ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο Νεοϋορκέζος μετρ και η τέχνη της επιβίωσης

Γνωρίσαμε τον Γουίτ Στίλμαν μέσα από το αφιέρωμα που του ετοίμασαν οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας. Όμως χωρίς να το συνειδητοποιούμε, τις ιστορίες του για την ελίτ του Μανχάταν, για την παρακμή της Upper East Side και για την ανάγκη εξέλιξης και αλλαγής, τις γνωρίζαμε ήδη από καιρό.

Είναι ντυμένος στην τρίχα, αλλά με έναν τρόπο αβίαστο, σου δίνει την αίσθηση πως αυτή είναι η εμφάνισή του ακόμα κι όταν κατεβαίνει στο περίπτερο για να πάρει μια σόδα. Γύρω στα 60, και με ένα ύφος που τον κάνει να δείχνει απόμακρα ελίτ όσο και προσβάσιμα φιλικό την ίδια στιγμή, ο Γουίτ Στίλμαν στέκεται μπροστά στις εκατοντάδες των θεατών που έχουν γεμίσει το Όπερα 1 της Ακαδημίας αυτό το βράδυ.

Σε λίγο θα προβληθεί το “Metropolitan”, η πρώτη ταινία που γύρισε πριν 22 χρόνια, που του απέφερε υποψηφιότητα για Όσκαρ Σεναρίου και που αποτέλεσε εκκίνηση μιας αρχικά συναρπαστικής κι ύστερα, έξαφνα, αναπάντεχα κολλημένης στην παύση, καριέρας. Το κοινό στις Νύχτες Πρεμιέρας (που φέτος διοργάνωσαν ρετροσπεκτίβα του μικρού, αλλά σημαντικού έργου του σκηνοθέτη) τείνει πάντα προς το νεανικό, φοιτητές, άνθρωποι της πόλης που δε χάνουν με τίποτα το event, σινεφίλ, παρέες που περνάνε από μια προβολή πριν πάνε για ποτό σε μπαράκι του κέντρου, είναι μια φρέσκια μίξη.

Ο Στίλμαν ακτινογραφεί την αίθουσα καθώς ετοιμάζεται να προλογίσει την ταινία του. “Μάλλον είμαι υπερβολικά καλοντυμένος για απόψε,” λέει γελώντας. “Αλλά όπως θα δείτε είμαι μάλλον casual σε σχέση με τους ήρωες της ταινίας, οπότε…”

Τους ξέρει πολύ καλά τους ήρωες της ταινίας ο Στίλμαν. Πριν από πολλές δεκαετίες, σε μια Αμερική εντελώς διαφορετική, σε έναν άλλο κόσμο, ήταν ένας από αυτούς.

Ι. Metropolitan

“Οι ταινίες μου είναι ουτοπικές εκδοχές αυτού που περιγράφουν,” μου λέει την επόμενη μέρα καθώς καθόμαστε να μιλήσουμε για τη Νέα Υόρκη, για την κουλτούρα της αλλαγής, και κυρίως για αυτά τα περίεργα πάρτι που απεικονίζει στις ταινίες του, και τα οποία είναι λες και υπάρχουν μόνο σε ένα ιδεατό, κινηματογραφικό σύμπαν.

Debutante parties μου τα ονομάζει, ένα είδος κλειστών δεξιώσεων με σκοπό της παρουσίαση των κοριτσιών, που πλέον έχουν ωριμάσει και είναι σε ηλικία για γάμο, στην υψηλή κοινωνία. Ο Στίλμαν δεν ήταν φυσικό μέλος μιας τέτοιας κλίκας, καθώς αν και προερχόταν από παλιά οικογένεια ακαδημαϊκών και δικηγόρων, δεν μεγάλωσε πλούσιος. Για να καταφέρει να γυρίσει αυτή την ταινία, την οποία έγραφε επί 4 χρόνια όσο έτρεχε ένα γραφιστικό γραφείο στη Νέα Υόρκη βασιζόμενος σε πραγματικά γεγονότα της ζωής του, πούλησε το ίδιο του διαμέρισμα. Υπήρξε ο outsider, όπως ακριβώς κι ο ήρωας του “Metropolitan”, Τομ Τάουνσεντ, ο οποίος με έναν εντελώς τυχαίο τρόπο ένα βράδυ προσκαλείται στο διαμέρισμα μιας παρέας αγνώστων, που τυχαίνει να διοργανώνουν τέτοια ακριβώς πάρτι.

