ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Στίβεν Μπράντμπερι, ο άνθρωπος πίσω απ’ το πιο παρανοϊκό ολυμπιακό μετάλλιο

Η τρελή κούρσα της Βούλας Πατουλίδου μοιάζει με το πιο λογικό πράγμα που συνέβη ποτέ μπροστά στην κούρσα του Στίβεν Μπράντμπερι.

Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ ήταν μία πραγματικά διεστραμμένη μεγαλοφυΐα. Οι χαρακτήρες του, που τώρα αποκλείεται να μη λογοκρίνονταν σε πρώτη ανάγνωση, έκαναν τον παιδικό κόσμο μας λίγο πιο κατανοητό όσον αφορά στις κατηγορίες που χωρίζονται οι άνθρωποι όταν μεγαλώνουν. Μία ενδιαφέρουσα θεωρία είναι ότι ο Ντίσνεϊ μισούσε τα παιδιά και για αυτόν το λόγο ό,τι συνέβαινε στα κόμιξ του είχε μία πικρία. Ακόμα και ο Μίκι Μάους ήταν ένας ξερόλας, που στο τέλος έλυνε υποθέσεις, τα ανίψια ήταν πιτσιρίκια, που με τίποτα δεν θα ήθελες να κάνεις παρέα, διότι είχαν αληθινά ενδιαφέροντα, ο Γκούφι ήταν βλάκας, ψηλός και αγαθιάρης, ο Σκρουτζ ήταν σούπερ τσιφούτης, φυσικά όλοι είμαστε Ντόναλντ. Γκρίνια, γύμνια και ένας κόσμος ακατανόητος.

Από εκεί και ύστερα, υπήρχε ο Γκαστόνε. Ένας από τους πιο απεχθείς χαρακτήρες στην ιστορία της ανθρώπινης φαντασίας. Ο Γκαστόνε είναι ο τύπος που κάνει τον Ντάντλεϊ, τον ξάδελφο του Χάρι Πότερ, να μοιάζει συμπαθητικός. Ίσως κάνει και τον Χάρι Πότερ να μοιάζει συμπαθητικός, αν και πρέπει να βάζουμε όρια. Ο Γκαστόνε, ο ξάδελφος του Ντόναλντ Ντακ, ήταν πάντα πολύ τυχερός. Περπατούσε στο δρόμο και έβρισκε χρήματα ή έπεφτε μία ντουλάπα από τον έβδομο όροφο και προσγειωνόταν αφού θα περνούσε, μόλις μερικά εκατοστά από την πλάτη του. Ήταν εξοργιστικό, διότι δεν την πατούσε ποτέ. Η Νταίζη μπορεί να ήταν το αίσθημα του Ντόναλντ, αλλά δεν επαρκούσε για την ισορροπία. Ακόμα και αν ο Ντόναλντ έβγαινε αλώβητος, αισθανόσουν ότι, ουσιαστικά, ο Γκαστόνε δεν γινόταν να ζημιωθεί. Έπρεπε να χαλάσει η τύχη του και αυτό γινόταν από σπανίως ως ποτέ, όταν συνέβαινε ένιωθες ότι αλλάζει ο κόσμος των κόμιξ.

Το μυστικό του Γκαστόνε, που μας έκανε να τον αντιπαθούμε, δεν έγκειτο στο ότι ήταν τυχερός. Το πρόβλημα ήταν ότι ήξερε πως ήταν τυχερός. Δεν σεμνυνόταν της τύχης του. Ήταν η στάση του σώματός του. Ήταν τυχερός χωρίς καν να προσπαθεί. Μία μεταφορά στη σύγχρονη εποχή θα ήταν να περπατάς στο δρόμο και να πέσει από τον ουρανό ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ. Μπροστά σου. Να το αφήσεις να προσγειωθεί απαλά, να πέσει, να σκύψεις με το πάσο σου, να το πιάσεις, να έρθεις σε ευθεία στάση σώματος πριν το κοιτάξεις και να αναφωνήσεις, παραμένοντας για λίγο όρθιος, “α, ένα κατοστάρικο”. Να το βάλεις στην τσέπη του παντελονιού και να συνεχίσεις να περπατάς σαν να μην συνέβη.

