ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Μάνος Καζαμίας πέρασε με πράσινο όλα τα κόκκινα φανάρια της ζωής του

Ένα Σάββατο απόγευμα συναντήσαμε τον 47χρονο ηθοποιό στα καμαρίνια του Τεχνοχώρου Cartel, λίγο πριν μεταμορφωθεί σε τραβεστί Μαρίνα για τα Κόκκινα Φανάρια. Αν ήταν άλλη μέρα θα ντυνόταν λούμπεν Μάνος για τις ανάγκες του Άνθρωποι και ποντίκια. Ότι όμως και αν κάνει, το κάνει πάντα χωρίς φόβο αλλά με τρομερό πάθος. Έτσι έμαθε από μικρός - και συνεχίζει.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ένα Σάββατο απόγευμα συναντήσαμε τον 47χρονο ηθοποιό στα καμαρίνια του Τεχνοχώρου Cartel, λίγο πριν μεταμορφωθεί σε τραβεστί Μαρίνα για τα Κόκκινα Φανάρια. Αν ήταν άλλη μέρα θα ντυνόταν λούμπεν Μάνος για τις ανάγκες του Άνθρωποι και ποντίκια. Ότι όμως και αν κάνει, το κάνει πάντα χωρίς φόβο αλλά με τρομερό πάθος. Έτσι έμαθε από μικρός - και συνεχίζει.

«Είναι δύσκολο να ερμηνεύεις ένα άλλο φύλο. Ιδιαίτερα όταν πρέπει να χορέψεις με ψηλοτάκουνα» λέει ο Μάνος Καζαμίας, καθώς βάφει τα νύχια του κόκκινα, στα παρασκήνια του Τεχνοχώρου Cartel (Λεγάκη 7). Η θεατρική ομάδα του Βασίλη Μπισμπίκη βρήκε το νέο της σπίτι στου Ρέντη, στη μέση του αθηναϊκού πουθενά, ύστερα από μία ευγενική παραχώρηση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπαίνεις σε θέατρο, αλλά σε έναν άλλο κόσμο.

Μετά την τεράστια επιτυχία που γνώριζε -και γνωρίζει- το Άνθρωποι και Ποντίκια, σειρά πήραν τα Κόκκινα Φανάρια, μία σύγχρονη διασκευή στο γνωστό θεατρικό έργο της δεκαετίας του ’60, που παίζονται αυτήν την περίοδο. Στο πρώτο έργο ο Καζαμίας ερμηνεύει έναν άλλο «Μάνο» (έναν απλό λούμπεν τύπο που εργάζεται σε μάντρα) ενώ στο δεύτερο τη Μαρίνα (μία τραβεστί που δουλεύει σε οίκο ανοχής). Μου εξηγεί, λοιπόν, μία αρχή της δουλειάς τους: «Εμείς παίρνουμε τη βασική πλοκή και μετά αλλάζουμε τα έργα». 

Πράγματι, και οι δύο παραστάσεις είναι αφοπλιστικά επίκαιρες – σε κολλάνε στον τοίχο. Βαθιά μέσα σου γνωρίζεις πως τα όσα βίαια/ζόρικα/σκοτεινά παρακολουθείς συμβαίνουν την ίδια στιγμή σε κάποια κακόφημη αλλά παράλληλα αφόρητα ανθρώπινη γωνιά της Αθήνας.

Είναι 4 η ώρα το απόγευμα και το κρύο στον χώρο διαπεραστικό. Ηθοποιοί μπαινοβγαίνουν στα καμαρίνια, εκείνος αφηγείται ανάβοντας και σβήνοντας τσιγάρα, ανταλλάσοντας αστεία, πίνοντας μία γουλιά καφέ, όσο κάποιοι συνάδελφοί του ετοιμάζουν τα εισιτήρια και το κυλικείο. Στο Cartel τα κάνουν όλα μόνοι τους, αφού υπάρχει αυτοόργανωση σε κάθε επίπεδο. Επίσης, έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας: ο Μάνος Καζαμίας χρειάζεται δύο ώρες περίπου για να μεταμορφωθεί μέσα από το μακιγιάζ σε Μαρίνα.