Στους 4 τοίχους των λουσάτων διαμερισμάτων της Upper East Side του Μανχάταν, ο Τομ και οι νέοι του φίλοι συζητούν για την πάλη των τάξεων, για τη θέση της ελίτ, για λογοτεχνία, για φιλοσοφία, για κοινωνική θεωρία. Πολλοί διάλογοι μοιάζουν να έχουν ξεριζωθεί από αυτούσιες συζητήσεις που είχε ο Στίλμαν βρισκόμενος στην ίδια θέση στη ζωή του, παλιότερα. Γράφουμε αυτό που γνωρίζουμε, δεν είναι το μότο;

“Οι κριτικοί κινηματογράφου και οι δημοσιογράφοι που ασχολούνται με το σινεμά θεωρούν τους εαυτούς τους αυθεντίες πάνω σε οτιδήποτε υπάρχει στην πλάση, οπότε ό,τι κι αν κάνεις θα βρεθούν κάποιοι να πουν ότι δεν είναι έτσι σωστό, δεν είναι ακριβές, κλπ. Αλλά ένα πράγμα στο οποίο δε θεώρησαν πως ήταν αυθεντίες, ήταν αυτά τα πάρτι των ντεμπιτάντ,” μου λέει χαμογελώντας με πονηρό ύφος, σα να θέλει να παραδεχτεί πως τους την έφερε, πως αποτύπωσε στην οθόνη κάτι καινούριο.

“Υπήρξε ένας που έλεγε σε όποιον ήξερε πως το ‘Metropolitan’ δεν ήταν ακριβές επειδή δεν είχε ακούσει ποτέ να μιλάει για τέτοια πάρτι. Αλλά είναι επειδή υπήρχαν διαφορετικά γκρουπ. Και αυτό στο οποίο ήμουν εγώ, τους ενδιέφερε η λογοτεχνία και η φιλοσοφία, οπότε υπό μία έννοια το ‘Metropolitan’ είαι η ουτοπική εκδοχή αυτού. Είναι κάτι σαν το όνειρο του πώς μπορούν να είναι αυτή η όλη σκηνή.”

Σήμερα δε μοιάζει και τόσο ξένο σαν ιδέα,ζούμε εξάλλου σε μια εποχή όπου το Χόλιγουντ ζει και αναπνέει την κουλτούρα της Νέας Υόρκης και που τηλεοπτικές σειρές μοιάζουν αφιερωμένες εξ ολοκλήρου στην εξερεύνηση αυτής της όλης ‘σκηνής’.

Κάποιες μάλιστα μοιάζουν, περισσότερο από άλλες, να είναι ξεκάθαρα επηρεασμένες από το “Metropolitan”. Του το αναφέρω.

“Το ‘Gossip Girl’ λες;”

“Κι αυτό, αλλά και το ‘Girls’ της Λένα Ντάναμ αυτή τη στιγμή–”

“Ναι, υπάρχει μια σαφής σύνδεση,” λέει απότομα, δίχως να μπορώ να διακρίνω πίσω από το σταθερά ευγενές του παρουσιαστικό αν είναι προσβεβλημένος από το συσχετισμό ή περήφανος που μια τόσο προσωπική ταινία που γύρισε πριν δύο δεκαετίες μοιάζει να ασκεί επιρροή ακόμα και σήμερα. Μάλλον ισχύει κάτι κι από τα δύο.

“Υπάρχει τεράστια σχέση με το ‘Girls’,” συνεχίζει, με ξεκάθαρα θετικό τόνο τώρα, καθώς μιλάει για τη σχέση του με την προσφάτως υποψήφια για ένα τσουβάλι Έμμυ σειρά του ΗΒΟ, που πολλοί θεώρησαν ως τη σημαντικότερη τηλεοπτική πρεμιέρα του 2012. “Η Λένα Ντάναμ” μου έδωσε πολλές ιδέες για την παραγωγή της νέας μου ταινίας, λέγαμε να έπαιζε κιόλας. Είχε και μια αφίσα του ‘Metropolitan’ στην σειρά της.”

