2010, AP Photo/Arturo Rodriguez
ΒΙΒΛΙΟ

Το φαινόμενο Rage Against The Machine σε ένα ελληνικό βιβλίο

Ο Βαγγέλης Σ. Καρατζής, συγγραφέας του Yes I Spit Fire, μιλάει στο OneMan για το συγκρότημα που έχει γίνει ενεργός διαμορφωτής της κυρίαρχης κουλτούρας, με προοδευτικό πρόσημο. Τελικά, γιατί είναι τόσο επίκαιροι σήμερα;

Τόσο εξαιτίας αυτής καθαυτής της επί σκηνής εμφάνισης των Rage Against The Machine (που κορυφώθηκε με το Killing In The Name, έχοντας ξεκινήσει, δεκαπέντε τραγούδια νωρίτερα, με τα μπούνια μιας οργιώδους διασκευής στο Kick Out the Jams των MC5) όσο και των «παρελκόμενων» εκείνης της επεισοδιακής Τετάρτης (μολότοφ, καμμένα αυτοκίνητα, πυροσβεστική, ΜΑΤ, δακρυγόνα) η ημερομηνία της 14ης Ιουνίου 2000 -οπότε και, στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας για το τρίτο και προτελευταίο album τους, The Battle of Los Angeles, έπαιξαν στο Θέατρο Πέτρας- έχει εγγραφεί με ανεξίτηλα, όπως λέγεται σε τέτοιες περιπτώσεις, γράμματα στη συναυλιακή ιστορία της Ελλάδας.

Για τους ίδιους τους Rage, σημειώνει ο Βαγγέλης Σ. Καρατζής, συγγραφέας του βιβλίου Yes I Spit Fire – Το φαινόμενο Rage Against The Machine (Εκδόσεις Απρόβλεπτες) ήταν άλλη μια μέρα στη δουλειά. «Επρόκειτο για μια εποχή που η Αθήνα ήταν κάτι σαν κι αυτό που έγινε το Σαντιάγκο αργότερα. Στην πορεία του συγκροτήματος το live στην Πετρούπολη δεν αποτελεί κάποιο ειδικό σημείο αναφοράς, οι συγκρούσεις με την αστυνομία μετά από συναυλία τους είναι κάτι που έχει γίνει δεκάδες φορές και σε πολύ πιο φορτισμένες πολιτικά στιγμές, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Αν έρχονταν βέβαια το 2009, ή το 2010-11, πιστεύω ο πανικός θα ήταν μικρή λέξη για να περιγράψει τί θα γινόταν».

Η εικόνα δεν είναι δύσκολο να ζωντανέψει τόσο στο μυαλό όσων βρεθήκαμε τότε στην Πετρούπολη, αλλά και όσων από τότε έχουν απλώς ακούσει ξανά και ξανά και πάλι από την αρχή τη μία γλαφυρή αφήγηση μετά την άλλη για όσα συνέβησαν εκεί.

Για παν ενδεχόμενο, μια μικρή βοήθεια: Το 2010 οι επανενωμένοι RATM περιοδεύουν ξανά και στο Δουβλίνο, ο χαρισματικός Zach de la Rocha, πριν περάσει στις πυρετώδες ιαχές του ρεφρέν του Wake Up, παίρνει το χρόνο του και μεταξύ άλλων φωνάζει στον κόσμο κάτω από τη σκηνή τα εξής: «Ο λόγος που έχουμε συντάξεις, ο λόγος που έχουμε διακοπές, ο λόγος που έχουμε οχτώ ώρες εργασίας τη μέρα είναι ακριβώς οι δράσεις που κάνουν τα αδέρφια μας στην Ελλάδα τη στιγμή που μιλάμε. Οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους ενάντια στην τάξη των πλουσίων που μας έκλεβαν όλους εδώ και χρόνια».

Να πέσει το βίντεο με ελληνικούς υπότιτλους:

 

Το φαντάζεστε τώρα;
Το φαντάζεστε. 

