ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Οδυσσέας Ιωάννου θα ήθελε να έχει γράψει και ένα τραγούδι για τη Βίκυ Μοσχολιού

Το ελληνικό τραγούδι, ο στίχος, το ραδιόφωνο και το θέατρο: Όλες οι πτυχές ενός πολυδιάστατου δημιουργού που δε σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Το ελληνικό τραγούδι, ο στίχος, το ραδιόφωνο και το θέατρο: Όλες οι πτυχές ενός πολυδιάστατου δημιουργού που δε σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται.

Ο Οδυσσέας Ιωάννου υποδέχτηκε τη δεκαετία του ’90 στο ραδιόφωνο. Με τον μοναδικό του τρόπο, από την πρώτη στιγμή έδινε στον ακροατή το κάτι παραπάνω. Μία ιστορία, ένα tip, κάτι που τέλος πάντων αγνοούσε, κάτι που θα του κέντριζε το ενδιαφέρον, σίγουρα όμως θα τον έκανε να επιστρέψει – ίσως, σε αυτό να έπαιξε ρόλο η ραδιοφωνική του αμεσότητα. Όπως και να έχει, αυτά δεν τα έκανε μόνο στον 902 Αριστερά στα FM, εκεί που ξεκίνησε τη σπουδαία ραδιοφωνική του καριέρα, αλλά και στον Μελωδία, όπου για 22 χρόνια (τα 10 σαν διευθυντής του σταθμού) έκανε εκπομπή τις καθημερινές, την ίδια ώρα: 18:00-20:00.

«Δε νομίζω να έχασα κάτι που δεν είδα έστω τι συμβαίνει εκείνη την ώρα στην Πανεπιστημίου, αλλά και πάλι…», αναφέρει χαρακτηριστικά στη συνέντευξη που ακολουθεί για το τι χάνει κάποιος που δουλεύει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα την ίδια ώρα. Επίσης, μιλάμε για τον άνθρωπο που έβαλε το δικό του λιθαράκι στην άνθηση του εντέχνου, μετά την μεταπολίτευση, στηρίζοντας τη νέα γενιά τραγουδοποιών και αποκτώντας φανατικούς ακροατές και οπαδούς – το κάνει ακόμα, τα Σαββατοκύριακα 16:00-18:00, στον Αθήνα 9.84.

Ωστόσο, δεν τον γνωρίσαμε μόνο από αυτή την οικεία φωνή. Γιατί πιο πριν, ήταν τα περιοδικά. Ξεκίνημα στη Μουσική, στη συνέχεια στο Μετρό, όπου πολλοί το αγόραζαν πρωτίστως για να διαβάσουν τις ιστορίες που έγραφε. Ακολούθησαν τα βιβλία, οι εφημερίδες, –τα short stories δε σταμάτησαν ποτέ– και φυσικά, last but not least, οι στίχοι. Οι στίχοι των τραγουδιών που έχει γράψει -χωρίς πλάκα- έχουν τραγουδηθεί από όλη την Ελλάδα, αφού έχει συνεργαστεί με Θάνο Μικρούτσικο, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Χαρούλα Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Γιάννη Μαρκόπουλο, Δημήτρη Μητροπάνο, Σωκράτη Μάλαμα, Μίλτο Πασχαλίδη, Διονύση Τσακνή, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και πάρα πολλούς άλλους.

Από τα παραπάνω, λοιπόν, για τον Οδυσσέα Ιωάννου συμπεραίνουμε δύο τουλάχιστον πράγματα. Πρώτον ότι γνωρίζει τον τρόπο να πει ωραίες ιστορίες και δεύτερον ότι έχει πολλές ιδιότητες στις οποίες δεν ξεχωρίζει απλά, αλλά διαπρέπει.

Ξέχασα να σας πω, ότι αφορμή για να βρεθούμε δεν αποτέλεσε ούτε το ραδιόφωνο, ούτε το γράψιμο, ούτε οι στίχοι, αλλά το θέατρο, αφού τώρα μαζί με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου παρουσιάζουν τη μουσικοθεατρική παράσταση Κοινή Ησυχία στο θέατρο Διάνα, σε κείμενο δικό του και σε σκηνοθεσία Ελένης Ράντου.

Όπως και να έχει, πρόκειται για έναν από τους σπουδαιότερους «ποιητές» της εποχής μας που δεν σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται και να έχει το βλέμμα του στο μέλλον. Μιλήσαμε για όλα τα παραπάνω και για ακόμα περισσότερα. 

Πώς ξεκίνησες να γράφεις;

Ξεκίνησα να γράφω πεζό στο γυμνάσιο, κάτι μικρά κειμενάκια. Στο λύκειο έγραφα περισσότερο, με ενδιέφερε πάρα πολύ. Μου άρεσε η short φόρμα, κάτι που έκανα και στα Κέρματα πιο μετά, με κείμενα των 450 λέξεων, που είναι το αγαπημένο μου είδος.

Και επαγγελματικά;

Επαγγελματικά ξεκίνησα να γράφω μετά από έναν διαγωνισμό, του περιοδικού Μουσική το 1986. Ήταν ένας διαγωνισμός δημοσιογραφίας με διάφορες κατηγορίες άρθρων, μία από αυτές ήταν για το ελληνικό τραγούδι τότε. Έστειλα ένα κείμενο και κέρδισα το πρώτο βραβείο με αποτέλεσμα να ξεκινήσω να δουλεύω στο περιοδικό. 

Φανταζόσουν ήδη τον εαυτό σου σαν μελλοντικό δημοσιογράφο;

Αυτό το έκανα πιο πολύ γιατί ήθελα να συνδυάσω τις αγάπες μου: Τα βιβλία, το γράψιμο και το ελληνικό τραγούδι. Το έχω πει κι άλλες φορές, θεωρώ ότι την προσωπική μου αρματωσιά ως άνθρωπος την έχουν φτιάξει το ξένο μυθιστόρημα και το ελληνικό τραγούδι. 

Δύο διαφορετικοί κόσμοι.

Που αλληλοσυμπληρώνονται όμως. Αισθάνομαι ότι είναι τα πρώτα μου σπίτια, τα πρώτα μέρη που ένιωσα φοβερή οικειότητα από πολύ μικρός. Οπότε το να γράφω σε ένα περιοδικό και να κάνω συνεντεύξεις, ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα πάντρεμα δύο πραγμάτων που αγαπούσα. Και ξεκίνησα μικρός, 18 χρονών, πρωτοετής φοιτητής στην ΑΣΟΕΕ.

Πώς διασκέδαζε τότε ένας 18χρονος;

Ήταν υπέροχα. Η διασκέδαση δεν ήταν μόνο τα Παρασκευοσάββατα αλλά απλωνόταν σε 5-6 μέρες την εβδομάδα. Υπήρχαν άπειρα στέκια, μπορεί ένα βράδυ να ξεκινούσαμε από το Καφεθέατρο απέναντι από τον Πανελλήνιο, ένα υπόγειο, άθλιο, ούτε φως έμπαινε ούτε αέρας ούτε τίποτα και πήγαινες εκεί και έπαιζαν οι Πυξ Λαξ. Μετά πεταγόσουν ακριβώς απέναντι στο Green Park και έπαιζαν οι Φατμέ και στο Άλσος, πιο ψηλά, ο Πουλικάκος. Μετά στο Αχ Μαρία ήταν η γνωστή παρέα του Αχ Μαρία ή στο Μετρό όπου ήταν ο Πανούσης ή οι Αφοί Κατσιμίχα. Όλα αυτά τις ίδιες μέρες, 5-6 μέρες την εβδομάδα. Υπήρχε ακόμα το Κύτταρο, υπήρχε ζωντάνια, μουσική σε πολλά μέρη της Αθήνας, κάτι που περιορίστηκε όσο περνούσε ο καιρός. Ήταν όλοι στο δρόμο, στη γύρα, όλοι κάτι έκαναν, έπαιζαν.