“Με το ‘Gossip Girl’ υπάρχει μια σχέση υποθέτω,” συνεχίζει, καταφέρνοντας να μη μοιάζει ποτέ απαξιωτικός ενώ εξηγεί. “Είναι στην πραγματικότητα μια τυπική σειρά παρακμιακών καλιφορνέζων νεόπλουτων εφήβων αλλά απλώς στη Νέα Υόρκη. Η συγγραφέας των βιβλίων πήρε αρκετά επιφανειακά στοιχεία της ταινίας.” Σταματά για μια στιγμή προσπαθώντας να συνοψίσει μια σκέψη.

“Αυτό που κάνουμε εμείς είναι ιστορίες με αληθινά αθώα παιδιά. Αυτοί δεν κάνουν το ίδιο πράγμα.”

Ένα από τα κοινά στοιχεία είναι, σαφώς, η εισαγωγή μας στην ιστορία μέσα από τα μάτια ενός χαμηλότερης τάξης outsider, του οποίου ο εξευγενισμός τον κάνει να ταιριάξει μέσα σε ένα γκρουπ ανθρώπων που ανήκουν σε πιο ελίτ κλίκες.

“Δεν έχουν τέτοιες αναστολές εκεί, τους αρέσουν οι καινούριοι άνθρωποι,” μου εξηγεί. “Ένα από τα θετικά της Νέας Υόρκης, και δεν είμαι συχνά υπέρ της Νέας Υόρκης, είναι ότι σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη πόλη, εκεί τους αρέσουν οι καινούριοι άνθρωποι, έχουν την τάση να είναι πολύ καλοί μαζί τους. Ο καινούριος είναι δημοφιλής στη Νέα Υόρκη.”

ΙΙ. Barcelona

“Αυτό που με ενδιαφέρει είναι κωμωδίες πάνω στην ταυτότητα,” εξηγεί προσπαθώντας να περιγράψει με δυο λόγια την όλη του κινηματογραφική ευαισθησία. “Γι’αυτό με ενδιαφέρει τόσο η νεανική κουλτούρα.” Οι ήρωες των ταινιών του είναι πάντοτε στην ευρύτερη 20-κάτι περιοχή, και δε μεγαλώνουν όσο μεγαλώνει κι ο ίδιος, όπως συχνά συμβαίνει με άλλους δημιουργούς.

“Αυτή είναι η ηλικία…”

Παίρνει μια ρουφηξιά από τον καφέ του καθώς η ψύχραιμη στάση του προδίδεται και για μια φευγαλέα στιγμή είναι σα να τα θυμάται ξανά όλα. Ενθουσιασμένος εξηγεί, “Είναι όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο. Αυτή είναι η ηλικία που αλλάζει όλη σου τη ζωή, που σε καθορίζει. Ψάχνεις να βρεις ποιος είσαι. Από, ας πούμε, τα 17 ως τα 30, οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις για τη ζωή τους.”

Ένα χαρακτηριστικό των ηρώων του Στίλμαν είναι ακριβώς το πώς αλλάζουν διαρκώς θέσεις, το πώς προκαλούν τις αρχές τους με κάθε νέο δεδομένο που τους γίνεται διαθέσιμο. Ο Τομ του “Metropolitan” είναι εναντίον των πάρτι των ντεμπιτάντ δίχως φυσικά να έχει παραστεί ποτέ σε ένα, απλώς και μόνο επί ηθικής βάσης. Φυσικά αλλάζει στάση καθώς εξελίσσεται η ταινία. Ο ίδιος ο Στίλμαν, εκπρόσωπους μιας σαφούς συντηρητικής ιδεολογίας, μοιάζει με άνθρωπος που έχει δει διάφορες πλευρές της ζωής και, στα 60 του, παραμένει απροσδόκητα ανοιχτόμυαλος και μειλίχιος απέναντι σε ό,τι βρίσκεται απέναντι.

Από το “Metropolitan” πέρασαν 4 χρόνια πριν το επόμενο βήμα – είπαμε, και το λέει κι ο ίδιος, δεν είναι ο γοργότερος των σεναριογράφων. Στο “Barcelona”, το αληθινά υποτιμημένο κεφάλαιο αυτής της αρχικής “ελίτ τριλογίας” του στη διάρκεια των ‘90s, εξερεύνησε το πώς είναι να ζεις και να ερωτεύεσαι σε μια χώρα (σε ένα περιβάλλον γενικότερα) πολιτιστικά τόσο διαφορετικό από το δικό σου. Πίσω από αυτές τις ιστορίες ψαριού έξω από τα νερά του κρύβεται η ουσιαστική διάθεση του Στίλμαν να αναζητήσει τον παράγοντα αλλαγή σε κάθε σταθερά της ανάπτυξής μας.

