέγοντας  πως ο Μάιλς έχει επηρεαστεί αρνητικά από τον ποπ ήχο της εποχής. Στη συνέχεια έκανε πειραματισμούς με τη χιπ-χοπ μουσική έχοντας πάντα απέναντί του τους κριτικούς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που Ντέιβις δήλωνε ανοικτά την αντιπάθειά του γι’αυτούς. Η απάντηση ήρθε το 1986, με τον δίσκο Τutu. Η τρομπέτα του ήταν το μόνο «ζωντανό» όργανο σε αυτές τις ηχογραφήσεις, δείχνοντας σε όλους πως όταν ήθελε να κάνει κάνει κάτι καλό, απλά το έκανε.

 

Τα πολλά πρόσωπα του Μάιλς

Πέρα από την αγάπη του για τη μουσική, ο Μάιλς Ντέιβις είχε αδυναμία στο μποξ, ενώ δεν έκρυψε ποτέ πως η ασχολία του με αυτό, τον βοήθησε να ξεπεράσει τον εθισμό του με τα ναρκωτικά. O δίσκος A Tribute to Jack Johnson, είναι αφιερωμένος στον πυγμάχο, Τζακ Τζόνσον, άνθρωπο που ο Ντέιβις θαύμαζε. Επίσης, στον ελεύθερό του χρόνο, έπαιζε μπάσκετ και σε ένα σπάνιο βίντεο, εμφανίζεται μαζί με τον Τζον Λένον να σουτάρουν βολές. Προς στο τέλος της ζωής του, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, κυκλοφόρησαν βιβλία με τα έργα του, ενώ κάποια από αυτά εμφανίστηκαν στα εξώφυλλα των δίσκων του. Εμφανίστηκε στο Miami Vice, στην ταινία Dingo και έκανε διαφημίσεις για τον ραδιοφωνικό σταθμό New York jazz station.

1991: H τρομπέτα σίγησε

Αναπνευστική ανεπάρκεια, πνευμονία και εγκεφαλικό. Αυτά τα τρία μαζί, κέρδισαν σε μια άνιση μάχη τον Μάιλς Ντέιβις στις 28 Σεπτεμβρίου του 1991. Ήταν μόλις εξήντα πέντε ετών. Φυσικά, είχε προνοήσει, αφήνοντας πίσω του μια σειρά από δίσκους που είναι ικανοί να μεγαλώσουν μουσικά ολόκληρες γενιές. Ο πρωτοποριακός του ήχος και η κληρονομιά του, κρατούν ακόμα τη μουσική της τζαζ ζωντανή, ακόμα και αν δε βρίσκεται πλέον πάνω στη σκηνή ή στο στούντιο συνθέτοντας μαζί με τον Γκιλ Έβανς. Ο «Πρίγκιπας του Σκότους», αποφάσισε να κατεβάσει την τρομπέτα του και να αποχωρήσει σιωπηλός, όπως πάντα. Γιατί ποτέ δεν του άρεσε να μιλά πολύ, ούτε επεδίωξε παραπάνω φήμη από αυτή που του αναλογούσε. Ήξερε καλά τι είχε πετύχει και δεν χρειαζόταν κανένα περιοδικό να το επιβεβαιώσει. Δεν είναι θρύλος, δεν του άρεσε αυτός ο χαρακτηρισμός, γιατί όπως ο ίδιος θα έλεγε:  «Ξέρω τι έχω κάνει για τη μουσική, όμως μην με αποκαλείται θρύλο, πείτε με απλά Μάιλς Ντέιβις».

Η τελευταία παράσταση: