ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Γιώργος Καφετζόπουλος δεν είναι nepo baby

Ο 37χρονος ηθοποιός είναι γιος του Αντώνη Καφετζόπουλου. Μέχρι πολύ πρόσφατα, το στρες τον κυρίευε για το επώνυμό του. Πλέον, το έχει αποβάλει και η πρώτη επί σκηνής συνάντηση με τον πατέρα του είναι γεγονός· στο Τάο, που έγραψε ο ίδιος και ανεβαίνει στο Θέατρο Επί Κολωνώ.

Αν υπάρχει ένα πολιτιστικό γεγονός αυτές τις ημέρες που να πρωταγωνιστεί στην αθηναϊκή σκηνή, αυτό δεν είναι άλλο από το INK του Δημήτρη Παπαϊωάννου, το ολοκαίνουργιο έργο του καταξιωμένου διεθνώς Έλληνα δημιουργού, που παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 

Λίγες ημέρες μετά την πρεμιέρα του Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Καφετζόπουλος ετοιμάζεται για τη δική του. Από τις 17 Ιανουαρίου ανεβαίνει στο Επί Κολωνώ το Τάο, σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη, ένα έργο που έγραψε ο ίδιος -το πρώτο του για το θέατρο- και στο οποίο θα συμπρωταγωνιστήσει -για πρώτη φορά- με τον πατέρα του, Αντώνη Καφετζόπουλο

Και το ερώτημα εύλογο: Πού κολλάει τώρα ο Δημήτρης Παπαϊωάννου με τον Γιώργο Καφετζόπουλο; Ήταν ο καλλιτέχνης που από την πρώτη κιόλας επαφή με την τέχνη του, τον επανέφερε στον δρόμο που τον είχε εμπνεύσει ο πατέρας του να μπει. «Έπαθα την πλάκα μου μαζί του, δουλεύοντας αρχικά στο 2 (2006) ως τεχνικός σκηνής και μετέπειτα, στο Πουθενά (2009) και στο Μέσα (2011) ως ερμηνευτής». 

Κάπως έτσι, πήρε την απόφαση να μπει σε Δραματική Σχολή και να γίνει ηθοποιός – η συμμετοχή του στο Πουθενά ήταν η πρώτη του επαγγελματική δουλειά, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του.

Έχοντας δοκιμάσει μέσα στα χρόνια από το να παίξει στο θέατρο (αυτή την περίοδο θα τον συναντήσεις και στη σκηνή του Θεάτρου Olvio να πρωταγωνιστεί στο ΡΙΣΚΟ) και στον κινηματογράφο (έχει συμμετάσχει στις ταινίες Κωλόπαιδα, Να κάθεσαι και να κοιτάς) μέχρι στην τηλεόραση (έχει παίξει σε καθημερινό σίριαλ στην Κύπρο), αλλά και να γράψει και να σκηνοθετήσει μία μικρού μήκους ταινία (Νταχάου) και αυτή τη στιγμή, να γράφει την επόμενη, μου εξηγεί, έχοντας βολευτεί σε μία σκοτεινή γωνία του φουαγιέ του Επί Κολωνώ, ότι τα τελευταία τρία χρόνια, προσπαθεί να σοβαρευτεί με τη δουλειά του. 

«Πλέον, θέλω να κάνω ό,τι κάνω με μεγαλύτερη συνέπεια. Όχι, ότι παλαιότερα, δεν έδινα όλη την προσοχή μου σε αυτό που έκανα, αλλά ήμουν λίγο στον κόσμο μου και στο ψάξιμο. Δούλευα σε κάτι φέτος και τον επόμενο χρόνο, μπορεί να ήμουν απών. Μου έλειπε η συνέπεια, να πάρω τα πράγματα στα σοβαρά και στα χέρια μου». 

Τώρα, λοιπόν, που «προσπαθεί να σοβαρευτεί» (φράση που την επανέλαβε σίγουρα δύο-τρεις φορές κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας), όχι μόνο στη δουλειά, αλλά γενικά χωρίς να το καταφέρνει όμως πάντα, είναι έτοιμος να μας παρουσιάσει το Τάο, να συνυπάρξει με τον πατέρα του στην ίδια σκηνή, να ασχοληθεί με την τέχνη που αγαπά χωρίς στρες για το τι μπορεί να περιμένουν οι άλλοι από εκείνον· να μας συστηθεί βασικά.  