Ο Καρατζής είναι προφανώς ταγμένος fan των Rage Against The Machine, όμως το Yes I Spit Fire δεν αποτελεί μια άκριτη αποθέωση, απλωμένη σε 200 σελίδες. Ίσως γιατί ο συγγραφέας είναι και ακαδημαϊκός (μέλος της ερευνητικής ομάδας του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής του Πάντειου Πανεπιστημίου), αν και ευτυχώς το βιβλίο του, ένα από τα ελάχιστα που κυκλοφορούν παγκοσμίως για τη μπάντα, δεν αποτελεί άλλη μία προσπάθεια ακαδημαϊκής μελέτης και σχολιασμού των RATM. «Πρόθεση δική μου όσο και των εκδόσεων», λέει στο OneMan «ήταν το βιβλίο να είναι προσιτό σε κάθε μουσικόφιλο/η που μπορεί να μην έχει ασχοληθεί με τη μπάντα, σεβάσμιο απέναντι στον/ην οπαδό της μπάντας και ενδιαφέρον για όποιον/α θα ήθελε να εντρυφήσει στις πολιτικές σημασιοδοτήσεις του φαινομένου Rage Against the Machine». 

Rage Against the Machine Στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Ντένβερ, στις 27 Αυγούστου του 2008 / 2010, AP Photo/Jeff Chiu, File
Στο συνέδριο των Δημοκρατικών στο Ντένβερ, στις 27 Αυγούστου του 2008

Στην εισαγωγή σημειώνεις ότι «οι RATM είναι μία από τις ελάχιστες μπάντες που έχουν γίνει αντικείμενο ακαδημαϊκής μελέτης και στοχασμού». Το βιβλίο σου προφανώς κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Πότε άκουσες πρώτη φορά τη μπάντα; Ποιες άλλες μπάντες άκουγες τότε; Ανατρέχοντας σε εκείνη την περίοδο, μπορείς να θυμηθείς, έξω όμως από το φίλτρο της σημερινής σου ηλικίας, τι ήταν αυτό που ξεκίνησε την καψούρα, όπως τη χαρακτηρίζεις, που εξελίχθηκε σε έρωτα; Παρεμπιπτόντως, αυτός ο έρωτας δεν ξεθύμανε ποτέ στο πέρασμα των χρόνων;

Ορθώς το αναφέρεις, κινείται προς, ή παράλληλα των αρχών μιας ακαδημαϊκής μελέτης όσον αφορά την έρευνα, χωρίς όμως να υιοθετεί το στιλ ενός ακαδημαϊκού βιβλίου. Πρόθεση δική μου  όσο και των εκδόσεων ήταν το βιβλίο να είναι προσιτό σε κάθε μουσικόφιλο/η που μπορεί να μην έχει ασχοληθεί με τη μπάντα, σεβάσμιο απέναντι στον/ην οπαδό της μπάντας και ενδιαφέρον για όποιον/α θα ήθελε να εντρυφήσει στις πολιτικές σημασιοδοτήσεις του φαινομένου Rage Against the Machine. 

Όσον αφορά τα δικά μου ερεθίσματα, πέραν από τους γεννήτορες της μέταλ που άκουγε, άκουσε και θα εξακολουθεί να ακούει σχεδόν κάθε παιδί με αγάπη στον σκληρό ήχο, είχα πολύ μεγάλη αδυναμία στο αμερικάνικο χιπ-χοπ. Παρόλο που φαινομενικά το κοινό των δύο ειδών ήταν ασύμβατο και παρόλο που η γενιά μου πέτυχε την αμερικανική σχολή στην κάμψη ή στην απογείωση της εμπορευματικοποίησης της, κάπου στο μεταίχμιο της χιλιετίας. Η μείξη αυτών των ειδών που βρήκε πολύ κόσμος (και) μέσα στους RATM ήταν εμπρηστικά πωρωτική, ένας ριζοσπαστικός μουσικός πειραματισμός.

Η μουσική προφανώς σε ωθούσε να προσέξεις τους στίχους. Οι στίχοι ήταν το κάτι άλλο. Αντί για ακριβά αυτοκίνητα, ναρκωτικά, λεφτά και σεξ ή δράκους και πριγκίπισσες, έψαχνες να δεις ποια είναι η Κου Κλουξ Κλαν, τι έκανε η CIA στη Λατινική Αμερική και γιατί ήταν φυλακισμένος ο Λέοναρντ Πελτιέρ. Είναι τρομακτική η διαφορά αξιακού πλαισίου. Δεν έχουμε ξαναδεί μπάντα τέτοιας δυναμικής να έχει αποδώσει τα μεγαλύτερα προβλήματα του καιρού μας με τη συνείδηση, την ενέργεια, την καλλιτεχνική οξυδέρκεια και πάνω απ’ όλα τη συνέπεια των Rage Against the Machine.

