LONGREADS

Πατήρ, υιός και pick n roll

Πόσο δύσκολο είναι να δουλεύεις με τον πατέρα σου; Ο Γιώργος και ο Φίλιππος Συρίγος μιλούν για αυτή την εμπειρία, για μπάσκετ και για πόσο διαφορετικά... ίδιοι είναι τελικά.

Σκέψου ένα τυπικό οικογενειακό κυριακάτικο τραπέζι. Και βάλε κάτω όλους τους πιθανούς λόγους που έχουν για να τσακωθούν ο πατέρας με τον γιο. Για τη σχολή, για τα φώτα που μένουν ανοιχτά όλο το βράδυ, για τη μάνα σου που δεν την παίρνεις τηλέφωνο και ανησυχεί, για οτιδήποτε… Και σκέψου τώρα ένα σπίτι διαφορετικό από τα άλλα, εκεί όπου ο βασικός λόγος διαφωνίας είναι αν τα σύγχρονα 5άρια πρέπει να παίζουν με πλάτη στο καλάθι ή αν τελικά προσέφερε στον Παναθηναϊκό ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους. Βάλε κι ένα “μπιπ” κάθε τρεις λέξεις και καλωσόρισες στο σπίτι του Φίλιππου και του Γιώργου Συρίγου, του τηλεοπτικού διδύμου της NOVA που έχει τερματίσει την έννοια της “επαγγελματικής σχέσης πατέρα-γιου”.

Γιατί υπάρχουν τα μήλα που πέφτουν κάτω από τη μηλιά και υπάρχει και η περίπτωση του Γιώργου Συρίγου που μεγάλωσε στα στούντιο, δίπλα από μικρόφωνα και μουτζουρωμένα κασέ εφημερίδας, χωρίς να έχει την παραμικρή αμφιβολία για το αν θα ακολουθήσει τα επαγγελματικά χνάρια του πατέρα του. Λογικό αν σκεφτείς ότι ο πατέρας του ήταν η “φωνή του ’87” (επέτειος των 26 ετών πριν λίγες μέρες – μην ξεχνιόμαστε), ο δημοσιογράφος που τα ‘λεγε πάντα “χωρίς μαλλιά στη γλώσσα”, αυτός που συνδέθηκε με το μπάσκετ όσο κανείς άλλος.

Έτσι κι ο Γιώργος, που κάποτε διόρθωνε τον πατέρα του στον “αέρα” γιατί ο Σαμπόνις δεν είχε έρθει ποτέ στην Αθήνα, έφτασε να είναι υφιστάμενος του στην Ελευθεροτυπία και παράλληλα τηλεοπτικός του παρτενέρ στην μπασκετική εκπομπή του συνδρομητικού, τη “Super Euroleague”.

Οπότε ξεχνάμε τους όρους της οικογενειακής επιχείρησης με τα “αφεντικά” και τα “μικρά αφεντικά”, η επαγγελματική τους σχέση είναι διαφορετική, με τον γιο να πρέπει να βάζει συχνά-πυκνά τον πατέρα/διευθυντή του στην (τηλεοπτική) θέση του. “Αυτός είναι ο ρόλος που του έχω αναθέσει” κάνει περίτεχνη ντρίμπλα και βγαίνει από πάνω ο Φίλιππος Συρίγος, που αρέσκεται να λέει την τελευταία λέξη. “Δεν είναι εύκολο να δουλεύουμε μαζί. Γιατί έχει το θάρρος να κάνει πράγματα, που άλλος δεν θα μπορούσε να διανοηθεί. Όπως αντιλαμβάνεσαι εγώ δεν μπορώ να δεχτώ αυτό το πράγμα από κανέναν. Όχι από εγωισμό, αλλά γιατί χαλάει την ιστορία, το κλίμα. Και ένας να ξεφύγει και να κάνει το δικό του, είναι κακό παράδειγμα για όλους. Ειδικά αν είναι ο γιος σου. Αυτός είναι και ένας λόγος που δεν ήρθε σε ένα φάιναλ-φορ (σ.σ το 2012)”. Η τελευταία λέξη, που λέγαμε.

“Λέει ότι είμαι αυθάδης, αλλά θα σου πω ότι είμαι ρεαλιστής. Όταν πάει κάτι να καταρρεύσει, κάποιος πρέπει να βγει μπροστά. Αυθάδεια είναι να παρουσιάσω την εκπομπή και να παίξω το ρόλο μου; Έτσι τα παρουσιάζει, αλλά όπου δεν τον βολεύει…” λέει ο Γιώργος, που σύμφωνα με τον πατέρα του “τείνει να γίνει σχολιαστής και αναλυτής, περισσότερο από παρουσιαστής. Αν το κάνει αυτό ο παρουσιαστής, τότε γίνεται ξερόλας”.

Και κάπως έτσι οι εκπομπές για την Ευρωλίγκα κάθε Πέμπτη και Παρασκευή δεν γίνονται ποτέ βαρετές. “Καμιά φορά πάμε σε διαφημίσεις και τον απειλώ ότι αν δεν βγάλει τον σκασμό θα φύγει και όλο το πλατό σκέφτεται ‘τώρα τι θα γίνει’ και τρέμει” εξηγεί ο Γιώργος. “Μια-δυο φορές έχει ξεπεράσει το όριο και για αυτό γιατί δεν έχει την απαιτούμενη εμπειρία, ούτε τα νεύρα για να παραμείνει ψυχρός” σπεύδει να… μην τον δικαιολογήσει ο Φίλιππος.“Εκεί είναι το πρόβλημα. Από τη μια συνεργάτης και από την άλλη ο γιος μου”.