“Όταν μπήκα εγώ στην όλη φάση των πάρτι, ήταν Δεκέμβρης του ’69 και μέσα σε 4 μήνες όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν αφήσει τα μαλλιά τους μακριά και έκαναν ναρκωτικά,” θυμάται χαμογελώντας. Μιλάει για τις μέρες του στο Χάρβαρντ, όπου σπούδασε από το ‘69 ως το ‘73, όταν και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει δημοσιογράφος. “Όλο αυτό το πράγμα των ‘60s ήρθε και άλλαξε τα πάντα.”

Χαμογελάει κοιτώντας αμήχανα το φλιτζάνι καφέ που έχει μπροστά του. “Θυμάμαι,” λέει γελώντας, “τη φωτογραφία από το λεύκωμα του πανεπιστημίου, ήταν κάπου γύρω στο ‘72 νομίζω, είχα μαλλιά ως εδώ, σαν τα δικά σου,” λέει δείχνοντας με το δεξί του χέρι το ύψος του αριστερού του ώμου. Μου είναι αδύνατο να τον φανταστώ. “Είχε η μητέρα μου μια φοβερή φωτογραφία, είχα μακριά μαλλιά και φορούσα μια λευκή γραβάτα, ήταν σα να την είχα τραβήξει τον 18ο αιώνα!”

Φυσικά, μέσα από την αλλαγή έρχεται αναπόφευκτα και μια αίσθηση παρακμής, ή έστω αυτή είναι η ιδέα ενός ανθρώπου όταν νιώθει πως ξεπερνά μια κατάσταση.

ΙΙΙ. Last Days

Τι θυμάστε περισσότερο από αυτά τα πάρτι;

“Θυμάμαι πως τα κορίτσια δε νοιάζονταν αν τα αγόρια ερχόμασταν απρόσκλητα, αρκεί να ντυνόμασταν καλά. Πάντα ήθελαν περισσότερα αγόρια, οπότε κρασάραμε και δεν πείραζε κανέναν. Υπήρχε ένας συγκεκριμένος φιλανθρωπικός χορός που πηγαίναμε κάθε χρόνο, από την πίσω είσοδο του Plaza, όπως συνήθως κρασάραμε όλα τα πάρτι. Αλλά είχε μικρύνει πια τόσο πολύ το όλο σκηνικό που η πίσω πόρτα είχε φτάσει να είναι η κεντρική είσοδος. Τώρα δεν υπάρχει πια αυτός ο χορός.

Κάποιος με κάλεσε σε κάτι παρόμοιο πριν ένα χρόνο, υπάρχουν ακόμα τέτοια σκηνικά αλλά είναι διαφορετικά. Δεν ανησυχούν για το ποτό πια, έχουν αλλάξει και την επιτρεπόμενη ηλικία από τα 18 στα 21, και οι γονείς είναι τόσο πλουσιότεροι σήμερα. Νοικιάζουν απλά δωμάτια σε ένα ξενοδοχείο και κάνουν τα πάρτι εκεί ώστε να μην μπλέξουν σε τίποτα τα παιδιά. Στην εποχή μου δεν ήταν καν πλούσιοι απαραιτήτως οι παρευρισκόμενοι.”

Πότε άρχισε να χαλάει για εσάς όλο αυτό;

“Από την οπτική μου έγινε άσχημο όταν το χρήμα άρχισε να κυλά εντελώς ανεξέλεγκτα μέχρι πριν τη μεγάλη οικονομική κρίση. Το ίδιο που συμβαίνει κι εδώ στην Ελλάδα, τα πράγματα έγιναν υπερβολικά ακριβά, ο κόσμος τρελάθηκε. Ήταν καλοί άνθρωποι, απλά με αυτό τον τρόπο κακόμαθαν τα παιδιά μας. Και κακομάθαμε κι εμείς οι ίδιοι.”