Θα σου πω ακόμα πολύ συγκεκριμένα τί ήταν αυτό που με έκανε να αρχίσω τη συλλογή υλικού. Πρέπει να ήταν 2003 ή 2004, το ίντερνετ είχε μπει ήδη στις ζωές μας. Κάποια στιγμή έπεσα πάνω στην ιστορία ενός τύπου από το Όκλαντ, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ είχε εξηγήσει πώς η τριβή του με τη μπάντα τον οδήγησε να μαζέψει λεφτά κάνοντας ό,τι δουλειά του ποδαριού μπορείς να φανταστείς, ώστε να σπουδάσει κοινωνικές επιστήμες στο UCLA. Δεν ξέρω καν αν τα κατάφερε, απλά τότε άρχισα να αντιλαμβάνομαι σταδιακά ότι κάτι πολύ μεγάλο υπάρχει εδώ. Αν μια μπάντα, αν η μουσική μπορεί να επηρεάσει έτσι έναν άνθρωπο αυτό έπρεπε να έχει μια βαθύτερη αιτία, σκέφτηκα ότι υπήρχε ένα ολόκληρο παγόβουνο από κάτω. Δεν πρόκειται να το ξεχάσω. Αργότερα κατάλαβα επίσης ότι οι Rage δεν «ανήκουν» ούτε στο μέταλ ούτε στο χιπ χοπ, αλλά προέρχονται ψυχή τε και σώματι από τις καλύτερες παραδόσεις του αμερικάνικου χάρντκορ, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία. 

Για να απαντήσω και στο τελευταίο ερώτημα, όχι δεν ξεθύμανε ποτέ. Τη μουσική που θα ακούσεις μικρός, όπως και τα βιβλία που θα διαβάσεις, τα κουβαλάς αργότερα στη ζωή σου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Συν ότι αναλογικά έχουν παραμείνει όλοι τους ως μουσικοί και κυρίως ως άνθρωποι, στην ίδια γραμμή. Αυτό είναι τεράστια υπόθεση όταν έχεις συγχρωτιστεί με τη βιομηχανία, δείγμα μιας ωριμότητας που εκδηλώνεται, αλλά και ξεφεύγει ταυτόχρονα, από τον χώρο της μουσικής. 

Ας το κάνουμε α λα High Fidelity. Ποιες είναι κατά τη γνώμη σου οι Top 5 πιο κομβικές στιγμές στην πορεία των RATM ως προς το αποτύπωμά ή, αν προτιμάς, τη σύνδεσή τους με την (ποπ) κουλτούρα;

Θα αναφέρω πέντε χαρακτηριστικές και χρονολογικά γραμμικές κορυφογραμμές, κυρίως ιδωμένες από τη σκοπιά των πολιτισμικών θεσμών και της βιομηχανίας, των κατά το σύνηθες κυριότερων διαμορφωτών της ποπ κουλτούρας. Η πρώτη είναι το ντεμπούτο του επώνυμου άλμπουμ, μια πραγματική μολότοφ που διχοτόμησε τη μουσική ιστορία της δεκαετίας του ‘90. Οι σημαντικότεροι κριτικοί της εποχής όπως ο Ρόμπερτ Χίλπμερν των Los Angeles Times και ο Τίμοθι Γουάιτ έγραψαν παιάνες. Σημειωτέον ότι σε χώρες με τεράστια μουσική παράδοση -και βιομηχανία- όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, τέτοιοι τύποι γνωρίζουν καλά πώς να ξεχωρίζουν τη σπουδαία μουσική, ανεξάρτητα από πού προέρχεται.