 

“Ξέρεις, στη δουλειά τους ακούω όλους, αλλά στο τέλος παίρνω την απόφαση, γιατί κάποιος πρέπει να έχει την ευθύνη. Η δουλειά δεν είναι λαϊκή δημοκρατία. Δεν είμαι της άποψης ότι οι πλειοψηφίες γράφουν την ιστορία”  συνεχίζει για να τον διακόψει ο γιος του: “ναι, αλλά αν γίνει κάποιο λάθος, τότε ποιον θα πάρουν τηλέφωνο; Τι να τους πω τότε; Ότι είμαι ένας απλός υφιστάμενος”;  Για να προσθέσει ο προϊστάμενος ότι “σε έχουν βρει εύκολο. Το καλό παιδί. Και σε παίρνουν για να βρουν την άκρη τους. Γιατί αλλιώς θα ακούσουν Παναγίες”.

Αυτό που βλέπουμε μπροστά στις κάμερες, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από ότι συνέβη στο σπίτι, ακόμη κι αν ο μεγάλος της υπόθεσης λέει ότι “δεν το κουβαλάμε τόσο πολύ”. Απλά στην εκπομπή “είναι πιο φιλτραρισμένο, αφού δεν μπορείς να το αφήσεις να πάει όπως να ‘ναι. Εδώ στο σπίτι το αφήνεις… Και μπορεί να μην μιλάμε για δυο μέρες και μετά όλα καλά” σύμφωνα με τον Γιώργο. Ενδιάμεσα θα επέμβει και η μαμά, με τον δικό της κατευναστικό/συνωμοτικό τρόπο και όχι τον παραδοσιακά. Κι η απορία εύλογη για την πλευρά που διαλέγει σε αυτές τις περιπτώσεις…. “Μην τον ακούς. Η μάνα του είναι μην πειράξετε τον γιο της”. Όχι, θα συμφωνούσαν…

 

θέτει το γενικότερο πλαίσιο ο Φίλιππος Σύριγος, εννοώντας πως πρόκειται για ανθρώπους διαφορετικής εποχής και διαφορετικής δημοσιογραφικής σχολής. “Εγώ κάνω πρώτα την πλάκα μου. Έτσι ξεκίνησε για μένα η δημοσιογραφία. Τώρα θα την αλλάξουμε; Και η εκπομπή πάνω από όλα πλάκα είναι. Γουστάρουμε το μπάσκετ και μιλάμε για το μπάσκετ. Ε, που και που θα πούμε και κανένα σοβαρό” τόνισε ο Γιώργος Συρίγος

Για να απαντήσει ο Φίλιππος: “Πρόκειται για την αναπόφευκτη σύγκρουση δύο προσωπικοτήτων. Το ότι είμαστε πατέρας-γιος κάποιες φορές αμβλύνει τις καταστάσεις και κάποιες τις οξύνει. Κι επειδή είμαι ο μεγαλύτερος απαιτείται μια προσεκτική διαχείριση από την πλευρά μου. Αν και οι επαναστάσεις γίνονται από τους νεότερους, όχι τους παλαιότερους. Οι παλιότεροι προσπαθούν να τις καταπνίξουν”.

“Και πνίγονται συνήθως οι ίδιοι” προσθέτει ο Γιώργος. Να που συμφώνησαν και κάπου.

Εκεί που σίγουρα διαφωνούν είναι στο πως εννοούν τον επαγγελματισμό. Γιατί μπορεί να κοιτούν ο καθένας από διαφορετικό πρίσμα, ωστόσο, ο ρομαντισμός είναι κοινός παρανομαστής.  Εκεί που πατάει πόδι ο  πατέρας του είναι ότι “στη δουλειά αυτή δεν κάνουν όλοι πλάκα”. Να τη πάλι η σύγκρουση γενεών: από τις λινοτυπίες στα “μπιμπλίκια που πατάτε”, όπως θα αποκαλούσε και κάθε παππούς που σέβεται τις άσπρες τρίχες του, το ίντερνετ.

Ο Φίλιππος Συρίγος ξεκίνησε, μαθητής γυμνασιού ακόμη, το 1965 στο “Φως των Σπορ” από μια αγγελία που ζητούσε συνεργάτες για ματς των τοπικών κατηγοριών (‘“καλή ευκαιρία, αφού παρακολουθούσα τα παιχνίδια του Πλάτωνα, θα έγραφα και τα ματς”) και κατέληξε μετά από δύο εφημερίδες (“Φούτμπολ”, “Ηχώ”) στα 20 του στο μισθολόγιο, επαγγελματίας πια, να γράφει για ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Ακολούθησε η Απογευματινή (“που τότε έκανε άνοιγμα με τον Χάρη Λυμπερόπουλο ενόψει Ολυμπιακών του ’68”), η ΕΡΤ, η Ελευθεροτυπία και η στροφή στην πορτοκαλί μπάλα.

“Στο πρώτο μου ρεπορτάζ μπάσκετ με έστειλε ο Φαίδωνας Κωνσταντουδάκης, που μου ζήτησε να καλύψω ένα τσάι που είχε κάνει η ΑΕΚ στη Ζαντάρ του Τσόσιτς” θυμάται. Η εξειδίκευση, ωστόσο, ήρθε στις αρχές του ’80 κι ενώ προηγουμένως στην ΕΡΤ έκανε τα πάντα, από κολύμβηση (η γυναίκα του ήταν κολυμβήτρια του Ολυμπιακού, άθλημα που κέρδισε και τον Γιώργο όταν ήταν μικρός), μέχρι ποδόσφαιρο.