Ούτως ειπείν και τουλάχιστον για την άποψη του υπογράφοντος, που την έχει περισσότερο εύκαιρη από ό,τι έγραψε ο Τσαρλς Μπουκόφσκι ότι έχει μαζί της, ο Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς δεν δικαιώνει το παρατσούκλι ‘Γκαστόνε’. Διότι σε καμία από τις 8 περιπτώσεις που νίκησε, από το 1992 και εντεύθεν, το τρόπαιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης, δεν άφησε τα πράγματα στην τύχη τους.

– Το 1992 είχε δύο από τους σπουδαίους φονιάδες του ευρωπαϊκού μπάσκετ, τον Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς και τον Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς. Ο πρώτος, δε, που πέτυχε το νικητήριο σουτ με την Μπανταλόνα στον τελικό της Πόλης, υπήρξε σεσημασμένος σε ειδικές συνθήκες.

– Το 1994 αρκούσε μόνο να ακολουθήσει ο Ρόι Τάρπλεϊ τον Φεράν Μαρτίνεθ στην περιφέρεια για να πάρει ο Ολυμπιακός το τρόπαιο στο Τελ Αβίβ.

– Το 1995 είχε την καλύτερη ομάδα και τον Αρβίντας Σαμπόνις.

– Το 2000 το Final 4 έγινε στη Θεσσαλονίκη, είχε την καλύτερη ομάδα, τον Όντετ Κάτας και φυσικά τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα.

– Το 2002, στην Μπολόνια, έκανε συναπτά, μέσα σε τρεις νύχτες, τα δύο πιο εντυπωσιακά back2back κοουτσαρίσματα που έχει κάνει προπονητής.

– Το 2007, στην Αθήνα, είχε δημιουργήσει την καλύτερη ομάδα.

– Το 2009, στο Βερολίνο, ο Παναθηναϊκός ήταν η καλύτερη ομάδα, με κόντρα διαιτησία στον τελικό.  Μπορεί το σουτ του Σισκάουσκας να μπήκε και να βγήκε, αλλά είναι ο Σισκάουσκας, που έχασε δύο βολές στον ημιτελικό με τους Αμερικανούς στο Σίδνεϊ το 2000 και στον τελικό με τον Ολυμπιακό στην Κωνσταντινούπολη το 2012.

– Το 2011 είχε φτιάξει τη μακράν καλύτερη ομάδα, στη Βαρκελώνη.

Δεν προκύπτει από κάπου, όχι ότι δεν ήταν τυχερός αλλά, ότι δεν προσπαθούσε να ελέγξει ό,τι υπήρχε μέσα στο πεδίο δράσης του ώστε να επηρεάσει τους αστάθμητους παράγοντες. Αποτελεί σπανιότητα να βρεις Γκαστόνε. Λογικά, είναι ένα αποκύημα της φαντασίας, τουλάχιστον όσον αφορά στη σταθερότητα και τη διάρκεια της τύχης. Ακόμα και μία φορά να συμβεί κάτι εξωφρενικό, να κερδίσεις κάτι για το οποίο δεν έχεις δουλέψει, έστω από μία αλληλουχία εξηγήσιμων γεγονότων για τα οποία δεν έχεις ιδέα, μοιάζει αρκετή για να νιώσεις ότι βιώνεις μία παράλογη εύνοια. Πόσω μάλλον αυτό να γίνει σε έναν αγωνιστικό χώρο, στο μεγαλύτερο γεγονός που θα μπορούσες να συμμετάσχεις. Τι θα λέγατε για έναν τελικό Ολυμπιακών Αγώνων, στον οποίο ο ήρωάς μας είναι το απόλυτο αουτσάιντερ, μοιάζει απλώς να συμμετέχει επειδή προκρίθηκε κατά λάθος και τελικά κερδίζει το χρυσό μετάλλιο, κάνοντάς σε να αισθάνεσαι ότι δεν έκανε τίποτα για αυτό;

