Μην πας ποτέ σε συναυλία μαζί με τον Γιώργο Χρυσοστόμου
Μάς μίλησε για τη σχέση ζωής με την γκαντεμιά, την γρουσουζιά και τα αποτυχημένα live.
- 22 ΣΕΠ 2020
Πας στο εξωτερικό για μία συναυλία, δεν βγαίνει ποτέ ο καλλιτέχνης να παίξει, ακυρώνεται, γυρνάς πίσω και σε αναμπαίζουν φίλοι και γνωστοί. Και στον μικρόκοσμό σου σταμπάρεσαι ως συναυλιακός γκαντέμης. Και τότε αρχίζει να σε απασχολεί κάτι που δεν είχες σκεφτεί ποτέ πριν: υπάρχει καν αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός στη λέξη ‘γκαντέμης’; Στέκει το “συναυλιακός”; Και αν στέκει, πρέπει όλο αυτό να το κουβαλάς μόνος σου; Βαρύ πράγμα η ευθύνη.
Πήρα μεγάλη χαρά όταν έμαθα ότι ο Γιώργος Χρυσοστόμου είναι ένας επιφανής συναυλιακός γκαντέμης. Του ζήτησα να μου το αιτιολογήσει, να δω αν αξίζει να μπει σε αυτήν την πολύ μικρή ελίτ γρουσούζηδων και κατσικοπόδαρων και μού αράδιασε μερικές περιπτώσεις που τον δικαιώνουν και με το παραπάνω.
Καλώς ήρθες. Ξεκινάμε με την πιο δυνατή:
“Το άκρον άωτον της γκαντεμιάς μου με τις συναυλίες ήταν όταν κάποτε αποφάσισαν κάποιοι να κάνουν ένα event συναυλιών μέσα σε ένα νεοκλασικό, πρώην XXX ξενοδοχείο κάπου στην Αθηνάς με ξύλινες σκάλες και πάρα, μα πάρα πολλά δωμάτια -δωμάτια υπηρεσίας, σαλονάρες τεράστιες, κλπ. Αποφάσισαν, λοιπόν, γύρω στα 25 με 30 σχήματα διαφορετικού είδους μουσικής, να κάνουν όλοι μαζί live και να ξεκινήσουν όλοι και την ίδια ώρα, στις 8. Όταν λοιπόν σκάσαμε στον τρίτο όροφο μαζί με έναν φίλο μου για να ακούσουμε ένα dj set από έναν δικό μας, ο οποίος έπαιζε κάτι μινιμαλιές, άρχισε να μαζεύεται πολύς κόσμος και ο όροφος άρχισε να τρέμει. Γιατί 8 η ώρα άρχισαν όλοι μαζί. Μεταλάδες, εναλλακτικοί, μιλάμε για ξύλο… Κάπου το 2014-2015 πρέπει να ήταν, τώρα είναι πολύ θολό στο μυαλό μου. Με πήγε ένας φίλος μου απ’ αυτούς που ψωνίζουν βινύλια, ήταν όλοι εναλλακτικοί εκεί, δεν τους ήξερε η μάνα τους.
Ο δικός μας εκεί που πήγαμε να τον δούμε είχε ένα μπλιμπλίκι που έβγαζε κάτι υπόκωφους ήχους και ένας δίπλα του με ένα πριόνι βαρούσε μια λαμαρίνα, τέτοια ήταν η φάση. Και το μέρος ήταν ασφυκτικά γεμάτο και άρχισε να τρέμει το κτίριο, γιατί κανείς απ’ αυτούς που το είχαν χτίσει δεν περίμενε προφανώς ποτέ να μπει μέσα τόσος κόσμος. Σκέψου τώρα 30 συγκροτήματα να παίζουνε σε σάλες χωρίς έπιπλα, να αντηχεί όλο αυτό το πράγμα, να τρίζει το ξύλινο πάτωμα. Ε, κι έπαθα έτσι μία ψιλοκρίση πανικού.
Και μέσα σε όλο αυτό ένας καλλιτέχνης είχε σκεφτεί να παίξει unplugged κλασική κιθάρα με μία χορεύτρια. Δεν τον άκουσε κανένας, γινόταν μακελειό.
Εν πάση περιπτώσει έφυγα από εκεί και πήγα σε ένα άλλο δωμάτιο και άραξα με δυο τύπους, στην κυριολεξία ενάμιση επί ενάμιση, δεν ήταν καν δωμάτιο, ήταν προφανώς κάποιο αποθηκάκι όπου είχαν στήσει ηχεία μέχρι το ταβάνι και παίζανε ντάμπα ντούμπα. Και ήταν σαν ήμουν σε μια συναυλία πριβέ μέσα σε όλον αυτόν τον πανικό. Ήμουν μόνο εγώ σε αυτό το μικρό δωματιάκι με αυτούς τους δύο να παίζουν μουσική για κανά δίωρο, που ήταν έτσι ένα ελαφρύ ambient πώς το λένε. Και κάπως ηρέμησα. Κατέβηκα μετά και πήγα σπίτι μου, έφαγα και δυο βρόμικα και ούτε που θέλω να τη θυμάμαι αυτή τη συναυλία”.
