ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μέσα στο σουρεάλ, πολυσχιδές και αεικίνητο σύμπαν του Άγγελου Παπαδημητρίου

Γλύπτης, ζωγράφος και μετά τα 40, ηθοποιός και τραγουδιστής. Ένας καλλιτέχνης πολυσχιδής και αεικίνητος που δε φοβήθηκε ποτέ τις μεταβάσεις - μόνο το να πολλαπλασιάζει το κακό. Όπου το βρει, το κόβει από τη ρίζα.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

«Γίνε πρώτα εσύ καλά και θα τα πούμε», μου λέει ο Άγγελος Παπαδημητρίου από την άλλη μεριά του ακουστικού, ενώ του προτείνω να κάνουμε τη συνέντευξη τηλεφωνικά, λόγω κορονοϊού (δύο χρόνια μετά, έπεσε και το δικό μου κάστρο για πρώτη φορά).

Επιμένει όμως να βρεθούμε από κοντά. Πρώτον, γιατί είναι ένας άνθρωπος έξω καρδιά, που του αρέσουν οι συναντήσεις και δεύτερον, γιατί τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση στον θείο μου, με τον οποίο έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν (σ.σ. τον Τάκη Φαραζή, πιανίστα και συνθέτη) και ήθελε να γνωρίσει δια ζώσης την ανιψιά του («να δω βρε παιδί μου, πώς είναι το πρόσωπό σου»). 

Δέκα μέρες λοιπόν μετά, ένα αρνητικό rapid test (δικό μου) και ένα ταξίδι αστραπή στη Θεσσαλονίκη (δικό του) αργότερα, συναντηθήκαμε με τον Άγγελο Παπαδημητρίου, αυτόν τον πολυσχιδή υπηρέτη της Τέχνης -γλύπτης, ζωγράφος και μετά τα 40, ηθοποιός και τραγουδιστής-, αυτόν τον άνθρωπο με την απύθμενη θετική ενέργεια, στο διαμέρισμά του στη Νεάπολη Εξαρχείων. 

Εκεί, όπου ζει με μία γάτα και με 11 καναρίνια. 

Εκεί, όπου μιλήσαμε για το Dodo, τη νέα ταινία του Πάνου Κούτρα στην οποία συμμετέχει και προβάλλεται αυτή την περίοδο στις αίθουσες, τη ζωή μέσα στην Τέχνη, την οικογένεια που τον μεγάλωσε και τον άφησε ελεύθερο να ξεδιπλώσει τα ταλέντα του, τη μοναξιά που δεν έχει γνωρίσει, το κακό που όταν προσπαθεί να ριζώσει μέσα του, θα βρίσκει πάντα μάρμαρο.

Το Dodo και η ευτυχής, δεύτερη συνάντηση με τον Πάνο Κούτρα

«Ο Πάνος Κούτρας κάνει σινεμά τα εσώψυχά του»

Το 2014, ο Άγγελος Παπαδημητρίου έπαιξε για πρώτη φορά σε ταινία του Πάνου Κούτρα. Βασικά, ήταν η πρώτη φορά που εμφανιζόταν στον κινηματογράφο. Ήταν ένας από τους ηθοποιούς του πολυβραβευμένου Xenia. Για την ερμηνεία του μάλιστα κέρδισε το βραβείο β’ ανδρικού ρόλου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ μαζί με το καστ της ταινίας ταξίδεψε στο Φεστιβάλ των Καννών. 

Φέτος, όχι μόνο συνεργάστηκε ξανά μαζί του στην τελευταία του ταινία, το Dodo, αλλά βρέθηκαν και πάλι παρέα στην Κρουαζέτ. «Είχα πάρει την πρώτη κρυάδα πριν από οκτώ χρόνια, οπότε τώρα μου φάνηκε μία διεκπεραιωτική διαδικασία. Φάγαμε ωραία, ντυθήκαμε ωραία, είδαμε ωραίο κόσμο, αλλά να σου πω και κάτι: για τους Γάλλους όλη αυτή η πολυτέλεια με την οποία έχει συνδέσει όλος ο υπόλοιπος κόσμος τις Κάννες είναι σε παρακμή.