«Το παλιό θέατρο βρισκόταν στην Αγίας Άννης, εκεί που γίνεται το παζάρι των μεταναστών και των ρακοσυλλεκτών κάθε Σάββατο» μου λέει, πριν συνεχίσει: «Έτσι, όταν κατέβαινε ο κόσμος από τον Ελαιώνα για να δει το έργο ένιωθε ότι έμπαινε σε μια άλλη πόλη – ελάχιστοι είχαν βρεθεί ξανά σε αυτά τα μέρη, δυσκολεύονταν λοιπόν να το πιστέψουν. Ήταν τρομακτικό να βλέπουν αυτούς τους ανθρώπους να ανάβουν φωτιές σε βαρέλια, να συζητούν, να τρώνε, να ντύνονται και να γδύνονται, να κοιμούνται στο πάτωμα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που μας παρακαλούσαν φεύγοντας να τους καλέσουμε ένα ταξί. Για μένα αυτό ήταν ατού: το κοινό έμπαινε κατευθείαν στον κόσμο της παράστασης, αφού ήταν συνέχεια των όσων είχαν ήδη δει».

«Δεν ήθελα να βάλω μία τυπική ιστορία ενός αγοριού που έπαιζε με κούκλες και ο πατέρας του τον κρέμαγε ανάποδα για να μη γίνει πούστης».

Δύο ρόλοι, δύο μεταμορφώσεις

«Τι ήθελε; Πότε ανακάλυψε ότι της αρέσουν τα αγόρια; Πώς πήρε την απόφαση να ντύνεται γυναίκα, να καυλαντίζει, να γουστάρει, να ζει αυτή τη ζωή; Πώς προέκυψε το όνομα (αφού είναι ασυνήθιστο για τραβεστί); Τι αντιμετώπισε όλον αυτόν τον καιρό;» αναλογίζεται, καθώς επιστρέφει στη δημιουργική διαδικασία για τον ρόλο της Μαρίνας. Δε μοιάζει να αναφέρεται απλά σε έναν ρόλο, αλλά σε έναν άνθρωπο που γνωρίζει καλά· μία ύπαρξη που τη βίωσε σπιθαμή προς σπιθαμή στο πετσί του.

«Τι βιώματα έχει ως -για να το πω πολύ λαϊκά- ένα «κακοτράβελο», αφού σε καμία περίπτωση δεν είναι μία εντυπωσιακή παρουσία;» αναφέρει με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλια, ενώ είναι περισσότερο από φανερό ότι του αρέσει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, αδιαφορώντας για αστικές ευγένειες. «Συνήθως αυτές οι περιπτώσεις έχουν υποστεί μεγαλύτερο bullying και από τον χώρο τους και από τον εξωτερικό περίγυρο.  Όλη αυτή η διαδικασία μοιάζει με βιωματικό ντοκιμαντέρ».

Τα Κόκκινα Φανάρια δεν είναι κάποια παράσταση που μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο. Ή θα τη λατρέψεις ή θα τη μισήσεις. Υπάρχει ένταση, υπάρχει γυμνό, υπάρχει ένα απίστευτο queer show που σοκάρει και είναι ακατάλληλο για «νοικοκυραίους» στο μυαλό. Το πιο σημαντικό όμως είναι άλλο: είναι ρεαλιστικό 100%, ωμό, και άγριο σαν τη ζωή. Άλλωστε, υπάρχει πολλή δουλειά πίσω από όσα παρακολουθούμε επί σκηνής.

 «Δεν ήθελα να βάλω μία τυπική ιστορία ενός αγοριού που έπαιζε με κούκλες και ο πατέρας του τον κρέμαγε ανάποδα για να μη γίνει πούστης» μου εξηγεί ο 47χρονος ηθοποιός. Έτσι, μου διηγείται το πώς η Μαρίνα γεννήθηκε στην Καλαμάτα και μεγάλωνε σε ένα σπίτι γεμάτο αγάπη, ενώ η ίδια είχε συνειδητοποιήσει από πολύ νωρίς ότι της αρέσουν τα αγόρια. 

Όταν όμως ο πατέρας και η αδερφή της (που την έλεγαν Μαρίνα) σκοτώθηκαν στον σεισμό του ’86, η μητέρα της -που είχε ήδη ταραγμένη ψυχολογία- έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της.Τελικά, πήγε να ζήσει με τον παππού της, ο οποίος όμως δεν άντεξε την οικογενειακή τραγωδία και αυτοκτόνησε με ένα σκοινί. Τραύματα, τραύματα, τραύματα και στη συνέχεια ήρθε ο αμοιβαίος έρωτας με τον σύζυγο της ανάδοχης οικογένειας που την υιοθέτησε.