Αγγλόφωνο άκουγες;

Ναι, πάρα πολύ. Μου άρεσε το αγγλόφωνο ελληνικό ροκ. Και κυρίως μου άρεσε γιατί ήταν πολύ καλοί παίκτες. Υπήρχαν πολλοί καλοί μουσικοί.Οι Last Drive και οι Socrates – όσον αφορά τον αγγλικό στίχο – ήταν οι κορυφαίοι. Υπήρχαν ακόμα οι Captain Nefos, οι Anti Troppau Council, -με τον κιθαρίστα τους τον Γιάννη Ντρενογιάννη δουλεύαμε μαζί στο περιοδικό Μουσική. Αυτά τα γκρουπ τα πετύχαινα συνήθως στα Προπύλαια όπου γίνονταν συναυλίες διαμαρτυρίας και σε εξωτερικές συναυλίες. Δεν πήγαινα στα στέκια τους. Τους άκουγα, όμως, πάρα πολύ, μου άρεσε το δέσιμο τους. 

Είχαν πολύ καλή εκφορά λόγου, παρόλο που τότε ήταν πιο δύσκολο να φύγει μία μπάντα έξω και να κάνει μεγάλη καριέρα.

Στην Ελλάδα δεν ήταν εύκολο να φύγει κάποιος έξω, κυρίως λόγω της γλώσσας. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να έρθουν οι Raining Pleasure, με τον εξαιρετικό και προσωπικό τους ήχο, τα πολύ καλά τους κομμάτια και το πολύ σημαντικό χάρισμά τους στη μελωδία για να πουν ότι βγήκαν κι έκαναν κάτι. Δεν αρκούσε όμως μόνο το δέσιμο και το πόσο καλοί μουσικοί ήταν όλοι. Ήταν και είναι ακόμα δύσκολο λόγω γλώσσας. Πάντως, θεωρώ ότι στην Ελλάδα έχουμε παίκτες που είναι πανευρωπαϊκής κλάσης. Σε όλα τα όργανα, από το μπουζούκι φυσικά, μέχρι την κιθάρα, το μπάσο, έχουμε μουσικούς που μπορούσαν και μπορούν να κάνουν παπάδες. 

«Υπάρχουν φορές που σκέφτομαι τον Θάνο και τον έχω απέναντί μου και με συμβουλεύει και κουβεντιάζουμε. Μιλάω για εκείνον σε παρόντα χρόνο γιατί δεν το έχω χωνέψει».

RADIO DAYS

Είσαι 20 χρονών, άρρωστος με τη μουσική, γράφεις στο περιοδικό και μετά;

Έμεινε έγκυος μία κοπέλα που είχε τη στήλη του ελληνικού τραγουδιού στον Ριζοσπάστη και ζήτησαν κάποιον να την αντικαταστήσει για όσο θα έλειπε. Δε θυμάμαι πώς έγινε αυτό το κονέ αλλά βρέθηκα παράλληλα με τη Μουσική να ξεκινάω στον Ριζοσπάστη. Έμεινα κάποια χρόνια εκεί και στην πορεία ανέλαβα όλο τον τομέα του ελληνικού τραγουδιού συν ένα χρονογράφημα που έγραφα κάθε Κυριακή και το εικονογραφούσε ο Στάθης, ο γνωστός σκιτσογράφος. 

Ήταν πάρα πολύ σημαντικό για εμένα το γεγονός ότι από πολύ μικρή ηλικία βρήκα ανθρώπους που με πίστεψαν. Δεν έχω κανένα παράπονο. Μόνο έχω να πω ότι σε καμία στιγμή της ζωής μου δε θεωρώ ότι αδικήθηκα, το οποίο το θεωρώ πολύ μεγάλη ευλογία γιατί το να αισθάνεται ένας άνθρωπος αδικημένος -είτε είναι πραγματικότητα είτε είναι ιδέα του ότι αδικήθηκε- είναι ένα δηλητήριο που στάζει μέσα του, κάνει ίζημα στο τέλος και σε δηλητηριάζει εσένα τον ίδιο. Δεν έχω να θυμηθώ κακές στιγμές. 

Έχω να θυμηθώ μόνο ανθρώπους που τύχαν στον δρόμο μου και από πολύ μικρή ηλικία μου είπαν «μικρέ μπες και κάνε ότι γουστάρεις». Ο Ριζοσπάστης τότε πουλούσε 75-80 χιλιάδες, ήταν ένα τούβλο. Και ξαφνικά σε τόσο μικρή ηλικία μου έδωσαν μία σελίδα να γράφω ότι γουστάρω. Μετά ο Δανίκας και ο Τσίμας μου έδωσαν εκπομπή στον 902. Ήταν εποχές…

Που οι 30αρηδες έκαναν κουμάντο.

Ποιοι 30αρηδες; Ο 902, ο 9.84 απαρτίζονταν κατά 80% από ηλικίες 18 μέχρι 26-27. Κάτι που είναι αδιανόητο σήμερα. Κάτω από 40 δεν βρίσκεις παραγωγό. 

Οι 40αρηδες είναι οι νέοι.

Ακριβώς! Και υπήρξαν άνθρωποι που πήραν κάποιους πιτσιρικάδες σαν εμάς και μας άνοιξαν όλες τις πόρτες, μας είπαν «παίξτε μπάλα». Ήταν τρομερή ευλογία, αισθάνομαι ότι όχι μόνο το χρωστάω αλλά όποτε μου δίνεται η ευκαιρία το επιστρέφω, στον βαθμό που μου δίνεται η δυνατότητα. Ήταν εποχές που ακόμα και οι καλοί γραφιάδες ήταν άνθρωποι αυτών των ηλικιών. Και τώρα το χειρότερο που έχει γίνει στο ραδιόφωνο είναι το εξής: Δεν εμπνέει έναν πιτσιρικά να κάνει αυτό. 

Ζούσες δηλαδή απ’ αυτό.

Βέβαια, μπορούσες να κάνεις τα πάντα και το σημαντικότερο όμως ήταν ότι ήταν ανοιχτοί οι δρόμοι της δημιουργικότητας. Δεν σου έκοβαν τίποτα. Ένας πιτσιρικάς τώρα που θα πάει σε έναν σταθμό γνωρίζοντας ότι δε θα επιλέγει τα τραγούδια και το τι θα πει, γιατί να θέλει να κάνει ραδιόφωνο; Για εμάς ήταν όνειρο να κάνουμε ραδιόφωνο. Σήμερα δε νομίζω να είναι όνειρο κανενός. Και είναι πολύ λογικό αυτό.

Έχει αλλάξει η κουλτούρα του ραδιοφώνου. Σήμερα τα πράγματα είναι πιο γρήγορα, πιο αυτοματοποιημένα. 

