ΘΕΑΤΡΟ

Ο Tony Yap άφησε χώρο στο σώμα του για να μπουν οι θεοί

Μια συνέντευξη με τον καταξιωμένο Μαλαισιανό χορευτή και χορογράφο λίγο πριν την πρεμιέρα των παραστάσεών του στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Στο βιογραφικό που συνοδεύει τις παραστάσεις του ανά τον κόσμο αναφέρεται ως καταξιωμένος χορευτής και βραβευμένος χορογράφος, αλλά αυτές είναι απλώς οι κυριολεκτικές αναγραφές της ιδιότητάς του. Δεν αγγίζουν ούτε την εξωτερική περίμετρο της ιδιοσυγκρασιακής του σχέσης με τον χορό και το σωματικό θέατρο. Και σίγουρα δεν χωράνε τις περιπλανήσεις του σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου με σκοπό τη βιωματική επαφή με τις σωματικές ιεροτελεστίες και τις παραδοσιακές τελετουργικές χορογραφίες που οδηγούν στην trance και την έκσταση. 

Ο Tony Yap είναι ένας κοσμοπολίτης σαμάνος. Ένας χορευτής που έρχεται από μακριά για να εκπληρώσει τη νιτσεϊκή προφητεία του καλλιτέχνη που ακουμπάει τον Θεό. Κι αυτές τις μέρες βρίσκεται στη δική μας χώρα, για την παράσταση ‘Silence Speaks’, μια βιωματική performance σωμάτων βασισμένη στο έργο του Ινδού συγγραφέα Dhanedra Kawade που φέρνει τους χορευτές και τους θεατές αντιμέτωπους με τα θέματα της απώλειας και του πένθους.

Λίγο πριν την πρεμιέρα στο θέατρο ‘Πόρτα’, μοιράστηκε μαζί μας μερικές σκέψεις για την παράσταση, αλλά και για το συνολικό, συναρπαστικό έργο της ζωής του.

Ο τελευταίος μήνας ήταν για όλους μας μια διαδικασία εκπλήξεων και θαυμάσιων αποκαλύψεων. Η δουλειά που κάναμε, όπως και η παράσταση αυτή καθαυτή, είναι ένας διαλογισμός πάνω στην απώλεια και το πένθος. Στην προετοιμασία και στις πρόβες κάθε ένας από τους ηθοποιούς / χορευτές έπρεπε να εκτεθεί σε όλα όσα του υπενθυμίζουν ότι είναι φθαρτός και θνητός.

Αυτό που θα δείτε στη σκηνή είναι ένα σωματικό θέατρο βαθύ και συναισθηματικό, βγαλμένο από τα σπλάχνα των ανθρώπων που συμμετέχουν στην παράσταση.

H ‘Σιωπή που μιλάει’ είναι ένα οξύμωρο σχήμα, ένα παράδοξο, που όμως το έχουμε βιώσει όλοι μας. Για να το μεταφέρουμε στη σκηνή, χρειάστηκε να κατέλθουμε στα πιο βαθιά υπόγεια της συνειδητότητάς μας.

Την πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με το κείμενο του Dhanedra Kawade ήμουν στην Αυστραλία. Και από εκείνη την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα ότι μπορεί να με οδηγήσει σε ανεξερεύνητα μονοπάτια. Από πολύ νωρίς ήμουν σίγουρος ότι μια συμβατική μεταφορά του στη σκηνή δεν θα ήταν επαρκής, οπότε χρειάστηκε να καταφύγω σε πολλά διαφορετικά ερμηνευτικά εργαλεία και να συνθέσω αρκετές ετερόκλητες αρχές προκειμένου να φτάσω σε ένα αποτέλεσμα που για μένα είναι πολύ ξεχωριστό.

Όλοι έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι η απώλεια είναι κάτι με το οποίο πρέπει να συμβιβαστούμε. Τελικά όμως, τίποτα δεν επηρεάζει την πνευματική μας ωριμότητα πιο καθοριστικά από την αναπόδραστη διαδικασία αντιμετώπισης της απώλειας.

Πώς θα μεγαλώσουμε αν δεν αφήσουμε πίσω μας αυτά που χάθηκαν; Πώς θα ανακαλύψουμε το νέο αν δεν αποχωριστούμε το παλιό;

Κάθε απώλεια μπορεί να είναι ένα άνοιγμα σε μια νέα εμπειρία. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι απαραίτητο να τη βιώσουμε. Πρέπει να χάσουμε κάτι, προκειμένου να είμαστε έτοιμοι να εκτιμήσουμε αυτό που θα βρούμε στην πορεία.

Όταν πέθανε η μητέρα μου, πριν από μια δεκαετία, το βάρος του πένθους για την απώλειά της με οδήγησε στη σύνθεση μιας solo performance που χτίστηκε πάνω σε τρία χρόνια συναισθημάτων απροσμέτρητου βάθους και πόνου. Τόσο μου πήρε μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ο θάνατός της είχε αλλάξει τον τρόπο που ζούσα εν απουσία της.

Η Ελλάδα είναι ένα ιερό μέρος για μένα. Βρέθηκα στη χώρα σας για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είχα αισθανθεί πραγματική έκσταση όταν αντίκρισα τα ερείπια του ναού του Διονύσου στη Νάξο. Μπορώ μέχρι σήμερα να ανακαλέσω στη μνήμη μου την επίδραση που είχε πάνω μου εκείνο το μέρος. Πολλά χρόνια αργότερα ερμήνευσα τον ρόλο του Διονύσου στις ‘Βάκχες’, σε μια σύγχρονη διασκευή και ασχολήθηκα και με άλλες τραγωδίες.