Ο δημιουργός του Τάο

«Το Τάο είναι μία άγρια κωμωδία με φόντο τη μαφιόζικη νύχτα της Αθήνας και πρωταγωνιστές τρεις γκάνγκστερ».

Ο Γιώργος Καφετζόπουλος ξεκίνησε να γράφει το Τάο το 2019. «Μου γεννήθηκε η ανάγκη να κάνω κάτι με τον πατέρα μου και άρχισα να γράφω χωρίς να έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου». Μέσα σε τρεις μήνες το είχε τελειώσει. Μία άγρια κωμωδία με φόντο τη μαφιόζικη νύχτα της Αθήνας και πρωταγωνιστές τρεις γκάνγκστερ. 

«Ο Αντρέας Καραμούτσος είναι ο αρχιγκάνγκστερ, αυτός που έτρεχε τη νύχτα της Αθήνας, από τα night clubs μέχρι τα νταβιτζιλίκια και τα ναρκωτικά και τώρα, μετά από εννέα χρόνια στη φυλακή, ετοιμάζεται να συνταξιοδοτηθεί. Ο αλλοπρόσαλλος γιος του, Γιάννης, ένας μηδενιστής τύπος που έχει στο μυαλό του μόνο πώς θα βγάλει φράγκα, έρχεται με φόρα για να αναλάβει τη θέση του, μόνο που το δεξί χέρι του πατέρα του, ο Ιωσήφ Μωυσίδης την εποφθαλμιά επίσης. Είναι αυτός που ανέβηκε σαν το φίδι στην ιεραρχία και τρέχει πια την Αθήνα, χωρίς να προτίθεται να παραχωρήσει τίποτα. Τον πατέρα τον σέβεται, αλλά τον γιο τον έχει στην μπούκα. 

Έχουμε δηλαδή τρεις γενιές να μπλέκονται σε ένα περίεργο τρίγωνο: έναν βετεράνο γκάνγκστερ, έναν γκάνγκστερ που είναι στην ακμή του και έναν ανερχόμενο γκάνγκστερ».

Έδειξε στον πατέρα του το Τάο και εκείνος χωρίς δεύτερη σκέψη του είπε πάμε να το κάνουμε. Το ανέβασαν για δύο εβδομάδες το φθινόπωρο του 2020 στο Θέατρο Ριάλτο με τον Στάθη Σταμουλακάτο στον ρόλο του Μωυσίδη, αλλά ήρθε το δεύτερο lockdown λόγω της πανδημίας και η παράσταση κατέβηκε πριν προλάβει να ανέβει στην πραγματικότητα. 

Στο φετινό ανέβασμα, θα μοιραστούν τη σκηνή με τον Θοδωρή Σκυφτούλη. «Ο Θοδωρής είναι ζευγάρι με τη Δανάη (Σπηλιώτη) που υπογράφει τη σκηνοθεσία, οπότε καταλαβαίνεις ότι η παράστασή μας είναι κυριολεκτικά οικογενειακή υπόθεση. Μου αρέσει να δουλεύω έτσι. Δεν υπάρχει ο φόβος του πώς θα μιλήσω, τι θα κάνω, πώς θα συμπεριφερθώ. 

Από την άλλη, θέλω να γνωρίζω καινούργιους ανθρώπους, να μαθαίνω από αυτούς και να με κερδίζουν και τους κερδίζω μέσα από τη συνεργασία μας. Να τους εκτιμώ, όπως συνέβη με τον Παπαϊωάννου και να επιζητώ να βρεθώ επαγγελματικά ξανά μαζί τους». 

