ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Μελέτης Ηλίας ζει τα καλύτερά του χρόνια

Ο 40χρονος ηθοποιός κλέβει την παράσταση στη σειρά της ΕΡΤ, όμως παραμένει ένα λαϊκό παιδί από το Μενίδι.

Είμαι πολύ στεναχωρημένος με τους φίλους του 75χρονου μπαμπά του Μελέτη. Αυτούς που συχνάζουν στο καφενείο Mπύρος στο Μενίδι, την περιοχή όπου ο πάλαι ποτέ πρωταγωνιστής από το Σόι σου γεννήθηκε, μεγάλωσε και εξακολουθεί να μένει. Κάτι που θα ήθελα να το ξεκαθαρίσουμε εξαρχής.

 

Κι αυτό γιατί είμαι σίγουρος ότι, επειδή η συγκεκριμένη συνέντευξη είναι online και όχι για εφημερίδα ή περιοδικό, δεν πρόκειται να μπουν στον κόπο, όπως κάνουν με τις υπόλοιπες, να την κόψουν και να την δώσουν στο πατέρα του να τις διαβάσει καθώς πίνει τον πρωινό του καφέ, καμαρώνοντας για τον γιο του.

«Του πάνε οι φίλοι του αποκόμματα και περηφανεύεται σαν γύφτικο σκεπάρνι. Όλο αυτό μετά καταλήγει στην μάνα μου για αποδελτίωση. Κανονικό γραφείο τύπου».

Η αλήθεια είναι ότι ο μπαμπάς του Μελέτη έχει κάθε λόγο για να καμαρώνει για τον μοναχογιό του, η πορεία του οποίου είναι σταθερά ανοδική εδώ και αρκετά χρόνια. Με την εξαίρεση πάντα εκείνης της πρώτης ημέρας στην δουλειά.

«Η πρώτη μου μέρα στην δουλειά ήταν μια τραυματική εμπειρία. Ξεκίνησα, με το που τελείωσα το Λύκειο, σερβιτόρος σε μια καφετέρια, την Volcano, που την είχε γνωστός του πατέρας μου. Έριξα 1-2 δίσκους. Και απολύθηκα επιτόπου. Δεύτερη μέρα δεν υπήρξε».

Έχοντας, αν κάτσεις και το καλοσκεφτείς, εξελιχθεί σε κάτι σαν τον εθνικό μας τηλεοπτικό πάτερ φαμίλια -παρότι μοναχοπαίδι και από οικογένεια χωρίς πολλούς συγγενείς, άρα και χωρίς σχετικές παραστάσεις. Συγκεκριμένα τον έχουμε δει (κινηματογραφικά) να κάνει το bachelor του.

«Το δικό μου κανονικό bachelor ήταν λίγο ξενέρωτο. Ήταν καθημερινή, οπότε τα μπουζούκια ήταν κλειστά και το βράδυ είχα παράσταση. Καταλήξαμε σε ένα μαγαζί που είχε ναργιλέδες και μετά, ψάχνοντας κάπου με ζωντανή μουσική, σε ένα παρακμιακό στην Συγγρού με δυο μόλις παρέες μέσα».

Να πηγαίνει επί πέντε χρόνια κάθε Κυριακή στα πεθερικά του σε Αιγάλεω και Κηφισιά για φαγητό με το Σόι του.

«Και τι έγινε να παίξω άλλη μια χρονιά τον Σάββα;»

«Είναι σωστό και ωραίο ότι το Σόι σου σταμάτησε στο peak του. Παρότι μιλάμε για μια σειρά που αγαπήθηκε πολύ και είχαμε αγαπηθεί και μεταξύ μας, το ενδεχόμενο να συνεχίσει για άλλη μια χρόνια μας τρόμαζε σαν ηθοποιούς. Είναι δύσκολο στη φύση του ηθοποιού να είναι 5-6 χρόνια στην ίδια δουλειά. Δεν το θέλεις στην ουσία μέσα σου γιατί δεν έχεις καμία πρόκληση επαγγελματική. Το κάνεις μόνο για την ασφάλεια. Και τι έγινε να παίξω άλλη μια χρονιά τον Σάββα; Σαν πορεία ηθοποιού δεν έχει να πει τίποτα αυτό».