Η δεύτερη είναι όταν εμφανίστηκαν γυμνοί στη σκηνή κατά τη διάρκεια του slot τους στο Lollapalooza, διαμαρτυρόμενοι για τη λογοκρισία του PMRC πάνω στους μουσικούς δίσκους. Στο νο.3 μπορεί να μπει η δράση του ντε λα Ρότσα στην Τσιάπας, που έφτασε να προβάλλεται μέχρι και από το MTV. Τέταρτη αδιαμφισβήτητα η θρυλική συναυλία οικονομικής ενίσχυσης του Μουμία Αμπού Τζαμάλ στο Νιου Τζέρσεϊ, με όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν αυτής, ένα αντι-ηγεμονικό σεμινάριο που θα μπορούσε να διδάσκεται σε κάθε έδρα πολιτισμικών σπουδών.

Στο νο. 5 μαζί, η Μάχη του Σιάτλ το 1999 και το  συνέδριο των Δημοκρατικών το 2000, στιγμές που γαλούχησαν πολιτικά μια ολόκληρη γενιά στην Αμερική  και οι Rage Against the Machine χάρισαν το σάουντρακ αυτών. Αφήνω έξω ιστορικές στιγμές, αυτά και πάρα πολλά άλλα ακόμα είναι απόδειξη του πώς ένα συγκρότημα μπορεί να γίνει ενεργός διαμορφωτής της κυρίαρχης κουλτούρας, με προοδευτικό πρόσημο. 

Το ότι ένα ροκ συγκρότημα δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ήταν κάτι ήδη γνωστό πριν από την εμφάνιση των RATM. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω την αξία που από μόνη της η διασπορά ιδεών και μηνυμάτων σαν και αυτά των RATM, πιστεύεις ότι επί της ουσίας αφήνει κάτι πίσω της πέρα από -για να το πω χαριτολογώντας ελαφρώς- το να φορέσουν περισσότεροι έφηβοι μπλουζάκια με το logo της μπάντας πάνω από την κλασική φωτογραφία του Τσε;

Η τέχνη αυτή καθαυτή, η πολιτική δράση, η διαρκής συνεργασία και υποστήριξη συλλογικοτήτων βάσης, οι κινηματικές καμπάνιες και συναυλίες με την υποστήριξη και τη συμμετοχή χιλιάδων κόσμου, ο λόγος, τα μοτίβα παρέμβασης και πάνω απ’ όλα, τα ερεθίσματα που έδωσε το συγκρότημα σε γενιές νέων,-και όχι μόνο- ανθρώπων, συγκροτούν ένα σπάνιο αποτύπωμα καλλιτεχνικού υποκειμένου. Γενικότερα, η κληρονομιά μπαντών όπως οι Rage, οι Public Enemy, οι Clash ή οι MC5 δεν δύναται να αποτιμηθεί με επιφανειακές εκτιμήσεις, ακόμα κι αν είναι θετικών προθέσεων. 

Στην περίπτωση των RATM, είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και κατά την επανένωση του 2007 το σημασιολογικό φορτίο του γκρουπ όχι απλώς δεν είχε υποτονίσει στα σωθικά του κόσμου, λόγω του break και της «αλλαγής γενεών», αλλά ανανεώθηκε. Υπάρχει ένα κείμενο των New York Times μετά τις επεισοδιακές συναυλίες διαμαρτυρίας στα συνέδρια Δημοκρατικών και  Ρεπουμπλικάνων το 2008, που ο συγγραφέας του ομολογούσε έκπληκτος πως οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί της μπάντας εξακολουθούν να είναι άτομα που δεν τους απασχολούν τα μπλουζάκια αλλά οι πράξεις πολιτικής ανυπακοής, απαντώντας εν μέρει και σε αυτό που ρωτάς. Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτούμε τις κοινότητες και τα κοινωνικά στρώματα που έχουν συνδεθεί οι Rage Against the Machine. Από τη νεολαία του περιθωρίου, συνδικάτα και εργατικές συλλογικότητες, φεμινιστικές πρωτοβουλίες, αντιπολεμικές οργανώσεις, οργανώσεις της μαύρης χειραφέτησης και κινήματα με παγκόσμια απήχηση όπως οι Ζαπατίστας.

