ΣΙΝΕΜΑ

Πώς ο Νίκος Labôt έκανε τη ‘Δουλειά Της’ μια ταινία για κάτι παραπάνω από την κρίση

Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της ταινίας “Η Δουλειά Της” που ταξίδεψε στο Φεστιβάλ του Τορόντο και τώρα έρχεται στις ελληνικές αίθουσες.

Πώς μπορεί στα αλήθεια να αποτυπωθεί στο σημερινό ελληνικό σινεμά μια ταινία για την κρίση, και τι ταυτότητα θα είχε;

Στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, ο Νίκος Labôt αφηγείται μια ιστορία πολλών πτυχών, κοιτάζοντας την βάρβαρη εργασιακή πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδας μέσα από το πρίσμα μιας ιστορίας χειραφέτησης. Στην “Δουλειά Της”, μια νοικοκυρά λίγο πριν τα 40, δίχως βιογραφικό, δίχως να γνωρίζει καλά ανάγνωση, πιάνει δουλειά ως καθαρίστρια σε μεγάλο εμπορικό κέντρο αφού ο σύζυγός της απολύεται. Γίνεται έτσι εκεί η οικονομική κολώνα του σπιτιού και, παρά τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και στυγνής εκμετάλλευσης, βρίσκει μια διαδρομή ανεξαρτησίας και απελευθέρωσης που δεν είχε ξανά βιώσει.

Η ταινία ταξίδεψε στο Φεστιβάλ του Τορόντο και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας με συνέπεια αυτή την ενδιαφέρουσα κεντρική της σύγκρουση, παραμένοντας προσγειωμένη σε όλη τη διάρκεια. Ραχοκοκαλιά του φιλμ, η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου σε μια one woman show ερμηνεία, χαμηλών τόνων και στιβαρή από την αρχή ως το τέλος αυτής της προσωπικής διαδρομής μέσα από την οποία ο Labôt αφηγείται τόσο μια ιστορία ανεξαρτησίας ενός ατόμου, όσο και σκιαγραφεί την βουβή κατάσταση μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για το πώς γεννήθηκε εξαρχής η ιδέα του φιλμ, πώς έπλασε τον χαρακτήρα της Παναγιώτας και τι έμαθε ο ίδιος μέσα από την πολυετή διαδικασία δημιουργίας αυτής της ταινίας.

 

Η σύλληψη της ιδέας και η γέννηση της Παναγιώτας

> Η πρώτη σύλληψη έγινε πριν 6 χρόνια. Που είχα μια καλή ιδέα για να γίνει ταινία. Κι αν δεν είχαμε εκλογές και πισωγυρίσματα με το Κέντρο και τις διοικητικές αλλαγές, θα είχαμε εγκρίσεις 2 χρόνια πριν. Κρατάω το θετικό, γιατί χάρη που βρήκα τους συντελεστές που βρήκα.

> Αρχικά βασίστηκα σε μια πραγματική ιστορία και πραγματικό πρόσωπο, μια γυναίκα που έζησε μια παρόμοια κατάσταση Στην πορεία βέβαια δραματοποίησα κάποια πράγματα και τα άλλαξα γιατί ήθελα να μείνω στην ψυχή του πράγματος και στον συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θέλω να κάνω μια ταινία για μια γυναίκα, προέκυψε επειδή ασχολήθηκα με αυτό το θέμα.

Mετά άρχισα να κάνω έρευνα για τον κόσμο των καθαριστριών και τις συνθήκες υπό τις οποίες δουλεύουν και ζουν. Πέρα από την έρευνα, ξαναγύριζα όμως πάντα στην ψυχή αυτού που ήθελα να πω, να μην ξεχάσω ποτέ, να έχω πάντα σαν κινητήριο δύναμη να βγει στη δουλειά μου το σημείο-κλειδί που με ιντρίγκαρε εξαρχής στην ιστορία αυτή. Αυτό πρέπει να εισπράξει ο θεατής βλέποντας την ιστορία στο πανί. Άσχετα από την έρευνα. Πάντα μέσα μου έκανα την ερώτηση αυτή. Η έρευνα μπορεί να σε οδηγήσει σε μια τεχνική, ρεπορταζιακή κατεύθυνση. Αλλά αυτά γίνονται από ένα σημείο και μετά υποσυνείδητα. Ήμουν ανοιχτός σε προτάσεις συντελεστών που ήξερα ότι είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Βλέπεις πόσο μπορεί να δώσει ώθηση μια καλή ιδέα που θα σου πει κάποιος.