Και, φέτος, στα Καλύτερά μας Χρόνια της ΕΡΤ, την με διαφορά καλύτερη και πιο κινηματογραφικού επιπέδου σειρά της χρονιάς, να είναι ο πατέρας που όλοι θα ευχόμαστε να είχαμε. Ταυτόχρονα φοβισμένος, λόγω της κατάστασης (η πρώτη σεζόν διαδραματίζεται εντός χούντας), αλλά στοργικός και ατρόμητος στο να κάνει τα πάντα για την οικογένειά του.

«Πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη σειρά, σαν ταινία μακράς διαρκείας, που καταπιάνεται με θέματα που δεν μας είναι γνωστά λόγω εποχής. Ο κεντρικός πυρήνας της είναι μια ελληνική οικογένεια που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της. Κάτι που είναι πολύ σημερινό. Το χαρακτηριστικό του ήρωα είναι ότι προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ εργασιακού περιβάλλοντος, με τον χουντικό προϊστάμενο, και σπιτιού, με τον επαναστάτη αριστερό γιο. Ενώ επίσης έχει να αντιμετωπίσει την αλλαγή των ρόλων εντός σπιτιού, όσον αφορά την σχέση του με την γυναίκα του, κάτι που φόβιζε τους άντρες της εποχής».

Ένας ρόλος για τον οποίο πήρε και «βοήθεια κοινού», μιλώντας με τον πατέρα του που εκείνη την εποχή ήταν φοιτητής στην Ανωτάτη Εμπορική.

«Μου είπε καθημερινές ιστορίες εκείνης της εποχής για να πιάσω το κλίμα. Γιατί ο ίδιος έζησε την χούντα, το Πολυτεχνείο, η δυσκολία της εποχής είναι βιωμένη στο πετσί του. Από το ότι δεν είχε ο ίδιος παπούτσια να βάλει για να πάει στο Πανεπιστήμιο μέχρι ότι γενικότερα οι άνθρωποι περπατούσαν πολύ περισσότερο, είχαν διαφορετικούς ρυθμούς και διαφορετικά προβλήματα. Όπως ότι δεν είχαν παλτό να φορέσουν όταν έκανε κρύο ή δεν γνώριζαν ποτέ τι ώρα θα φτάσουν κάπου».

Στο μυαλό μου το γεγονός και μόνο ότι μου βγαίνει εντελώς φυσικά να τον λέω Μελέτη, και όχι με το επίθετό του (το Ηλίας) δεν αποτελεί έλλειψη ευγένειας εκ μέρους μου αλλά έμπρακτη απόδειξη της απίστευτης οικειότητας που εκπέμπει το πρόσωπο, η φωνή και το βλέμμα του.

«Η απάντηση στο γιατί έχω συνέχεια δουλειά, που με ρωτάς, είναι επειδή είμαι τυχερός. Επειδή έτυχε να βρεθώ στο σωστό σημείο, την σωστή στιγμή. Το πιστεύω αυτό. Γιατί το ξέρω καλά ότι υπάρχουν πάρα πολύ άξιοι και ταλαντούχοι ηθοποιοί του ηλικιακού μου group. Δεν είναι ότι θεωρώ ότι υπερέχω, ότι σε μια audition 100 ατόμων θα πάρουν ντε και καλά εμένα».