Δυσκολίες, αναποδιές, απογοητεύσεις. Η κληρονομικότητα της ψυχικής διαταραχής και οι αποτυχημένοι έρωτες σε συνδυασμό με τη χρήση ουσιών την αποσταθεροποίησαν πλήρως. «Η Μαρίνα κάνει ναρκωτικά και παρτούζες για να εκδικηθεί κατά βάση τον εαυτό της. Η ζωή της όμως στον οίκο ανοχής είναι κάτι που το γουστάρει – άλλωστε ποιος θα τη δεχόταν να δουλέψει σε ένα γραφείο;».

Για τον Μάνο Καζαμία στο τέλος της ημέρας, και τα δύο έργα (Άνθρωποι και Ποντίκια, Κόκκινα Φανάρια) πραγματεύονται τη μοναξιά των ανθρώπων που ζουν στο περιθώριο. Απλά, τα Κόκκινα Φανάρια αποτελούν παράλληλα και μία παράσταση-θέση. «Εμείς ασχολούμαστε με τους ανθρώπους που βρίσκονται στο περιθώριο σε μία προσπάθεια να δείξουμε ποιοι πραγματικά είναι» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ωραία όλα αυτά, νιώθω όμως υποχρεωμένος να ρωτήσω την εύλογη απορία που έχουν πολλοί από του θεατές: «Υπάρχει αυτός ο κόσμος;» είναι η διστακτική ερώτηση που κάνω. «Εγώ τον έχω δει από κοντά» απαντά παίρνοντας έναν πολύ πιο αυστηρό ύφος. «Έχω κάνει έρευνα, έχω πάει σε τέτοιες μάντρες, σε τέτοια μπαρ, σε οίκους ανοχής, έχω μπει μέσα, έχω μιλήσει, έχω τρομάξει με όσα είδα». Ναι, κι όμως, υπάρχει λοιπόν.

«Μεταφέραμε το Άνθρωποι και Ποντίκια του John Steinbeck στην ελληνική πραγματικότητα με έναν ωμό ρεαλισμό από πολλές απόψεις, φτιάχνοντας καινούργιες ιστορίες (βιογραφικά) για τους ήρωες, ενώ δανειστήκαμε τη δομή και τη δραματουργία» συνεχίζει, προσπαθώντας να μου δώσει μία εικόνα της δημιουργικής διαδικασίας.

Στη σκηνή του Cartel πάντως ένα είναι σίγουρο: Θέατρο και ζωή γίνονται ένα. Σαν να παρακολουθείς τους ανθρώπους από μία κλειδαρότρυπα, αφού εκμηδενίζονται οι αποστάσεις ανάμεσα στη σκηνή και τους θεατές. Τι κοινό όμως έχουν αυτοί οι δύο ρόλοι;

«Διαφέρουν σε άπειρα πράγματα» μου λέει καθώς συνεχίζει τη μεταμόρφωσή του σε Μαρίνα, βάφοντας ακόμα ένα νύχι. «Το κοινό τους στοιχείο όμως είναι η αφόρητη μοναξιά που νιώθουν. Συνήθως αυτούς τους ανθρώπους [του περιθωρίου] δεν τους έχει αποδεχθεί η οικογένειά τους. Έτσι, θέλουν οπωσδήποτε να ενταχτούν κάπου, ακόμα και αν ιδρυματοποιηθούν. Ο Μάνος από το Άνθρωποι και Ποντίκια είναι μία χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση».

Για να μπορέσει ο Μάνος Καζαμίας να ερμηνεύσει τους ρόλους του στον τεχνοχώρο του Cartel βυθίστηκε πρώτα μέσα στις ζωές των άλλων. Υπάρχει ένα ολόκληρο βιογραφικό, ένα βιβλίο πολλών σελίδων για τα έργα και τις ημέρες του χαρακτήρα, πριν αυτός παρουσιαστεί επί σκηνής. Από πού όμως αντλεί το συναισθηματικό φορτίο και τις εμπειρίες που βλέπουμε ως θεατές πάνω στο σανίδι;

«Έχω βρει τον παππού μου κρεμασμένο» μου λέει κάπως ψυχρά, κλείνοντας την αφήγηση.

«Είδες που με ρώτησες αν βάζουμε προσωπικά βιώματα; Να, μόλις στο είπα».

Η ζωή δεν είναι μόνο θέατρο

«Έχεις κάνει άλλες δουλειές;» ρωτάω προσπαθώντας να μη σταθώ στο βάρος της εξομολόγησης. Η ερώτηση είναι προφανώς ρητορική. «Καλέ, τρελός είσαι;» λέει ο Μάνος Καζαμίας, τραβώντας μία γερή ρουφηξιά από το στριφτό του τσιγάρο. «Μπαρ, πολύ μπαρ, και εστιατόριο. Έχω περάσει από πολλά μαγαζιά. Τα τελευταία -12 περίπου- χρόνια δούλευα στο Μπρίκι στη Μαβίλη. Τώρα, όμως, εργάζομαι μόνο ως ηθοποιός».

