ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Τρία χρόνια χωρίς τον Κωστή Παπαγιώργη

Μια ειλικρινής απόπειρα να κατασκευάσουμε το ψηφιδωτό του μαιτρ των αντιφάσεων ακριβώς τρία χρόνια μετά το θάνατό του.

Ένα βιβλίο, τη στιγμή που αναγιγνώσκεται, είναι δικαιωματικό να θεωρείται η καλή πλευρά του εαυτού μας. Να αναδεικνύει τα προτερήματά μας. Εκείνες ακριβώς τις στιγμές μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε πάνω του. Να σημειώσουμε, να υπογραμμίσουμε, να το συνοδεύσουμε με λεξικό. Ή να το αφήσουμε ήσυχο, ακόμα και αν δεν καταλαβαίνουμε άπαντα. Να κάνει τη δουλειά του μέσα μας. Στην ψυχή μας.

Διότι, αναγνώστη, σε περίπτωση που δεν είσαι ρέκτης της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορείς να διαβάσεις ένα βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη χωρίς να έχεις το λεξικό μαζί σου. Πώς θα διαβάσεις το ‘Περί Μέθης’ ή το ‘Ίμερος και Κλινοπάλη’; Πώς θα βρεθείς στα σκοτεινά βαθιά ύδατα του ‘Ζώντες και Τεθνεώτες’; Πώς θα εντρυφήσεις στην αιρετική άποψη που αναδεικνύεται στα ‘Καπάκια’; Πώς θα απολαύσεις τη ‘γνωμάτευση’ στην ‘Ομηρική Μάχη’;

Η μαγεία ενός βιβλίου, όμως, είναι ότι μπορείς να το αναγνώσεις προσεκτικά και, ακόμα και αν δεν αντιλαμβάνεσαι πλήρως τι θέλει να σου περάσει, μετά θα έρθει να σε βρει. Ειδικά η πένα του Κωστή Παπαγιώργη, ενός από τους αληθινούς δεξιοτέχνες της, ενός βιρτουόζου των λέξεων και του ρυθμού στην εξήγηση, ως εργαλείο καυτηριασμού αλλά και ως ψυχαγωγικό μέσο, είναι από τις πιο εντυπωσιακές στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Η συμπλήρωση τριών ετών από το θάνατό του δίνει ξανά την ευκαιρία της εστίασης στη δεινότητα ενός αντιφατικού διανοούμενου: Ενός συγγραφέα με εξαιρετικό πλάτος γνώσεων, σχεδόν εμμονικού με τη μελέτη και, ταυτοχρόνως, κάποιου που προσπαθούσε να σώσει την ψυχή του μέσα από το κρασί και τη νυχτερινή ψυχαγωγία, την οποία δεν έπαιρνε αψήφιστα, αλλά αντιμετώπιζε σαν ένα όχημα για την άνωση προς τη σωτηρία ή μία βαθύτερη βουτιά στο βυθό.

Ο Παπαγιώργης έχει γράψει για… ό,τι υπάρχει: Για τον ‘Εαυτό’, ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 2016 και η σύντροφός του, Ράνια Σταθοπούλου, σημείωσε ότι είναι ατελές, αλλά πολύ ταιριαστό, για τον Κανέλλο Δεληγιάννη, τον Φιόνταρ Ντοστογέφσκι, στον οποίο είχε λατρεία, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, ένα ταλαντούχο παιδί που έφυγε πρόωρα από καρκίνο στην ηλικία των 36, ένα βιβλίο με τίτλο ‘Γεια σου Ασημάκη’, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Σωκράτη, τον Εμμανουήλ Ξάνθο- και αυτά ήταν μόνο λίγα από τα πρόσωπα με το πορτρέτο των οποίων καταπιάστηκε και φιλοτέχνησε.