Αν και είμαι σίγουρος ότι ο ίδιος θα κάνει κάποια γκριμάτσα διαβάζοντας την επόμενη πρόταση, οφείλω να ομολογήσω ότι η πιο οργανική σύγκριση που μπορώ να κάνω είναι αυτή με τον Tom Hanks. Γιατί μπορώ να τον φανταστώ εξίσου εύκολα να υποδύεται εκείνους τους everyman χαρακτήρες που σε κερδίζουν με την ανθρωπιά τους και που, υπό το κατάλληλο σετ συνθηκών, μπορούν να εξελιχθούν σε αναπάντεχους ήρωες.

«Αν είχα γίνει αναγνωρίσιμος στα 25 μου, θα είχα καβαλήσει το καλάμι»

«Είναι ευτυχές γεγονός ότι έγινα αναγνωρίσιμος στα 35 μου. Γιατί οτιδήποτε ήρθε ως θετικό, ήρθε μέσα από ένα φίλτρο συνειδητοποίησης ότι εντάξει, δεν τρέχει και τίποτα. Θεωρώ ότι, αν είχα γίνει αναγνωρίσιμος στα 25 μου, είναι πολύ πιθανόν, και βάσει χαρακτήρα, να είχα καβαλήσει το καλάμι. Αν με ήξερε στα 25 μου όλη η Ελλάδα θα γούσταρα και να πηγαίνω στα μπουζούκια πρώτο τραπέζι και να μην περιμένω στην πόρτα σε ένα μαγαζί».

Μια λέξη, το αναπάντεχο, που χαρακτηρίζει συνολικά την καριέρα του απόφοιτου της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, η συνολική επαφή του οποίου με το θέατρο πριν τα 19 του ήταν μια επιθεώρηση με τον Μουστάκα και μια με τον Βουτσά στις οποίες τον πήγαν οι γονείς του.

«Όταν έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό και δεν πέρασα, με πήρε η κάτω βόλτα. Θεώρησα ότι δεν θα μπορώ να μπω σε μια ιδιωτική δραματική σχολή και να πληρώνω κάθε μήνα τα δίδακτρα. Παρόλαυτά οι γονείς μου ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Οπότε με βοήθησαν να τα φέρω βόλτα σε συνδυασμό με ότι έβγαζα δουλεύοντας ως σερβιτόρος σε ένα club πίσω από το Χίλτον».

Τότε που, ακολουθώντας την θεατρόφιλη παρέα του από το ΙΕΚ λογιστικής στην πλατεία Βάθης στο οποίο σπούδαζε, έκανε αναπάντεχα μακροβούτι στα βαθιά.

«Μου λένε, θα πάμε το βράδυ θέατρο, θέλεις να έρθεις;. Εγώ τότε δεν ήξερα καν πως υπάρχει αυτή η μορφή διασκέδασης. Η πρώτη μου παράσταση ήταν το Kαημένε μου Μάρικ. Ακολούθησαν 2-3 ακόμη μέχρι που είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει κάπως να δω τι είναι πίσω από όλο αυτό».

Μια αναπάντεχη στροφή 360 μοιρών για ένα παιδί από το Μενίδι που μεγάλωσε με αφίσες της ΑΕΚ και του Στέλιου Μανωλά στο εφηβικό του δωμάτιο.

«To μοναδικό στοιχείο που θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει ως καλλιτεχνική φύση, είναι ότι είχα πάντα μια παραπάνω ευαισθησία. Με άγγιζαν πράγματα όπως το να δω ένα ανήμπορο γέροντα στον δρόμο και να τρέξω να τον βοηθήσω. Ψήγματα μιας ευαισθησίας που κάπως θα έπρεπε να μεταφραστεί μετά. Αλλά τότε η υποκριτική ήταν κάτι που δεν υπήρχε καν σαν ενδεχόμενο στο μυαλό μου».

Και, κάπως έτσι, ο Μελέτης κατέληξε να είναι ο πιο αναπάντεχος φοιτητής στην δραματική σχολή. Με 100% πάθος αλλά 0% υπόβαθρο.