> Σίγουρα μεγαλώνοντας γνώρισα πολλούς ανθρώπους που μοιάζουν με την Παναγιώτα, απλά στο οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον, ανθρώπους φοβισμένους από μια κατάσταση ή που ντρέπονταν να μιλήσουν επειδή δεν ήξεραν γράμματα, ανθρώπους που ζουν μια κατάσταση πίεσης και δεν την αντιλαμβάνονται, την έχουν δεχτεί και ζουν έτσι επειδή δεν έχουν δει κάτι άλλο πέρα από αυτό. Ξέρω τέτοιους ανθρώπους, έβαλα χαρακτηριστικά τους στην ηρωίδα, και ατάκες ακόμα, το πώς μιλάνε.

> Στην πορεία έμαθα πράγματα όσο αφορά τα εργασιακά, πόσο δύσκολες είναι οι συνθήκες που πολλές καθαρίστριες δουλεύουν σε ιδιωτικές εταιρείες καθαρισμού, τις εκμεταλλεύονται στο έπακρο. Τις βάζουν να υπογράφουν λευκά χαρτιά και τα συμπληρώνουν μετά, τις βάζουν να υπογράφουν ό,τι νά’ναι. Και το κάνουν, δεν μιλάνε, γιατί τουλάχιστον σου λέει έχω μια δουλειά. Ή νομίζουν ότι υπογράφουν για ένα ποσό και τελικά είναι άλλο αυτό που παίρνουν. Η τρομοκρατία που παίζει για να μη μιλήσουν, να μην κάνουν δηλώσεις είναι… εγώ ντρεπόμουν για πολλές καταστάσεις που μου περιέγραφαν.

> Παρότι ασχολούμαι αρκετά με τα κοινά για αρκετά χρόνια, το κίνητρό μου δεν ήταν να πω κάτι για τις καθαρίστριες, κάτι τόσο άκρως πολιτικό. Ήταν να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν μια γυναίκα να βιώνει μια κατάσταση στην οποία πατάει για πρώτη φορά στα πόδια της παρότι βρίσκει μια δουλειά σε άσχημες συνθήκες, με λίγα λεφτά, και μέσα από αυτή την συνθήκη να αποκτά μια καινούρια οπτική για τα πράγματα.

Αυτό που με κινητοποίησε ήταν ο εσωτερικός κόσμος της γυναίκας και άρα αυτή ήταν η κατεύθυνσή μου. Γιατί η ταινία είναι για αυτή την γυναίκα- τα υπόλοιπα, οι άλλοι χαρακτήρες, η κρίση, μένουν στο περιβάλλον. Με έναν λεπτό τρόπο έπρεπε να τα ισορροπήσω.

Από την ιδέα στην πράξη

> Η διαδικασία ήταν απαιτητική. Όταν έχεις μια καλή ιδέα που κρατάει στο χρόνο μέσα σου και ένα μήνα και δύο και ένα χρόνο και ενάμιση χρόνο και παραμένει καλή και την πιστεύεις μέσα σου, γιατί τυχαίνει πολλές φορές να φθείρει, όταν ξεκινάς είναι άλλες οι δυσκολίες. Στην αρχή έλεγα να βρω ένα μικρό ποσό, 100,000 αρκούν, αλλά στην πράξη δεν αρκούν αν θες να κάνεις την ταινία όπως θες στα αλήθεια. Ήταν αναγκαίο να μαζέψουμε ένα καλό ποσό για να γίνει όπως το είχα στο κεφάλι μου από άποψη παραγωγής και διανομής και να πληρωθούν όλοι οι συντελεστές. Στην πορεία γινόταν όλο και πιο απαιτητικό.

