ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο James Gandolfini που ήθελα να γνωρίσω

Don’t Stop believin. Από τον γκανγκστερικό Tony Soprano στον αγαθό γίγαντα James Gandolfini.

Ρε φίλε, είναι λίγο μαλακία να στεναχωριέσαι για το θάνατο διασημοτήτων, δεν είναι; Θέλω να πω άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά, νέοι, γέροι, παιδιά, μικρά παιδιά. Με φρικτούς τρόπους. Σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Γιατί να σπαταλήσεις  έστω και μια στάλα συμπόνιας για κάποιον πλούσιο ηθοποιό που τον ήξερες μονάχα από τους ρόλους του;  Σκέτη μαλακία σου λέω.

Κι όμως. Ο θάνατος του Τζέιμς Γκαντολφίνι με στεναχώρησε. Πολύ. Στο κάτω – κάτω 86 ώρες περάσαμε παρέα. Ογδονταέξι αγωνιώδεις, ξεκαρδιστικές, βαθιές, ενίοτε σουρεαλιστικές και σταθερά υπέροχες τηλεοπτικές ώρες. Όσες κράτησε το ταξίδι του Γκαντολφίνι στον περίπλοκο, σκοτεινό,  προβληματικό κόσμο  του Τόνι Σοπράνο. Του  αντιήρωα που σηματοδότησε το πέρασμα της τηλεόρασης στην λεγόμενη χρυσή εποχή της. 

Δίχως τους «Sopranos» και την επιτυχία τους, δεν θα υπήρχαν ούτε «Mad Men», ούτε «Breaking Bad», ούτε «Dexter». Δίχως τον Τόνι, δεν θα υπήρχε ούτε ο Ντον Ντρέιπερ, ούτε ο Γουόλτερ Γουάιτ, ούτε κανείς από τους δολοφόνους, ψυχοπαθείς, ψεύτες, τα υπέροχα καθάρματα που κατέκλυσαν την μικρή οθόνη τα τελευταία χρόνια, εκτοπίζοντας από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους τα -βαρετά- καλά παιδιά.  Και δίχως τον Γκαντολφίνι, τη σπάνια ικανότητα του να περνάει από το τρομακτικό (αλλά αληθινά τρομακτικό, τύπου «τώρα θα μου σπάσει το σβέρκο»)  στο συμπαθητικό (αλλά αληθινά συμπαθητικό, τύπου «να ένας μεγάλος λούτρινος αρκούδος») μέσα σε δευτερόλεπτα και την απίστευτη θλίψη στο βλέμμα του, δεν θα υπήρχε ο Τόνι.

 

Όλα αυτά είναι  λίγο ως πολύ γνωστά και χιλογραμμένα. Παρότι υπάρχουν διαφωνίες και έντονες συζητήσεις για το ποια είναι η καλύτερη τηλεοπτική ερμηνεία όλων των εποχών, (του Γκαντολφίνι ασφαλώς), η καλύτερη τηλεοπτική σειρά όλων των εποχών (οι «Sopranos», θέλει και ρώτημα;) κ.λ.π. ουδείς αμφισβητεί τη θεμελιώδη σημασία του -θεωρητικά γκανγκεστερικού, ουσιαστικά – οδυνηρά ανθρώπινου δράματος του HBO.

Ο Γκαντολφίνι λοιπόν (και παρά το γεγονός ότι κινηματογραφικά έχει πολλούς αξιοπρόσεκτους αλλά σε γενικές γραμμές μικρούς ρόλους, στους οποίους πάντως επιβεβαίωνε σταθερά πόσο σπουδαίος ηθοποιός ήταν) έχει εξασφαλισμένη μια θέση στην αιωνιότητα της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας.

Ωστόσο ο λόγος που αρκετοί και όχι μονάχα η αφεντιά μου στεναχωρήθηκαν για τον χαμό του Τζιμ (για τους φίλους…) δεν είναι μονάχα το ταλέντο του. Είναι ότι ο  συγκεκριμένος άνθρωπος υπήρξε και ωραίος τύπος ρε γαμώτο! Όχι με τη χολιγουντιανή έννοια του λαμπερού σταρ που βγαίνει στον Λέτερμαν και λέει έξυπνα αστεία.

 

Άλλωστε ο Γκαντολφίνι από την αρχή μέχρι και το πρόωρο τέλος της καριέρας και της ζωής του, παρέμεινε αντιδημοσιογραφικός όσο ελάχιστοι. Μονάχα μια τηλεοπτική συνέντευξη του θα βρείτε στο internet (στο actors studio το 2004) και καμιά δεκαριά γραπτές. Οι δημοσιογράφοι που τον ήξεραν, λένε ότι αυτό δεν οφειλόταν σε κάποιου είδους σνομπισμό. Απλώς ντρεπόταν. Σε βαθμό που κατέβαζε τα μάτια και τραύλιζε όταν υποχρεωνόταν να κάνει δηλώσεις.