Στο Παρίσι

Ο ίδιος ήταν ένας μαιτρ των αντιφάσεων. Ένας νεστμπεσμίτσερ, από εκείνος που φτύνουν στην εθνική σούπα τους, αλλά όχι τόσο άκαμπτος ώστε να φτύνει στο πτυελοδοχείο του Μπακούνιν. Ή μάλλον, στην επταετία του στο Παρίσι, αυτοεξόριστος, φοιτητής της Νομικής και κοπανατζής από το στρατό, σε μία χρονική σύμπτωση που προέκυψε με τη Χούντα, ο Παπαγιώργης δεν βρέθηκε το σωτήριον 1968 στην Πόλη του Φωτός για να ζήσει την ελευθερία του, αλλά για να μάθει. Όποιο κι αν ήταν το εμπόδιο και, κατά τον ίδιο, ήταν πολλά (εν πρώτοις η αλαλία και έπειτα η ανελευθερία, όπως και ο ίδιος είχε πει), τον οδήγησε στα βιβλία. “Αποφάσισα να γίνω επαγγελματίας αναγνώστης για να μάθω”, ομολόγησε σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις στη ζωή του, επειδή “δεν είχα ιδέα, είχα όμως ένα ένστικτο κηπουρού, που στήνει τις καλαμωτές του για τα αναρριχητικά φυτά”.

Η αποτυχία στις ακαδημαϊκές σπουδές, μια και δεν πήρε πτυχίο ούτε στη Νομική, ούτε στη Φιλοσοφία, που έκανε στο Παρίσι, δεν υπήρξε μουντζούρα στο παλίμψηστο της προσωπικότητάς του, ίσα ίσα η λογική του αυθορμητισμού, ότι θα μπορούσε να τελειώσει και δεν το έκανε κατά πάσα πιθανότητα διότι δεν μπορούσε να οικειοποιηθεί μισή ικανοποίηση με το κίνητρο του να τελειώσει, έφερε τη φλόγα για τα Γράμματα, η οποία κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του και έσβησε μάλλον μετά το φτερούγισμα, κατά το ‘πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι’. Στο δωμάτιό του στο Παρίσι, το τραπέζι της μελέτης κοιτούσε τον τοίχο, ώστε να μην αποσπάται. Και ενώ όλος ο κόσμος στη γαλλική πρωτεύουσα έδρεπε τους καρπούς της πιο ερωτικής επανάστασης στην ιστορία, ο Παπαγιώργης βανγκόγκιζε, βογκούσε μπροστά στο λεκτικό χάος και αντί να αποστασιοποιηθεί από τα βιβλία όταν έπεσε με τα μούτρα στον Χέγκελ, τον Χάιντεγκερ και τον Βίτγκενσταϊν, μεταξύ άλλων, αποφάσισε να γίνει μέρος τους. Στον δεύτερο οφείλει ένα από τα μεγαλύτερα βασανιστήρια, όταν διάβασε το ‘Είναι και Χρόνος’. Ήταν, πιθανώς, το βιβλίο που, περισσότερο από όλα τα άλλα, τον διέλυσε και τον ξανάφτιαξε. Από εκεί και ύστερα, ακόμα και αν όλα δεν μπήκαν σε μία σειρά, τουλάχιστον υπό την έννοια του εφησυχασμού, το ένα έφερε το άλλο: ο Πλάτων τον Αριστοτέλη, ο Καρτέσιος τον Καντ, ο Νίτσε τον Κίργκεργκωρ.