Όταν άρχισαν να με εμπιστεύονται άνθρωποι, από παραγωγοί ως διανομείς, έβλεπα από τη μία μερια ότι έχω συμμαχους, αλλά από την άλλη ένιωθα ένα βάρος ώστε να βγει σωστά και στους χρόνους του. Μια χαρά πήγε τελικά, απλά ελπίζω η επόμενη να είναι πιο γρήγορα. Γιατί καμιά φορά σε σκοτώνει η αναμονή. Πολλές φορές έχεις μια ιδέα που τώρα τρέχει κι αν δεν την κάνεις τώρα, έφυγε.

> Μπήκαν με ενθουσιασμό και οι Γάλλοι παραγωγοί και οι Σέρβοι, καθώς κι οι Γάλλοι διανομείς στην παραγωγή. Η Γαλλική διανομή πήρε την ταινία στα γυρίσματα, με βάση το σενάριο. Ή είχαν δει μόλις πρώτο υλικό από τα γυρίσματα. Οπότε τους ενδιέφερε αυτή η ιστορία. Οι ταινίες που αναλαμβάνουν είναι κοινωνικό σινεμά γενικώς, οπότε αμέσως την αγκάλιασαν. Από την άλλη δεν ήταν εύκολο, γιατί κάποιοι στην πορεία φοβόντουσαν να μπλέξουν με μια ελληνική παραγωγή που δεν ήξεραν αν αύριο θα έχει λεφτά.

Στην Τεργέστη πολλοί ενδιαφέρονταν για την παραγωγή, κάναμε 25 ραντεβού, αλλά όλοι μας ρώταγαν πώς πάνε τα πράγματα με το Κέντρο. Κι αυτό έβαζε ένα φρένο.

> Ό,τι είχε να κάνει με το χρόνο ήταν δύσκολο, έπρεπε να προλάβουμε να κάνουμε ό,τι είχα στο κεφάλι μου μέσα σε συνθήκες πιεστικές γυρίσματος, κάτι πάντα δύσκολο. Και δούλεψα με παιδιά για πρώτη φορά. Είμαι τυχερός που βρήκα αυτά τα δύο παιδιά, δώσανε πάρα πολλά. Η μικρή Δανάη βοήθησε και με το μικρό παιδί, αλλά και μέσα από τη διαδικασία άρχισε να ωριμάζει και να αλλάζει κι η ίδια. Πολύ επαγγελματίας. Τον πιεστικό χρόνο και τα παιδιά φοβόμουν αλλά πήγαν όλα μια χαρά.

Δουλεύοντας με την Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου πάνω στην κεντρική ηρωίδα

> Ήθελα να μείνω αληθινός με το ένστικτό μου. Ήθελα να κάνω κάτι δικό μου, και δικό μας, με τη Μαρίσσα και με τους υπόλοιπους συντελεστές. Οπότε πήγα λίγο ψηλαφίζοντας. Στο πώς θα φτιάξουμε τους χαρακτήρες, πώς θα αυτοσχεδιάσουμε, σε ποιο σημείο θα αυτοσχεδιάσουμε.  Επέλεξα να έχω δύο οπτικές, κάτι που είναι αρκετά λεπτό σαν ζήτημα. Κι έτσι στην ταινία, από τη μία είμαστε κοντά σε αυτή τη γυναίκα και από την άλλη βλέπουμε κι από απόσταση λίγο τι συμβαίνει. Χωρίς ο θεατής να μανιπουλάρεται από εμένα, να του εκβιάσω το συναίσθημα.

Κι είχα πάντα σαν γνώμονα ότι όπως και στην πραγματική ζωή τα πράγματα που μας συμβαίνουν δεν τα συνειδητοποιούμε, είναι ανεπαίσθητα, έτσι κι εγώ δεν χρειάζεται να εκβιάσω τίποτα, να τραβήξω κάτι να το κάνω μασημένο για να το καταλάβει κάποιος. Απευθύνομαι σε έξυπνο κοινό και ακόμα και μέσα από σιωπές μπορεί να καταλάβει κάτι. Και στο τέλος όλο αυτό θα δημιουργήσει ένα σύμπαν συμπαγές.

> Η Μαρίσσα από τη μία είχε σενάριο στα χέρια της μεστό, αληθινό, ώστε να μπορεί η ίδια να νιώσει τις καταστάσεις, τους διαλόγους. Άρα είχε να πατήσει ώστε να πάρει ένα background του χαρακτήρα. Της έδωσα κι ένα δισέλιδο, γραπτά, τι ακριβώς χαρακτήρας είναι η Παναγιώτα, πώς μεγάλωσε. Κι από την άλλη, κάναμε ένα σκανάρισμα των δύο γυναικών, Παναγιώτα, Μαρίσσα, από την παιδική ηλικία μέχρι σήμερα.