Η εικόνα του κόσμου που κραύγαζε για βδομάδες τους στίχους του Killing in the Name μπροστά στην αστυνομία κατά τη διάρκεια των μεγάλων διαδηλώσεων μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, καθώς και η επάνοδος των τραγουδιών του συγκροτήματος στα top του Billboard χωρίς να έχει δώσει συναυλία εδώ και 10 χρόνια, πράγμα ασύλληπτο, πιστοποιεί την πιο σημαντική συνθήκη αυτού του φαινομένου: από το 1992 έως το 2022, τα θέματα που τους απασχόλησαν και τους ενέπνευσαν, δηλαδή η φτώχια, η οικονομική ανισότητα, ο δομικός ρατσισμός, τα πολιτικά αδιέξοδα, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της Δύσης και οι συνέπειες αυτών στην περιφέρεια του πλανήτη, εξακολουθούν να είναι επώδυνα επίκαιρα. Κι όσο είναι επίκαιρα, θα είναι και επίκαιρη η μουσική που εξέφρασε τον κόσμο ο οποίος επηρεάζεται, ή νοιάζεται για όλα αυτά, τόσο στην Αμερική όσο και στο εξωτερικό. 

Είναι εντυπωσιακή και ανησυχητική η επικαιροποίηση της μουσικής των Rage Against the Machine. Επισημαίνει ότι από το 1992, τα θέματα που τους προβλημάτισαν παραμένουν κυρίαρχα στην κοινωνική και πολιτική ζωή των ΗΠΑ αλλά και του υπόλοιπου πλανήτη.

Ανάμεσα στις δεκάδες χιλιάδες των fans που “κοπανιούνται” στις συναυλίες τους ή ακούγοντας τους δίσκους του, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι υπάρχουν κάποιοι που δεν ενστερνίζονται τις ιδέες των RATM, ενώ δεν είναι απίθανο -για να το πω απλά- να “ψηφίζουν Τραμπ/Μπους κλπ” και να γουστάρουν τους RATM για το “κοπάνημα” και μόνο. Δεν είναι κάπως άβολο όλο αυτό;

Μιλάμε για ένα συγκρότημα που γεννήθηκε στα underground κλαμπ της Καλιφόρνια, όπου το κοινό ήταν συγκεκριμένο και σημαντικά πολιτικοποιημένο έστω σε τοπικό επίπεδο, και έφτασε να παίζει στις μεγαλύτερες αρένες Αμερικής, Ευρώπης, Ασίας, Ωκεανίας με 100.000 κοινό. Θα ήταν παράλογο αν δεν συνέβαινε αυτό που ανέφερες. Όπως και οι χιλιάδες κόσμου που άκουγαν Θεοδωράκη το ‘70 δεν ήταν όλοι μέλη της ΕΔΑ ή βετεράνοι του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, και όπως ο  ξάδερφος μου που πηγαίνει στις συναυλίες των Social Waste δεν έχει διαβάσει ούτε μια αράδα του Υποδιοικητή Μάρκος ή του Γκαλεάνο, για να το φέρω στα δικά μας δεδομένα. Δεν έχει νόημα να ζητάς πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων για να μπεις σε συναυλία.

Το ουσιώδες είναι ότι όσοι πήγαιναν σε συναυλίες Rage Against the Machine για την ηδονή του mosh pit, είχαν σίγουρα περισσότερες πιθανότητες να έρθουν σε επαφή με αυτές τις ιδέες απ’ ό,τι στο σχολείο, στην τηλεόραση ή στη δουλειά τους. Είναι πολύ σημαντικό ότι ένα συγκρότημα με τέτοιο χαρακτήρα μπόρεσε να συνομιλήσει με μεγάλα ακροατήρια και να λειτουργήσει ως πομπός αντι-πληροφόρησης, ειδικά σε μια χώρα όπως οι ΗΠΑ που η κατασκευή της πραγματικότητας γίνεται πάνω σε συγκεκριμένους άξονες και από συγκεκριμένες πηγές. Αν πρέπει να είναι για κάποιον «άβολη» αυτή η κατάσταση, είναι για τον τύπο που ψήφιζε Κλίντον, Μπους ή ό,τι άλλο και πλήρωνε εισιτήριο για ένα συγκρότημα που ενισχύει οργανώσεις για τη μαύρη χειραφέτηση και συνδικάτα. Σίγουρα δεν είναι άβολη για τη μπάντα. 