Από μπάσκετ; “Πάντα μπάσκετ. Έπαιζα κιόλας στη Δάφνη Μεταξουργείου, την περίφημη “Δαφνούλα”, με προπονητή τον Στέλιο Βασιλειάδη της ΑΕΚ”. Ναι η “βασίλισσα του ’68” έπαιξε ρόλο στη δική του επαγγελματική (δια)στροφή, αλλά σπεύδει να διορθώσει ότι “το μπάσκετ στην Ελλάδα είχε πάντα παράδοση. Από το ’50 με τον Πανελλήνιο, πάντα είχε ενδιαφέρον. Ήταν πάντα το δεύτερο άθλημα στην Ελλάδα, απλά μετά το ’80 μειώθηκε η διαφορά με το ποδόσφαιρο. Τα παιχνίδια της ΑΕΚ με τον Παναθηναϊκό για παράδειγμα μάζευαν 20.000 κόσμο. Δεν ήταν καλαμπούρι”.

 

Συνώνυμο του μπάσκετ, ωστόσο, δεν έγινε το ’87. Τουλάχιστον έτσι θεωρεί ο ίδιος. “Το μπάσκετ πάντα είχε ρεύμα και παλμό, για αυτό και επένδυσα αδίστακτα πάνω του τηλεοπτικά. Υπήρχε η παράδοση, αλλά είχαν προστεθεί νέα πρόσωπα και είχε δημιουργηθεί μια νέα τάση. Δεν μιλάμε για συγκυρία, δηλαδή, αλλά για επιλογή. Οι κρίσιμες στιγμές ήταν πριν το Ευρωμπάσκετ, όταν έδωσα μάχη για να γίνει ένα ανόητο σαββατιάτικο μαγκαζίνο, κάτι δυναμικό, ζωντανό που άνοιξε δρόμο.

Το άθλημα με παίκτες όπως ο Κορωναίος, ο Γκάλης και ο Γιαννάκης είχε αποκτήσει δυναμική για αυτό και είπα “Μπάσκετ”, καθιερώνοντας μια εκπομπή που είχε συγκεκριμένο concept γύρω από έναν αγώνα μπάσκετ. Πριν υπήρχαν συνεντεύξεις και θέματα, συζήτηση στο ημίχρονο με καλεσμένο κάποιο πρόσωπο της επικαιρότητας -συνήθως εκτός μπάσκετ- και γινόταν ψιλοχαμός. Είχε ενδιαφέρον και η συνέντευξη και το παιχνίδι”.

Pre-game και post-game, δηλαδή. Ξενόφερτο; “Όχι, δική μου ιδέα”. Και τελικά περπάτησε, παρότι υπήρχε αμφισβήτηση και πόλεμος και διάφορα ‘τι είναι αυτά που κάνει ο Συρίγος’ ή ‘που είναι τα άλλα σπορ. Με κατηγόρησαν για τα πάντα, ακόμη και ότι τα παίρνω από διαφημιστές. Άντεξα, όμως. Άντεξε και το μπάσκετ και φτάσαμε στο ’87 και πήραν…. (καταλαβαίνετε).

 

“Δημιουργήθηκε ένα καινούργιο προϊόν, που ως τότε ήταν εντελώς δωρεάν και έφτασε κάποια στιγμή να είναι Νο1 σε τηλεθέαση και εμπορικότητα” εξηγεί ο Φίλιππος Συρίγος

Κι ο Γιώργος από κοντά. “Κάθε Σάββατο ήμουν στην ΕΡΤ και έπαιζα ποδόσφαιρο και μπάσκετ στους διαδρόμους. Είχα μάθει να αλωνίζω… Καμιά φορά αν δεν υπήρχε καλεσμένος, έμπαινα στο στούντιο και καθόμουν στη διπλανή καρέκλα. Η δική μου πρώτη αθλητική ανάμνηση ήταν ποδοσφαιρική (το Μουντιάλ του ’82), αλλά στη δουλειά δεν τέθηκε ποτέ θέμα. Ασχολήθηκα λίγο και με το πόλο, αφού έχω δεσμούς με την πισίνα. Η μάνα μου είναι κολυμβήτρια και κολυμπούσα και εγώ μικρός. Δεν γλιτώνεις από το νερό….”

Το δικό του μπάσιμο στη δημοσιογραφία, βέβαια, έγινε αρκετά χρόνια μετά από την εποχή που έπαιζε μπάσκετ με μια μπάλα από χαρτί στους διαδρόμους της ΕΡΤ. Και χωρίς να προηγηθεί πατρική παρότρυνση. “Δεν του είχα πει ποτέ τι να κάνει” θυμάται ο μεγάλος Συρίγος, την ώρα που ο μικρός στεκόταν μια άλλη συγκυρία: “Ήμουν άθλιος μαθητής και ετοιμαζόμουν να πάω στο Σίτι για σπουδές. Το μυαλό μου τότε ήταν πάνω από το κεφάλι μου και -θυμάμαι- με έπιασε η μάνα μου να κάνω περίεργες προετοιμασίες για το Λονδίνο. Και πήγαν και με κάρφωσαν και όχι Λονδίνο δεν πήγα, αλλά ούτε διακοπές. Αντίθετα κατέληξα μαθητευόμενος του μαθητευόμενου στην “Ελευθεροτυπία” σαν τιμωρία, πριν καν παραστρατίσω. Είχε προηγηθεί και ένα πέρασμα από το “Τρίποντο”, όπου έγραφα ματς Α2 το 1993 και αυτό ήταν”. Εντάξει παρότρυνση δεν υπήρχε. Κάποια συμβουλή όμως;

 

Για να συμπληρώσει ο γιος: “Είναι μετά Χριστόν προφήτης”. Μετά Χριστοπαναγίας προφήτης, δηλαδή. “Δεν υπήρχαν συμβουλές. Μόνο ‘τι μαλακία έκανες’ και ‘δεν σου έχω πει’… Έλα, όμως, που δεν είχε πει ποτέ του τίποτα”.