Όλα αυτά τα χρόνια που μελετώ την trance, τα στοιχεία της έκστασης και της θέωσης στις παραδοσιακές τελετουργίες της Ασίας, είναι σαν να μελετώ τον Διόνυσο, τον Έλληνα Θεό του θεάτρου, της μέθης και των αχαλίνωτων και αδάμαστων δυνάμεων της φύσης.

Ένα ελληνικό βίωμά μου υπάρχει και στην παράσταση. Ο τελευταίος χορός, η σκηνή του φινάλε, είναι η προσπάθειά μου να παρουσιάσω στους θεατές την υπερβατική στιγμή που βίωσα σε ένα ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη. Εκεί, μπροστά στα μάτια μου, ο ορίζοντας εξαφανίστηκε. Ο ουρανός και η θάλασσα της Μεσογείου έγιναν ένα και το ζεστό γαλάζιο φως που έλουζε τα πάντα ήταν να σαν να ανάβλυζε από μέσα μου.

Όταν περιοδεύω στην Ασία, φροντίζω πάντα να κάνω κάποιες παραστάσεις στην επαρχία, σε πολύ μικρά αγροτικά χωριά. Εκεί οι θεατές μπορούν να αντιδράσουν ελεύθερα στην perfomance, να μείνουν ή να φύγουν. Για μένα είναι πολύ αναζωογονητικές αυτές οι παραστάσεις, με βοηθούν να συνειδητοποιήσω από την αρχή τη θεμελιώδη δύναμη της ψυχοσωματικότητας.

Είναι κάτι που υπερβαίνει κάθε επίσημη ή ανεπίσημη έννοια της σκηνής και με μεταφέρει πίσω στις αρχέγονες ρίζες του θεάτρου. Η επαφή με αυτούς τους ανθρώπους προκύπτει αισθητηριακά, ενστικτωδώς. Το μόνο που μας ενώνει είναι η ανθρώπινή μας υπόσταση. Δεν υπάρχει κοινή γλώσσα, ούτε κάποιου άλλου είδους κοινός κώδικας.

Ο σύγχρονος δυτικός θεατής έχει μάθει να ερμηνεύει με λογικούς όρους αυτά που βλέπει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι έχει χάσει τη δυνατότητα της αισθητηριακής αντίληψης. Η ενεργοποίησή της, μάλιστα, μπορεί να ξυπνήσει συγκλονιστικά συναισθήματα.

Δεν είμαι ειδικός στους ελληνικούς χορούς, αλλά μου αρέσει που είναι ανοιχτοί και γενναιόδωροι – μια κοινότητα ή ένα ολόκληρο χωριό μπορεί να μαζευτεί και να χορέψει. Και βρίσκω φοβερά ενδιαφέρον το ζεϊμπέκικο. Ειδικά το ρόλο του ‘υποστηρικτή’, εκείνου που γονατίζει όσο ο χορευτής αυτοσχεδιάζει. Είναι πολύ ιδιαίτερο αυτό το στοιχείο: ένας από τους θεατές αυτομάτως λειτουργεί σαν performer δίπλα στον χορευτή.

Στην Ινδονησία μελέτησα δύο πολύ διαφορετικούς τελετουργικούς υπερβατικούς χορούς. Ο ένας είναι το Bedoyo, ο ιερατικός χορός του παλατιού της Yogyakarta. Ο δεύτερος είναι το Bantengan, ο χορός των αγροτών που καλούν τους ζωώδεις προγόνους τους (πιστεύουν ότι κατάγονται από ταύρους). Το Bedoyo είναι μια αρχαία, πολύ εκλεπτυσμένη ονειρική χορογραφία που εκτελείται μόνο στους χώρους του παλατιού και μπορούν να την παρακολουθήσουν μόνο οι ευγενείς. Είναι ένας χορός που απευθύνεται σε θεούς και θεότητες. Αντίθετα, οι χοροί του Bantengan είναι άγριες και ανεπιτήδευτες επικλήσεις στα πνεύματα των ζώων.

Στα αρχαιοελληνικά μέτρα αυτοί οι δύο χοροί αντιπροσωπεύουν το Απολλώνιο και το Διονυσιακό στοιχείο. Σε κάθε κουλτούρα, ο χορός αποτελεί ένα μέσο επαφής με το Θείο. Ο χορευτής παραχωρεί το σώμα του στον Θεό και ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό είναι να ‘διώξει’ τον εαυτό του από το σώμα του όσο διαρκεί ο χορός. Εγώ αυτό κάνω. Αφήνω για λίγο τον εαυτό μου να χαθεί για να μπει στη θέση του το Αιώνιο και Ιερό.

Πιστεύω στην ηπιότητα και στην ισορροπία. Όταν κάνω πρόβες ή γυμνάζομαι πιέζω τον εαυτό μου και πειραματίζομαι με τα όριά μου, αλλά όλες τις υπόλοιπες ώρες προσπαθώ να είμαι χαλαρός και ήρεμος. Διατροφικά, αποφεύγω να τρώω αργά το βράδυ και κάθε πρωί ετοιμάζω ένα ρόφημα με γάλα καρύδας, μαύρο πιπέρι και κουρκουμά. Τις περιόδους που δεν έχω παράσταση κάνω ελαφριές προπονήσεις στο γυμναστήριο, πολύ στρέτσινγκ και αρκετό μασάζ.

Info

> Η παράσταση ‘Silence Speaks’ παρουσιάζεται στις 9, 10, 11 & 12 Μαΐου στο Θέατρο Πόρτα (Αθήνα) και στις 16, 17, 18 & 19 Μαΐου στο φουαγιέ της εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη).

> Κείμενο: Dhanedra Kawade. Διασκευή – Σκηνοθεσία: HIPPO (Αλέξανδρος Ράπτης, Φώτης Δούσος). Κίνηση – Χορογραφίες: Tony Yap.