Αν και δεν έχει τύχει να φοβηθεί με συμπεριφορές συναδέλφων και σκηνοθετών, του έχει συμβεί να φύγει από δουλειά γιατί δεν άντεξε. «Ήταν μία φορά. Όταν κάποιος είναι εξουσιαστικός, η ενέργεια που εκπέμπει βιώνεται από τους γύρω του σαν μπούλινγκ. Υπήρχε κάτι τοξικό στην ατμόσφαιρα, που ήταν ανυπόφορο. Δεν τσακώθηκα, απλά είπα ότι αποχωρώ. Άλλες φορές, έχω πει το κλασικό “κάνε υπομονή, θα τελειώσει”». 

Επιστρέφοντας τη συζήτηση στο Τάο, ξεκαθαρίζει ότι στο έργο δεν υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία όσον αφορά τη σχέση του με τον πατέρα του. «Το μόνο κοινό είναι ότι οι δύο από τους τρεις πρωταγωνιστές είναι πατέρας και γιος και κάνουν την ίδια δουλειά. Μέχρι εκεί».

Τον ρόλο του πατέρα του τον εμπνεύστηκε από το κινηματογραφικό είδος που αγαπά πιο πολύ από όλα: το γκανγκστερικό. Μεγάλωσε με τις ταινίες του Tarantino, του Scorsese και του Coppola. Ο πρώτος είναι ο αγαπημένος του και τα Reservoir Dogs και Pulp Fiction οι κατά τη γνώμη του καλύτερες δουλειές του. «Φαντάστηκα τον πατέρα μου σαν άλλον Samuel L. Jackson στο Pulp Fiction να απαγγέλει εδάφια από το Βιβλίο Ιεζεκιήλ της Αγίας Γραφής πριν τραβήξει το πιστόλι. 

Ο Tarantino έχει κάτι που με τρελαίνει. Ένα στυλ κάπως μπρεχτικό. Ενώ οι ήρωές του είναι γκάνγκστερ ξεφεύγουν από τη μαφιόζικη υπόστασή τους άλλοτε με χιούμορ, μιλώντας για τη Madonna ενώ ετοιμάζονται να κάνουν ληστεία ή φιλοσοφώντας για τη ζωή σαν να είναι ενάρετοι. Όπως ο Αντρέας Καραμούτσος στο Τάο που είναι γκάνγκστερ, αλλά είναι και θρήσκος. Στη φυλακή ασπάστηκε τον ταοϊσμό και σε πολλές σκηνές πετάει στιχάκια από τις δοξασίες της παραδοσιακής κινεζικής θρησκείας και τα λόγια του μεγάλου δασκάλου Λάο Τσε.

Αυτή η ταραντινιά, που συζητάνε για πράγματα που δεν θα περίμενες να αποτελούν θέμα συζήτησης για τύπους σαν κι αυτούς, είναι ένας προβοκατόρικος τρόπος για να μιλήσω όχι απλά για τις αντιθέσεις που κρύβουμε μέσα μας -αλλά λέμε και άλλα κάνουμε-, αλλά για τη βαθιά υποκρισία της κοινωνίας μας. Για εκείνους που παριστάνουν τους ενάρετους και τους χριστιανούς και είναι καθάρματα, για τους άλλους που το παίζουν κομμουνιστές και είναι χειρότεροι από κάθε ακροδεξιό».

Το Τάο ως τίτλος της παράστασης και τα στιχάκια του ταοϊσμού μέσα σε αυτήν προέκυψαν, καθώς εκείνη την περίοδο ο Γιώργος ανακάλυπτε κάθε μέρα και από μία νέα θρησκεία και διάβαζε για αυτήν. «Ο ταοϊσμός, που δεν είναι ακριβώς θρησκεία αλλά πιο πολύ μία αρχαία φιλοσοφία ζωής, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Μπορεί επειδή έκανα και Τάι Τσι στο παρελθόν, ποιος ξέρει; Πάντως, το γεγονός ότι οι ταοϊστές δεν πιστεύουν σε κάποιο Θεό, αλλά στα στοιχεία της φύσης και σε αυτή τη συμπαντική ενέργεια που βρίσκεται μέσα μας και κινεί τα πάντα, με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Σου λένε αφέσου στη ροή των πραγμάτων, όλων εκείνων που μπορούν να συμβούν και άσε το μυαλό σου ελεύθερο».