Το πιο παρανοϊκό μετάλλιο στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων

Δεν μας αφορά ως κοινό και μπορεί κάποιος να πει ότι μέχρι το 2116 δεν θα έχει κατακτηθεί ελληνικό μετάλλιο στη διοργάνωση, αλλά οι χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες είναι Ολυμπιακοί Αγώνες. Για τις χώρες που ασχολούνται- και είναι οι περισσότερες που δεν θεωρούν χειμώνα τους 10 βαθμούς Κελσίου, αλλά και συνολικά- η διοργάνωση είναι ακριβώς ίδιας εμβέλειας με τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Δηλαδή οι ‘χρυσοί’ ολυμπιονίκες της δοξάζονται ακριβώς όπως στις καλοκαιρινές διοργανώσεις των δίσεκτων ετών. Ο δείκτης δυσκολίας, επίσης, για όσες θεωρούμε μεγάλες δυνάμεις είναι πολύ πιο δύσκολος:

Οι Αμερικανοί πρέπει να υπερκερνούν, στα αθλήματα του σκι και σε διάφορα εντελώς σαδιστικά άλλα παίγνια, χώρες όπως είναι η Σουηδία και η Νορβηγία, η Φινλανδία και ασφαλώς η Ολλανδία, που σχεδόν κάθε φορά έχει το πιο ενθουσιώδες και συναρπαστικό κοινό. Η Ρωσία είναι υπερδύναμη: μία ήττα στο πατινάζ, ειδικά στις Γυναίκες, θεωρείται έκπληξη μεγαλύτερη από τριώροφη τούρτα σε γενέθλια οικοδόμου στο Μενίδι. Και οι Αυστραλοί στα σπορ του πάγου δεν έχουν περισσότερη τύχη. Μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου του 2002, στο Salt Lake Ice Center, δεν είχαν κατακτήσει ούτε ένα χρυσό μετάλλιο στη διοργάνωση και δεν περίμεναν ότι θα πάρουν. Όταν έγινε, τελικά, συνέβη με τον πλέον ανάρμοστο τρόπο. Και πρώτος ‘χρυσός’ χειμερινός ολυμπιονίκης της χώρας ήταν κάποιος που δεν λογιζόταν, καν, ως αουτσάιντερ.

Η φάτσα του Στίβεν Μπράντμπερι μοιάζει με εκείνη ενός επίδοξου ροκ τραγουδιστή, που δεν έχει τη συναίσθηση του χώρου ή τη σωστή δοσολογία στη φωνή σε συνδυασμό με την κίνηση για να τα καταφέρει. Ίσως με ροκ σταρ του Αρκά. Για την ακρίβεια μοιάζει με γκρούπι μίας ροκ μπάντας ή με το πρόσωπο του Τζακ Μπλακ αν ο τελευταίος δεν έκανε ποτέ καριέρα και απλώς έτρωγε σαν μανιακός χωρίς να βγαίνει από το σπίτι, ακούγοντας ροκ. Αν ο Μπράντμπερι πήγαινε στην οντισιόν για το ‘High Fidelity’, ο Μπλακ μπορεί να μην έπαιρνε το ρόλο. Η ‘τσαχπινιά’ ήταν ένα σκουλαρίκι στο δεξί φρύδι του. Το 2002 είναι κιόλας 15 χρόνια μακριά, αλλά το μόνο που το χωρίζει από τους σύγχρονους καιρούς, ουσιαστικά, είναι το facebook. Αυτή η μία και μόνη διαφορά είναι πελώρια, σε ό,τι αφορά το επίπεδο του ανθρώπου και τον τρόπο αντίληψης για τον κόσμο και την πραγματικότητα.

