ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Θοδωρής Μαυρογιώργης θέλει να μάθει ‘πόσο άντρας είσαι’

Ο ανατρεπτικός καλλιτέχνης κάνει στάση στο Oneman και μας μιλά για μουσική, στερεότυπα και προκαταλήψεις.

Είμαστε όλοι η τρομαγμένη εκδοχή του εαυτού μας. Εσύ αλήθεια “πόσο άντρας είσαι;”, αναρωτιέται ο Θοδωρής Μαυρογιώργης στο νέο τραγούδι του με αυτόν τον τίτλο. Μπορεί στο παρελθόν να τον είχες ακούσει ως frontman των Wedding Singers σε αγγλικό στίχο, ωστόσο αποφάσισε πως είχε έρθει ο καιρός να κάνει και το δικό του προσωπικό βήμα.

Το ‘Πόσο άντρας είσαι’ αποτελεί το δεύτερο τραγούδι από το album που ετοιμάζει εδώ και ένα χρόνο. Όσο για το ανατρεπτικό video clip με το οποίο συνόδευσε το κομμάτι, το σκηνοθέτησαν οι Βασίλης Λιάκος και Κυριάκος Νοχουτίδης. Αυτό που το έκανε ξεχωριστό ήταν το γεγονός πως αποφάσισαν να βάλουν την κάμερα μέσα σε τέσσερα σπίτια και καταγράψουν τις ζωές των ενοίκων τους, όπως αυτές είναι μέσα σε αυτό και έξω από αυτό.

Με αφορμή το συγκεκριμένο κλιπ, αλλά και την πορεία του μέχρι σήμερα στο χώρο της μουσικής, του ζητήσαμε να κάνει μια στάση στο Oneman, πριν ανέβει ξανά στο τρένο της επιτυχίας.

– Η αλήθεια είναι πως από την πρώτη στιγμή που διάβασα τον τίτλο του νέου σου κομματιού μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Αλήθεια, γιατί επέλεξες να τραγουδήσεις το ‘πόσο άντρας είσαι’;

“Νομίζω πως, στην πραγματικότητα, εκείνο επέλεξε εμένα. Όταν μου το έστειλε ο Ορέστης, δεν έκανα καν δεύτερη σκέψη, και ήμουν σίγουρος πως θέλω να το πω. Από την αρχή κιόλας, είχα μια πρώτη ιδέα για την παραγωγή και την ιστορία του clip. Θεωρώ πως επιλέγουμε ή γράφουμε τραγούδια με τις σκέψεις που θέλουμε να μοιραστούμε, να βγάλουμε από μέσα μας, ώστε να πάμε ένα βήμα παρακάτω. ‘Ήταν, ίσως, μια εσωτερική ανάγκη να καυτηριάσουμε όλοι μας το ‘φαίνεσθαι’ στις διαπροσωπικές σχέσεις. Το βάρος που δίνεται στο να φαίνεται μια σχέση πως δεν έχει σαθρό υπόβαθρο, από το να εξαλείψουμε τη σαθρότητα αυτού. Και σε δεύτερο επίπεδο να μιλήσουμε για όλες τις σχέσεις. Όλα τα πιθανά ζευγάρια”.

– Οι στίχοι του είναι και πολύ επίκαιροι θα έλεγε κανείς. Πιστεύεις ότι είμαστε όλοι μας η τρομαγμένη εκδοχή του εαυτού μας;

“Σε ένα μεγάλο ποσοστό, νομίζω πως αυτό συμβαίνει. Είναι τέτοιες οι εποχές που είναι πάρα πολύ δύσκολο να αναμετρηθείς με ανασφάλειες, άγχη και φοβίες. Θεωρώ πως δυσκολευόμαστε να αντιμετωπίσουμε το όποιο πρόβλημα στη ρίζα του. Περιφερόμαστε γύρω του, χωρίς να προσπαθούμε να δώσουμε ουσιαστικές λύσεις. Δεν παίζει καμία αναμέτρηση με τον καθρέφτη μας, και αυτό είναι πολύ εύκολο να στρέψει αλλού την ευθύνη. Πρωτεύον είναι να μάθουμε να συνομιλούμε με τον εαυτό μας. Όταν καταφέρουμε να σκύψουμε με τρυφερότητα πάνω από τον ίδιο μας τον εαυτό και να αποδεχτούμε και τις δύσκολες μέρες του, τότε θα καταφέρουμε να κάνουμε το ίδιο και για τους δίπλα μας. Παρόλα αυτά, αισιοδοξώ. Τα τραγούδια θέτουν τις ερωτήσεις, κι όσο μελαχγολικά κι αν δείχνουν, πάντα θα στέκονται στην φωτεινή πλευρά της ιστορίας. Αυτό κάνει η τέχνη, άλλωστε”.

– Κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκε το κομμάτι, αλλά και ποιος αποφάσισε το συγκεκριμένο concept για το video clip;

“Ο Ορέστης έγραψε αυτό το κομμάτι για να κουβεντιάσει για το ζήτημα των διαπροσωπικών σχέσεων. Για την ενδοσκόπηση που φαντάζει είδος πολυτελείας, πλέον. Το concept του clip, νομίζω πως μου ήρθε στο μυαλό αστραπιαία ακούγοντας το τραγούδι. Το συζήτησα με τον Βασίλη Λιάκο, που μαζί με τον Κυριάκο Νοχουτίδη έκαναν τη σκηνοθεσία, και το πήγαν ένα βήμα παρακάτω, που θεωρώ πως ήταν αυτό ακριβώς που είχα κατά νου. Να ‘συζητήσουμε’ παράλληλα δυο θέματα. Τις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων, όλων των ζευγαριών”.

– Τι είναι αυτό που σε εξοργίζει εκεί έξω;

“Η αλαζονεία πρώτα από όλα. Η αλαζονεία, που συνήθως στηρίζεται στην ημιμάθεια ή σε μια νοοτροπία εγωκεντρισμού κακώς εννοούμενων ‘κεκτημένων’. Μετέπειτα η έλλειψη αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Αλλά κι αυτά, έχω την εντύπωση, πως είναι λογικά επακόλουθα αυτού που σημείωσα παραπάνω”.

– Γιατί αποφάσισες να ασχοληθείς με το τραγούδι;

“Αρχικά, ίσως ξεκίνησε ως χόμπι. Πώς κάποιος γυμνάζεται, κάνει ταξίδια, διαβάζει βιβλία, παίζει σκάκι; Ετσι κι εγώ έπαιζα ως έφηβος κιθάρα και τραγουδούσα. Όσο περισσότερο, όμως, το έκανα αυτό τόσο περισσότερο έβρισκα πτυχές του εαυτού μου που δεν είχα ανακαλύψει. Και καταλάβαινα σιγά-σιγά πως είχα κι άλλα όπλα έκφρασης, εκτός από τον προφορικό λόγο και τις συζητήσεις με φίλους. Κάπως έτσι κατέληξα να εκφράζω τις σκέψεις μου καλύτερα μέσα από τη μουσική. Ίσως το ‘καλύτερα’ να μην είναι η σωστή έκφραση. Πάντως, σίγουρα νιώθω πιο οικεία να το κάνω με αυτό τον τρόπο. Πλέον, θεωρώ πως τα περισσότερα συναισθήματά μου, μπορώ να τα εκφράσω με αυτό τον τρόπο, κι αυτό μου δίνει μια ψευδαίσθηση λύτρωσης και παντοδυναμίας”.

– Τι σε οδήγησε να κάνεις το παρακάτω βήμα και να παρουσιάσεις δική σου δουλειά, πέρα από τους Wedding Singers;

“Ο στίχος σίγουρα. Λατρεύω την ελληνική γλώσσα και ήθελα πάρα πολύ να δοκιμάσω τον εαυτό μου ως ερμηνευτή σε πρωτότυπο ελληνικό στίχο. Ένιωθα πάρα πολύ την ανάγκη να επικοινωνήσω σε πρώτο πρόσωπο πλέον, ατομικά και ευθεία χωρίς την ‘κάλυψη’ και την ασφάλεια της μπάντας. Άλλωστε τα περισσότερα αγαπημένα μου τραγούδια είναι του ελληνικού ρεπερτορίου, όποτε ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μείνω μακριά από αυτό”.

– Πώς προέκυψε η πρώτη δουλειά με τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο;

“Προέκυψε, όπως προκύπτουν όλα τα όμορφα πράγματα. Από τύχη και μέσα από παρέα. Γνωριζόμασταν με τα παιδιά αρκετά χρόνια. Ειδικά με τον Γεράσιμο είχαμε κάνει άπειρες συζητήσεις για τη μουσική, και το ενδεχόμενο να συνεργαστούμε προέκυψε αβίαστα θεωρώ. Ο Χρήστος Κορτσέλης και η Νατάσσα Μποφίλιου, βοήθησαν πάρα πολύ σε αυτό, κι ήταν και το έναυσμα για να γίνει η αρχή, και να κυκλοφορήσουν τα πρώτα τραγούδια”.