Από εκεί και πέρα, όσον αφορά το κομμάτι της δουλειάς μας, δε θα ξεχάσω ποτέ ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ παρουσίασε τον Πάνο ως auteur, όχι απλά ως σκηνοθέτη. Γι’ αυτό και είμαι σίγουρος ότι αν δε σταματούσαμε τα γυρίσματα τρεις φορές λόγω πανδημίας και προλαβαίναμε να μπούμε στο διαγωνιστικό τμήμα, o Πάνος και το Dodo θα είχαν βραβευτεί (σ.σ. το Dodo έκανε πρεμιέρα στο επίσημο πρόγραμμα των Καννών)». 

Αφού ξεκίνησε τις κινηματογραφικές του πτήσεις από τη Γαλλική Ριβιέρα, το Dodo προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και προσγειώθηκε πρόσφατα στις αίθουσες, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. 

Η υπόθεση του διαδραματίζεται μέσα σε ένα 24ωρο στην πολυτελή κατοικία μίας μεγαλοαστής οικογένειας στην Αθήνα. Κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ένα παράξενο πουλί που έχει εξαφανιστεί από τον πλανήτη και εμφανίζεται ξαφνικά στο κτήμα της οικογένειας κατά τη διάρκεια των γαμήλιων προετοιμασιών της μοναχοκόρης, που παντρεύεται έναν πλούσιο κληρονόμο, για να γλιτώσει από την οικονομική καταστροφή. 

Όταν το άκακο και φοβισμένο Ντόντο αισθανθεί παγιδευμένο, τα όρια ανάμεσα στη λογική και την τρέλα θα δοκιμαστούν και η κατάσταση θα βγει σύντομα εκτός ελέγχου.

«Σε αυτή την αλληγορική ιστορία, παρακολουθούμε την εποχή μας, την έλλειψη αγάπης και τη σωτηρία της ψυχής και της ύπαρξής μας μέσα από αυτήν. Πάνω απ’ όλα όμως, παρακολουθούμε τον υψηλό κινηματογράφο του Πάνου Κούτρα. 

Ο Πάνος δεν κάνει ελληνικό, αλλά ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Δε φτιάχνει ταινίες για τις ζωές των άλλων. Διηγείται τις σκέψεις, τη δική του ζωή και εκεί, κρύβεται η ειλικρίνειά του. Είναι σύγχρονος και ζωντανός, μιλώντας κάθε φορά για τα καλά και τα άσχημα της εποχής μας. Κάνει σινεμά τα εσώψυχά του. Αυτή είναι η πρωτοτυπία και η επιτυχία του.

Έχει και μία ακόμα ιδιαιτερότητα. Διαλέγει τους ηθοποιούς του, αφού έχει κάνει μία ασύλληπτη έρευνα. Είναι σαν να φτιάχνει φακέλους με τα γούστα, τα προτερήματα, τα ελαττώματά μας. Θέλει να γνωρίζει τον ηθοποιό για να τον συνδέσει με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και αλήθεια με τον ρόλο». 

Ο ρόλος του Άγγελου Παπαδημητρίου στο Dodo, δεν είναι το Ντόντο. «Αμέ, γιατί να μην μπορώ;», λέει γελώντας όταν του αναφέρω ότι άνετα θα μπορούσα να τον δω να παίζει αυτό το εξωτικό, πανέμορφο, εξαφανισμένο πτηνό. «Υποδύομαι έναν ήρωα που έχει πολύ γούστο. Είναι ένας 65άρης ομοφυλόφιλος καλλιτέχνης του μουσικού θεάτρου στη δύση της καριέρας του, που λειτουργεί καταλυτικά για την εξέλιξη της ιστορίας. Είναι επίσης γκαφατζής, εξαιτίας του δηλαδή εμφανίζεται το Ντόντο».

Ο συγκεκριμένος ήρωας είναι ο μοναδικός στην ταινία που έχει το ίδιο όνομα με τον ηθοποιό που τον ζωντανεύει στην οθόνη. «Με ρώτησε ο Πάνος αν είμαι σύμφωνος να τον βαφτίσουμε Άγγελο, γιατί τον ένιωθε πολύ δικό μου ρόλο και φυσικά, δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό».