Δεν είναι καθόλου σπάνιο ένας Έλληνας ηθοποιός να δουλεύει service. Την ίδια όμως στιγμή αυτό αποτελεί παραδοσιακό ταμπού στον χώρο του θεάτρου. «Έχω φάει τρομερό bullying από συναδέλφους επειδή δούλευα σε μπαρ. Σου μετρούν την αξία που έχεις ως ηθοποιός επειδή δουλεύεις σε μπαρ και εστιατόρια για να επιβιώσεις» αναφέρει με ένα ειρωνικό χαμόγελο.

Του λέω ότι εκείνος μάλλον δεν είναι γόνος μεγάλης οικογένειας με αρκετό οικονομικό λίπος να κάψει όσο κυνηγά το όνειρο της Επιδαύρου. «Τι γόνος καλέ; Εγώ πάντα δούλευα για να φροντίσω και τη μητέρα μου, η οποία ύστερα από μία ολόκληρη ζωή που δούλεψε καθαρίστρια βρέθηκε να έχει μία πενιχρή σύνταξη. Είναι ντροπή να σου δίνουν χαρτζιλίκι για να ζήσεις».

Τα χρόνια της πανδημίας ο χώρος του πολιτισμού δέχθηκε το πιο ισχυρό πλήγμα. Το κράτος δεν ήταν εκεί για να δώσει ένα χέρι βοηθείας σε έναν κλάδο που -κυριολεκτικά- πνιγόταν. «Τον πολιτισμό και τους καλλιτέχνες τον θεωρούν πεταμένα λεφτά. Δεν υπάρχουμε καν».

Τι να πω; Ότι δε συμφωνώ; «Στην καραντίνα κόντεψα να τρελαθώ. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές – άσχετα αν εγώ ήμουν τυχερός και έκανα τηλεόραση. Πραγματικά, δε θα μπορούσαν να έχουν έναν κωδικό για να μπορεί να πηγαίνει να ψυχαγωγηθεί ο κόσμος στα θέατρα με μέτρα, με αποστάσεις και με ζημιά και για εμάς τους ίδιους που θα παίζαμε για 30 άτομα; Εμείς σίγουρα ήμασταν διαθέσιμοι».

Ο Μάνος Καζαμίας ένα πράγμα είναι σίγουρο πως δεν κάνει: δε μασά τα λόγια του για τίποτα και κανέναν. «Όταν καταργήθηκαν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, χάσαμε τελείως την αξία μας. Την ίδια στιγμή νιώθω ότι περνάμε μία βαθιά αξιακή κρίση: στα μπαρ που δούλευα έβλεπα ζευγάρια που αντί να κοιτούν ο ένας τον άλλον παρακολουθούσαν ζωές τρίτων στο Instagram».

Η ώρα περνά, ο Μάνος όμως έχει πολύ χρόνο μπροστά του μέχρι να μεταμορφωθεί σε Μαρίνα. Μέχρι στιγμής έχει βάψει μόνο τα νύχια του. «Η ζωή μου δεν είναι μόνο το θέατρο. Η ζωή μου είμαι εγώ και μέσα σε αυτό κινούνται κάποιες προτεραιότητές – μία από αυτές είναι και το θέατρο. Πώς θα συμμετέχω σε δουλειές που δεν πληρώνουν όταν πρέπει να πληρώσω το νοίκι μου, το φως μου, το τηλέφωνο;» λέει ξεκαθαρίζοντας τη δικιά του θέση: το θέατρο είναι δουλειά και τέχνη, όχι χόμπι για αργόσχολους.

Πώς όμως έφτασε μέχρι εδώ, στο να συμμετέχει στην ίσως πιο επιτυχημένη ομάδα ελληνικού θεάτρου των τελευταίων χρόνων; Η διαδρομή δεν ήταν απλή και πηγαίνει πίσω στον χρόνο. «Έχουμε σκληρύνει οι άνθρωποι σήμερα. Βέβαια, και εγώ έζησα την κατακραυγή και την απόρριψη από μικρή ηλικία και χωρίς να φταίω σε κάτι».