– Ποια είναι μέχρι σήμερα καλύτερη συνεργασία που έχεις κάνει και γιατί;

“Η αλήθεια είναι πως ό,τι και να απαντήσω, σίγουρα θα αδικήσω κάποιον. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σίγουρα θα αδικήσω και τις συνεργασίες που ακόμα εξελίσσονται και δεν έχουν ολοκληρωθεί. Από τον Γαβρίλη και τον Νώντα, όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε μουσική με τον ξάδερφό μου τον Λάμπη, μέχρι το Σταυρό του Νότου, τον Μίμη Πλέσσα, τους Wedding Singers, την Άννα Βίσση, την Νατάσσα Μποφίλιου, τον Κος Κ, τον Ορέστη Ντάντο, τον Παντελή Νικηφόρο, τον Γιάννη Κότσιρα μέχρι τον Hume Assine, έχω να σας λεω απίθανες ιστορίες και ατελείωτες ώρες συζητήσεων που συνετέλεσαν στον άνθρωπο και μουσικό που είμαι αυτή τη στιγμή που μιλάμε”.

– Γιατί, αλήθεια, αργήσαμε να σε γνωρίσουμε;

“Γιατί, ομολογώ, πως δυσκολεύομαι πάρα πολύ να βάλω μια άνω τελεία στις ιδέες μου, και να να κυκλώσω τα σχέδιά μου. Πέρασαν πολλά χρόνια, με πολλές κουβέντες με συνεργάτες και φίλους και υπεραναλύσεις τραγουδιών και στίχων. Πάντα κάτι με κρατούσε πίσω ή δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχα εκείνη την περίοδο στο μυαλό μου. Παρόλα αυτά, θεωρώ, πως η υποστήριξη και η ώθηση που δέχτηκα και δέχομαι ακόμα από το κορίτσι μου, είναι αυτή που με πήρε από το χέρι. Και το γεγονός πως ήθελα τελικά να κάνω κάτι ώστε να μπορώ να περηφανεύομαι στους γιους μου όταν μεγαλώσουν”.

– Πόσο έχεις αλλάξει από τότε που έγινες πατέρας;

“Είναι ξεκάθαρο πόσο άλλαξα τη μέρα που τον γνώρισα, για να χρησιμοποιήσω κι ένα στιχάκι του Γεράσιμου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κάθε μέρα αλλάζω. Νομίζω πως από εκείνη την ημέρα που γεννήθηκε ο πρώτος από τα δυο μου αγόρια, δεν ξαναεμφανίστηκε η λέξη ‘παραίτηση’ ούτε καν ως σκέψη. Τα παιδιά μας ωθούν προς το καλύτερο πάντα, το θέμα είναι αν εμείς καταφέρνουμε να ακολουθήσουμε. Δεν τα καταφέρνω κι εγώ πάντα, ομολογώ, αλλά σίγουρα προσπαθώ και δεν παραδίνομαι”.

– Συχνά παίρνεις θέση και για πολιτικά ή κοινωνικά θέματα μέσω social media. Λίγοι καλλιτέχνες το κάνουν σε τέτοιο βαθμό. Δεν φοβάσαι να πεις τη γνώμη σου, έτσι;

“Η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά, η υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η διεκδίκηση καλύτερης ποιότητας ζωής για όλους τους ανθρώπους, δε νομίζω πως έχει να κάνει με τη γνώμη. Είναι ένα θέμα που έπρεπε να μας δραστηριοποιεί όλους και να μη μας αφήνει αμέτοχους, έτσι κι αλλιώς. Οπότε δε θεωρώ πως κάνω κάτι περισσότερο από το να σκέφτομαι και να κυνηγάω ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μου, για τα παιδιά του διπλανού μου. Ο καθένας, θεωρώ, πως το κάνει στο βαθμό που με βάση τα δικά του κριτήρια και πιστεύω, θεωρεί πως είναι ικανό να βελτιώσει τα πράγματα. Γενικώς, πάντως, αν με ρωτάς αυτό, δε φημίζομαι για τις διπλωματικές μου ικανότητες”.