Ο ίδιος προσπαθεί να έχει, όπως μου λέει, αυτό «το flow». Δεν το καταφέρνει πάντα. 

Ο ηθοποιός 

Τα credits για το γεγονός ότι διάλεξε τον δρόμο της υποκριτικής ανήκουν ξεκάθαρα στον πατέρα του. Ήταν εκείνος που τον έπαιρνε στο θέατρο να παρακολουθήσει τις παραστάσεις στις οποίες έπαιζε από παιδί. Μόλις όμως μπήκε στην εφηβεία, το σκηνικό άλλαξε.

«Ήμουν στον κόσμο μου, κάπως αντιδραστικός. Σταμάτησα να πηγαίνω μαζί του, αν και ήταν κάτι που πραγματικά απολάμβανα και αδημονούσα να ζήσω την εμπειρία κάθε φορά με ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.

Τελειώνοντας το σχολείο, αποφάσισα τελικά να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο και να σπουδάσω κινηματογραφική σκηνοθεσία στο Γουλβερχάμπτον, πόλη έξω από το Λονδίνο. Στον ενάμιση χρόνο, τα παράτησα και έφυγα. Δεν πήρα ποτέ το πτυχίο μου και επέστρεψα στην Αθήνα».

Μέσω ενός καλού του φίλου, που ήταν χορευτής, γνώρισε τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και εργάστηκε ως τεχνικός σκηνής στο 2. «Μαγεύτηκα από αυτό που έβλεπα να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του, μία παράσταση που ήταν έργο τέχνης, δεν ήταν ούτε θέατρο, ούτε χορός, ούτε εικαστικά, αλλά ένα μεγάλο, πανέμορφο μπλέξιμο όλων αυτών. Ο Παπαϊωάννου ήταν ουσιαστικά ο καλλιτέχνης που με επανέφερε στον δρόμο που με είχε εμπνεύσει ο πατέρας μου να μπω». Και αποφάσισε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Να πει τέλος τα παιχνίδια, θα γίνω ηθοποιός.

«Πήγα να δώσω εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, αλλά ήμουν τόσο μα τόσο στρεσαρισμένος επειδή είμαι γενικά αγχώδης, αλλά εν προκειμένω κυρίως λόγω του ονόματός μου· ότι οι άνθρωποι που ήταν απέναντί μου περίμεναν να είμαι κάπως λόγω του πατέρα μου, όπως πίστευα τότε. Για να μην μακρηγορώ, απέτυχα». 

Δεν τον έβαλε όμως κάτω και προχώρησε μπροστά με ό,τι είχε – άλλωστε, το τελευταίο πράγμα που ήθελε και θέλει είναι να πει κάποιος ότι εκμεταλλεύτηκε το «Καφετζόπουλος».

«Έδωσα εξετάσεις και πέρασα επιτυχώς στη Δραματική Σχολή Αρχή Νέλλης Καρρά και κάθε αποτυχία για καλό, καθώς στη συγκεκριμένη σχολή μου γεννήθηκε η επιθυμία να καλλιεργήσω και την ιδιότητα του συγγραφέα, εκτός από του ηθοποιού».

Όσο φοιτούσε στη σχολή, συμμετείχε σε δύο ακόμα παραστάσεις του Παπαϊωάννου, στο Πουθενά και στο Μέσα. Στη συνέχεια, ακολούθησαν οι «μπουκιές», όπως χαρακτηριστικά αποκαλεί το γεγονός ότι ξεκίνησε σιγά-σιγά να δοκιμάζει πράγματα και να παίρνει μυρωδιές και εμπειρίες από τον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση ως ηθοποιός, αλλά και από τη συγγραφή και τη σκηνοθεσία στη μεγάλη οθόνη μέσα από μικρού μήκους ταινίες. 