Ο Μπράντμπερι, καταρχάς, ήταν αθλητής του short track speed skating. Γεννημένος στο Κάμντεν, στη Νέα Νότια Ουαλία, στις 14 Οκτωβρίου του 1973, επέλεξε να γίνει ένας αθλητής ενός χειμερινού σπορ, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε στην πιο ζεστή πολιτεία της Αυστραλίας. Αυτό ήταν πρόβλημα, αν αναλογιστεί κάποιος ότι οι Aussies δεν μπορούσαν να συνδέσουν το να κάνεις γρήγορα με σκέιτ το γύρο ενός παγοδρομίου είναι σοβαρό σπορ. Ο Μπράντμπερι ήταν ‘χτυπημένος’ και γι’ αυτό ασχολήθηκε. Ήταν η αδρεναλίνη της ταχύτητας, αλλά κάπως διαφορετική από αυτή που νιώθουν οι περίφημοι Αυστραλοί σπρίντερ της κολύμβησης ή οι παλιοί τενίστες, όπως ήταν ο Πατ Ράφτερ, που το σερβίς έφερνε άμεσα ανέβασμα στο φιλέ για να τελειώσουν τον πόντο με βόλεϊ.

To short track speed skating διεξάγεται σε ένα παγοδρόμιο 60Χ30μ., που είναι οι προδιαγραφές ενός αγωνιστικού χώρου χόκεϊ επί πάγου. Το 1988 μπήκε στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων του Κάλγκαρι και από το 1992 βρίσκεται στο ολυμπιακό πρόγραμμα. Βεντούζες που έχουν τοποθετηθεί μέσα στο παγοδρόμιο σχηματίζουν ένα αυγό. Οι αθλητές μπορούν, προκειμένου να βρίσκουν ισορροπία, να βάζουν το αριστερό χέρι μέσα στον απαγορευμένο χώρο, αλλά δεν μπορούν να τον περάσουν με τα πόδια τους. Δεν μπορούν, επίσης, να παρενοχλήσουν τον ανταγωνιστή τους, να σπρώξουν έναν συναθλητή τους, να κάνουν δύο άκυρες εκκινήσεις, να χάσουν κάποιον από τον εξοπλισμό τους, με συνηθέστερο το κράνος, κατά τη διάρκεια μίας κούρσας. Από το 2002, στο Σολτ Λέικ της Γιούτα, που είναι και η διοργάνωση στην οποία επιτεύχθηκε το θαύμα θαυμάτων, το οποίο αποτελεί μία εκπληκτική αλληγορία της ζωής, έξι είναι τα επιμέρους αγωνίσματα: τα 500μ., τα 1.000μ., τα 1.500μ., τα 3.000μ., τα 3.000μ. ομαδική για τις γυναίκες και τα 5.000μ. ομαδική για τους άντρες. 

Η σύγκρουση

Σε αυτό το τελευταίο αγώνισμα, το 1994, για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Λίλεχαμερ, ήταν ανάμεσα στην ομάδα της Αυστραλίας που κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο, το πρώτο που είχε κατακτήσει ποτέ η χώρα σε μία διοργάνωση η οποία συμπλήρωσε, τότε, 70 χρόνια ζωής. Μαζί με τους Κίραν Χάνσεν, Άντριου Μούρτα και Ρίτσαρντ Νιζίλσκι τερμάτισαν τρίτοι, πίσω από την Ιταλία και τις ΗΠΑ. Ήταν τότε που μαζί με τον Χάνσεν αποφάσισαν να φτιάξουν ρόλερ σκέιτς, μπότες για πατινάζ, ανοίγοντας την επιχείρηση στο γκαράζ του τελευταίου στο Μπρισμπέιν. Το όνομά της ήταν Revolutionary Boot Company.