Μα πώς να το κάνει; Θα μπει μέσα, η λίστα θα είναι έτοιμη, τα τραγούδια έτοιμα, οι χορηγοί και μετά θα καληνυχτίσει. Τι να σε γοητεύσει σε αυτό; Το μεγάλο πρόβλημα της playlist είναι ότι έκοψε το όνειρο από τα πιτσιρίκια, δεν εμπνέει τους νέους να θέλουν οι ίδιοι να κάνουν ραδιόφωνο. Δεν έχουν τη δημιουργικότητα. Επιπλέον, αν συνυπολογίσεις ότι σύμφωνα με μετρήσεις ένα 55-60% των ακροατών του ραδιοφώνου ακούει μες στο αμάξι, μιλάμε για ηλικίες που δεν οδηγούν κιόλας. Υπάρχουν και άλλες πηγές για να πάρεις την τροφή σου, δεν είναι το ραδιόφωνο μόνο. Έχει χάσει τη διείσδυση του στην κοινωνία.

Σε ακούω να μιλάς για το Μέσο με πολύ πάθος, πολλή αγάπη.

Στο ραδιόφωνο χρωστάω τη μισή μου κοινωνικοποίηση. Την άλλη μισή στο ποδόσφαιρο.

Γνωρίζω ότι έπαιζες στον Παναθηναϊκό.

Έπαιζα μπάλα από μικρός. Μου ‘χει τύχει κάτι πολύ παράξενο, πολύ ιδιαίτερο. Στο σχολείο υπήρχαν δύο ειδών παιδιά. Οι καλοί μαθητές που ήταν κακοί στα αθλήματα και οι καλοί στα αθλήματα αλλά κακοί στα μαθήματα. Εγώ μπορούσα να κάνω παρέα με όλους γιατί ταυτόχρονα ήμουν αρχηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας και εκείνος που επέλεγε στο 15μελες ποια βιβλία θα είχαμε στην έκθεση βιβλίου που είχαμε στο Λύκειο. 

Άρα μπορούσα να κάνω παρέα και με τους μεν και με τους δε. Στον Παναθηναϊκό πήγα τυχαία γιατί με βρήκε ένας κυνηγός ταλέντων που έψαχνε τις γειτονιές. Έπαθα μία ζημιά στο γόνατο και τα παράτησα πολύ νωρίς. Στα 17-18 τα παράτησα.

Xάσαμε έναν μεγάλο ποδοσφαιριστή; 

Ήμουν καλός, έπαιζα δεξί χαφ. Έβλεπα γήπεδο, είχα καλή μπαλιά. Δεν ξέρω αν είχα εκείνο το κλικ που κάνει έναν επαρκή ποδοσφαιριστή, μεγάλο. Μάλλον, δεν το είχα. Αυτό το κλικ υπάρχει και στην τέχνη, σε κάνει από επαρκή, σημαντικό. Αυτό όμως είναι άσχετο γιατί η αγάπη μου παρέμεινε. Με αναστατώνει ακόμα το ποδόσφαιρο. Το αγαπάω και αισθάνομαι ότι του χρωστάω πράγματα. 

Πιο άσχημα σε πόνεσε ο τραυματισμός στο γόνατο ή ο τρόπος που τελειώσατε από τον 902 Αριστερά στα FM. Πώς το θυμάσαι;

Δεν το θυμάμαι όμορφα. Δεν ήταν ωραία φάση. Υπήρξαν τηλεφωνήματα που μας απειλούσαν και μας έλεγαν να σηκωθούμε να φύγουμε. Διαλύθηκε πολύ άσχημα και είναι κρίμα γιατί ήταν το πρώτο πολυσυλλεκτικό ραδιόφωνο που έγινε στην Ελλάδα. Τα χρόνια 1989-91 τα θυμάμαι με νοσταλγία. Στο πρόγραμμα ήμουν εγώ, μετά ο Παύλος Τσίμας με μαγκαζίνο, πιο πριν η ομάδα του Ζήλου, είχαμε σήριαλ που είχαμε φτιάξει, ζωντανές εκπομπές και Σαββατοκύριακα με παραγωγούς, δούλευε άπειρος κόσμος. Υπήρχε ένα μελίσσι δημιουργικότητας που διαλύθηκε με τη διάσπαση του ΚΚΕ.

Σήμερα δεν υπάρχει αυτό το ολιστικό πρόγραμμα, η εξειδίκευση που είχατε.

Όχι, γι’ αυτό και τα ραδιόφωνα που είναι πολυσυλλεκτικά δεν πάνε καλά. Η εξειδίκευση πια είναι πάρα πολύ αυστηρή, ή θα είσαι αυστηρά μουσικός και μάλιστα κάποιου συγκεκριμένου ύφους ή θα είσαι αυστηρά ενημερωτικός. Οτιδήποτε άλλο πολυσυλλεκτικό πας να κάνεις δεν έχει επιτυχία. 

Οδυσσέας Ιωάννου

Ω, ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΜΕΛΩΔΙΑ

Εσύ όμως έκανες επιτυχία στον Μελωδία.

Ο Μελωδία δημιουργήθηκε από παραγωγούς του 902 και του ΣΚΑΙ και είχαμε απόλυτη ελευθερία. Θεωρώ ότι ο Μελωδία ήταν μια μεγάλη τομή και μια ρήξη σε μια εποχή που προωθήσαμε ένα τραγούδι που δεν παιζόταν πολύ, τους τραγουδοποιούς. Θυμάμαι που μας ειρωνεύονταν όταν παίζαμε πολύ Μάλαμα, «τι κάνει ο Μελλλωδία;» ρωτούσαν βάζοντας αυτό το παχύ λάμδα λόγω Θεσσαλονίκης και επειδή παίζαμε πολύ Μάλαμα όταν βγήκε ο Σωκράτης. 

Το θυμάμαι με πολύ νοσταλγία αν και δε νοσταλγώ, δεν κοιτάω πίσω, νομίζω ότι όλα αυτά έχουν συμβεί πολλούς αιώνες πίσω, αλλά θεωρώ ότι όλα έγιναν με έναν τρόπο ο οποίος με οδήγησε εδώ που έχω φτάσει τώρα. Δεν εννοώ σε κάποιο επίπεδο, αλλά ότι με διαμόρφωσε σίγουρα ο 902. Ήταν μεγάλη ευλογία για έναν πιτσιρικά να μπαίνει κάπου και να μην τρώει απανωτές κλειστές πόρτες στη μούρη. Να αισθάνεται ότι πέφτουν στον δρόμο του άνθρωποι που τον πιστεύουν από την αρχή. Το συνάντησα αργότερα στον στίχο, στη συγγραφή, σε ό,τι έκανα.

Δημιουργούσες όμως ένα όνομα μαζεύοντας εμπειρία, έδειχνες ποιος είσαι.

Ναι, συμφωνώ, αλλά παρόλα αυτά θα μπορούσα να βρω κλειστές πόρτες. Ακόμα και να τα σταματήσω όλα τώρα μπορώ να πω ότι έγραψα τα καλύτερα τραγούδια που μπορούσα να γράψω, έκανα το καλύτερο ραδιόφωνο που μπορούσα να κάνω και έγραψα τα καλύτερα κείμενα που μπορούσα να γράψω. Κανείς δε με εμπόδισε να κάνω το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Με αφήσαν και το έκανα.

Ποιο είναι το καλύτερο και ποιο το χειρότερο του να κάνεις 22 χρόνια την ίδια ώρα εκπομπή;

Ένας φίλος μου είχε πει το εξής: «Έχεις μια μεγάλη τρύπα στη ζωή σου, δεν ξέρεις πώς είναι ο κόσμος έξω 18.00-20.00». Του λέω τι χάνω; «Δεν έχει σημασία τι χάνεις, μπορεί να μη χάνεις και τίποτα αλλά να μην έχεις περπατήσει την Πανεπιστημίου 18.00-20.00, να μην είσαι ποτέ σπίτι σου 18.00-20.00, επί 22 χρόνια εκτός Σαββατοκύριακου είναι μια μεγάλη τρύπα στη ζωή σου». Και είχε δίκιο. Δε νομίζω να έχασα κάτι, αλλά και πάλι…. 