Ο Μάνος Καζαμίας είναι παιδί χωρισμένων γονιών. «Άκουγα να λένε για τη μάνα μου: “Μην τη βάζει στο σπίτι, θα σου πάρει τον άντρα, είναι πουτάνα, είναι χωρισμένη”. Η νοοτροπία αυτή ακόμα υπάρχει σε πολύ κόσμο. Εντυπωσιάζομαι πραγματικά, όταν τη συναντώ σε γυναίκες. Ως έφηβος την έζησα στο πετσί μου – τόσο από τους γονείς των φίλων μου όσο και από τους καθηγητές μου».

Τι έκανε όμως για αυτό; «Πήδαγα τα κάγκελα την ώρα της προσευχής για να τους αποδείξω ότι “ναι, ρε μαλάκα, είμαι αλήτης. Και θα πιω και μπάφους μέσα στο σχολείο και θα βάλω και πέντε piercings”». Παρουσίαζα ένα πρόσωπο πολύ πιο έξαλλο από ότι ήμουν. Ήταν ο δικός μου τρόπος αντίδρασης απέναντι στην “εκπαίδευση” που ήθελαν να μου επιβάλλουν».

Δύσκολη εφηβεία που όμως φαίνεται ότι τον έκανε ακόμα πιο δυνατό – ή μάλλον πιο σωστά: περισσότερο άνθρωπο. «Μεγάλωσα με μία μάνα που δεν είχε καμία μόρφωση, αλλά ήταν η χαρά της ζωής. Στην κηδεία της έβλεπες μόνο νέα παιδιά. Όλοι φίλοι μου από το σχολείο, από τα Κάτω Πετράλωνα που έκλαιγαν με μαύρο δάκρυ. Ήταν η μαμά της γειτονιάς, γιατί όποιος είχε πρόβλημα ερχόταν σε εκείνη. Δεν πήγαιναν στο δικούς τους για να μη φάνε κατσάδιασμα. Έρχονταν στη μάνα μου -ακόμα και αν είχαν μείνει έγκυες- για να τους ακούσει, να τους περιθάλψει, να τους βάλει στο σπίτι μας, ακόμα και να τους κοιμίσει αν χρειαζόταν».

Για αυτή τη μάνα ο Μάνος χρειάστηκε να κάνει δύο δουλειές για να τη βοηθήσει. Είναι όμως κάτι που δε φαίνεται να το κουβαλά ως βάρος αλλά, αντίθετα, ως προσωπικό παράσημο. Η αξία των ανθρώπων, άλλωστε, δε μετριέται σε πτυχία και λεφτά. Το ζήτημα είναι πόσοι θα νιώσουν ένα σφίξιμο στην καρδιά όταν εσύ δε θα είσαι πια εδώ. 

«Στο Cartel ένιωσα ότι βρήκα το καλλιτεχνικό μου σπίτι. Εδώ μπορούσα να είμαι ευτυχισμένος πάνω στη σκηνή».

Από τα βασανιστήρια στην ευτυχία

«Η πιο δύσκολη στιγμή για έναν ηθοποιό είναι όταν δουλεύεις και φεύγεις απλήρωτος. Όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ενώ σου χρωστάνε λεφτά, ότι ενώ έχεις μπει ούτως ή άλλως μέσα, δεν πρόκειται ποτέ να πάρεις δεκάρα» λέει ο Μάνος Καζαμίας χωρίς καμία δόση αχρείαστου ρομαντισμού. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα να ακούσω κάτι για τις απάνθρωπες πολλές φορές συνθήκες που βιώνουν στις πρόβες οι ηθοποιοί. Η απληρωσιά, όμως, και τα φέσια δεν πονάνε μόνο την τσέπη αλλά και την ψυχή.

Λίγο παρακάτω ο 47χρονος ηθοποιός θα αναφερθεί και σε εκείνα που είχα στο μυαλό μου: «Έχω υποστεί bullying στο θέατρο, αυτή τη γνωστή “νοσηρότητα” που διδάσκεται πολλές φορές και στις σχολές: ότι θα σε ξεφτιλίσω στην πρόβα για να σου βγει το συναίσθημα». 

Τι έκανε όμως εκείνος όταν βρέθηκε σε αυτή τη θέση; «Υπήρξαν φορές που το αγιοποίησα για να το αντέξω, και άλλες που σηκώθηκα κι έφυγα. Στο μυαλό μου δεν υπήρχε το “εγώ θα κάνω θέατρο πάση θυσία”. Μπορούσα να ζήσω και αλλιώς, ένιωθα άξιος, δεν είχα ανάγκη αυτό το βασανιστήριο» λέει παίρνοντας σαφή θέση, χωρίς μεν και αλλά.