Ο Μπράντμπερι πήγε το 1998 στους τρίτους Ολυμπιακούς Αγώνες της καριέρας του- το 1992 στο Άλμπερτβιλ ήταν παρών, αλλά δεν συμμετείχε στο ομαδικό, για το οποίο είχε επιλεγεί- στο Ναγκάνο, αλλά δεν κατάφερε να περάσει στα προημιτελικά. Τον Σεπτέμβριο του 2000, σε έναν εθνικό αγώνα, έσπασε το λαιμό του. Για ενάμιση μήνα κυκλοφορούσε με κολάρο, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να επιστρέψει στη δράση. Tον Φεβρουάριο του 2002 βρέθηκε στο Σολτ Λέικ. Στα 28 του, θεωρούνταν μεγάλος για το άθλημα. Πέρασε πρώτος τον προκριματικό, αλλά από τον προημιτελικό, ήδη, η κλήρωση δεν ήταν καλή μαζί του. Ο Αμερικανός Απόλο Άντον Όνο, ο οποίος είχε προμηθευτεί δωρεάν μπότες από το μαγαζί των Μπράντμπερι και Χάνσεν (ο πρώτος του είχε ζητήσει να τις φορέσει για διαφήμιση μετά την κούρσα των 1.000μ., όταν ο Αμερικανός θα κατακτούσε το χρυσό μετάλλιο), ήταν φαβορί και τον ακολουθούσε ο Μαρκ Γκανιόν από τον Καναδά, παγκόσμιος πρωταθλητής. Ο Αυστραλός, πράγματι, πέρασε τον Ναόγια Ταμούρα και τερμάτισε τρίτος στην κούρσα, με τους δύο πρώτους να προκρίνονται στα ημιτελικά. Θεωρούσε εαυτόν αποκλεισμένο, έως ότου έμαθε ότι ο Γκανιόν αποκλείστηκε επειδή παρενόχλησε συναθλητή του στην κούρσα. Έπειτα, στον ημιτελικό, βρέθηκε με το Νοτιοκορεάτη κάτοχο του χρυσού, Κιμ Ντονγκ-σουνγκ, τον «ασημένιο» ολυμπιονίκη του αγωνίσματος στο Ναγκάνο, Κινέζο Λι Ζιαζούν και τον ικανό Καναδό Μάθιου Τερκότ, αλλά και τον Γιαπωνέζο Σατόρου Τεράο.

Πολύ πριν ο Άντι Μάρεϊ προσλάβει την Αμελί Μορεσμό για κόουτς του στο τένις, η Αυστραλία είχε εθνική κόουτς γυναίκα, την Κινέζα Αν Ζανγκ. Κατόπιν συνεννοήσεων, ο Μπράντμπερι υιοθέτησε την τακτική να περιμένει πίσω στις κούρσες, επειδή απλώς δεν ήταν αρκετά γρήγορος να ανταγωνιστεί τους δυνατούς σπρίντερ. Στον ημιτελικό, ο Ντονγκ-σουνγκ, ο Τερκότ και ο Λι Ζιαζούν συγκρούστηκαν, με αποτέλεσμα ο ίδιος να τερματίσει πρώτος και να βρεθεί στον τελικό. Η σκέψη του ήταν «να περιμένω πίσω, μήπως πέσουν δύο αντίπαλοι και κατακτήσω το χάλκινο μετάλλιο. Μπορεί το short track speed skating να έχει πολλές συγκρούσεις, αλλά τα χρόνια των Ολυμπιακών δεν είχε γίνει κάτι τόσο αποτρόπαιο σε τελικό, όσο αυτό που φαίνεται παρακάτω, στο συγκλονιστικό βίντεο.

 

Στην τελευταία στροφή, ο Λι Ζιαζούν προσπάθησε να περάσει τον Απόλο Όνο τραβώντας τον. Ο τελευταίος ανταπέδωσε με το δεξί χέρι του και κράτησε την ισορροπία του με το αριστερό, συνεχίζοντας να πατινάρει στην εσωτερική. Λίγα χιλιοστά του δευτερολέπτου πριν, ο Τερκότ πήγε να μπει από μέσα, βλέποντας το μικρό κενό. Όχι για πολύ. Με το δεξί πόδι του έριξε κάτω τον Λι, ο οποίος προσγειώθηκε στο προστατευτικό. Αυτό επηρέασε τον Καναδό, που έπεσε μπρούμυτα, τεντώνοντας το δεξί χέρι του πάνω στο κορμί του Όνο. Ο Αν Χιουν-σου, Κορεάτης, που ερχόταν από πίσω, ήταν το τελευταίο θύμα του ντόμινο. Με τους τέσσερις αντιπάλους κάτω, ο δρόμος ήταν κενός.