Την διευθυντική σου περίοδο στον Μελωδία έγινε η έκρηξη του εντέχνου στην Ελλάδα. Δημιουργήθηκε και μία πόλωση. Αισθάνεσαι υπεύθυνος για αυτή την κατάσταση;

Έκανα αυτό που έλεγε η καρδιά μου, αυτό που αγαπούσα. Η δουλειά μου ήταν να υπερασπιστώ αυτό που αγαπάω. Και το έκανα με πάθος. 

Λάθη; 

Έκανα πολλά λάθη κι ένα από αυτά ήταν η προώθηση καλών προθέσεων και όχι καλών τραγουδιών. Δεν βοηθάς κανέναν αν παίζεις ένα μέτριο τραγούδι, ούτε τον τραγουδοποιό, ούτε το τραγούδι, ούτε τον ακροατή. Παρόλα αυτά όμως θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ μικρό αυτό το λάθος γιατί πραγματικά έγινε από αγάπη κι όχι από ιδιοτέλεια. Δεν είναι κάτι τρομερό, δεν έγινε κανένα έγκλημα. Αισθάνομαι πολύ καλά με κάτι άλλο. Δεν κλείσαμε ποτέ τις πόρτες σε ανθρώπους που από τον Μελωδία περνούσε ο δρόμος τους. Με είχαν ρωτήσει κάποτε «Μα καλά δεν έχει κανένα καλό τραγούδι ο Ρέμος να παίξετε;». Προφανώς, και είχε αλλά αν ο Ρέμος δεν περνούσε από εμένα, θα μπορούσε να περάσει από 100 ανοιχτές πόρτες σε όλη την Ελλάδα.

Υπήρχαν καλλιτέχνες που αν τους έκλεινε την πόρτα ο Μελωδία ήταν η μόνη για να περάσουν. Οπότε θα κοιμόμουν ήσυχος, γιατί ο Ρέμος θα είχε 100 πόρτες να περάσει. Δε θα κοιμόμουν καλά αν κανένας πρωτοεμφανιζόμενος πιτσιρικάς τραγουδοποιός που άξιζε του έκλεινε την πόρτα ο Μελωδία.

Δεν είναι λίγο άδικο; Για τον κάθε Ρέμο. Δεν είναι λίγο ελιτίστικο; 

Δεν είναι ελιτίστικο γιατί θεωρώ ότι παίξαμε με πάθος ότι αγαπούσαμε. Ο δικός μου κώδικας αλλά και των παιδιών του Μελωδία ήταν διαφορετικός από αυτόν του λαϊκού τραγουδιού της πίστας προς την καταγωγή του λόγου, της μελωδίας και δυστυχώς αποδείχτηκε εκ των υστέρων (Δεν εννοώ τον Ρέμο). Θα σου πω το εξής: Πόσο τυχαίο μπορεί να είναι ότι αρκετοί καλλιτέχνες της πίστας κράτησαν ίσες αποστάσεις ή έκαναν δηλώσεις υποστήριξης της Χρυσής Αυγής; Το να κατηγορούν τον Μελωδία ή εμένα προσωπικά για διχαστική λογική λέγοντας ότι αυτό το τραγούδι προωθεί μία κουλτούρα και έναν πολιτισμό συγκεκριμένο, δε φταίω εγώ που αποδείχτηκε εκ των υστέρων ότι κάποιοι από αυτούς που αγαπάμε, όσες δηλώσεις ήταν ίσων αποστάσεων ή υποστήριξης της Χρυσής Αυγής ήταν από την πλευρά καλλιτεχνών της πίστας. Αυτό είναι κάτι αντικειμενικό που δεν χωράει αμφισβήτηση. Είναι καταγεγραμμένες οι απόψεις τους. 

Τον Μελωδία πώς τον έχεις μέσα σου; 

Θυμάμαι μόνο τα καλά. Τον ακούω ακόμα, τον έχω στους σταθμούς του αυτοκινήτου και αυτόν και τον Δίεση, έχουν καλά τραγούδια αντικειμενικά. Έχει και τα προβλήματα του, παίζουν καλά τραγούδια πλην όμως θεωρώ ότι η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού δεν έχει γραφτεί μόνο από τα μεγάλα σουξέ. Καταλαβαίνω πολύ καλά όμως ότι αφού έχει αλλάξει η σχέση του κόσμου με το τραγούδι ότι θέλει να ακούει κάτι οικείο, γνωστό, χωρίς να τον ξεβολεύει και να μην τον κουράζει, καταλαβαίνω την εμπορική λογική ενός ραδιοφώνου που για να πηγαίνει καλά στις ακροαματικότητες πρέπει να «κολακεύει» τα ήδη διαμορφωμένα γούστα του κοινού του. Και να μην το ξεβολεύει. 

Σου άρεσε να το ξεβολεύεις; 

Το ξεβολεύαμε πολλές φορές. Είχαμε δημιουργήσει όχι καταναλωτές αλλά ακροατές τραγουδιού. Τους αναγκάζαμε να ψάχνουν κάτι παραπάνω από όσα τους λέγαμε. Αυτό αναγνωρίζω ότι είναι δύσκολο σήμερα. Αν ο άλλος δουλεύει 10 ώρες και μπαίνει στο αμάξι κουρασμένος, το τελευταίο που θέλει από σένα είναι να του κάνεις μάθημα, να του «μάθεις μουσική», ή να τον ξεβολέψεις λέγοντάς του «σου δίνω τα δύο τραγούδια και τα άλλα δύο πρέπει να τα ψάξεις και να βρεις μόνος σου». Θέλει κάτι ήσυχο, γνωστό, καταλαβαίνω τους λόγους που έγινε αυτό. Απλά εγώ ακόμα κι αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω δε θα έκανα κάτι διαφορετικό.

Μου έχουν πει ότι την ώρα που σε άκουγαν γυρνώντας από τη δουλειά, έπαιζες κάτι τραγούδια και τους ανάγκαζες την ώρα του παρκαρίσματος, όλοι όταν παρκάρουν κλείνουν τον ήχο, να μην μπορούν να κλείσουν τη μουσική, να περιμένουν να τελειώσει το τραγούδι για να παρκάρουν. Πώς σου φαίνεται;

Και στον 9.84 προσπαθώ να το κάνω, να παίζω πολλά που δεν έκαναν μεγάλη επιτυχία στα ραδιόφωνα και έχουν κάτι, ένα ειδικό βάρος και μια ραχοκοκκαλιά που είναι φτιαγμένα από τη στόφα του μεγάλου τραγουδιού. Δεν υποτιμώ τα σουξέ, για κάποιο λόγο έχουν αγαπηθεί τόσο. Θεωρώ ότι αν υπέπεσα στο αμάρτημα του ελιτισμού, του θα σας μάθω εγώ μουσική δηλαδή, το έκανα ανιδιοτελώς. 

Αυτό που λες τώρα δεν είναι μία νοοτροπία που, τρόπον τινά, την έχουν και οι μουσικογραφιάδες; 

Υπάρχει μια διαφορά όμως. Ένας γραφιάς μπορεί να αφιερώσει μία σελίδα και να γράψει κάτι αρνητικό. Ένας ραδιοφωνατζής δεν μπορεί να παίξει 15 τραγούδια και να τα θάψει. Η αντιμετώπιση είναι πολύ διαφορετική.