Παρά το μεγαλειώδες της γνώσης και της σκέψης, ο Παπαγιώργης δεν φιλοσοφούσε δημοσίως για να μην προβεί σε δοκησισοφίες. Το κεφάλι είχε ψηλά μόνο στα ξενύχτια και έστυβε το μυαλό του για να καταλάβει, αναγνωρίζοντας το μυστικό της φιλοσοφίας και διατυπώνοντάς το:

“Η φιλοσοφία δεν διδάσκεται, δεν μεταδίδεται, όπως το κολύμπι, η οδήγηση ή οι ιστορικές γνώσεις. Έχει να κάνει με καταγωγικές ροπές. Όλος ο ντόρος είναι για την ατόφια ικανότητα, εκείνη που κανείς δεν απόχτησε διαβάζοντας. Ο αληθινός στοχαστής, πρόσωπο αινιγματικό και απόμερο, είναι δέντρο που μπολιάστηκε με τα πάντα κι όμως έμεινε αυτός που ήταν. Ακόμα και για τον εαυτό του είναι γρίφος. Αυτός δεν συζητιέται. Συζητιέται αντίθετα εκείνος που ξέρει να συνεχίζει τη φρυκτωρία ανά τους αιώνες, αυτός που μπολιάζεται, βρίσκει τον εαυτό του μ’ αυτήν την μεταμόρφωση και συνειδητοποιεί ότι για να γραφτούν τα μεγάλα έργα, βοήθησαν πολλά χέρια. Η φιλοσοφία γράφεται με χίλια χέρια – κρατάει όμως τον γραφικό χαρακτήρα του καλύτερου. Όποιος μπορεί να νιώθει ελεύθερος μ’ αυτή την αλήθεια, θα βρει τρόπο να στεγαστεί στα βιβλία των άλλων και μάλιστα να νιώσει σπίτι του. Δεν εννοώ την παθητικότητα και το εμπόριο των νοημάτων, να γίνεται μια ‘νοικιασμένη συνείδηση’ που αναφωνεί κάθε στιγμή ‘magister dixit’ (σ.σ. ο δάσκαλος το έχει πει), αλλά αυτή την άξια επιχείρηση, που απλά λέγεται: κάνω αυτό που μπορώ. Όσο για τους ψευδοπροφήτες, αυτοί θα πιθηκίζουν πάντα τα ιδεώδη τους”.

Γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1947, στο Νεοχώρι Υπάτης και, με πατέρα δάσκαλο, έγινε η πιο προηγμένη μορφή του. Απεχθανόμενος, στη λυσσαλέα σκυταλοδρομία της ζωής του, την αλαζονεία των φιλοσόφων, συνεχίζει να εκπέμπεται, μέσα από τα σχόλια και τα βιβλία του, ως αντίδοτο μέσα στον κουλτουριαρισμό (σικ), που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι ό,τι λέμε είναι απόλυτο και αλάνθαστο και που αφήνει το αποτύπωμα από τα βρωμοδάχτυλά του στο zeitgeist (το πνεύμα της εποχής). Είναι, λοιπόν, δίκαιο που το τελευταίο του βιβλίο παρέμεινε ατελές, όπως η Σαγράδα Φαμίλια του Γκαουντί και που τιτλοφορείται ‘Ο Eαυτός’: Στο ταξίδι της ζωής του ήταν ό,τι έψαχνε. Και ήταν αρκετά ανοιχτός, τόσο που είχε πει κάποτε το εξής καταπληκτικό: “Ποτέ δεν πίστεψα ότι ένας άνθρωπος εννοεί πράγματι αυτό που λέει, ή ότι αισθάνεται πράγματι αυτό που αισθάνεται. Η συνείδηση δεν έχει ουδεμία σχέση με την ευθύτητα”.

* Τα βιβλία του που κυκλοφορούν (πηγή, ‘Κωστής Παπαγιώργης: ο συγγραφέας που δαπανήθηκε μέσα στη φιλία’, από την Κατερίνα Σχινά, booksjournal.gr, 18 Μαρτίου 2015) – Το βιβλίο ‘Ο Εαυτός’ επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Υπεραστικά, Καστανιώτη, 2014, 408 σελ.

Περί μνήμης, Καστανιώτη, 2008, 335 σελ.

Περί μέθης, 10η έκδ., Καστανιώτη, 2008, 174 σελ.