«Όταν ξεκίνησα σαφώς και αισθάνθηκα ότι είμαι πολύ πίσω σε σχέση με συμφοιτητές μου, γιατί δεν είχα καμιά σχέση με το αντικείμενο. Ούτε καν από σχολικές παραστάσεις. Σιγά σιγά προσπάθησα να καλύψω το χαμένο χρόνο. Χωρίς να νιώθω ξαφνικά ότι έγινα ένας λόγιος από το Μενίδι. Η βάση μου είναι από μια λαϊκή καταγωγή και αυτό θα ισχύσει μέχρι να πεθάνω. Αυτές είναι οι ρίζες μου».

Είπαμε, ο ίδιος νιώθει τυχερός. Αυτό που έχει καταγράψει, ωστόσο, η ιστορία είναι μια διαρκώς ανοδική πορεία με εξαιρετικές εμφανίσεις στο θέατρο (Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο κτλ.) και ένα πενταετές world tour στο πλευρό του Θεόδωρου Τερζόπουλου με στάσεις σε δεκάδες φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Από την Γαλλία και την Αγία Πετρούπολη, μέχρι την Βραζιλία, το Πεκίνο, την Ιαπωνία και το Εκουαδόρ.

«Κάθε 1,5 μήνα προέκυπτε ταξίδι στο εξωτερικό. Κάτι απίστευτο για ένα παιδί όπως εγώ που δεν είχα ταξιδέψει ως τότε πουθενά. Το μεγάλο πολιτισμικό σοκ το έπαθα στην Ιαπωνία όπου περπάταγα, όπως το συνηθίζω, καμία 10αρια χιλιόμετρα., και δεν είδα πουθενά ούτε μια γόπα. Άλλη κουλτούρα, άλλη πειθαρχία, σαν να ήταν εξωγήινοι. Ή αυτοί ή εμείς».

Δεν ξέρω αν το συνειδητοποιεί καν ο ίδιος, αλλά είναι πρωτόγνωρο το συναίσθημα οικειότητας που νιώθεις μιλώντας του ή βλέποντάς τον να παίζει. Αυτό που δεν μου δίνει, που δεν μοιράζεται μαζί μου, είναι ιστορίες υπέρβασης. Από την άλλη, πως να μοιραστεί ιστορίες που δεν έχει;

«Μεγαλώνοντας στο κέντρο του Μενιδίου ήξερα ότι έξω από το σχολείο υπάρχει καφετέρια όπου γίνεται και διακίνηση ναρκωτικών ή  έβλεπα φίλους ή παρέες με τις οποίες πήγαινα στο γήπεδο που είχαν μπλέξει. Ήταν γύρω μου αυτό. Αλλά θες το προσωπικό ένστικτο, θέλεις η παιδεία που παίρνεις από την οικογένειά σου, δεν έτυχε να βρεθώ σε δύσκολη θέση. Μιλάμε για μια δύσκολη περιοχή η οποία, πέρα από τα κακά, έχει και κάποια πολύ καλά. Γιατί πέρα από αυτή την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα, μιλάμε για εξοχή, για γειτονιές που υπάρχουν ακόμη και σήμερα, για αλάνες. Μια πραγματικά ωραία περιοχή που έχει τα στραβά της, τα οποία ακούγονται δυστυχώς παραπάνω».

Μου αρέσει που, παρά την επιτυχία του, ο Μελέτης ποτέ δεν μπήκε στο τριπάκι να μετακομίσει. Το θεωρώ δείγμα σταθερού χαρακτήρα που εγώ δεν είχα καθώς, στην πρώτη ευκαιρία, έφυγα από τις Τζιτζιφιές για να μετακομίσω στον Άλιμο.