Μπορεί να μην παίξει και κανένα όμως.

Συμφωνώ. Αλλά να παίξεις ένα τραγούδι, να αφιερώσεις 3 λεπτά σε κάτι που δε γουστάρεις και να το θάψεις μετά, δε γίνεται. Ένας γραφιάς μπορεί να πάρει έναν δίσκο, να βάλει τη φωτογραφία και από κάτω να τον θάψει σε μία σελίδα. Είναι θεμιτό. 

Οδυσσέας Ιωάννου

Στο ραδιόφωνο δεν είναι θεμιτό, είναι λάθος τελείως. Συνέβη, αλλά υπάρχει μία γραμμή ανάμεσα στο ότι δεν κάνω μάθημα και δεν σπρώχνω τον κόσμο μακριά μου, αλλά είμαι οικείος και του διευρύνω τον ορίζοντα με ακούσματα που δεν έχει. Αν κάνεις το δεύτερο είσαι ελιτίστας. Αν κάνεις το πρώτο σε ενδιαφέρει η εμπορικότητα και στην ουσία ακυρώνεις τον ρόλο του ραδιοφώνου. Προσπαθήσαμε να βρούμε τη χρυσή ισορροπία του να μην κάνουμε μάθημα αλλά να δώσουμε κάτι που θα σου αρέσει αλλά δεν το έχεις βρει ακόμα.

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΙΧΟΙ

Ξεκίνησες να γράφεις στίχους το 1992 με τον Διονύση Τσακνή. Πώς είναι να μιλάς στο ίδιο επίπεδο με όσους έπαιζες στις εκπομπές σου στο ραδιόφωνο; Πώς είναι αυτή η αλλαγή ρόλου;

Ήρθε σταδιακά. Αν δεν είχε γίνει σταδιακά θα είχα χάσει την ισορροπία μου. Πρώτα ήταν ο Διονύσης Τσακνής, μετά ήρθε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Το μεγάλο μπαμ έγινε το 1999 όταν ο Θάνος Μικρούτσικος μου πρότεινε να κάνω ολόκληρο δίσκο (Θάλασσα στη Σκάλα) με κάτι τραγούδια που του είχα δώσει όταν ήμουν 25 χρονών. Στην ουσία, στον χάρτη της δισκογραφίας μπήκα εκείνη την εποχή. Και πάλι είχα την τύχη να πέσω πάνω σε δύο τρομακτικά γενναιόδωρους ανθρώπους που μου συμπεριφέρθηκαν σαν ισότιμο μέλος. 

Μπήκαμε στο στούντιο Sierra, πέρασα δυόμιση μαγικούς μήνες με δύο τέρατα, δύο θηρία τον Θάνο και τον Βασίλη, που μου συμπεριφέρθηκαν σαν ισότιμο συνάδελφό τους – λες και δουλεύαμε χρόνια μαζί. Ήταν τρομερό δώρο και όλα αυτά έγιναν σταδιακά. Όσο ήμουν στον Μελωδία έγραφα πολύ λίγο.

Πριν επανέλθουμε σε αυτό θέλω να μου πεις για τον Θάνο.

Είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου, ο δεύτερος πατέρας μου σε πάρα πολλά πράγματα. Δεν είναι μόνο ότι με έβαλε στη δισκογραφία, είναι ότι ήταν τρομερά γενναιόδωρος απέναντί μου, με πίστεψε και συγχώρεσε τα νεανικά μου λάθη και τις ορμές που είχα. Με καθοδήγησε, με τη γυναίκα του έχει βαφτίσει την κόρη μου, ήταν οικογένεια για μένα. 

Είναι η δεύτερη μεγάλη απώλεια της ζωής μου, μετά τον θάνατο της ηθοποιού και ραδιοφωνικής παραγωγού, κολλητής μου φίλης, Γιώτας Τσουκαλά που δεν μπορώ να διαχειριστώ. Παρόλο που δεν ήταν ξαφνικό και ζήσαμε όλη την πορεία της πτώσης της υγείας του. Είναι κάτι που δεν το έχω αποδεχτεί. Ακόμα συζητάω μαζί του. Υπάρχουν φορές που τον σκέφτομαι και τον έχω απέναντί μου και με συμβουλεύει και κουβεντιάζουμε. Για τον Θάνο μιλάω σε παρόντα χρόνο γιατί δεν το έχω χωνέψει.

Το μετάνιωσες που έγραψες τόσο λίγο όσο ήσουν στον Μελωδία;

Μετάνιωσα που έφαγα το παραμύθι της ενοχής ότι επρόκειτο για κάτι ασυμβίβαστο. Κάποια στιγμή κάθισα και διαίρεσα τα χρόνια που ήμουν Διευθυντής με τη δισκογραφία μου. Ξέρεις τι αποτέλεσμα βγήκε; Έγραφα 2,4 τραγούδια ανά έτος. Με 2,4 άκουγες ότι ο Ιωάννου προωθεί τα τραγούδια του στον Μελωδία. Τι προωθούσα; 2,4 τον χρόνο; Το 80% της δισκογραφίας μου, που αποφάσισα να το κάνω πιο επαγγελματικά, έγινε μετά τον Μελωδία. Και χωρίς καμία ενοχή.

Έχω διαβάσει ότι γράφεις κατά παραγγελία. Πώς γίνεται αυτό; 

Ναι, μόνο κατά παραγγελία. Χρονική, όχι θεματική. Δεν έχω γράψει ποτέ ένα τραγούδι μόνος μου για μένα. Είναι ο τρόπος μου και δεν μπορώ να τον αλλάξω. Ακόμα κι αν έχω να γράψω 5-6 μήνες, θα κλειστώ στο γραφείο, θα ματώσω, θα τα γράψω. 

Τι σε εμπνέει; 

Μαζεύω συνέχεια, δε σταματάω να μαζεύω. Όταν μπω στο γραφείο, τα θέματα μου, χοντρικά, τα έχω. Απλώς θέλω πάρα πολύ χρόνο να ξαναπιάσω τον ρυθμό μου για να μπορέσω αυτό που έχω στο μυαλό μου να το αποτυπώσω έμμετρα και να έχει κάποιο νόημα ως τραγούδι. Η δυσκολία είναι στη φόρμα του πώς θα πω αυτό που θέλω να πω. Το τραγούδι χωρίς μουσική έχει έναν ρυθμό. Ακόμα και η επιλογή των λέξεων που θα βάλεις είναι μέρος της δουλειάς μας. 

Επίσης, είναι σημαντικό το ποιος θα το τραγουδήσει. Είναι πολύ διαφορετικό τραγούδι ένα τραγούδι που θα γράψω για τη Γιώτα Νέγκα, πολύ διαφορετικό αν γράψω κάτι για κοπέλα 20 χρονών, πολύ διαφορετικό αν είναι ερωτικό για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αλλάζει το στήσιμο του τραγουδιού. Προσπαθώ να μπω στα παπούτσια αυτού που θα το τραγουδήσει, έχω ενσυναίσθηση. Γιατί την ώρα που αυτός το λέει μπροστά στον κόσμο εγώ είμαι σπίτι μου και κοιμάμαι, δεν εκτίθεμαι, δε ζυγίζομαι. Δεν μπορώ να αγνοήσω ότι αυτά τα λόγια θα τα ζυγίσει ένας άνθρωπος με το σώμα του, με τη φυσική του παρουσία μπροστά σε κοινό. Φροντίζεις να είσαι όσο μπορείς ο εαυτός σου, να είσαι μέσα στο κομμάτι αλλά δε μπορείς να αγνοήσεις αυτόν που θα το πει. 