Πάντως υπάρχει και μια χιουμοριστική διάσταση σε αυτό το ζήτημα, με νεολαίους του σήμερα που ουσιαστικά δεν έχουν ζήσει εποχές RATM και ανακαλύπτουν με απογοήτευση το πολιτικό φορτίο του γκρουπ. Στην Αμερική αυτό είναι αρκετά έντονο. Αλλά ακόμα εντονότερη είναι η επιρροή που έχουν αφήσει στους οπαδούς τους και στις μάζες, είναι απίστευτο αν δει κάποιος τα σχόλια μετά  την είδηση της επανένωσης πόσοι άνθρωποι πιστώνουν στους RATM την αρχή ή την αιτία της πολιτικοποίησης τους. 

Τί γνώμη έχεις για την επεισοδιακή συναυλία των RATM στην Πετρούπολη το 2000, τη η μοναδική έως τώρα συναυλία της μπάντας επί ελληνικού εδάφους.

Αρχικά θα ήταν υπέροχο να είχαμε εικόνες από τον κόσμο, είναι κρίμα ότι το μόνο βίντεο που υπάρχει εδώ και χρόνια από την Πετρούπολη δείχνει αποκλειστικά τη σκηνή. Το κοινό του σκληρού ήχου στη χώρα έχει δώσει τα διαπιστευτήρια του δεκαετίες πίσω, εξάλλου είναι εξοικειωμένο με πολιτικοποιημένες μπάντες. Επρόκειτο για μια εποχή που η Αθήνα ήταν κάτι σαν κι αυτό που έγινε το Σαντιάγκο αργότερα.

Στην πορεία του συγκροτήματος το live στην Πετρούπολη δεν αποτελεί κάποιο ειδικό σημείο αναφοράς, οι συγκρούσεις με την αστυνομία μετά από συναυλία τους είναι κάτι που έχει γίνει δεκάδες φορές και σε πολύ πιο φορτισμένες πολιτικά στιγμές, αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Αν έρχονταν βέβαια το 2009, ή το 2010-11, πιστεύω ο πανικός θα ήταν μικρή λέξη για να περιγράψει τί θα γινόταν. Στη συναυλία των Prophets of Rage προ διετίας στο Τάε Κβο Ντο, ο Μορέλο δεν παρέλειψε να κάνει ειδική μνεία στην Πετρούπολη.  

Ως συγγραφέας ενός από τα λίγα βιβλία που κυκλοφορούν παγκοσμίως για τους RATM, τι περιμένεις από την πολυαναμενόμενη επανένωση τους το 2022; Έχεις ήδη κλείσει εισιτήρια;

Περιμένω κάτι ανάλογο με την επανένωση του 2007. Την επανεμφάνιση πρώτα απ’ όλα τεσσάρων ατόμων που διατηρούν συντροφική εκτίμηση ο ένας για τον άλλον, και ενός συγκροτήματος του  οποίου το πολιτικό σημαίνον εξακολουθεί να εκφράζει μεγάλες μάζες μουσικόφιλων και όχι μόνο.

Επίσης μην ξεχνάμε ότι το 2022 θα συμπληρωθούν τριάντα χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου. Είναι κι αυτό ένα ορόσημο. Πολύς κόσμος περιμένει να δει τη μπάντα ξανά μετά από χρόνια, είτε οι παλιοί, είτε οι δεύτερης γενιάς που τους ζήσαμε στο πρώτο reunion.  

Για κάποιους άλλους θα είναι η πρώτη φορά και σε κάθε περίπτωση θα είναι μια συναρπαστική εμπειρία. Είναι αντιφατικό, αλλά θα τονίσω και πάλι ότι είναι εντυπωσιακή και παράλληλα ανησυχητική η επικαιροποίηση της μουσικής των Rage Against the Machine. Επισημαίνει ότι από το 1992, τα θέματα που τους προβλημάτισαν παραμένουν κυρίαρχα στην κοινωνική και πολιτική ζωή των ΗΠΑ αλλά και του υπόλοιπου πλανήτη. 

Το βιβλίο του Βαγγέλη Καρατζή Yes I Spit Fire – Το φαινόμενο Rage Against The Machine κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Απρόβλεπτες.