Του αναφέρω ότι σε πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε ο Πάνος Κούτρας στο OneMan εξήγησε ότι αν και η πανδημία ήταν καταστροφική για τα γυρίσματα -όπως προαναφέραμε σταμάτησαν αναγκαστικά τρεις φορές-, ήταν μία ευτυχής συγκυρία γιατί του έδωσε την ευκαιρία να συγκεντρώσει ένα πολυπληθές καστ 15 ηθοποιών, αλλά κυρίως όλα αυτά τα σπουδαία ονόματα σε μία ταινία. «Πράγματι, έτσι έγινε, όπως τα λέει ο Πάνος. Αυτό ένιωσα και εγώ και παρά τις δυσκολίες, δεν ήθελα να τελειώσουμε τα γυρίσματα γιατί τα απολάμβανα τόσο πολύ.

Θυμάμαι ήταν Μάιος του 2021, είχε φοβερό κρύο έξω για την εποχή και εμείς ήμασταν κουκουλωμένοι στο κτήμα Νάσιουτζικ (σ.σ. εκεί, γυρίστηκε το Dodo), που η υγρασία ήταν στα ύψη. Περιμέναμε να ξεκινήσει το γύρισμα και ο Πάνος μου είπε κάποια στιγμή, “Καλά εσύ δε θα διαμαρτυρηθείς ποτέ;”. Κρύωνα τόσο πολύ, είμαι και κάποιας ηλικίας ε, μην το ξεχνάμε, ήμουν ο μεγαλύτερος από όλους εκεί πέρα, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η χαρά μου, που θα μπορούσα να πεθάνω πάνω στο καθήκον».

«Σαν ένας καθρέφτης είναι η τέχνη και αντανακλά εμένα»

O Άγγελος Παπαδημητρίου είναι από αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις καλλιτεχνών που ενώ ξεκίνησε από τον χώρο της εικαστικής τέχνης (σπούδασε γραφικές τέχνες στη Σχολή Βακαλό), που φέρει πάντα στο μυαλό των περισσότερων ένα ειδικό βάρος, βρέθηκε ξαφνικά στα 40 του στη σκηνή να κάνει θέατρο και μιούζικαλ (σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Κατσέλη), να παίζει στο ΚΘΒΕ, το Εθνικό και στην Επίδαυρο, αλλά και στη μεγάλη οθόνη να κάνει σινεμά, ακόμα και στην τηλεόραση να πρωταγωνιστεί σε σίριαλ και να συμμετέχει σε τηλεπαιχνίδι.

«Προσωπικά δεν είχα και δεν έχω τέτοια κολλήματα. Οι γύρω μου βέβαια, οι φίλοι μου μού έλεγαν “μα πού πας να μπλέξεις τώρα με την ηθοποιία, εσύ είσαι γλύπτης, εικαστικός”». Εκείνος όμως ακολουθούσε πάντα τον δικό του δρόμο και δε φοβήθηκε ποτέ τις μεταβάσεις, όσο δύσκολες κι αν ήταν. 

Μου εξηγεί ότι αντιλαμβάνεται την τέχνη σαν έναν καθρέφτη που αντανακλά τον εαυτό του και όλες τις πλευρές του: τον γλύπτη, τον ζωγράφο, τον ηθοποιό, τον τραγουδιστή. «Άλλοι είναι τρανς στο φύλο, εγώ είμαι ένας τρανς της Τέχνης».

Αν και πολυσχιδής, ο Άγγελος Παπαδημητρίου κατάφερε να αφήσει το στίγμα του με ό,τι καταπιάστηκε. Ως εικαστικός έφτασε το 1993 μέχρι την Μπιενάλε της Βενετίας, εκπροσωπώντας με τα γλυπτά του την Ελλάδα. Ως ηθοποιός του θεάτρου τιμήθηκε για την ερμηνεία του στη μουσικοθεατρική παράσταση Αναζητώντας τον Αττίκ και στον κινηματογράφο από την Ακαδημία Κινηματογράφου για τον ρόλο του στο Xenia του Πάνου Κούτρα. 