 Η συνεργασία μαζί του, ωστόσο, ήταν σχολείο, έστω και μέσω της παρατήρησης (διπλής ανάγνωσης). “Έμαθα να μην τα παίρνω όλα σοβαρά. Από μικρός τον είδα να μπαίνει σε έναν κύκλο αμφισβήτησης όπως έγινε με την υπόθεση Κιάπε, το σκάνδαλο με τις επιστολές, που είχε ίντργικα, δολοπλοκία, πολύ πράγμα. Ήμουν γυμνάσιο τότε και έβλεπα α όλη αυτή την πίεση, ανθρώπους να τον προδίδουν και τελικά πως “έκλεισε” και άρχισε να μαζεύεται σιγά-σιγά το θέμα, να μπαίνει στη θέση του” τονίζει ο Γιώργος, που ήταν από μικρός ο “γιος του Συρίγου”.

“Ήμουν μικρός, πήγαινα στο Ζάννειο στον Πειραιά και ήρθε ένα μεγαλύτερο παιδί, ένα ντερέκι και με ρώτησε ‘είσαι ο γιος του τέτοιου ε”; και μου έριξε μια σπρωξιά. Γιατί; Έτσι… Ούτε τι ομάδα ήταν δεν κατάλαβα. Συνειδητοποίησα τότε ότι θα υπάρχουν κι αυτά, απλά μετά από ένα σημείο δεν ίδρωνε το αυτί μου. Όταν μπήκα στη δουλειά, στη “Sportime”, υπήρχε καχυποψία”.

Αυτό που ουσιαστικά τους διαχώριζε ήταν ο χαρακτήρας τους, που ήταν διαφορετικός. “Δεν έχει τον δικό μου χαρακτήρα. Αν τον είχε, θα είχε πρόβλημα. Είναι πιο αγαπητός στις σχέσεις του με τος ανθρώπους, δεν είναι της έντασης και της κόντρας και αυτό τον βοήθησε. Εγώ ήμουν πάντα έτσι, στην κόντρα και στην τσίτα” όπως υπογραμμίζει ο Φίλιππος Συρίγος.

“Ξέρεις τι έκανε τη διαφορά; Ποτέ δεν το έβλεπα σαν δουλειά, δεν μπήκα στη φάση του ανταγωνισμού, της καθιέρωσης και της αναγνώρισης γιατί μέχρι ενός σημείου χέστηκα για τα λεφτά. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να κάνω την πλάκα μου. Πρώτα είναι χόμπι και μετά δουλειά” προλαβαίνει να πει ο Γιώργος Συρίγος, πριν τον διακόψει ο πατέρας του: “Εμ, έτσι είναι τα παιδιά που τα βρίσκουν έτοιμα. Τώρα, όμως, έσφιξαν τα πράγματα με τις υποχρεώσεις και τον μικρό Φίλιππο…”

Από τη μια ο Γιώργος που κάνει την πλάκα του και από την άλλη ο Φίλιππος που πέρασε τα “πέτρινα χρόνια” της δουλειάς και έμπλεξε στα δίχτυα του επαγγελματισμού από μικρός. “Για μένα η δουλειά ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Ήμουν τρελαμένος και είχα δώσει όλον μου τον εαυτό. Δεν είναι το ίδιο σήμερα. Σήμερα όλα είναι εύκολα. Και κακά τα ψέμματα ο Γιώργος μπήκε κάτω από άλλες συνθήκες.

Αντικειμενικά αν το δεις, τα βρήκε πάρα πολύ εύκολα για αυτό μπορεί σήμερα να λέει ότι κάνει το χόμπι του. Τότε δεν υπήρχαν χόμπι. Ναι μεν συνδύαζε αυτό που μου άρεσε, με τη δουλειά, αλλά για να πετύχεις χρειαζόταν τρομερή αφοσίωση και συγκέντρωση στον στόχο. Σήμερα έχεις το περιθώριο να επιβιώνεις με εξυπνάδες. Τότε δεν υπήρχε αυτό, έπρεπε να αφιερώνεις πολλές ώρες και για να ξεχωρίσεις έπρεπε να έχεις την ικανότητα”.

Ποια σχολή, όμως, δημοσιογραφίας είναι τελικά η καλύτερη; Η παλιά με τα τυπογραφεία τα χαράματα, τις ανταποκρίσεις με τέλεξ ή ταχυδρομείο που καθυστερούσαν τρεις ημέρες και τον Φίλιππα Συρίγο να πηγαίνει κάθε δύο ημέρες σπίτι του λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων στο Μεξικό ή τη σύγχρονη της υπερ-πληροφόρησης με τα “μπλιμπλίκια” του Γιώργου Συρίγου;

Προφανώς και δεν συμφωνούν: “Είναι δύσκολο να συγκρίνεις εποχές που απέχουν τόσο πολύ. Οφείλω να πω ότι στην εποχή μου, είχα ζήσει τους μύθους της δημοσιογραφίας από κοντά. Τελικά ήταν σκατά. Έχω πάρει χειρόγραφα τους και τα έχω φτύσει και τα έχω πετάξει.