Προσωπογραφίες, Κωστής Παπαγιώργης, Πέτρος Τατσόπουλος (κείμενα), Αχιλλέας Χρηστίδης (ζωγραφική), Καστανιώτη, 2007, 445 σελ.

Τρία μουστάκια: Ψιχία μηδενισμού, Καστανιώτη, 2006, 197 σελ.

Εμμανουήλ Ξάνθος: Ο Φιλικός, Καστανιώτη, 2005, 277 σελ.

Τα γελαστά ζώα, Καστανιώτη, 2004, 225 σελ.

Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Καστανιώτη, 2003, 290 σελ.

Κανέλλος Δεληγιάννης, Καστανιώτη, 2002, 350 σελ.

Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση, Καστανιώτη, 2000, 185 σελ.

Σύνδρομο αγοραφοβίας, Καστανιώτη, 1998, 227 σελ.

Η κόκκινη αλεπού. Οι ξυλοδαρμοί: Μισανθρωπίας προλεγόμενα, Καστανιώτη, 1998, 293 σελ.

Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ, Καστανιώτη, 1997, 216 σελ.

Ίμερος και κλινοπάλη: Το πάθος της ζηλοτυπίας, Καστανιώτη, 1996, 139 σελ.

Λάδια ξίδια, Καστανιώτη, 1996, 208 σελ.

Ζώντες και τεθνεώτες, Καστανιώτη, 1995, 117 σελ.

Σωκράτης, ο νομοθέτης που αυτοκτονεί: Μια πολιτική ανάγνωση του πλατωνικού έργου του, Καστανιώτη, 1995, 174 σελ.

Γεια σου, Ασημάκη, Καστανιώτη, 1994, 159 σελ. (περιέχει, ως επίμετρο, το ποίημα του Ηλία Λάγιου «Πικρό και λίγο δάκρυ για τον Χρήστο Βακαλόπουλο»)

Μυστικά της συμπάθειας, Καστανιώτη, 1994, 212 σελ.

Η ομηρική μάχη, Καστανιώτη, 1993, 318 σελ.

Ντοστογιέφσκι, Καστανιώτη, 1990, 385 σελ.

Σιαμαία και ετεροθαλή, Καστανιώτη, 1990, 188 σελ.

* Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Θέμελη ‘Η ανάποδη των ανθρώπων – Η μανία του Κωστή Παπαγιώργη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος.

“Ήταν ακάματος και είχε μεγάλο προσωπικό βάσανο”

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος δεν γνώριζε καλά τον Κωστή Παπαγιώργη. Όμως, κάποιος φανατικός αναγνώστης του δεύτερου θα περίμενε το αντίθετο. Ο ίδιος ο συγγραφέας πολλών σημαινόντων βιβλίων της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας είχε βάλει μία φράση από την κριτική του Παπαγιώργη στην έκδοση της ‘Λούλας’ το 2013, την τελευταία στο κείμενό του στο Αθηνόραμα: “Με βιβλία σαν τη ‘Λούλα’, μια γενιά μπορεί να δείξει τα δόντια της”. “Την καταλαβαίνεις αυτή τη φράση;”, ρώτησε ρητορικά ο Ραπτόπουλος σε τηλεφωνική συνομιλία. “Μια γενιά μπορεί να δείξει τα δόντια της. Μπορεί να διεκδικήσει, να είναι απειλητική”, είπε και συνέχισε: “Μου φαινόταν ένας άνθρωπος που προβληματιζόταν για ό,τι ένιωθα”.

Η συγκεκριμένη φράση στο εξώφυλλο του βιβλίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ‘πρωτοτυπία’ για τις ελληνικές εκδόσεις.