«Υπήρξε μία φάση της ζωής μου, πριν μερικά χρόνια, που αυτοπεριορίστηκα. Με έκλεισα σε μικρά πράγματα, ενώ θα μπορούσα να υπάρχω σε μεγάλα, επειδή αγχωνόμουν, επειδή ήμουν ασόβαρος στη δουλειά, στις συμπεριφορές και στην αντίληψή μου για το τι συμβαίνει γύρω μου. Τώρα, που προσπαθώ να σοβαρευτώ και να αποκτήσω μία συνέπεια στα πράγματα, έχω αποβάλει ό,τι με κρατούσε περιορισμένο». 

Ο γιος του πατέρα του 

«Πάντα με γοήτευε το ζωντανό του θεάτρου. Ίσως, γι’ αυτό, δεν ασχολιόμουν ιδιαίτερα με τα τηλεοπτικά του πατέρα μου, τις σειρές που έκανε και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία».  

Θα ήταν ψέμα αν μου απαντούσε ότι δεν τον έχει κουράσει ήδη που τον ρωτούν συνεχώς για τον πατέρα του. Ωστόσο, έχει συμφιλιωθεί με αυτό. «Πιο παλιά οι ερωτήσεις και η συζήτηση για εκείνον μου προκαλούσαν άγχος. Σήμερα, είμαι πολύ κουλ. Μην σου πω ότι κατά βάθος γουστάρω κιόλας.

Από την άλλη, όμως δεν μου αρέσει να λέω και μεγαλοστομίες. Ότι και καλά τώρα που δουλεύω μαζί του μαθαίνω πράγματα για την υποκριτική και το θέατρο, κλπ. Φυσικά και μας δίνει συμβουλές, έχει τη μεγαλύτερη εμπειρία από όλους μας, αλλά ειλικρινά, πιο πολλά μάθαινα όταν με έπαιρνε μαζί του τότε που ήμουν παιδί στις πρόβες και στις παραστάσεις – κυρίως σε κωμωδίες και γενικότερα σε έργα που ταίριαζαν με την ηλικία μου».

Αναπολώντας εκείνες τις εποχές, θυμάται μία συγκεκριμένη παράσταση στην οποία είχε δει τον πατέρα του και είχε εντυπωσιαστεί. Ήταν Η κατάρα της Ίρμα Βεπ σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη στο Θέατρο Ήβη. «Μαζί με τον Άκη Σακελλαρίου, οι δύο τους στη σκηνή ερμήνευαν νομίζω από 10 ρόλους ο καθένας. Ήταν μία σκοτεινή κωμωδία και γελούσα τόσο δυνατά.

Πάντα με γοήτευε το ζωντανό του θεάτρου. Ίσως, γι’ αυτό, δεν ασχολιόμουν ιδιαίτερα με τα τηλεοπτικά του πατέρα μου, τις σειρές που έκανε και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία».  

Ο Γιώργος είναι ο ένας από τους δύο γιους του Αντώνη Καφετζόπουλου. Η μητέρα του είναι δικηγόρος και έχει έναν ετεροθαλή αδερφό, τον Σπύρο.

«Τώρα που μεγαλώνω και λαμβάνω την ευθύνη των πράξεων μου, αντιλαμβάνομαι ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Οι γονείς μου δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι τέλειοι. Ούτε εγώ είμαι τέλειος. Δεν θα με ακούσεις λοιπόν ποτέ να λέω ότι “α θα έπρεπε να είχαν κάνει εκείνο και το άλλο για μένα, αλλά δεν το έκαναν”. Όχι, ποτέ. 

Από την άλλη, είχα σχεδόν πάντα σε όλες τις ηλικιακές μου φάσεις, καλή σχέση και με τους δύο και όταν ζούσαμε όλοι μαζί και όταν χώρισαν».

Ο ποδοσφαιρόφιλος και ΑΕΚτζής

«Πλέον, το ποδόσφαιρο είναι χρηματιστήριο, στατιστικά, αποδόσεις. Ακούω τον αδερφό μου να μου λέει “κοίτα, πόσο κάνει ο τάδε παίκτης και πόσο ο δείνα” και σκέφτομαι τι ωραία που ήταν στα 90s. Ήταν πιο ωραία τότε γενικά, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο».