Την πρώτη φορά που άκουσες δικό σου τραγούδι στο ραδιόφωνο πώς ένιωσες; 

Ήταν “Το Ζεϊμπέκικο της Πατησίων” της Βούλας Σαββίδη το 1992 και αισθάνθηκα πάρα πολύ όμορφα. Να σου πω κάτι; Επειδή πέρασα μια μεγάλη περίοδο ενοχικότητας, κάποια στιγμή είχα φτάσει σε σημείο να ακούω ένα τραγούδι μου σε συναυλία και να νιώθω μια συστολή και μια ντροπή. Από ένα σημείο και μετά, ειδικά από όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος Θάλασσα στη Σκάλα και κάναμε περιοδείες και συναυλίες, βλέποντας 5000 άτομα να τραγουδούν κάτι δικό μου σκέφτηκα το εξής: Αν δεν το χαρείς, είσαι πολύ μίζερος. Αν το πάρεις μαζί σου φεύγοντας είσαι ηλίθιος. Πρόσεξε όμως: Όταν τελειώσει, δεν υπάρχει. Τη στιγμή που γίνεται, είναι δικό σου και απλά μετά δεν υπάρχει.

«Θεωρώ ότι το τραγούδι είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο ενώθηκε ο Έλληνας. Στα μεγάλα ρεφρέν ενώθηκαν όλες οι ιδεολογίες, τραγουδήθηκαν από όλους».

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΤΕ, ΤΩΡΑ, ΠΑΝΤΑ

Πώς γράφεται ένα τραγούδι που θα μείνει;

Δεν ξέρω τη συνταγή. Και δεν ξέρω και αυτό που θα αγαπήσει ο κόσμος. Όταν ξεκινάς κάτι με στρατηγική, 9 στις 10 έχεις αποτύχει. Έχει τύχει πολλές φορές να είμαστε στο στούντιο και να θεωρούμε ότι έχουμε γράψει κάτι σημαντικό και έχει συμβεί με τραγούδια που να μην τα θεωρούμε σημαντικά, να έχει σπάσει το τσόφλι και να φύγει σε πολύ κόσμο. 

Ευτυχώς, που δεν ξέρω τη συνταγή, γιατί θα χανόταν όλο το fun της δημιουργίας, η έκπληξη και η αγωνία. Πρέπει να κουμπώσει ο λόγος, η ερμηνεία, η μουσική αλλά και κάτι στην εποχή, στη συγκυρία. Το ότι απέρριψε τη “Ρόζα” η Χαρούλα Αλεξίου το 1986 απεδείχθη ότι συνέβη για καλό. Η “Ρόζα” με τη φωνή της τεράστιας Χαρούλας μπορεί να πήγαινε άπατη εκείνη την εποχή. Η “Ρόζα” ήθελε τον Μητροπάνο της και το 1996 της.

Δεν γράφονται πια τέτοια τραγούδια. Τι λες για αυτό;

Ο Θάνος Μικρούτσικος είχε πει μια μεγάλη ατάκα. Αν υπήρχε ταλεντόμετρο, πιθανόν το ταλέντο των Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα να μην υπολειπόταν του Χατζηδάκι. Ακραίο το παράδειγμα, αλλά πολλές φορές η ακραιότητα των παραδειγμάτων είναι που βοηθά να πούμε αυτό που θέλουμε. Αυτοί οι άνθρωποι πέρα από το ταλέντο που είχαν, τους έκατσε η εποχή και η συγκυρία. Δεν μπορούμε να απομονώνουμε ένα τραγούδι από τη συγκυρία που γράφτηκε. Γιατί έχει μνήμες. Αν γραφόταν σήμερα το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» θα πήγαινε άκλαφτο. 

Παίζει σημαντικό ρόλο το ιστορικό πλαίσιο.

Ακριβώς. Η Ελλάδα ευλογήθηκε μέσα σε μια 30ετία να έχει τεράστιους συνθέτες, τεράστιους στιχουργούς και μια συγκυρία που τους πήγε τρελά. Ένα τραγούδι μπορούσε να κάνει την κάθετη τομή στην κοινωνική διαστρωμάτωση, να ακουστεί από όλους και να αγαπηθεί. Θεωρώ ότι το τραγούδι είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο ενώθηκε ο Έλληνας. Στα μεγάλα ρεφρέν ενώθηκαν όλες οι ιδεολογίες, τραγουδήθηκαν από όλους. 

Μετά τη μεταπολίτευση το ελληνικό έντεχνο ήταν ότι είχαμε και δεν είχαμε σαν τραγούδι. Η ελληνική ποιοτική μουσική ήταν έντεχνη. Τι συνέβη στην πορεία και κάπου αλλοιώθηκε;

Από το 1974 και μετά η Ελλάδα έχει ζήσει τη μεγαλύτερη ειρηνική περίοδο της ζωής της. Δεν είχαμε ούτε χούντα, ούτε κατοχή, τίποτα. Αυτό μας έκανε μαλθακούς. Θεωρήσαμε με το πλαστικό και το δανεικό χρήμα ότι μπορούμε να αγοράσουμε τη ζωή μας. Ήταν τεράστιο λάθος και φάγαμε την πόρτα στα μούτρα το 2009. Χάσαμε τη σχέση μας με τη γλώσσα, που ο λαός που το χάνει αυτό χάνει τη σχέση του με τον πολιτισμό του και τις ρίζες του. Δεν μιλάμε πια ελληνικά, η πιτσιρικαρία δηλαδή μιλά κάτι άλλο. Δεν τα λέω ως Μπαμπινιώτης, ότι δε γνωρίζουν τη λόγια γλώσσα. Εννοώ ότι δε μπορούν να εκφραστούν με πολλές λέξεις κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να στενεύει τον ορίζοντα, την αισθητική και την αντίληψή σου για τον κόσμο. Οι λέξεις δεν είναι για να συνεννοούμαστε μόνο, είναι η αντίληψη του κόσμου. Όσο τις περιορίζεις, περιορίζεις την αντιστοιχία του κόσμου μέσα σου και στενεύεις ως άνθρωπος.

ΦΩΤΑ, ΑΥΛΑΙΑ, ΠΑΜΕ!

Στα 90s μάθαμε τα κείμενα σου, στα 00s ακούσαμε τη φωνή σου, στα 10s τραγουδήσαμε τα τραγούδια σου. Στα 20s σε βλέπουμε στο θέατρο.

Είναι απίστευτο. Έκανα πράγματα που ήταν εντελώς εκτός των προδιαγραφών μου. Και για μία ακόμα φορά με παραίνεση. Όλα τα έχω κάνει με παραίνεση. Τον στίχο, τα διηγήματα (Στις εκδόσεις Κέδρος είχαν διαβάσει ένα διήγημα που είχα γράψει στον στρατό και μου είπαν «γράψε άλλα 9 να τα βγάλουμε βιβλίο»). Όλα με παραίνεση. 

Το θέατρο με παραίνεση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Με πίεσε σε κάτι που την αρχή είχα πει όχι «αποκλείεται να είμαι στη σκηνή εγώ, ξέχασε το». Με τη βοήθεια του Παντελή Βούλγαρη κυρίως αλλά και της Ελένης Ράντου ξεκλείδωσα, μου έδειξαν έναν κόσμο αρκετά μαγικό. Δε θα έβγαινε ποτέ στη σκηνή να πω κείμενα που δε θα ήταν δικά μου, αλλά ποτέ μη λες ποτέ! Τα δικά μου κείμενα κατά κάποιο τρόπο αθώωναν όλες τις θηριώδεις αδυναμίες που έχω ως άνθρωπος που ανεβαίνει στη σκηνή. Γιατί δεν είναι η δουλειά μου. Πώς είναι ένας καλός συνθέτης με κακή φωνή που τραγουδά και τον συγχωρείς ή τον αθωώνεις λέγοντας «εντάξει μωρέ, το έχει γράψει ο ίδιος. Ας το πει»! 