Στη διάρκεια της συζήτησης, ο χρόνος άλλαζε. Υπήρχε ο παρατατικός και ο αόριστος, αλλά και ο ενεστώτας, η αίσθηση ότι ο Παπαγιώργης δεν πέθανε. Συνηθίζονται, βέβαια, τέτοια λεκτικά τρικ για κάποιον που νιώθεις δίπλα σου, άλλωστε δεν υπάρχει πιο επαινετική διαδικασία από την απότιση τιμής για την οριστική απώλεια, αλλά στα λόγια του Ραπτόπουλου η χρήση του χρόνου δεν συνιστούσε μία διπλωματική, ασφαλώς ούτε πένθιμη, διαδικασία. Ο ίδιος δεν γνώριζε καλά τον Παπαγιώργη και αυτό, αν βασιστεί κάποιος στις κριτικές και στο πώς ο Παπαγιώργης έκρινε τα βιβλία του, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παράξενο. Ου μην και ρομαντικό, παρ’ ότι ο Ραπτόπουλος δεν θεωρεί ότι ανάμεσα στους δύο υπήρχε κάποια άρρητη συμφωνία. “Έτυχε”, απάντησε στην υπόνοια ότι ο Παπαγιώργης είχε ‘αισθησιοποιήσει’ τη σχέση τους μέσα από τη σιωπή και αυτό συνέβαινε με κάποιου είδους αλληλογραφία, η οποία απλώς τύγχανε να είναι δημόσια ή ήταν απαραίτητο, διότι αλλιώς δεν επρόκειτο να υπάρχει*.

(*Αν ρωτήσετε εμένα, προτιμώ την πρώτη φράση στην κριτική του Παπαγιώργη για τον ‘Μαύρο Γάμο’. “Όταν ένας πεπειραμένος πεζογράφος απεχθάνεται τόσο πολύ την καλλιέπεια, την κομψότητα και τα τερτίπια της συγγραφικής καλλονής, το πιθανότερο είναι ότι τον έχει απορροφήσει κάτι βαθύτερο”. Όσες φορές και να τη διαβάσω, δεν την χορταίνω. Η ποιητικότητα και ο ρυθμός στην πρόταση και το νουάρ μοτίβο μπορούν να σε κάνουν να σαστίζεις. Αυτή είναι άλλη συζήτηση).

Ο Ραπτόπουλος, αν και έχει πολλές κριτικές του Παπαγιώργη για να είναι υπερήφανος (μάλιστα “έγραφε διθυράμβους για μένα σε περιόδους που με έβριζαν”) δεν τον είχε δει παρά μισή ντουζίνα φορές. Εκ του σύνεγγυς, δεν είχαν πολλά πάρε δώσε. Ίσως να μην ταίριαζαν όντως οι ψυχισμοί τους, ίσως, λόγω της επιμονής για την ωραία ιστορία η οποία δεν αποκλείεται αφού δεν έχει αποδειχθεί το αντίθετο, αυτή η απόσταση να ήταν ο χώρος που χρειαζόταν μία φίνα σχέση. Όπως και να είχε, οι φορές που συναντήθηκαν ήταν ελάχιστες.

“Τον είχα δει δυο τρεις φορές στο σπίτι του σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου και στις εκδόσεις Καστανιώτη, στις οποίες νομίζω ότι δούλευε. Μία φορά τον είχα ρωτήσει, δε μου λες, ρε Κωστή, πού μπορώ να βρω να διαβάσω μία ιστορία της Φιλοσοφίας, ποια είναι η καλύτερη; Δεν επιζητούσα μόνο τους αρχαίους, αλλά και τους πιο σύγχρονους,  τον Χέγκελ και τον Βίτγκενσταϊν, που τους είχε μελετήσει. ‘Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, κάτσε να διαβάσεις τους ίδιους’, μου είχε απαντήσει. ‘Πώς να το κάνω αυτό; Είναι 500 βιβλία’. Αυτός ήταν ο Παπαγιώργης. Ήταν ακάματος, καθόταν πολύ μέσα στο σπίτι και δούλευε πολύ, δούλευε συνεχώς. Σπανίως έβγαινε. Και μελετούσε, μελετούσε ακατάπαυστα. Του είχες διπλή εμπιστοσύνη από ό,τι στους υπόλοιπους δοκιμιογράφους, διότι σύχναζε σε σκυλάδικα και έπινε. Ήταν ένας διανοούμενος, ένας λόγιος, εξαιρετικά επικριτικός απέναντι στο διανοουμενισμό και μιλούσε εναντίον του κύκλου του, αυτή ήταν η αιρετική προσέγγισή του”, αναλύει ο συγγραφέας της ‘Επινόησης της πραγματικότητας’.