Θα πρέπει όμως να υπάρχουν κι άλλες που δεν θα θέλει να θυμάται.
“Είχα πολλές αποτυχημένες. Και μάλιστα τώρα που κόβονται λυπάμαι γιατί δεν θα έχω και την ευκαιρία να το αλλάξω αυτό το μοτίβο της γκαντεμιάς μου.
Να ξεκινήσουμε από τους Stranglers που ήμουν εγώ και άλλοι 18 παππούδες, όπου δεν πήγε καθόλου καλά; Με τους Massive Attack που έπεσε το ρεύμα στο 20λεπτο; Με τους James όπου λιποθύμησε η τότε σύντροφός μου;
Εντάξει στη συναυλία των Depeche Mode δεν πρόλαβα καν να σκεφτώ, εκεί ήταν γκαντεμιά κατευθείαν, δεν ξεκίνησε καν.
Ακόμα και μετά τη συναυλία των UNKLE, τράκαρα. Ήταν το 2006, στο BIOS και βασικά ήταν ένας απ’ αυτούς, όχι όλο το group. Και μετά φεύγοντας με το αυτοκίνητο έσκυψα να πιάσω έναν αναπτήρα και πήρα δύο τύπους με τη μηχανή. Ζούνε βέβαια τα παιδιά, μια χαρά είναι, αλλά γενικά με τις συναυλίες, καλό θα είναι να τις αποφεύγω. Για τη δημόσια υγεία δηλαδή”.
Και από γκαντεμιές σε παράσταση πώς τα πάει, έχει ζήσει αντίστοιχα σκηνικά;
“Όχι ιδιαίτερα, μόνο μια φορά θυμάμαι σε ένα θέατρο -δεν έχει σημασία σε ποιο- που παίζαμε μία παιδική παράσταση και αποφάσισε κάποιος να ανάψει τον εξαερισμό, ο οποίος είχε να ανάψει 16 χρόνια και γέμισε μπουχό μέσα. Κοντέψαμε να σκοτώσουμε 400 παιδάκια. Έχει συμβεί και στο ‘Πέτρες στις τσέπες του’ να πιάσει τον συνάδελφο γαστρεντερίτιδα και να σταματήσει χωρίς να μου το πει. Και τι να έλεγε δηλαδή; “Χίλια συγγνώμη, εγώ την κάνω, πάω λίγο κάτω κι έρχομαι;”.
Το ‘Mute’, την παράσταση που έγραψε και πρωταγωνιστεί, θα την ταίριαζε καθόλου με αυτές τις γκαντεμιές;
“Το ‘Mute’ είναι στηριγμένο πάνω σε ήρωες οι οποίοι είναι αποτυχημένοι, υπάρχει για παράδειγμα ένας αποτυχημένος μαέστρος, ένας ντράμερ… Γενικά όλοι αυτοί, αν ήταν κλόουν θα πατούσαν την μπανάνα ας πούμε, τέτοια φάση. Είναι όλη η αποτυχία πάνω τους, είναι όλοι losers ας πούμε. Και αυτό μαζί με την επιτυχία της παράστασης κάνει ωραίο κοντράστ.
Είναι προσωπικό βίωμα ως επί το πλείστον η παράσταση”.
Να πούμε και κάτι θετικό, δεν μπορεί να μην υπάρχει -λογικά. Για παράδειγμα ποια ήταν η καλύτερη συναυλία που έχει πάει.
“Των Transistor. Είναι ένα συγκρότημα που έχουνε φίλοι, δεν θυμάμαι τώρα σε ποιο μαγαζί την κάνανε, νομίζω στο Gagarin πρέπει να ‘τανε και πέρασα πάρα πολύ όμορφα. Ήταν μόνο μεταξύ φίλων, ούτε που θυμάμαι πότε έγινε. Ενώ έχω κυνηγήσει τόσες μεγάλες συναυλίες, τελικά πέρασα καλά εκεί. Είναι μάλλον μία στάση ζωής που μου δείχνει το σύμπαν, να αφήσω τους Depeche Mode και να ψάχνω τα μικρά live”.
‘MUTE’
23 Σεπτεμβρίου | Θέατρο Βράχων ‘Μελίνα Μερκούρη’
Ώρα έναρξης: 21:00
Τιμές εισιτηρίων:
18€ κανονικό
15€ μειωμένο (ισχύει για φοιτητές, άνεργους, άτομα άνω των 65 ετών, ΑΜΕΑ)
Εισιτήρια για την παράσταση προπωλούνται: https://www.viva.gr/tickets/theatre/periodeia/mute-september-20/