Θεώρησα ότι είχα δύο πράγματα. Πρώτον ήμουν ο επί χρόνια συνεργάτης/στιχουργός του Βασίλη έχοντας κάνει άπειρα τραγούδια μαζί, άρα το κοινό του θα με δεχόταν ως συνεργάτη του Βασίλη -γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να σταθείς δίπλα του. Σκέψου ότι έχω βρεθεί πάνω στη σκηνή μαζί του 300 φορές. Το δεύτερο ήταν το «ας τα πει αυτός και όχι ένας ηθοποιός, αφού τα έχει γράψει το παιδί»! Αυτά με βοήθησαν και στο Ηρώδειο. Δεν είχα φανταστεί ότι θα παίξω σε ένα γεμάτο Ηρώδειο, ένα έργο δικό μου.

Πώς το βίωσες το Ηρώδειο;

Πολύ χαλαρά, εν αντιθέσει με τους υπόλοιπους που είχαν πάρα πολύ άγχος. Εκεί συνέβη κάτι μαγικό που με ξεμπλόκαρε. Όταν βγήκα στη σκηνή κατάλαβα από το χειροκρότημα ότι από τους 5000, οι μισοί το είχαν ξαναδεί. Το κείμενο μου είχε ζυγιστεί, είχε δοκιμαστεί και ήρθαν ξανά για να μας στηρίξουν. Είχα δοκιμαστεί. Αν δεν, θα έτρεμα. Είναι σημαντικό να αισθάνεσαι από κάτω αγάπη, να ξέρεις ότι και ένα λάθος να κάνεις, θα στο συγχωρήσουν. 

Η μετάβαση από το ραδιόφωνο στο θέατρο σε θέμα έκθεσης πώς είναι; 

Την εκπομπή μου στον Μελωδία την άκουγαν 40-45 χιλιάδες και πολλές φορές περισσότεροι. Ο καθένας μόνος του και εσύ καλυμμένος πίσω από ένα μικρόφωνο σε ένα στούντιο. Το να βγαίνεις σε 400 άτομα κάθε μέρα είναι πολύ διαφορετικό, γιατί είναι σωματικό. Είναι interactive, ξέρεις ανά πάσα στιγμή αν αυτό που κάνεις έχει νόημα, αν περνάει και αν αφορά και συγκινεί τον άλλο. Είναι πολύ διαφορετικό αυτό το άμεσο πάρε-δώσε. Στα ραδιόφωνο δε ζυγίζεσαι, εδώ ζυγίζεσαι κάθε μέρα. Τα vibes τα παίρνεις, ακόμα κι όταν είναι θεοσκότεινη η πλατεία.

Τι είναι η Κοινή Ησυχία για εσένα;

Υπήρχε μία φράση στο 9:05 που έλεγε ότι η πραγματικότητα έχει το μισό δίκιο. Και κάποια στιγμή, όταν μου είπε ο Βασίλης να κάνουμε μία άλλη παράσταση, αναρωτήθηκα που βρίσκεται το άλλο μισό. Και απάντησα ότι βρίσκεται στο όνειρο. Και τα δύο τα θεωρώ πραγματικότητα. Το 9:05 ήταν πραγματικότητα, η ιστορία της Ελλάδας από το ’74 μέχρι σήμερα.

Κάποια στιγμή θεώρησα ότι πρέπει να κάνουμε μια παράσταση για το άλλο μισό δίκιο της ζωής μας, που είναι το όνειρό μας. Ξέρεις γιατί; Γιατί αισθάνθηκα ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που μας έφερε η κρίση είναι ότι σταματήσαμε να λέμε μεταξύ μας όμορφα πράγματα. Σταματήσαμε να ονειρευόμαστε και να μιλάμε για το μέλλον.

Γιατί πιστεύεις ότι συνέβη αυτό;

Για δύο λόγους. Πρώτον για τις τρομερές και απάνθρωπες ταχύτητες της ζωής. Για να βγει ο μήνας, αισθάνομαι ότι κολυμπάμε σε ένα ποτάμι μονίμως και δεν μπορείς να περιγράψεις το νερό. Για να το κάνεις πρέπει να είσαι απ’ έξω. Εμείς δεν είμαστε ακόμα απ’ έξω. 

Δεύτερον, με κάποιο τρόπο, αρχίζει η νέα γενιά να τρώει το παραμύθι ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Ότι έτσι είναι ο κόσμος φτιαγμένος, αυτό είναι, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Η δική μου θεωρία σε ό,τι αφορά το έργο και σε αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε είναι ότι ο λόγος που ονειρευόμαστε δεν είναι για να γίνει κάτι. Μπορεί να μη γίνει ποτέ. Το να πιστεύεις σε μια ουτοπία ούτε άχρηστο σε κάνει στην κοινωνία ούτε μη πραγματιστή. 

Το όνειρο είναι στάση σώματος. Όποιος ονειρεύεται, κοιτά ψηλά. Το μότο της παράστασης είναι ότι δεν ονειρευόμαστε κάτι για να γίνει, ονειρευόμαστε για να κοιτάμε ψηλά. Κάποια στιγμή το λέμε στην παράσταση: Όταν σε ζορίζει η πραγματικότητα υπάρχουν και τα όνειρα αλλά όταν σε ζορίσουν και τα όνειρα ευτυχώς υπάρχει η πραγματικότητα. Τα έχουμε ανάγκη και τα δυο.

Θεωρείς ότι παραχαλάσαμε μες στην κρίση; 

Μπροστά σε αυτό που ζήσαμε με τον κορονοϊό η κρίση μέσα μας πλέον είναι κάτι πολύ light. Θεωρούσα ότι μετά τις δύο καραντίνες -και έπεσα έξω σε αυτό- θα βγαίναμε όλοι πιο τρυφεροί, πιο σωματικοί. Κάτι που δεν έχει γίνει. Θεωρούσα ότι θα γινόμασταν πιο συλλογικοί και πιο αλληλέγγυοι. Μέχρι τώρα έχει γίνει το ανάποδο. Δεν πιστεύω ότι μπορούν να επιβιώσουν μικροί πυρήνες ευτυχίας όταν δίπλα σου πέφτουν κορμιά. 

Είναι κάτι παγκόσμιο όμως αυτό, δεν είναι μόνο ελληνικό.

Ως χώρα, έχουμε γίνει το Ιράν της Ευρώπης. Δε φανταζόμουν ποτέ, ότι το 2021 θα είχαμε μια κοινωνία που η εκκλησία θα ήταν πιο δυνατή από ποτέ. Γίναμε μισαλλόδοξοι, ομοφοβικοί -δεν ξέρω αν πάντα ήμασταν έτσι-, κλεισμένοι σε έναν ψευτοεθνικό πυρήνα, μία χώρα που ελέγχεται από την εκκλησία το 2021, στην Ευρώπη. Είναι από τις μεγάλες ήττες της γενιάς μας αυτό που έχει συμβεί, η τρομερή συντηρητικοποίηση της κοινωνίας.