Απλά τότε στην εποχή μου ήμασταν στο περιθώριο. Αν και βασανίζαμε το θέμα περισσότερο. Ωστόσο δεν υπήρχε η εξειδίκευση που υπάρχει σήμερα. Ήταν όλοι για όλα. Ηρωικές εποχές. Δουλεύαμε περισσότερο και οι δύσκολες συνθήκες σε γαλβάνιζαν. Σε εξοικείωναν με τις δύσκολες καταστάσεις. Η δική μου χολή είχε σπάσει στα 20 όταν έπρεπε να πάω 06.00 το πρωί στον Αλέκο Φιλιππόπουλο την αθλητική σελίδα και έτρεμαν τα πόδια μου. Όταν είχες να αντιμετωπίσεις τη λογοκρισία επί χούντας, έπρεπε να λύσεις τα προβλήματα σε χρόνο dt. Αυτή η δοκιμασία με όπλισε κατόπιν με εμπειρία και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Αυτό κουβαλάω σήμερα. Για αυτό δεν χάνω τη ψυχραιμία μου. Ενώ τώρα; Πατάω ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή.

Σήμερα υπάρχουν άλλες προϋποθέσεις, λόγω εικόνας, πληροφοριών και ταχύτητας. Οι παλιοί ήταν πιο σκληραγωγημένοι, αλλά ούτε “yes-no” δεν έλεγαν. Δεν ήξεραν…. Απληροφόρητοι. Ολίγον πέναλτι, αυστηρό πέναλτι. Μαλακίες… Οι δημοσιογράφοι της νέας γενιάς είναι καλύτεροι” είναι η άποψη του πρεσβύτερου.

“Ψάχναμε για μια αρχειακή στήλη στην “Ελευθεροτυπία” τα δημοσιεύματα για την τραγωδία της Θύρας 7. Θαύμασα τη σκέψη, τον τρόπο προσέγγισης και το ρεπορτάζ της εποχής, δεν γράφεται σήμερα. Φάνηκε ότι ο άλλος πήγε με το τουφέκι, χωρίς να τον νοιάζει ποιον έχει απέναντι του και τον ρώτησε αν έχει ευθύνες: τον πρόεδρο, τον γιατρό, τον αστυνομικό” έχει διαφορετική άποψη ο νεότερος.

Η συζήτηση πήγε και στο σήμερα. “Παλιά η δεξαμενή ανθρώπων ήταν μικρότερη” εξηγεί ο Γιώργος για να πάρει το λόγο ο πατέρας του: “Ήταν λιγότερες οι ευκαιρίες και οι δουλειές. Στην εποχή μου δεν υπήρχε τηλεόραση, ούτε καν ραδιόφωνο, ενώ οι αθλητικές εφημερίδες ήταν δυο, η “Ηχώ” και το “Φως” που έβγαινε δύο φορές τη βδομάδα! Κι οι πολιτικές; Ένα μονόστηλο άντε δίστηλο είχαν μόνο. Τώρα γεμίσαμε ιδιωτικές σχολές.

Φτάσαμε στο πικ, στην υπερβολή, να έχουμε 11-12 αθλητικές και να έχουμε πήξει στα ραδιόφωνα και στα σάιτ. Αυξήθηκε ο ανταγωνισμός και η ένταση, αλλά έπεσε το επίπεδο. Η ξεφτίλα της δημοσιογραφίας. Εισέβαλαν παιδιά και οι υπεύθυνοι τα ξαμόλαγαν και είχαν απαιτήσεις από αυτά να φέρνουν αποκλειστικότητες. Πως όμως; Άντε τώρα να το μαζέψεις”. Ήταν το σημείο που αμφότεροι έβαλαν το καπέλο στον Θόδωρο Νικολαΐδη, του “Φωτός”, που παρέδωσε μαθήματα και σε αυτόν τον τομέα, αποτελώντας ωστόσο τη φωτεινή εξαίρεση.

 

Και τώρα; Τι θα πουν στον μικρό Φίλιππο (τον τριών ετών γιο του Γιώργου), όταν θα τους πει ότι θέλει να γίνει δημοσιογράφος. “Ντράμερ θα γίνει αυτός…  Αλλά αν έχει το μικρόβιο δεν θα τον σταματήσει κανείς, δεν είναι στην νοοτροπία μου. Το πιο λογικό είναι να το πω ‘έλα, δες, αν σ’ αρέσει καλώς. Αλλά να μην μπεις τόσο βαθιά”. ” το ξεκόβει ο πατέρας του. “Οι εποχές που διανύουμε είναι οι χειρότερες, δεν ξέρω πως θα είναι τα πράγματα τότε, αν και δεν βλέπω φως. Κανείς δεν θα του πει τι να κάνει και τι να μην κάνει. Τι του αρέσει. Απλά μακάρι να μην του αρέσει” προσθέτει ο παππούς του.

Ο μικρός Φίλιππος, αν αφήσει την κιθάρα του, έχει όλον τον χρόνο να ξεπεράσει και τους δύο, οπότε το θέμα είναι αν τελικά ο μαθητής (γιος), ξεπέρασε τον δάσκαλο (πατέρας). Κι η επίμαχη ερώτηση είναι “ποιος ξέρει περισσότερο μπάσκετ”. Ο Φίλιππος γελάει και ο Γιώργος απαντάει ότι “απλά έχει δε περισσότερο παλιό και έχω δει περισσότερο καινούργιο μπάσκετ”. Η διαφωνία περιμένει στη γωνία: “Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν λειτουργεί μόνο αυτό. Λειτουργεί η εμπειρία, το ένστικτο και κάποια πράγματα δεν είναι εύκολο να τα ξεκαθαρίσεις και να τα αποκωδικοποιήσεις”. Και ακολουθούν τα καμουφλαρισμένα κοπλιμέντα του τύπου “παραδέχομαι ότι ξέρει” και το καθιερωμένο “αλλά”: “Αλλά κι εκείνος να παραδεχτεί ότι νομίζει ότι ξέρει περισσότερα από όσα ξέρει. Εμένα λέει δογματικό, αλλά σε αυτό το θέμα αυτός είναι ο δογματικός”. Έτσι για να μην πάρει αέρα ο “μικρός”.