– Κάνεις και δεύτερη, πρωινή δουλειά; Πώς ‘λειτουργεί’ όλο αυτό;

“Ναι, εργάζομαι εδώ και τέσσερα χρόνια και το πρωί ως ιδιωτικός υπάλληλος, το οποίο στις συνθήκες που βιώνουμε αυτή τη στιγμή, θεωρείται πολυτέλεια για έναν μουσικό. Λειτουργεί παρακινητικά. Δηλαδή, μπορώ να μην εξαρτώμαι βιοποριστικά από τη μουσική, οπότε αυτό μου δίνει μεγαλύτερη ευχέρεια στην επιλογή, και άλλωστε ακριβώς επειδή μπουχτίζω με την πρωινή δουλειά ο περιορισμένος χρόνος που μπορεί να έχω φροντίζω να είναι πάντα δημιουργικός. Δεν έχω το χρόνο, πλέον, να μελετήσω ώρες, να χαζολογήσω, αν θες, ακούγοντας μουσική, οπότε με αυτό τον τρόπο εκ των πραγμάτων ο χρόνος που θα αφιερώσω στη μουσική πρέπει να είναι εποικοδομητικός. Οπότε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, λειτουργεί”.

– Τι είναι αυτό που έχεις βαρεθεί να ακούς;

“Ναι μεν, αλλά…”

– Ποιο είναι το πιο περίεργο μέρος που έχεις παίξει μουσική;

“Είναι πολλά τα περίεργα μέρη, αλλά αυτό το περίεργο είναι και αυτό που έκανε μοναδική την εμπειρία. Από καντάδες κάτω από μπαλκόνια και πατεράδες να μας κυνηγάνε μαινόμενοι, σκηνές που ίσα ίσα μπορούσαμε να στρίψουμε για να δούμε τον διπλανό μας, μέχρι χώρους που ενώ έπαιζε η μπάντα η πίστα μετατρεπόταν σε ρινγκ. Παρόλα αυτά θα ξεχωρίζω πάντα το πρώτο μαγαζί που έπαιξα στον Πειραιά, στο Πέραμα. Ήμουν έφηβος και χωρίς την ασφάλεια του ξαδέρφου μου, που παίζαμε πάντα μαζί τότε. Συμμετείχα σε ένα ντουέτο, κιθάρα, μπουζούκι, παίζοντας λαϊκά και ρεμπέτικα, όπου ο άγραφος νόμος ήταν πως παίζαμε μόνο απτάλικα, χασάπικα και ζεϊμπέκικα, και φυσικά επιτρεπόταν μόνο ένας ένας να ανέβει στην πίστα να χορέψει, εκτός κι αν υπήρχε συνεννόηση για κάποιο χασάπικο. Από τις πιο ωραίες και περίεργες εμπειρίες, ειδικά για την ηλικία μου τότε”.

– Τι είναι αυτό που δεν έχεις προλάβει να κάνεις μέχρι σήμερα, αλλά έχεις οπωσδήποτε σκοπό να κάνεις μέσα στα επόμενα χρόνια;

“Θα ήθελα να κάνω μια συναυλία όπως την έχω ονειρευτεί. Σε έναν ιδιαίτερο χώρο, με μια συγκεκριμένη σκηνοθεσία και αισθητική, με μπάντα και αρκετές φωνές. Μια παράσταση που θα μπλέκει και εικόνα και ήχο. Αλλά δεν μπορώ να τα μαρτυρήσω όλα. Ελπίζω κάποια στιγμή να βρω συμπαίκτες και να καταφέρω ένα από τα μεγαλόπνοα σχέδια που έχω κατά νου”.

– Τι να περιμένουμε μουσικά στο επόμενο διάστημα;

“Η αρχική σκέψη ήταν να κυκλοφορήσει ένας ολοκληρωμένος δίσκος τον Σεπτέμβρη. Όμως, λόγω των συνθηκών και των live, που δεν υπάρχουν πλέον στο προσκήνιο, αναπροσαρμόσαμε το σχέδιο αυτό. Και προς το παρόν, θα κυκλοφορούν singles ανά κάποιους μήνες, ώστε να ξετυλίγεται σιγά σιγά η ιστορία του δίσκου, ο οποίος καλώς εχόντων των πραγμάτων θα κυκλοφορήσει τον επόμενο Σεπτέμβριο. Παράλληλα, δουλεύουμε με έναν φίλο και εξαιρετικό μουσικό, τον Διονύση Μόρφη, το θέμα του live ώστε να είμαστε σχεδόν έτοιμοι όταν θα επανέλθουν αυτά στη ζωή μας”.