Ποιες δύο λέξεις ήρθαν στο μυαλό του όταν ξεκίνησε στο Cartel; «Και γαμώ» λέει πριν συνεχίσει τον καταιγιστικό ρυθμό ομιλίας: «Ένιωσα ότι βρήκα το καλλιτεχνικό μου σπίτι. Εδώ μπορούσα να είμαι ευτυχισμένος πάνω στη σκηνή».

Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίσαμε τον Μάνο Καζαμία από το τηλεοπτικό Παρουσιάστε δίπλα στον Γιάννη Μπέζο. Πώς όμως μπορεί να εναλλάσσει την ανάλαφρη τηλεοπτική κωμωδία με το βαρύ δράμα; «Η ίδια η ζωή έχει και γέλιο και κλάμα. Στο Άνθρωποι και Ποντίκια υπάρχουν στιγμές που πεθαίνεις από το γέλιο. Έτσι δεν πάει; στις κηδείες γελάς και στους γάμους κλαις, αν το έχει παρατηρήσει».

Τελικά, πώς έφτασε μέχρι εδώ; «Πέρασα ένα μεγάλο διάστημα που έψαχνα να δω τι είναι αυτό που μου αρέσει. Έχω κάνει πολύ παιδικό θέατρο, έχω κάνει κλασικό θέατρο, έχω κάνει performance, έχω κάνει ξυλοπόδαρα, φωτιές. Ήμουν ανήσυχο παιδάκι και μου άρεσε ο δρόμος πολύ. Έχω κάνει πολύ δρόμο και χαίρομαι που είχα τη δυνατότητα και μπορούσα να το κάνω».

Μέσα σε ένα μήνα είδα τον 47χρονο ηθοποιό να ερμηνεύει δύο τελείως διαφορετικούς ρόλους που εκτός από τη μοναξιά είχαν άλλο ένα κοινό στοιχείο: την τρομερή ένταση. Δεν έχω ιδέα τι κόστος μπορεί να έχει αυτό. Ο Μάνος Καζαμίας όμως δεν έχει διάθεση να ακουστεί σαν ήρωας. Έτσι, μου λέει ότι μετά την παράσταση χρειάζεται τρεις ώρες για να κοιμηθεί: να δει λίγο τους αγαπημένους του ανθρώπους, τη σχέση του, να φάει, να κάνει ένα μπάνιο – απλά, καθημερινά πράγματα.

«Και οι δύο παραστάσεις έχουν ένταση. Η δουλειά μας, γενικά, έχει ένταση. Ανεβάζω παλμούς πάνω στο σανίδι, καταπονώ το νευρικό μου σύστημα. Δεν είναι τόσο δύσκολο αν έχεις προπονηθεί χρόνια να το κάνεις. Βγαίνοντας από τη σχολή δεν ήξερα τίποτα. Πάνω στη σκηνή τα έμαθα όλα· εκεί αναμετράσαι με τον εαυτό σου».

Η Μέθοδος Cartel

«Γιατί να είμαι τόσο λούμπεν, τι έχει συμβεί ρε πούστη μου στη ζωή μου και όχι μόνο έχω καταλήξει εδώ αλλά μου αρέσει κιόλας;» αναρωτιέται φωναχτά, καθώς μου εξηγεί τον τρόπο που δουλεύουν στο Cartel, πριν συμπληρώσει ότι τα παιδιά που έχουν υποστεί βία (σ.σ: αναφέρεται στον Μάνο από το Άνθρωποι και Ποντίκια), συνήθως δε λένε τι έχει συμβεί – απλά ψάχνουν απεγνωσμένα να ανήκουν κάπου.

«Δουλεύουμε, λοιπόν, φτιάχνοντας βιογραφικά εντάσσοντας παράλληλα δικά μας στοιχεία και εμπειρίες ώστε να αποκτήσουμε κοινό κώδικα με τον ρόλο. Με τη Μαρίνα από τα Κόκκινα Φανάρια αυτή η διαδικασία ήταν ακόμα πιο έντονη, καθώς είχα περισσότερα ερωτηματικά για αυτήν». Τα δικό μου ερωτηματικό πάλι είναι πώς ακριβώς καταφέρνουν οι διάλογοι να ακούγονται τόσο φυσικοί.