Ωραία, αφού έγινε μια αρχή “ποια είναι τα πλεονεκτήματα του καθενός πάνω στη δουλειά“. Τι λένε οι ίδιοι; “Το προσόν του είναι πως έχει μεγαλύτερες δυνατότητες από ότι εμείς; ενημέρωση, πληροφόρηση, επικοινωνία. Δεν αρκείται στο θεωρητικό κομμάτι. Ασχολείται πολύ με αυτό το πράγμα” λέει ο Φίλιππος για τον Γιώργο, για να κοτσάρει και το καθιερωμένο “αλλά” (είπαμε για να μη παίρνει αέρα και να πει την τελευταία λέξη): “Σε σημείο να νομίζει ότι τα ξέρει όλα, να πουλάει μαγκιές και να κάνει τον έξυπνο”.

Από την άλλη για τον γιο ο πατέρας του “είναι ένας συνδυασμός ψυχραιμίας και αποφασιστικότητας. Θα του πάνε τρεις κόντρα, αλλά θα κρατήσει το μυαλό για να τους πάει αυτός εκεί που θέλω. Προφανώς λόγω πείρας, αλλά και λόγω χαρακτήρα. Δεν είναι εύκολο να τον πας με τα νερά του”.

Εξού κι οι αμέτρητες κόντρες που έχει γράψει το κοντέρ. Με τους συναδέλφους ήταν πάντα σκληρός, αλλά δίκαιος -όπως παραδέχεται- ενώ μόνο μια φορά είχε κοντραριστεί με εκδότη κυρίως επειδή “ήμουν αρκετά χρόνια στα ίδια μαγαζιά. Και στην Ελευθεροτυπία είχαν την τύχη να συνεργάζομαι με τον Κίτσο Τεγόπουλομ με τον οποίο πάντα τα βρίσκαμε γιατί εκτιμά πότε ο δημοσιογράφος λειτουργεί για το καλό της εφημερίδας και της δουλειάς”.

Από εκεί και πέρα, όμως, “ουκ έστι αριθμός” όπως λέει. Έχει τσακωθεί με υπουργούς, με ολόκληρο το ΣΕΦ (το ξέρατε ότι δεν τον άφηναν να μπει στο Στάδιο για τους αγώνες του ’87, μέχρι να παρέμβει η Μελίνα Μερκούρη και ο Γρηγόρης Κασιμάτης;), με παράγοντες, παίκτες και προπονητές. Ακόμη και με τον Γιώργο Βασιλακόπουλο, τον ισχυρό άνδρα του ελληνικού μπάσκετ, με τον οποίο “τα βρήκαμε το ’87 όταν κατάλαβε πόσο καθοριστικός μπορούσε να είναι ο ρόλος μου ως εκπρόσωπος της ελληνικής τηλεόρασης την εξέλιξη του μπάσκετ”.

“Μεγαλύτερη επιτυχία μου το 2004, όχι το ’87”

Η ιστορία μπορεί να είχε γραφτεί διαφορετικά δηλαδή. Αν και ο Φίλιππος Συρίγος θεωρεί το “’87” ως δικαίωση και όχι ως τη μεγαλύτερη επιτυχία του. “Ήταν μια συγκυρία. Ήρθε να δικαιώσει την προσπάθεια που είχε γίνει πριν. Δημοσιογραφικά η μεγαλύτερη επιτυχία μου ήταν η καμπάνια εναντίον των Ολυμπιακών του 2004, που κατέληξε κι αυτή σε πλήρη δικαίωση. Ήταν μια μεγάλη και δύσκολη προσπάθεια, την οποία έβγαλα εις πέρας. Ήμουν μόνος εναντίον όλων και κινδύνεψα να γελοιοποιηθώ αν δεν ήξερα καλά το αντικείμενο, αν δεν είχα επιχειρήματα. Αυτή ήταν η κορυφαία μου στιγμή…”

Ο Γιώργος επιμένει ότι “συναισθηματικά ήταν το ’87”, αλλά ο πατέρας του επιμένει: “Το 2004 είναι επιχειρήματα. Είναι δημοσιογραφία, οξυδέρκεια. Το ευρωπαϊκό που πήραμε ήταν οδοντογλυφίδα μπροστά στους Ολυμπιακούς και τις επιπτώσεις που είχαν”. Επίσης ξεχωρίζει και το θέμα του “Καραϊσκάκη”, το οποίο “παραλίγο να μου κοστίσει τη ζωή. Μιλάμε για το μεγαλύτερο πολιτκοαθλητικό σκάνδαλο από τη μεταπολίτευση και μετά”.