Αυτή η παρακμή που είδατε εσείς όμως, δεν μπορεί να είναι κάτι υποκειμενικό;

“Είναι εντελώς υποκειμενικό. Και είναι και λογικό. Μιλάμε για φόρμες που δημιουργήθηκαν το 1920. Είμαστε 100 χρόνια μετά και δε βγάζουν ποια νόημα στις ζωές των ανθρώπων. Δεν είναι καν ότι άνθρωποι παντρεύονται μέσα από αυτές πια. Είναι μια σταθερή παρακμή.”

Δηλαδή αυτού του είδους το εσωτερικό star system των socialites της ελίτ του Μανχάταν ας πούμε, δεν επιβιώνει πια;

“Είναι μια φαντασίωση που μοιραζόμαστε όλοι μας: Ότι αυτοί που ήρθαν πριν από μας, αυτό που υπήρχε εκεί, αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο ο πραγματικός κόσμος, αυτή ήταν η πραγματικότητα, κι ό,τι έχουμε εμείς και το ζούμε είναι κάτι λιγότερο. Έτσι κι εγώ, όταν μπήκα σε αυτό τον κόσμο, μου έμοιαζε πως τότε άρχισε να εξαφανίζεται. Και φυσικά αυτό έδειξα στο “Metropolitan”, αυτή τη σμίκρυνση. Τώρα το σκηνικό μου μοιάζει σαν κάτι το μεταθανάτιο, σαν ζωντανοί νεκροί που ακόμα ζούνε στα πάρτι του τότε. Δεν είναι το ίδιο. Κι έτυχε να ζήσω την ακριβή στιγμή αυτής της αλλαγής.”

IV. Distress

Δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος να ξέρεις αν η παρακμή όντως συμβαίνει μια συγκεκριμένη στιγμή ή αν απλώς τότε τυχαίνει να βρεθεί κάποιος για να την καταγράψει. Σημασία εξάλλου έχει πάντα το μετά.

Ο Στίλμαν ολοκλήρωσε την τύποις τριλογία των με το “Last Days of Disco” του 1998, βασισμένο κι αυτό σε προσωπικές του εμπειρείες, από τη νυχτερινή σκηνή του Μανχάταν στα ‘80s, ανάμεσα σε αυτές και το θρυλικό Studio 54. Η ανά τετραετία παραγωγή του δείχνει έτσι κι αλλιώς πως δε θα γινόταν ποτέ του ένας άνθρωπος που απλά θα έγραφε για να γράψει κάτι, σαν υπάλληλος. Όμως ύστερα κι από τις Τελευταίες αυτές Μέρες, σίγησε εντελώς.

“Ήμουν αργός, άρχισα να δουλεύω πολλά πράγματα ταυτόχρονα, δεν έγραφα όσο γρήγορα έπρεπε, μετά η εταιρεία παραγωγής είχε οικονομικά προβλήματα,” συνοψίζει εν συντομία σε μια λίστα, αγωνίες και πόνο σχεδόν 15 ετών. Μου μιλάει για μια ταινία που δεν έγινε ποτέ επειδή οι παραγωγοί ήθελαν τον Όλιβερ Στόουν, για κάποια σενάρια που θα ήταν πολύ ακριβά, για επιπλοκές στην εξασφάλιση δικαιωμάτων, για κάποιες αποτυχημένες απόπειρες να περάσει στην τηλεόραση, ένα αληθινό γαϊτανάκι απόγνωσης και αποτυχίας.

“Βασικά εγώ ήθελα να γράφω σενάρια,” καταλήγει αποφασιστικά.

Για να γράφει δηλαδή και να μιλάει για αυτά που ξέρει. Ίσως λοιπόν απλά να είχε φτάσει ένα σημείο φυσικής εξάντλησης, όπου για κάποιο διάστημα δεν είχε άλλα να δώσει. Σε αυτές τις τρεις ταινίες είχε βάλει ουσιαστικά όλο του τον εαυτό, από την διαρκώς εξελισσόμενη και δύσκολα αναγνώσιμη κοσμοθεωρία του, μέχρι αναμνήσεις, εμπειρίες και ιδία τραύματα.