«Τα κείμενα τα πειράζουμε πολύ πάνω στην πρόβα. Αυτοσχεδιάζουμε. Είναι ένας τρόπος να ξυπνάμε, να είμαστε παρόντες. Θέματα παίζουμε, δεν αποστηθίζουμε λογάκια. Ρισκάρουμε πάνω στη σκηνή – τόσο στις πρόβες όσο και την παράσταση. Για μένα ήταν πολύ λυτρωτικό ότι έπαιξα την επόμενη μέρα της κηδείας της μάνας μου, την οποία έχασα πρόσφατα. Έπαιξα και δεν ενδιέφερε κανέναν από τους συναδέλφους ακόμα και αν σταματήσω.

Είναι φανερό πως ο Μάνος Καζαμίας στο Cartel βρήκε τη θεατρική του οικογένεια. Ίσως, μάλιστα να βρήκε και κάτι παραπάνω. «Ανακάλυψα έναν χώρο που μπορεί να φιλοξενήσει την ιδιοσυγκρασία μου, να με δεχθεί όπως είμαι. Νιώθω ότι είμαι στο σπίτι μου».

Έχουμε μείνει μόνοι μας στο καμαρίνι, καθώς οι ετοιμασίες για την αποψινή παράσταση έχουν ανεβάσει ρυθμούς. «Εδώ λειτουργούμε με αυτοόργανωση: φτιάχνουμε λίγο έως πολύ τα σκηνικά μόνοι μας, σκουπίζουμε, καθαρίζουμε, κάποια παιδιά δουλεύουν στην καντίνα μπροστά, κάνουν ταξιθεσία, και ύστερα ανεβαίνουν στη σκηνή για να παίξουν».

Οι περισσότεροι θεατές μαγεύονται από αυτή τη διαφορετική συνθήκη. Όχι, όμως, όλοι. «Κάποτε είχε συμβεί το εξής στο παλιό Cartel, όπου παρκάραμε πολλές φορές εμείς οι ίδιοι τα αυτοκίνητα του κοινού: ένας από τους ηθοποιούς του θιάσου είναι κουρδικής καταγωγής, έτσι μία τύπισσα δεν του έδινε με τίποτα κλειδιά του αμαξιού ενώ τον στόλιζε λέγοντάς του ότι είναι μετανάστης και βρωμάει. Τον έκανε να έρθει μέσα κλαίγοντας. Στο τέλος της παράστασης -και πολύ καλά είχε κάνει- σηκώθηκε, την έδειξε, και είπε σε όλο το κοινό τι έγινε. Εκείνη είπε ένα “σας ζητώ συγγνώμη”. Εκείνος με δάκρυα στα μάτια της έλεγε “δεν σε συγχωρώ εγώ”. Αυτός ήταν ο απόλυτος ρεαλισμός: μία αληθινή σκηνή από το Άνθρωποι και Ποντίκια».

Το θέατρο που κάνει ο Βασίλης Μπισμπίκης χρησιμοποιεί το σοκ, όπως κάνει και ο Γιάννης Οικονομίδης στις ταινίες του. «Πιστεύει ότι είναι ένα δρόμος για να ενεργοποιηθεί ο θεατής» μου λέει ο Μάνος Καζαμίας, ενώ την ίδια στιγμή σκέφτομαι ότι εκείνος αποτελεί βασικό στοιχείο σε όλο αυτό. Οι δικές του ερμηνείες έχουν έναν ακραίο ρεαλισμό – μία ωμή αλήθεια που σου κόβει τα πόδια.

«Μου λένε ήσασταν λίγο υπερβολικοί στα Κόκκινα Φανάρια». Η δικιά του απάντηση; «Είστε τρελοί; Εγώ έχω πάει, τους έχω δει αυτούς τους ανθρώπους, και είναι χαρούμενοι, περνάνε καλά, είναι gay». Του αναφέρω ότι όταν εγώ είδα την παράσταση, υπήρχε ένας συγκεκριμένος θεατής που δεν άντεχε καθόλου όσα παρακολουθούσε. Ένιωθε να τον προσβάλλουν, έτσι σηκώθηκε κι έφυγε στο διάλειμμα.

«Στα Κόκκινα Φανάρια υπάρχει το μπαρ, τα τραγούδια, το performance, το show – υπάρχει μία έντονη θεατρικότητα. Είναι μεγάλος ρεαλισμός να σηκωθεί να φύγει ένας θεατής – όπως μου λες. Και να σηκωθούν να με φτύσουν στη σκηνή θα θεωρώ ότι η παράσταση είναι επιτυχημένη, ότι και αυτή η αντίδραση είναι μέρος της. Αυτό δε θα έκανε άλλωστε και πολύς κόσμος στην πραγματική ζωή;».