Τύχη; Δουλειά; Ταλέντο; «Νιώθω τυχερός, αλλά σίγουρα η τύχη δεν αρκεί για να δείξεις ποιος είσαι, τι μπορείς να κάνεις και τι αξίζεις, να το δουν οι γύρω σου και να σε αναγνωρίσουν. Είναι ένας συνδυασμός πραγμάτων. Ήμουν και άνετος γενικά, είχα θάρρος και θράσος και προχωρούσα στη ζωή και στην Τέχνη χωρίς να πολυσκέφτομαι τα πράγματα».

Κάπως έτσι, βρέθηκε και στην τηλεόραση, να παίζει το 2002 στη σειρά των Αλέξανδρου Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου, Οι Στάβλοι της Εριέτας Ζαΐμη στον AΝΤ1 και δύο χρόνια μετά, να κρατά τον ρόλο του Σοφού στο τηλεπαιχνίδι, Fort Boyard του Star Channel. «Έτυχε την ημέρα που είχε έρθει στο κανάλι η επιτροπή από τη Γαλλία για να συζητήσει την ελληνική εκδοχή του σόου να βρίσκομαι εκεί για άλλον λόγο. Με πέτυχε ένας απ’ αυτούς λοιπόν σε κάποιον διάδρομο και με τσίμπησε κατευθείαν. Το Fort Boyard ήταν από τις πιο εντυπωσιακές εμπειρίες της ζωής μου».

Δεν τον ενοχλεί καθόλου που η πλειοψηφία του κόσμου τον αναγνωρίζει από τις δύο αυτές τηλεοπτικές του δουλειές. «Δε με απασχολούν τέτοια θέματα. Εξάλλου ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα το αγαπώ και νιώθω υπερήφανος. Ήταν αξιοπρεπείς δουλειές και τις υπηρέτησα με σεβασμό».

Γιατί άραγε, τα τελευταία χρόνια, που η ελληνική μυθοπλασία ανθεί, δεν έχει επιστρέψει στη μικρή οθόνη; «Μου αρέσει που βλέπω όλη αυτή τη φόρα που έχουν πάρει οι ελληνικές σειρές κι ενώ μου έχουν γίνει προτάσεις κατά καιρούς, έχω αρνηθεί. Δε θέλω, δε με ευχαριστεί τώρα να το κάνω. Θα το έκανα μόνο για βιοποριστικούς λόγους».

Αν και έχει κάποιους ανθρώπους, που τους θεωρεί ορόσημα για την καλλιτεχνική του πορεία -την Ελένη Βακαλό, την Τζούλια Δημακοπούλου της γκαλερί των Νέων Μορφών, τον εικαστικό Γιώργο Μαυροϊδή, τον Νίκο Καραθάνο, τον Πάνο Κούτρα-, χαρακτηρίζει ως τον μεγαλύτερό του δάσκαλο τη δασκάλα που είχε στο Δημοτικό Σχολείο στο Κιάτο, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. 

«Η Λουίζα Μπάσδελη με το όνομα. Αυτή με ξεχώρισε, μου έδωσε ώθηση, κίνητρο και έμπνευση και με έκανε να βγω από το καβούκι μου, να νιώσω ασφαλής και να ξεδιπλώσω από παιδάκι το ταλέντο μου στη ζωγραφική, τη γλυπτική, το τραγούδι, το θέατρο, έχοντας δίπλα μου σε κάθε βήμα την οικογένεια μου». 

Μεγαλώνοντας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον αγάπης και ελευθερίας

Δε χρειάζεται να ανοίξει το στόμα του για να εκφραστεί. Τον έχω απέναντί μου και μιλάει με τα μάτια, το βλέμμα του, τις κινήσεις των χεριών και του σώματός του. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου έχει μία θεατρικότητα στον τρόπο που επικοινωνεί και συμπεριφέρεται.

«Την κληρονόμησα από τους γονείς μου. Δεν είχαν καμία σχέση με τον καλλιτεχνικό χώρο. Ήταν σταφιδέμποροι, είχαν εργοστάσιο στο Κιάτο, αλλά αγαπούσαν πολύ τις τέχνες, ήταν καλλιεργημένοι, εύχαρεις, είχαν ωραίο λόγο, ήταν κομψοί. Θεωρώ ότι πήρα κάτι από τον αέρα τους».