(Ο ήρωας του “Metropolitan”, παιδί χωρισμένων γονέων όπως κι ο Στίλμαν, βλέπει σε μια σκηνή μια κούτα γεμάτη με τα παιδικά του παιχνίδια παρατημένη έξω από το ξενοδοχείο όπου μένει ο πατέρας του με τη νέα του σύζυγο, κάτι που είχε συμβεί και στον ίδιο στην πραγματικότητα λόγω της τεταμένη σχέσης με τη μητριά του. Μετά την προβολή του “Metropolitan” έκανε χρόνια να μιλήσει ξανά με τον πατέρα του, προτού έρθουν ξανά κοντά.)

“Είχα ένα άλλο φιλμ που ετοίμαζα,” μου λέει, “το οποίο θα διαδραματιζόταν στη Τζαμάικα.” Θα είχε να κάνει με ένα χορευτικό κίνημα, ο Στίλμαν εξάλλου λατρεύει το χορό. Θυμάται πως ένας από τους χρηματοδότες έλεγε, “Ω, τι ξέρει ο Στίλμαν για μαύρους τζαμαϊκανούς στα ‘60s, πού είναι το όλο λευκό-preppy-Μανχάταν-ελίτ πράγμα;”

Ίσως η πολυετής αποχή (έστω κι αν δεν ήταν από επιλογή) να τον βοήθησε να δει πιο καθαρά τα πράγματα, ή απλώς βρήκε νέα πράγματα που αξίζουν να ειπωθούν, αλλά με μια εντελώς ‘πίσω στα βασικά’ προσέγγιση. Χρησιμοποίησε όπως λέει πολλούς ανθρώπους από το mumblecore κίνημα, οι οποίοι έχουν μάθει να δουλεύουν με περιορισμένους πόρους, μιας και οι ταινίες του Στίλμαν δεν υπήρξαν ποτέ εμπορικές ώστε να δικαιολογούν υψηλό μπάτζετ.

Το “Damsels in Distress”, η πρώτη του ταινία μετά από 14 χρόνια, αφορά τρεις νέες κοπέλες ενός πανεπιστημίου της Ανατολικής ακτής και έναν νέο φοιτητή που έρχεται στη σχολή και εισχωρεί στον κόσμο τους. Ο Στίλμαν επιστρέφει ξανά στα πανεπιστήμια, επιστρέφει στη νεανική κουλτούρα, στην ιστορία ενός outsider, στους κανόνες που διέπουν συγκεκριμένες κοινωνικές δομές. Στην ουτοπία.

“Με το ‘Damsels’ άφησα πίσω το νατουραλισμό, οπότε μοιάζει πλέον είτε με τεταμένη είτε με χαλαρωμένη πραγματικότητα. Είναι ένα όνειρο της ζωής στο πανεπιστήμιο, με τους χαρακτήρες να δημιουργούν μια δική τους εκδοχή του κόσμου,” εξηγεί. “Υπάρχουν λίγα κινητά, δεν υπάρχουν sms. Έχουμε ας πούμε υπολογιστές, αλλά βασιζόμαστε ελάχιστα στα μοντέρνα αξεσουάρ. Διαδραματίζεται μεν στο παρόν αλλά τα κορίτσια έχουν τα ‘50 ή τα ‘60s μες στο μυαλό τους και προσπαθούν να τα αναπαράγουν.”

Είναι συναρπαστική η αντίθεση του πώς ο Στίλμαν μιλά για την αλλαγή παραμένοντας σταθερός στις εποχές και τις αισθητικές που γνωρίζει. Ίσως εκεί κρύβεται και το μυστικό της επιβίωσης. “Πάντα μου άρεσε το στυλιζάρισμα,” υπερασπίζεται. “Είναι σημαντικό το σινεμά να μοιάζει με κάτι. Μπορείς να πάρεις μια φωτογραφία αυτού του βιβλιοπωλείου που είμαστε τώρα,” λέει δείχνοντάς μου τον χώρο γύρω μας, “είναι ωραίο, όμορφο, μια χαρά, αλλά βαρετό. Δε θες να το δεις έτσι όπως είναι. Το θες αλλαγμένο.”

 

Το “Damsels in Distress” έχει διανομή από την Feelgood Entertainment κι ελπίζουμε να το δούμε σύντομα στις ελληνικές αίθουσες. Τα “Metropolitan” και “Last Days of Disco” κυκλοφορούν από την Criterion σε DVD.

Κεντρική φωτό: AIFF 2012/ Thodoris Markou