«Είμαι ευλογημένος που άνθρωποι που με πίστεψαν μου άνοιξαν πόρτες και έκανα το καλύτερο που μπορούσα με βάση τον χρόνο που έδωσα, τις δεξιότητες είχα και το ταλέντο μου».

ΠΩΣ ΤΑ ΕΦΕΡΕ Η ΖΩΗ

Πριν χρόνια είχες πει ότι περιμένουμε από τα τραγούδια με ελληνικό στίχο να μας αλλάξουν τη ζωή. Τα κατάφεραν ή τους ζητήσαμε πολλά;

Ζητήσαμε πολλά. Για να αλλάξει η ζωή σου θα πρέπει να είσαι πρόσφορος να αλλάξει. Το τραγούδι λειτουργεί σαν τη φαντασία, σαν το όνειρο που λέγαμε και πιο πριν. Κάποιοι δεν το χρειάζονται, δεν το έχουν ανάγκη. Γι’ αυτό και το λοιδορούν, θεωρούν τους καλλιτέχνες χομπίστες και έχουν βάλει τον πολιτισμό σε δεύτερη μοίρα, θέλοντας η κοινωνία να λειτουργεί βάσει αυστηρών ιδιωτικό-οικονομικών κριτηρίων με βάση την πραγματικότητά τους. Τους λυπάμαι όσους σκέφτονται έτσι, γιατί ζουν μία άνευρη ζωή. Παρόλο που δεν είμαι αρνητής της πραγματικότητας. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ανάγκη την τέχνη. 

Για ποιον δεν πρόλαβες να γράψεις ένα τραγούδι; 

Θα ήθελα να έχω γράψει περισσότερα από 8 τραγούδια για τον Μητροπάνο – αλλά αυτό όμως το έζησα. Το μεγάλο μου απωθημένο είναι η Βίκυ Μοσχολιού. Λατρεύω τη Μοσχολιού και παρόλο που γνωριζόμασταν, τότε δεν έγραφα, για εκείνη θα ήθελα να έχω γράψει έστω ένα.

Από τα 200 που έχεις γράψει υπάρχει κάποιο που αγαπάς περισσότερο; 

Υπάρχουν κάποια που αγαπώ και κάποια που τα θεωρώ αδιάφορα πια, δε μου λένε τίποτα. Δεν αγαπώ αυτά που έχουν γίνει επιτυχίες κατ ανάγκη, γιατί οι πιο πολλοί στιχουργοί και συνθέτες θα σου απαντήσουν τα σουξέ. Αγαπώ αυτά που έχουν κάτσει καλά μελωδικά και στιχουργικά και είναι τα πιο προσωπικά μου που μιλάω για δικά μου πράγματα, που εκτίθεμαι. 

Ποια εννοείς;

Λατρεύω το “Σκληρό Γαλάζιο”, το “Δικοί μου άνθρωποι”, το “Ποτάμι” που είναι για την οικογένειά μου. Τέτοια τραγούδια που έχω εκτεθεί κατά μία έννοια κι έχω ζοριστεί να τα γράψω. Ένα που με ζόρισε λέγεται “Τα Παιδιά”, το έχει τραγουδήσει ο Βασίλης σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη. 

Γιατί σε ζόρισε;

Το έγραψα όταν μου ήρθε μια εικόνα στο μυαλό και με διέλυσε. Ήταν η εικόνα της γυναίκας μου της Ντέπης στο σαλόνι με τα παιδιά μας, να κοιτάνε στο παράθυρο απ’ έξω και να έχω πεθάνει. Αυτή την εικόνα που με παρέλυσε όταν τη σκέφτηκα, την έκανα τραγούδι.

Η πατρότητα πώς σε άλλαξε;

Με άλλαξε σε ένα πράγμα: Στον φόβο του θανάτου. Μέχρι να γεννηθούν τα παιδιά δε με ένοιαζε πολύ. Τώρα πολύ απλά δε θέλω να γίνει άμεσα. Δεν το σκεφτόμουν ποτέ αλλά τώρα το σκέφτομαι. Θα ήθελα να μην πεθάνω πολύ νέος, να είναι μεγάλα τα παιδιά μου.Η πατρότητα σε κάνει να ζήσεις τα δύο απόλυτα χρώματα. Το απόλυτο κόκκινο: Μπορείς δηλαδή να κόψεις το χέρι σου με έναν μπαλτά γιατί το έχει ανάγκη το παιδί σου. Το κάνεις χωρίς σκέψη, το κόβεις. Και το απόλυτο μαύρο, η πιο μαύρη σκέψη που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος, είναι να πάθει κάτι το παιδί του. Όποιος δεν είναι γονιός γλιτώνει αυτά τα δυο. Γλιτώνει το απόλυτο μαύρο αλλά χάνει το κόκκινο που είναι η άδολη αγάπη, η μοναδική άδολη αγάπη που μπορείς να ζήσεις. Το πακέτο αυτό έχει και τα δύο, δεν μπορείς να επιλέξεις.

Προλαβαίνεις να τα χαρείς που μεγαλώνουν;

Τα παιδιά τα παίρνω πάντα εγώ από το σχολείο, είμαστε μαζί ένα τετραωράκι, τρώμε, τα διαβάζω. Είναι μεγάλη ευλογία που μπορώ και ζω το μεγάλωμα των παιδιών μου. 

Είσαι ευτυχισμένος έτσι όπως στα έφερε η ζωή;

Είναι πολύ σημαντικό το ότι έκανα το καλύτερο που μπορούσα με πόρτες ανοιχτές. Δεν έχω μέσα μου παράπονο, είναι τρομερή ευλογία γιατί δεν είναι κάτι σύνηθες. Θα μπορούσα να φτιάξω μία δακρύβρεχτη ιστορία (για το πώς μεγάλωσα σε ένα υπόγειο 40 τμ στα Πατήσια και κατάφερα να συνεργαστώ με ανθρώπους που λάτρευα). Δεν το βίωσα αρνητικά, δεν έχω τραύματα, είμαι ευλογημένος που άνθρωποι που με πίστεψαν μου άνοιξαν πόρτες και έκανα το καλύτερο που μπορούσα με βάση τον χρόνο που έδωσα, τις δεξιότητες είχα και το ταλέντο μου. Ναι, είμαι καλά.

Info

ΚΟΙΝΗ ΗΣΥΧΙΑ του Οδυσσέα Ιωάννου

Θέατρο ΔΙΑΝΑ: Ιπποκράτους 7 (εντός στοάς), Αθήνα, (50 μ. από το μετρό Πανεπιστήμιο), τηλ 210 3626596

Επί σκηνής
Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Οδυσσέας Ιωάννου
Σοφία Πανάγου
Δημήτρης Καπετανάκος

Μουσικοί
Ανδρέας Αποστόλου: Πιάνο-ενορχηστρώσεις
Μαίρη Μπρόζη: Βιολί-μαντολίνο-τραγούδι
Βαγγέλης Πατεράκης: Μπάσο
Στέφανος Δημητρίου: Κρουστά
Γιάννης Αυγέρης: Κιθάρες- πνευστά

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Ελένη Ράντου
Κείμενο: Οδυσσέας Ιωάννου
Σκηνικά: Μαγιού Τρικεριώτη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική ενορχήστρωση: Ανδρέας Αποστόλου
Ηχοληψία: Αλέξανδρος Μπίτος, Λυσιέν Κλήμης
Φωτογραφίες: Γιάννης Μαργετουσάκης

ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ

Πέμπτη: 20:30
Παρασκευή: 20:30
Σάββατο (απογευματινή): 18:00
Σάββατο: 21:30
Κυριακή: 19:30

Προπώληση online εδώ.