Μεγάλωσε, όπως χαρακτηριστικά μου λέει, σε ένα περιβάλλον ομορφιάς, αγάπης, καλοσύνης, προσοχής και ελευθερίας. «Είχαν μεγάλη ανοχή και δε με περιόρισαν ποτέ, παρά τις ανησυχίες τους. Το άγχος τους ήταν να μην αποτύχω, να μην πεθάνω στην ψάθα. Ευτυχώς, πρόλαβαν να με δουν να τα καταφέρνω και αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου». 

Μεγάλωσε επίσης και σε ένα οικογενειακό περιβάλλον ευμάρειας, μέχρι που το 1967, η οικογένειά του καταστράφηκε. Μετακόμισαν από το Κιάτο στη Στυλίδα και δύο χρόνια μετά, εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Αθήνα. 

«Στην Αθήνα, υπήρχε πάντα σπίτι, στην οδό Σπετσών 12 στην Κυψέλη. Θυμάμαι κάθε Δευτέρα, φεύγαμε από το Κιάτο με τη μητέρα και τον μικρότερο αδερφό μου και ερχόμασταν στην Αθήνα για να δούμε ταινίες στο Σινεάκ, αλλά και θέατρο. Οι γονείς μας ήθελαν να έχουμε επαφή με τον πολιτισμό. Αυτοί με έκαναν τον καλλιτέχνη που έχεις σήμερα απέναντί σου».

Ο μικρότερος αδερφός του δεν ακολούθησε τον δικό του δρόμο. «Έγινε άλλου είδους καλλιτέχνης. Μαθηματικός. Σήμερα, είμαστε και οι δύο συνταξιούχοι. Μου έχει χαρίσει και έναν υπέροχο ανιψιό, που τον έχω βαφτίσει και σπουδάζει στο Πολυτεχνείο».

«Δε γνωρίζω τι σημαίνει μοναξιά»

Με τον ζωγράφο και καλό του φίλο, Τάσο Παυλόπουλο, που τον πετύχαμε τυχαία κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, το κινητό και το σταθερό του τηλέφωνο, χτυπούν συχνά. Όλο και κάποιος φίλος/φίλη τον καλεί για να του πει εντυπώσεις από το Dodo, να κανονίσουν πώς θα περάσουν το βράδυ, απλά για να πουν τα νέα τους.

Εκτός από την τέχνη,  έχει βρει την αγάπη στους φίλους του («Είχα την ευλογία να περιβάλλομαι πάντα από καλούς και αγαπημένους φίλους, όλων των ηλικιών, εντός και εκτός καλλιτεχνικού χώρου») στον άνθρωπό του, την ασπρόμαυρη φουντωτή Μίκρα και τους νέους τους συγκατοίκους, τα 11 καναρίνια.   

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου μένει εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες σε ένα διαμέρισμα, που αγόρασε από την ηθοποιό Όλια Λαζαρίδου. Αν και τα περισσότερα χρόνια έχει ζήσει μόνος του, δε θα επέστρεφε ποτέ στη ζωή του πριν τα κατοικίδια. 

«Στο πατρικό μου τα ζώα ήταν απαγορευμένα. Ούτε σκύλο είχαμε ποτέ, ούτε γάτα. Εκείνες τις εποχές ήταν ταυτισμένα με ασθένειες και οι γονείς μου δεν τα ήθελαν μέσα στο σπίτι. Αχ, αν ήξεραν πώς αλλάζει η ζωή σου με τα ζώα!

Με τη Μίκρα ζούμε μαζί κοντά στα δέκα χρόνια. Την είχα βρει μωρό, με τα δύο αδερφάκια της μέσα στη μηχανή ενός Nissan Micra (εξού και το όνομα) καθώς επέστρεφα από έξοδο με τη Μελίνα Τανάγρη. Είχαν χωθεί εκεί για να ζεσταθούν. Τα σώσαμε, τα πήρα σπίτι, υιοθετήθηκαν τα δύο που ήταν αρσενικά και εγώ κράτησα το κοριτσάκι μου, τη Μίκρα. Είναι μία σταρ. Η πιο όμορφη γάτα στον κόσμο. Ο άνθρωπος μου».