Ο Ραπτόπουλος επίσης έχει γράψει τη δική του κριτική για ένα βιβλίο του Παπαγιώργη. Στη ‘Λίγη Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας’ έγραψε για το ‘Σύνδρομο Αγοραφοβίας’. “Ο Παπαγιώργης είχε ταχθεί στο δοκίμιο μέσα από την εμπειρία. Η Ελλάδα δεν έχει δοκιμιογράφους και για αυτό είναι παράξενο που είχε τόση απήχηση. Έγραφε εξομολογητικό δοκίμιο και αυτό είναι σαφές. Μπορεί να το παρατηρήσει κάποιος διαβάζοντας τα βιβλία του, το ‘Περί μέθης’, παραδείγματος χάρη, που είναι μία διαδρομή για το μεθύσι από την αρχαιότητα ως τους σύγχρονους καιρούς. Ακόμα και για τα βιβλία που έγραφε για γεγονότα, όπως για την Επανάσταση του ’21, τον Ξάνθο, τον Παπαδιαμάντη, ήταν βασισμένα στην εξομολόγηση. Το ‘Σύνδρομο Αγοραφοβίας’ ίσως είχε πιο έντονο το βιωματικό στοιχείο. Υποστήριζε ότι η αισθητική πρέπει να συνοδεύεται με το βιος σου και αυτό έκανε”.

Η εκτίμηση στον Παπαγιώργη δεν μοιάζει να είναι, τουλάχιστον αυτό ενέπνευσε η συνομιλία, η συμπάθεια για τον τεθνεώτα, αλλά ο θαυμασμός για τον ζώντα. Ο Παπαγιώργης έγραφε για κάθε λογής θέμα, στη Lifo ήταν κριτικός βιβλίων- μοιάζει πάντα υπερεπείγουσα η συμβουλή στον αναγνώστη να διαβάσει το ‘Άλογο μασάει καπέλο’, ένα κείμενο για μία βιογραφία του Όρσον Γουέλς από τον Ντέιβιντ Τόμσον-  έγραφε για αθλητικά (η πρώτη γνωριμία του υπογράφοντα με την πένα του έγινε με ένα κείμενο που δόξαζε τα παλτό του Ράικαρντ και του Μουρίνιο όταν η Τσέλσι αντιμετώπισε την Μπαρτσελόνα στη φάση των 16 του Champions League το 2006), ασφαλώς για κοινωνικά θέματα, ενώ ακόμα και ασθενής είχε συμφωνήσει να γράψει για πολιτική, ένα σενάριο που δεν ευοδώθηκε.

“Είχε ποικιλία, μπορούσε να γράψει οτιδήποτε. Αλλά δεν ήταν ένας τυχαίος, που έγραφε κείμενα σε δημοσιογραφική γλώσσα. Το έκανε πιο στολισμένα και περίπλοκα, αλλά όταν τα πράγματα έχουν μία αντίφαση μέσα τους, σημαίνει ότι ο φορέας την κουβαλάει. Αυτή η αντίφαση, που γινόταν έκδηλη στον Παπαγιώργη, τον έκανε να έχει μεγάλο προσωπικό βάσανο”, είπε ο Ραπτόπουλος. Είναι σαφές, εξήγησε, ότι είναι πιο ασφαλές να βάζεις ταμπέλες για το τι είσαι και τι όχι, δεν είναι εύκολη η αντίφαση, ο άνθρωπος μπορεί να βασανιστεί από αυτή.