«Υπάρχουν στιγμές που φοβάμαι γιατί σκέφτομαι ότι θα μεγαλώσουν τα παιδιά και θα αποκτήσουν και κάποιες ελευθερίες, όπως να βγαίνουν για καφέ, οπότε θα τρέμει το φυλλοκάρδι μου. Αλλά, από την άλλη, το να ζω σε μια περιοχή όπως η Εκάλη και η Κηφισιά, θεωρώ ότι θα ήταν μια πλασματική εικόνα όσον αφορά το μεγάλωμα των παιδιών. Γιατί μπορεί να μεγαλώνουν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, αλλά όταν βγουν στην πραγματική κοινωνία θα τους έρθει ο ουρανός σφοντύλι αν δεν έχουν εικόνες μιας πιο δύσκολης φάσης».

Το θεωρώ δείγμα αρμονίας και ψυχικής υγείας ότι έχει κρατήσει τους ίδιους κολλητούς που είχε από το δημοτικό και το γυμνάσιο (για εσάς μιλάω Γιάννη, Κώστα και Χρήστο). Εκείνους που ξέρουν τα πάντα για αυτόν.

«Δεν ήμουν ποτέ των άκρων, οπότε δεν έχω κάτι extreme να σου πω.  Στην παρέα ήμουν αυτό που θα λέγαμε αφανής ήρωας. Δεν ήμουν ο μπροστάρης ούτε στα αθλήματα, ούτε στις κοπέλες. Ήμουν το σιγανό ποταμάκι που μπορούσε από το πουθενά να κάνει την έκπληξη. Στην πενταήμερη στην Ρόδο έχω ένα κενό μνήμης που δεν ξέρω από που έχει προέρθει. Δεν θυμάμαι που ήμουν και τι έκανα. Ένα 12ωρο είχα εξαφανιστεί από προσώπου γης, σαν να με απήγαγαν εξωγήινοι».

Με συγκινεί και ταυτίζομαι με το γεγονός ότι ο Μελέτης προσπαθεί να είναι όσο πιο δοτικός πατέρας γίνεται.

«Τον πατέρα μου τον θυμάμαι πάντα ελαφρώς συγκρατημένο στο συναίσθημά του. Εγώ προσπαθώ να κάνω το αντίθετο. Να είμαι όσο μπορώ πιο ανοιχτός σε αγκαλιές, φιλιά, χατίρια, παιχνίδια. Με ότι καλό ή κακό αυτό θα επιφέρει».

Θα μου άρεσε πολύ να τον έχω ξεναγό στην περιοχή που τόσο αγαπά.

«Θα μπορούσαμε να πάμε για περπάτημα στην Πάρνηθα, που είναι δίπλα. Ενναλακτικά για προβατίνα παϊδάκια, συνοδεία καλού κρασιού, στον Κιτσαρώνα. Είναι η πιο γνωστή από τις ταβέρνες που έχουμε στην περιοχή»

Και, κυρίως, ανυπομονώ για την 2η σεζόν του Τα καλύτερά μας χρόνια. Εκεί που ο Μελέτης ελπίζει να ξεφορτωθεί το μουστάκι για το οποίο συνεχώς τον πειράζουν.

 «Η πρώτη σεζόν μας φθάνει ως το 1975. Αν υπάρξει δεύτερη το μουστάκι θεωρώ ότι το μουστάκι θα μεταλλαχθεί αναγκαστικά σε μούσι. Θα είμαστε στον προθάλαμο της εποχής ΠΑΣΟΚ. Οπότε θα έρθουν τα μούσια, τα ζιβάγκο και τα Τσοβόλα δώστα όλα. Η λογική βλέπεις είναι ανά σεζόν να περνάνε και κάποια χρόνια.Και αυτό είναι πολύ ευχάριστο γιατί, παρόλο που είσαι στο ίδιο σίριαλ και στον ίδιο ρόλο, αλλάζει μια ολόκληρη εποχή. Τα χρόνια που περνάνε ανά σεζόν το καθιστούν πρόκληση για τον ηθοποιό με την καλή έννοια»