Με τη Μίκρα να μου δείχνει ότι θέλει να έρθει κοντά μου, αλλά την ίδια στιγμή να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται, ο Άγγελος Παπαδημητρίου με καλεί να βγούμε στο μπαλκόνι. «Έλα να δεις του νέους μου συγκατοίκους».

Πριν από μερικούς μήνες, του ήρθε η επιθυμία να πάρει ένα καναρίνι. Τελικά, κατέληξε με έντεκα (το καθένα έχει το κλουβί του και το όνομά του γραμμένο πάνω σε αυτό με μαρκαδόρο για να τα ξεχωρίζει). 

Επιστρέφοντας στο σαλόνι, τον ρωτώ αν υπάρχουν στιγμές έντονης μοναξιάς. «Όχι, δε γνωρίζω τι σημαίνει μοναξιά. Ίσως, γιατί τα ‘χω καλά με τον εαυτό μου. Τα έχω βρει με εμένα». Πώς; «Δεν ασχολήθηκα ποτέ πολύ με τον εαυτό μου. Φρόντιζα να ασχολούμαι περισσότερο με τους άλλους». 

Σε μια εποχή, που όπως λέει χαρακτηριστικά, «η αγάπη εξατμίζεται και ο κόσμος διψάει για μεσαίωνα», ο ίδιος επιλέγει να μην πολλαπλασιάζει το κακό. «Φυσικά και κάνω σκοτεινές σκέψεις. Όλοι κάνουμε. Ζούμε στην πιο απελπιστική στιγμή της ιστορίας, όχι μόνο εμείς, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.

Προσωπικά, έχω επιλέξει να μην τις εκφράζω, να μην μοιράζομαι το κακό, να μην μπαίνω σε διάλογο για αυτό για να μην το πολλαπλασιάζω. Θέλω να το κόβω από τη ρίζα, να βρίσκει πάντα μάρμαρο όταν προσπαθεί να ανθίσει μέσα μου».

Ένα φευγαλέο χάδι στη Μίκρα, μία θερμή αγκαλιά μαζί του και στα χέρια μου ένα δώρο, το βιβλίο του, το λάικ, που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Ποταμός. Μία συλλογή από όλα τα μακροσκελή κείμενα που με πολλή δουλειά και ξενύχτια, έχει γράψει στο Facebook. «Για δέκα χρόνια, ήμουν ο βασιλιάς του Facebook. Αποχώρησα πριν από δύο μήνες. Δεν έσβησα τον λογαριασμό μου, απλά δεν γράφω πια. Με κούρασε η πλαστότητα και το χάος».

*** 

Dodo

Παίζουν:Σμαράγδα Καρύδη, Άκης Σακελλαρίου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Νίκος Γκέλια, Άγγελος Παπαδημητρίου, Μαριέλλα Σαββίδου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Πολύδωρος Βογιατζής, Τζεφ Μοντάνα, Κρις Ραντάνοφ, Άννα Τζορτζίκια, Τζώρτζης Παπαδόπουλος, Αχμάντ Κοντάρ & Τζομάνα Αλχασάν

Σενάριο – Σκηνοθεσία: Πάνος Χ. Κούτρας 

Παραγωγός: Ελένη Κοσσυφίδου 

Συμπαραγωγοί: Μαρί Πιερ Μασιά, Κλερ Γκαντέα, Τζόσεφ Ρούσουπ, Βαλερί Μπουρνοβίλ, Κωνσταντίνος Μωριάτης, Πάνος Χ. Κούτρας 

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ολυμπία Μυτιληναίου 

Σκηνογραφία: Ελενα Βαρδαβά 

Κοστούμια: Εύα Γουλάκου 

Μουσική: Delaney Blue 

Παραγωγή: 100% Synthetic Films LTD (Ελλάδα), MPM Film SARL (Γαλλία), Τarantula Belgique SCRL (Βέλγιο), Pan Entrtainment SA – ΕΡΤ ΑΕ – Στέγη – Ιδρυμα Ωνάση (Ελλάδα)

Κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tulip Entertainment