Ζουν ανάμεσά μας, ζούμε ανάμεσά τους ή μήπως είμαστε και εμείς μέρος του προβλήματος; Τα ερωτήματα βομβαρδίζουν εκείνη την ώρα το μυαλό μου. Αναρωτιέμαι όμως τι είδους τελικά θέατρο κάνει ο Τεχνοχώρος Cartel.

– Εδώ τι κάνετε; Πώς το λέτε;

– (Μένει σκεπτικός για λίγο, πριν σηκώσει το βλέμμα) Είμαστε ζωντανοί. Προσπαθούμε να γεννιούνται τα πράγματα.

«Η μοναξιά είναι το πιο συγκλονιστικό πράγμα. Παίζει πολλή μοναξιά εκεί έξω. Οι άνθρωποι είναι μόνοι τους» | Το φόρεμα της φωτογράφισης ανήκει στην προσωπική συλλογή της Δέσποινας Βανδή.

Λίγο πριν την παράσταση

«Κατά τη δική μου γνώμη, το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι η Εύα που έφαγε το μήλο. Η μίμηση είναι· κάνεις ό,τι βλέπεις να συμβαίνει γύρω σου. Αν παρακολουθείς για καιρό έναν Instagrammer γίνεσαι και εσύ Instragrammer, αν κάτσεις δίπλα σε έναν Χρυσαυγιτή στο τέλος γίνεσαι και εσύ Χρυσαυγίτης» λέει τονίζοντας την τελευταία λέξη ο 47χρονος ηθοποιός. Δεν θυμάμαι καν πώς έφτασε εδώ η συζήτηση αλλά έφτασε. Όταν κάποιος άλλωστε μιλά χωρίς φόβο αλλά με πάθος συμβαίνουν αυτά. 

Η παράσταση πηγαίνει σφαίρα, το επόμενη βήμα για τον Τεχνοχώρο Cartel θα είναι το Έγκλημα και τιμωρία του Fyodor Dostoevsky όπως όλα δείχνουν, ο Μάνος Καζαμίας ίσως επιλέξει στο μέλλον να κάνει «κλασικό θέατρο», αν και νιώθει πως το βαριέται τρομερά, ενώ στο μέλλον, δεν αποκλείει να εκτελεί χρέη κονφερασιέ σε κάποιο καμπαρέ. Στο τέλος της ημέρας, οι κάθε είδους παραστάσεις είναι ένας τρόπος να ερχόμαστε πιο κοντά μιας και, όπως λέει ο ίδιος, «η μοναξιά είναι το πιο συγκλονιστικό πράγμα. Παίζει πολλή μοναξιά εκεί έξω. Οι άνθρωποι είναι μόνοι τους».

Ο Μάνος Καζαμίας δηλώνει αγχωτικός και θέλει στον προσωπικό του χώρο τα πράγματα σε τάξη, αλλά την ίδια στιγμή παραδέχεται ότι μάλλον ζει μία ζωή γεμάτη με πάθη. Σίγουρα πάντως φαίνεται να είναι ένας παθιασμένος άνθρωπος – τόσο πάνω όσο και κάτω από τη σκηνή. Το βιώνει, το δείχνει και το εκφράζει με όποιον τρόπο μπορεί.

«Να σου πω μία ιστορία;» μου λέει ο Μάνος Καζαμίας λίγο πριν φύγω. «Έχω πάει σούπερ-μάρκετ μαζί με μία φίλη τρανς που βρισκόταν λίγο πριν τη μετάβαση και την εγχείρηση και έχουμε φάει τρομερό bullying. Ήταν ένας τύπος που μας έβριζε συνέχεια: «να φύγετε», «έχουμε παιδιά», «εδώ έρχονται οικογένειες να ψωνίσουν», «να πάτε στο διάολο», «πούστηδες». Κάποια στιγμή τσαντίστηκα τόσο πολύ που του είπα να πάει να γαμηθεί. Τελικά, βρεθήκαμε να τρώμε επίθεση και να μας ρίχνει συσκευασίες με ρύζια πάνω στο κεφάλι. Εγώ γέλαγα και έλεγα στη φίλη μου “έλα μωρή, κοίτα, μας παντρεύουνε”. Κανείς δεν επενέβη, ούτε ο προϊστάμενος, μόνο μία κυρία μεγάλης ηλικίας μας υπερασπίστηκε».

Κλείνω την ηχογράφηση. Ο Μάνος πρέπει να ολοκληρώσει τη μεταμόρφωσή του σε Μαρίνα. Σε λίγο θα βγει στη σκηνή του Cartel· εκεί που το θέατρο και η ωμή πραγματικότητα της ζωής γίνονται ένα.