Η περίοδος της φρίκης

Ήταν η εποχή που άγνωστοι μαχαίρωσαν τον Φίλιππο Συρίγο μετά τη ραδιοφωνική του εκπομπή. “Φρίκη… Δύσκολη περίοδος. Τα είχαμε χαμένα στην αρχή. Στην αρχή δεν πολυκατάλαβα γιατί το μόνο που μου είπε ήταν ‘έλα στην κλινική δεν έχω τίποτα’. Κι είχα στο μυαλό μου ήταν ήταν καλά, αφού τον άκουγα. Και μετά πήγα στο νοσοκομείο και μου είπαν ότι χειρουργείται. Και καταλαβαίνεις…” γυρνάει το χρόνο πίσω ο Γιώργος Συρίγος, ο οποίος δεν τόλμησε να του πει κάτι, να σταματήσει, να ηρεμήσει, να, να, να…

“Αν του έλεγα κάτι θα είχαμε θέματα. Είναι πολύ εγωιστής για να σταματήσει” δικαιολογείται και ο πατέρας του συμφωνεί. “Το καλό είναι ότι δεν μου είπε κανείς τίποτα. Γιατί όλοι ήξεραν, η γυναίκα μου, τα παιδιά μου ότι και να μου έλεγαν, δεν θα μου έκανε τίποτα. Δεν το σκέφτηκα. Θα ήταν ήττα. Θα είχαν πετύχει τον σκοπό τους. Αυτό που έγινε το 2004 μετά την απόπειρα δολοφονίας, μπορώ να πω ότι μου αποκάλυψαν και τον εαυτό μου σε ένα βαθμό. Από μόνος μου θαύμασα τη ψυχραιμία μου, την αποφασιστικότητα μου και την προσήλωση μου στον στόχο.

Δεν ένιωσα να κάμπτομαι ούτε λεπτό. Δεν λέω ότι δεν φοβήθηκα, μόνο οι τρελοί δεν φοβούνται. Κατάφερα, όμως, να το ελέγξω, να το ρεγουλάρω και να βγω από πάνω. Δεν άφησα το λογικό συναίσθημα του φόβου να με καταβάλει. Με βοήθησε και η αντίδραση της οικογένειας μου, που δεν προσπάθησε να μπει στη μέση. Και τα πιο σκληρά κείμενα τα έγραψα μετά. Στην “Ελευθεροτυπία”, αλλά και στην “Sportday” με τίτλο η “νοοτροπία του γαμάω και δέρνω” μετά την εισβολή των τραμπούκων στη Νέα Σμύρνη και εξηγούσα πως λειτουργεί όλο το σύστημα. Αυτό του ‘δεν υποτάσσεσαι; Γαμάω και δέρνω! Είμαστε πιο δυνατοί, περισσότεροι, τάχα πιο μάγκες. Τραμπουκιστάν. Τους ξεβράκωνα”.

Η συζήτηση συνεχίστηκε με τις αιτίες: τους υπνωτισμένους δημοσιογράφους-συνεργούς με τη σιωπή ή τη συμμετοχή τους, τις ηθικές εκπτώσεις του σιναφιού, τη σφραγίδα που μπήκε στο παράλογο για να γίνει λογικοφανές, τους προέδρους-νταβατζήδες, τα παιχνίδια των εκδοτών, τις οπαδικές εφημερίδες, το διαστροφικά -κι όχι ορθολογιστικά- στημένο ελληνικό ποδόσφαιρο με τους παράγοντες του “φαίνεσθαι” και του χαμηλού επιπέδου. “Το πρώτο κείμενο μετά την απόπειρα το έγραψα από το νοσοκομείο. Το υπαγόρευσα στον γιο μου και έλεγε αυτό ακριβώς: “Ελάτε κι άλλοι, να είμαστε πολλοί. Μόνος μου δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν ήρθε κανένας….”

Κόντρα στην κόντρα

Τουλάχιστον στο θέμα της οπαδικής βίας συμφώνησαν, γιατί τις προηγούμενες ώρες είχαν προλάβει να τσακωθούν για τα πάντα. Για τη σημασία των αθλητικών προσόντων στο μπάσκετ, τις διαφορές του Σπανούλη με τον Ζήση, τις προβλέψεις του “μεγάλου” που “όποια ομάδα πιάνει στο στόμα του, πάει τελικό”, για τον Άντε Τόμιτς, για το αν ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους προσέφερε στον Παναθηναϊκό, για τον Λάζαρο Παπαδόπουλο, για τα 5άρια των δύο μέτρων όπως ο Χάινς, ο Λάσμε και ο Σλότερ σε σχέση με τους μεγαλόσωμους που παίζουν με πλάτη στο καλάθι, για τη σημασία της επίθεσης στο low-post, για το πόσο ύψος έχει τελικά ο Μπατίστ, για το αν έπαιζε ο Λάσμε στη Μαδρίτη, τις ικανότητες του Πάμπλο Λάσο, για την ανταπόκριση του κόσμου στο ολυμπιακό τουρνουά μπάσκετ του 2004, για το πότε γιγαντώθηκε η οπαδική κόντρα μεταξύ Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού…

Και φυσικά για το ΝΒΑ. Ο Γιώργος Συρίγος είναι φανατισκός και ξενυχτά βλέποντας τα παιχνίδια, ενώ ο πατέρας του είχε σηκωθεί και είχε φύγει στη μέση μιας μετάδοσης (στο Ιντιάνα Πέισερς-Κλήβελαντ Καβαλίερς) γιατί “είχαν έναν μαλάκα που σούταρε συνέχεια και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες”. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν απεχθάνεται το ΝΒΑ. “Μου άρεσε πολύ, πάρα πολύ. Το ΝΒΑ του Μάτζικ, του Μπερντ και των Πίστονς ακόμα. Είναι ένα άλλο παιχνίδι. Δεν μου άρεσε αυτό που προέκυψε μετά την αποχώρηση του Τζόρνταν, όταν έπαιρναν οι ομάδες σαν παλαβές παίκτες από τα γυμνάσια και τα νηπιαγωγεία κάνοντας διαγωνισμό για το ποιος πηδάει ψηλότερα ή καρφώνει πιο δυνατά. Με απώθησε τότε και όταν φεύγεις από κάτι δύσκολα επιστρέφεις”.