Κι όμως. Η συστολή, η εγκαρδιότητα και ο σεβασμός με τα οποία αντιμετώπιζε τους εκπροσώπους των ΜΜΕ (εκτός από τους παπαράτσι: για τη σχέση του με την συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα κυκλοφορούν κάμποσα διασκεδαστικά βιντεάκια στο youtube), έστω κι αν δεν τους μιλούσε συχνά, προκάλεσαν το εξής πρωτοφανές. Ο Γκαντολφίνι είχε κατά καιρούς διάφορα προβλήματα. Με το ποτό, με τα ναρκωτικά, με τις γυναίκες. Τίποτα από αυτά δεν έγινε πρωτοσέλιδο, ούτε καν την εποχή που οι «Sopranos» είχαν εξελιχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο και οτιδήποτε σχετικά με τους πρωταγωνιστές τους πουλούσε σαν τρελό. Στο ανθρωποφάγο περιβάλλον της αμερικάνικης σόου μπιζ, ο μαφιόζος της καρδιάς μας κατάφερε με την έντιμη στάση του να κερδίσει την προστασία του τύπου! Κι αυτό, όσο να πεις,  δείχνει πολλά.

 

Για την αγάπη και την εκτίμηση των συναδέλφων του, κυρίως δε των ανθρώπων που δούλευαν πίσω από τις κάμερες, επίσης μπορείτε να διαβάσετε αρκετά αυτές τις μέρες. Κυκλοφορεί μια ιστορία, ανεπιβεβαίωτη. Όταν ο Γκαντολφίνι κέρδισε μια σκληρή δικαστική  διαμάχη με το HBO (κάπου ανάμεσα στην 4η και την 5η σεζόν των «Sopranos» ζήτησε πολύ μεγαλύτερο μισθό και το δίκτυο τον πήγε στα δικαστήρια) μάζεψε το συνεργείο και το καστ της σειράς στο τροχόσπιτο του και τους μοίρασε λεφτά. Επειδή του συμπαραστάθηκαν.

Σε ρεπορτάζ των New York Times, οι θυρωροί του σπιτιού όπου έμενε ο Γκαντολφίνι επί σειρά ετών, είχαν να θυμηθούν μονάχα καλές στιγμές. Δωράκια που τους έφερνε κάθε φορά που γύριζε από κάπου, προσκλήσεις σε πρωτοχρονιάτικα πάρτι, ακόμα και μια προσφορά για να τους πληρώσει τα δίδακτρα του κολεγίου! Σε μια χιονοθύελλα στη Νέα Υόρκη, πριν από κάμποσα χρόνια, σύμφωνα με την New York Post, o Γκαντολφίνι είχε απεγκλωβίσει μόνος του έναν οδηγό από το αυτοκίνητο του. Και μετά έφυγε δίχως να φωτογραφηθεί ή να το δημοσιοποιήσει (η είδηση διέρρευσε από τον έκπληκτο οδηγό).

 

Αγιογραφία θα πείτε, όπως συνήθως συμβαίνει μετά  θάνατον. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση, τα περισσότερα από τα παραπάνω λεγόντουσαν και γραφόντουσαν προτού πεθάνει ο «Τόνι Σοπράνο». 

Να λοιπόν γιατί στεναχωρήθηκα. Επειδή τον Τζέιμς Γκαντολφίνι ήθελα να τον γνωρίσω. Όχι με την περιέργεια που θέλω να γνωρίσω τον Τζορζ Κλούνεϊ (ξέρεις, για να λέω μετά στις γκόμενες ότι είναι κοντός και χάλιας), τη nerd έξαψη που έχω για τον Τζ. Τζ.  Έιμπρααμς  ή τη λαγνεία (υπάρχει και καταλληλότερη λέξη) που μου προκαλεί η Μόνικα Μπελούτσι.

Ήθελα να τον γνωρίσω για να γίνουμε φίλοι. Να πίνουμε μπύρες παρέα, να τρώμε ιταλικό, να λέμε παπαριές, να βλέπουμε Knicks και να τον καλώ τα καλοκαίρια στην Κρήτη για διακοπές.

Κανείς άλλος ηθοποιός δεν μου προκάλεσε τέτοιο συναίσθημα. Ναι, με τον Γκαντολφίνι ήθελα να γίνουμε φίλοι. Τόσο φίλοι, ώστε όταν χαλάρωνε λίγο και στα μάτια του επέστρεφε αυτή η απροσδιόριστη, βαθιά μελαγχολία να μπορούσα να του χτυπήσω την πλάτη και να του πω: «Don’t stop believin’»…