Εκτός από την ιδιότητα του ηθοποιού, «χρωστάει» στον πατέρα του και εκείνη του ΑΕΚτζή. «Με τη διαφορά ότι εδώ έγινε φασιστικά», λέει χαριτολογώντας. «Με έκανε ΑΕΚ με συνοπτικές διαδικασίες». Πώς; 

«Με είχε ψήσει ότι η ΑΕΚ είναι με τους αδύναμους (παρένθεση: εννοείται ότι στο Μουντιάλ ήμουν με τους Μαροκινούς), ότι εμείς δεν είμαστε Παναθηναϊκοί ή Ολυμπιακοί, αλλά εναλλακτικοί. Μου άρεσε αυτή η σκέψη και δεν έφερα αντίρρηση. ΑΕΚ; ΑΕΚ με τα μπούνια λοιπόν».

Αν και όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει σταματήσει να παρακολουθεί τους αγώνες της ομάδας του και να πηγαίνει στο γήπεδο -ονειρεύεται να δει την ΑΕΚ να παίζει Champions League στην Αγιά Σοφιά-, παραδέχεται ότι «η μπάλα δεν είναι όπως παλιά».

«Πλέον, το ποδόσφαιρο είναι χρηματιστήριο, στατιστικά, αποδόσεις. Ακούω τον αδερφό μου να μου λέει “κοίτα, πόσο κάνει ο τάδε παίκτης και πόσο ο δείνα” και σκέφτομαι τι ωραία που ήταν στα 90s. Ήταν πιο ωραία τότε γενικά, όχι μόνο στο ποδόσφαιρο.

Τώρα, είμαστε πιο κλειστοί από ποτέ άλλοτε, πιο παρτάκηδες από ποτέ άλλοτε. Να βγει το μεροκάματο, να βγει το νοίκι, να βγει η δουλειά και το θέμα είναι ότι δεν το παραδεχόμαστε. Συνεχίζουμε να υποκρινόμαστε ότι είμαστε αλληλέγγυοι». 

Ο «έχω κάνει παρέα με περίεργους»

Πολλές από τις αλητείες της εφηβείας του τις θυμάται σήμερα και ένα «πω πω παναγία μου πώς τη γλίτωσα», βγαίνει από τα χείλη του. 

Μεγαλωμένος στο κέντρο της Αθήνας, μέσα στα Εξάρχεια, αν λατρεύει κάτι στην πόλη είναι η αλητεία της. «Η αλητεία του τότε, των 90s. Με γοήτευε. Όλα αυτά τα τσακάλια που έσκαγαν με τα μηχανάκια στην πλατεία και τα γνωρίζαμε και κάναμε παρέα. 

Αν έχεις μεγαλώσει στο κέντρο ή που φοβάσαι αυτή την πλευρά της πόλης ή που μπορεί να σε προσελκύσει και να μπλέξεις. Εγώ ανήκω στη δεύτερη περίπτωση. Είχα μπλέξει, αλλά πρόσεχα. Ναι, έχω κάνει παρέα με περίεργους, αλλά όταν τα πράγματα χόντραιναν, κρατούσα πάντα αποστάσεις».

Πολλές από τις αλητείες του τότε βέβαια, τις θυμάται σήμερα και ένα «πω πω παναγία μου πώς τη γλίτωσα», βγαίνει από τα χείλη του. 

«Φεύγαμε με τα μηχανάκια χωρίς κράνη και κατηφορίζαμε στην παραλιακή. Χάσαμε φίλους από τροχαία. Θα μπορούσα να είχα χαθεί κι εγώ. Ήμουν έφηβος και στα κάγκελα. Τώρα, έχω περάσει στο άλλο άκρο. Μου λένε φίλοι να βγούμε και βαριέμαι. Σαν να γέρασα πριν την ώρα μου».

*** 

Info

Τάο

Θέατρο Επί Κολωνώ (Ναυπλίου 12, Αθήνα, 210-5138067)

Πρεμιέρα: Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023 στις 21.00

Παραστάσεις: Κυριακή 22 Ιανουαρίου στις 21.15 και από 28/01, κάθε Σάββατο στις 18.15 και κάθε Κυριακή στις 21.15

Προπώληση εδώ