Την ίδια στιγμή ο Γιώργος προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι αυτή η εποχή έχει περάσει εδώ και χρόνια και πως πλέον επικρατούν οι ομάδες του προπονητή, οι Σπερς και ένα διαφορετικό στυλ παιχνιδιού. “Και να σου πω κάτι; Τρεις η ώρα το βράδυ; Δεν αντέχω πια…” λέει αφοπλιστικά ο Φίλιππος Συρίγος.  που ξαφνικά φορτώνει:

 

Τσακωμός Νο264. Ακόμη και διαφορετική ομάδα υποστηρίζουν. Δηλαδή, υποστήριζαν. “Είμαι ένας απογοητευμένος ΑΕΚτζής. Ανδρώθηκα τη δεκαετία του ’60 με τα κατορθώματα της ΑΕΚ. Από το μπάσκετ έγινα ΑΕΚτζής. Αλλά δεν είναι κάτι που με επηρέασε ιδιαίτερα. Εδώ και χρόνια θα έλεγα ότι είμαι… Φίλιππος Συρίγος. Κατά καιρούς έχω συμπάθειες ανάλογα με τα πρόσωπα και το ύφος των πραγμάτων και των καταστάσεων. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να είμαι Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός και Άρης, αν και στην κόντρα της Θεσσαλονίκης ήμουν μάλλον με τον ΠΑΟΚ, γιατί δεν μπορώ τα κατεστημένα. Με ενοχλούσε η αρχοντοβλαχιά του Ιωαννίδη και το στυλ υπεροψίας που επικρατούσε. Είχε συμβεί και κάτι τότε, που με επηρέασε. Ενώ αντίθετα στον ΠΑΟΚ υπήρχε ένα πρόσωπο που γούσταρα πολύ, ο Παναγιώτης Φασούλας, αναρχικός, αυτόνομος, περίεργος τύπος”.

 Ο Γιώργος από την άλλη μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι και βούτηξε στην πισίνα του Ολυμπιακού. “Στο τρίποντο του Τόμπσον είχα σπάσει το χέρι μου στην πόρτα. Δύο χρόνια μετά πανηγύρισα το ευρωπαϊκό του Παναθηναϊκού. Είχε προηγηθεί η νέα τάξη πραγμάτων μετά το θάνατο του Βαρδινογιάννη, η εποχή της καφρίλας και της απολυταρχείας, του “η εμείς ή κανείς”. Αν όλοι οι Ολυμπιακοί ήταν σαν και μένα ο κάθε Κόκκαλης και ο κάθε Μαρινάκης θα το είχαν κλείσει το μαγαζί. Αυτό που ένιωθα εγώ ήταν διαφορετικό. Για μένα ο Ολυμπιακός είναι περήφανος, δεν είναι καθεστωτικός. Τώρα ισχύει το αντίθετο”.

Και παίρνει την ασίστ ο Φίλιππος Συρίγος: “Το καθεστωτικό σωματείο στο μπάσκετ και στο ποδόσφαιρο ήταν ο Παναθηναϊκός γιατί εκπροσωπούσε την άρχουσα τάξη, την ιντριγκένια, έναν άλλο κόσμο. Ο Ολυμπιακός ήταν η εργατιά, οι μαουνιέρηδες. Είναι ποδοσφαιρικό σωματείο όπως και ο ΠΑΟΚ. Μπασκετικό κόσμο έχει μόνο ο Άρης και ο Παναθηναϊκός”.

Χάσμα γενεών, διαφορετικές απόψεις, αντίθετες αφετηρίες, συγκρουόμενοι ρόλοι. Κατά βάθος, όμως, είναι ίδιοι. “Αυτό λέει κι η μάνα μου. Έχω κι εγώ ξεσπάσματα και ξεροκεφαλιές, αλλά όχι σε αυτό τον βαθμό. Από μικρός, όμως κι εγώ θα φώναζα, θα έλεγα την άποψη μου, θα πήγαινα κόντρα, παρά τη διαφορετική μας αφετηρία”. Ή όπως λέει ο πατήρ Συρίγος “βασική μας διαφορά είναι ότι εγώ είχα φανατικούς εχθρούς και φανατικούς φίλους, με τους εχθρούς να είναι περισσότερο. Ο Γιώργος είναι πιο αγαπητός από μένα”.

“Ναι γιατί είμαι λιγότερο δύσκολος, ενώ εσύ έχεις την μοναδική ικανότητα να γίνεται εξαιρετικά ανυπόφορος” περνάει στην κόντρα ο Γιώργος Συρίγος, που δεν έβλεπε τον πατέρα του να μου κλείνει το μάτι σε αρκετές ερωτήσεις που τον αφορούσαν. Για 2 1/2 ώρες πατήρ και υιός Συρίγος μιλούσαν για μπάσκετ και την ιδιαίτερη σχέση τους, εντός και εκτός δουλειάς, τσακωνόντουσαν, διαφωνούσαν και προκαλούσαν ο ένας τον άλλον. Ένα συνηθισμένο μεσημέρι, δηλαδή. Μια τυπική εκπομπή.

“Ποιος από τους δύο τελικά έχει δίκιο;” πρόλαβα να ρωτήσω στην πόρτα τον Φίλιππο Συρίγο. “Εγώ” πετάχθηκε ο Γιώργος. Ήταν η μοναδική ερώτηση που δεν απάντησε ο πατέρας του, η πρώτη φορά που δεν θέλησε να πει την τελευταία λέξη.