Ο Όνο έβλεπε τον τερματισμό. Απείχε μόλις πέντε μέτρα. Από πίσω, ερχόταν ο Στίβεν Μπράντμπερι. Αλλά δεν ερχόταν απλώς.

Ήταν ο ορισμός του Γκαστόνε. Με το κορμί όρθιο, χωρίς να προσπαθεί καν, χωρίς να σκύψει για να περάσει πρώτος τη γραμμή, με τον Όνο να απλώνει το αριστερό χέρι του για να κάνει την ακροτελεύτια προσπάθεια, μόνο και μόνο για να ξαναπέσει, ο Μπράντμπερι πέρασε μεγαλοπρεπής, με τα χέρια ανοιχτά και τεντωμένα, τη γραμμή του τερματισμού. Για 1,5 λεπτό, ο 28χρονος Αυστραλός, κάτοικος Μπρισμπέιν, δεν είχε ούτε μία επαφή με κάποιον αντίπαλό του στην κούρσα. Κοίταζε από πίσω. Σε κάθε γύρο, σε κάθε στροφή, η απόσταση από την κορυφή μεγάλωνε. Στο τέλος, η δυσπιστία είχε απλωθεί σε ολόκληρο το παγοδρόμιο. Αλλά οι δημοσιογράφοι είχαν βρει τον τίτλο τους: ‘Last man standing’. Ο τελευταίος άνδρας που έμεινε όρθιος. Ολόκληρη Αυστραλία πανηγύρισε το πρώτο χρυσό μετάλλιό της σε χειμερινούς Ολυμπιακούς λόγω της σύγκρουσης ενός Αμερικανού, ενός Κινέζου, ενός Νοτιοκορεάτη και ενός Καναδού.

Στο τέλος, ήταν από τα λίγα χαμογελαστά πρόσωπα στο παγοδρόμιο. Δεν τον ένοιαζε. Για να χρησιμοποιηθεί και η ατάκα που λέει ο Σάμιουελ Τζάκσον για τον εαυτό του (και που είχε στο πορτοφόλι του στο Pulp Fiction και στο φωτόσπαθό του στα Star Wars, ήταν ένας ‘bad motherfucker’.

Η ένσταση και πώς αποδόθηκε δικαιοσύνη

Οι Αμερικανοί έκαναν ένσταση, θεωρώντας ότι ο Λι παρανόμησε στην κούρσα. Η Ολυμπιακή Επιτροπή δεν την έκανε δεκτή: ο Όνο απάντησε στην επαφή και ο Ζιαζούν δεν κέρδισε μετάλλιο. Ο Μπράντμπερι δεν άκουσε λίγες φορές την ερώτηση αν ήταν τυχερός. Είπε ότι ήταν η τακτική του, ότι πολλές φορές συμβαίνει να πέφτουν οι αντίπαλοι κάτω, σε αυτό το αγώνισμα. Είπε ότι “δεν κέρδισα το χρυσό για το 1,5 λεπτό που έκανα στον αγώνα, αλλά για τη σκληρή δουλειά που έκανα την τελευταία δεκαετία”. Δεν αναφερόταν απλώς στην προπόνηση, αλλά στον σπασμένο λαιμό του και εκείνη τη φορά που απειλήθηκε η ζωή από μία σύγκρουση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μοντρεαλ, το 1994. Η λεπίδα από την μπότα ενός σπρίντερ του έσκισε το δεξιό μηρό τόσο βαθιά, που του ξέσκισε τον τετρακέφαλο. Ο Μπράντμπερι τότε θεώρησε ότι αν έχανε τις αισθήσεις του θα πέθαινε. Οι σφυγμοί της καρδιάς του έφτασαν τους 200 μετά τη λήξη της κούρσας. Έχασε τέσσερα λίτρα αίμα και χρειάστηκε 111 (τρεις άσοι) ράμματα στο σημείο. Δεν μπορούσε να πατήσει στον πάγο για τρεις εβδομάδες και μόνο μετά από 18 μήνες το πόδι του επανήλθε.