Κάναμε πολλή δουλειά, σωματική, σε εκφράσεις, να προσθέσουμε πράγματα που να μην είναι κλισέ ή να μην την πάνε σε επίπεδο καρικατούρας, γιατί δεν ήθελα να χάσουμε με τίποτα το αληθινό πρόσωπο αυτής της γυναίκας. Πήρε 12 κιλά, γιατί έπρεπε να μεταλλαχθεί, έπαιζε μια γυναίκα της κουζίνας, που δεν πρόσεχε ιδιαίτερα τον εαυτό της. Λεπτομέρειες που δεν τις βλέπουμε στο πανί, αλλά ο ηθοποιός τις κουβαλάει.

> Εγώ ήμουν ο σκηνοθέτης και υπήρχε το σενάριο, αλλά εφόσον είχε γραφτεί ένας ρόλος πάνω σε μια γυναίκα, έπρεπε η ίδια να φέρει μπροστά την ψυχή του πράγματος, την ψυχή αυτής της γυναίκας. Οπότε έπρεπε να κάνει μια διεργασία εσωτερική, μόνη της, έπρεπε ως συνδημιουργός να βγάλει τα πάντα από μέσα προς τα έξω. Διαφορετικά θα ήταν κάτι τεχνητό. Καλό ενδεχομένως, αλλά τεχνητό. Η Μαρίσσα είναι συνδημιουργός και είναι εκείνη που έβγαλε από μέσα της την ψυχή της Παναγιώτας.

> Ο σύζυγος που δεν έχει δουλειά είναι σε κατάρρευση. Χωρίς να εστιάζουμε στον χαρακτήρα αυτό, το βλέπουμε. Πόσος κόσμος δεν έχει δουλειά ή δεν είχε δουλειά για μεγάλα διαστήματα την περίοδο της κρίσης κι έχει πάθει κατάθλίψη και δε μπορεί να λειτουργήσει. Και έτσι πάμε στο “πάλι καλά, έχεις μια δουλειά!”. Ό,τι και νά’ναι.

Ελληνική κρίση, διεθνής απήχηση

> Στο Τορόντο η ταινία άρεσε πολύ στον καλλιτεχνικό διευθυντή, την βρήκε παγκόσμια. Όπως και πολλοί ευτυχώς, παρότι εξελίσσεται στην Ελλάδα. Αλλά έχει να κάνει με τη χειραφέτηση και με την πατριαρχία στη σύγχρονη κοινωνία, κάτι που το εισπράττουν οι άνθρωποι, κι ο κόσμος που μίλησα. Δεν φοβόμουν ότι θα δουν την ταινία σαν περιορισμένη στην Ελλάδα.

> Όλοι ρωτάνε για την κρίση, θέλουν να μάθουν τι συμβαίνει στην Ελλάδα, αν είναι όντως τώρα τόσο τραγικά, αν βλέπουμε φως. Αλλά αρκετός κόσμος και ιδιαίτερα γυναίκες που είχαν συγκινηθεί με την ηρωίδα, μείνανε στις συνθήκες που με τις οποίες μπορεί να ζει μια γυναίκα σήμερα και το εργασιακό και οικογενειακό περιβάλλον.

> Μου έκανε εντύπωση στο Βέλγιο και στο Τορόντο που κάποιοι από τους θεατές μου είπαν ότι ταυτίστηκαν. Στο Βέλγιο μια καθαρίστρια μίλησε στο γεμάτο αμφιθέατρο και είπε ότι αυτό που είδε στην ταινία το βιώνει καθημερινά. Μου έκανε τρομερά εντύπωση. Η κουβέντα γενικά αγγίζει πολλά επίπεδα. Και για την κρίση αλλά και για το θέμα που διαπραγματεύεται η ταινία, την χειραφέτηση.

* Η ταινία “Η Δουλειά Της” του Νίκου Labôt προβάλλεται στις αίθουσες από την Weirdwave