Οι Αυστραλοί τον υποδέχθηκαν ως ήρωα. Πριν, του είχαν προσφέρει 20.000 δολάρια για να γίνει γραμματόσημο. Είπε, “έπρεπε να μου πάρουν αυτοκίνητο, δεν έχω αυτοκίνητο εδώ και πολύ καιρό”. Για να πηγαίνει στις προπονήσεις πριν τους Ολυμπιακούς του Σολτ Λέικ, έπρεπε να δανειστεί 1.000 δολάρια από τους γονείς του για να επισκευάσει το παλιό αυτοκίνητό τους. Έγινε γραμματόσημο, στις 20 Φεβρουαρίου του 2002.

Ο Μπράντμπερι έκλεισε την καριέρα του αμέσως μετά το χρυσό. Πήρε μέρος στο ‘Dancing with the stars’ της Αυστραλίας το 2005 και ήταν σχολιαστής στους χειμερινούς Ολυμπιακούς του 2006 στο Τορίνο και του 2010 στο Βανκούβερ. Το 2007 πήρε το μετάλλιο της Τιμής της Αυστραλίας και την ίδια χρονιά μπήκε στο Hall of Fame, ενώ έγινε μέρος της Ολυμπιακής Επιτροπής της χώρας.

Ό,τι άφησε ως παρακαταθήκη είναι ότι δεν είναι απαραίτητο να μην αγωνίζεσαι με τον τρόπο σου επειδή δεν είσαι ο καλύτερος. Αφορούσε σε όλους εκείνους που μένουν στον πάγκο, σε εκείνους που σκουπίζουν τις φόρμες, στους θυρωρούς, στους αθλητές που απλώς θέλουν να κάνουν ένα ατομικό αγώνισμα ανεξαρτήτως ταλέντου, μόνο και μόνο επειδή τους αρέσει. Ότι, πια, μία αναπάντεχη επιτυχία λέγεται ‘putting a Bradbury’ ή ‘Bradburried’ δεν τον ενδιαφέρει. Στις 29 Ιουνίου του 2016 πόσταρε, στη σελίδα του στο Facebook, ένα βίντεο από αγώνα καναδικής ποδηλασίας, όταν από μία σύγκρουση o πρώτος όρθιος πήρε τη νίκη. “Καλή δουλειά φίλε. Πρέπει να είσαι εκεί για να νικήσεις”, έγραψε στη λεζάντα.

Και επειδή είναι ένας αληθινός bad motherfucker, αποφάσισε να πάρει μέρος σε αγώνες μοτοσικλέτας, να τρέξει σε φόρμουλα. Διότι έτσι κάνουν τα αλάνια. Δεν σταματάνε για να απομυζήσουν κάθε πιθανή δόξα, αλλά για να πράξουν κάτι πιο επικίνδυνο, κάτι που θα έχει τσίτα τα γκάζια. Ο Γκαστόνε του Σολτ Λέικ, τελικά, δεν ήταν μόνο τυχερός, αλλά στη σούμα, πιθανότατα υπολογίζοντας όλους τους φυσικούς νόμους, έφτασε να μη φοβάται ακριβώς επειδή είχε φάει σε τέτοιο βαθμό τα μούτρα του, που θεώρησε ότι δεν ήταν ντροπή να παραδεχθεί ότι ήταν ο πιο αργός από όλους και άρα να βρεθεί σε θέση που είχε μόνο ένα δρόμο: αν έχεις βρεθεί κοντά στο να πεθάνεις, όχι απλώς το στηρίζεις, αλλά μπορεί και να κάνεις τον πιο κουλ τερματισμό στην αθλητική ιστορία.