Ό,τι έκανε ο Παπαγιώργης ήταν να μελετά. Οι κριτικές του και η συμπερασματολογία του δεν προέκυπταν από οίηση, αλλά εφευρίσκονταν στο πλαίσιο μίας δυνατής, σχεδόν ακαταμάχητης, επιχειρηματολογίας. “Δεν ήταν ένας που έκανε από καθ’ έδρας μάθημα, αλλά μοιραζόταν και το προσωπικό του βάσανο, για αυτό και ο αναγνώστης το εκτιμούσε”, συμπέρανε ο Ραπτόπουλος. Αλλά ασφαλώς είχε τις αδυναμίες του. “Το βιβλίο για τον Ντοστογέφσκι το δείχνει αυτό. Δεν ήταν ένας απλός μελετητής, που ασχολήθηκε δύο τρία χρόνια για να γράψει τη μελέτη του. Είχε μανία με τον Ντοστογέφσκι, ήταν η μανία μίας ζωής”, χαρακτήρισε το ‘Ντοστογιέφσκι’, που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Καστανιώτη στα τέλη της δεκαετίας του ’80.

Ασφαλώς, ακόμα και για τον κύκλο του, ο Παπαγιώργης ήταν ένας πολύτιμος θησαυρός, πόσω μάλλον για τον απλό αναγνώστη, που θα σοκαριστεί από τη δύναμη των κειμένων του και από την ορμή των λέξεών του, είτε είναι ακαδημαϊκού επιπέδου, ενός βαθέος μελετητή της γλώσσας είτε είναι αναστενιάρικες και λαϊκές. Δεν απέκλειε τίποτα και στην εργασία του το περίγραμμα της ύπαρξής του, ό,τι ο κόσμος αποκαλεί ‘στυλ’, ανάβλυζε. “Από την ‘Ομηρική μάχη’ έχω πάρει πράγματα που δεν μου τα έδωσαν όλες οι εγκύκλιες που έχω διαβάσει. Ο πατέρας του ήταν φιλόλογος και ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε τόσο καλά τον Όμηρο. Ο Παπαγιώργης μελέτησε και έκανε τον κόσμο της Ιλιάδας πιο ζωντανό, πιο παραστατικό, τον έκανε πιο παρών. Πρόκειται για το έπος στο οποίο βασίστηκε ο δυτικός κόσμος. Αν δεν υπήρχε η Ιλιάδα, ο Νίτσε δεν θα έγραφε για τον ‘Υπεράνθρωπο’. Είναι ένας πυλώνας του αρχαίου ελληνικού κόσμου και του σύγχρονου δυτικού”.

“Ο πιο βαθύς φίλος μου”

Ακόμα και τώρα, τρία χρόνια μετά το θάνατό του (το διάστημα που οι έρευνες αναφέρουν ως εκείνο που ξεπερνάς μία απώλεια), η Ζυράννα Ζατέλλη δεν έχει ξεπεράσει το θάνατο του Κωστή Παπαγιώργη στις 21 Μαρτίου του 2014. Στο βιβλίο ‘Υπεραστικά’, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2014, συμπεριλαμβάνονται τα κείμενα που δημοσίευσε την περίοδο 1995-1997, στο εβδομαδιαίο περιοδικό ‘Aν’ της Απογευματινής και στο πολιτιστικό ένθετο ‘Αrtion’ της ίδιας εφημερίδας. Επίσης, πλην της Lifo, έγραψε στο Αθηνόραμα και εξέδωσε το θεωρητικό περιοδικό ‘Χώρα’. Η Ζατέλλη το προλογίζει και πρόκειται για ένα λογοτεχνικό διαμάντι.

Στη σύντομη τηλεφωνική συνομιλία, το ονοματεπώνυμο του Παπαγιώργη ενεργοποίησε το συναισθηματικό μηχανισμό της. “Δεν θέλω να μιλήσω, ήταν ο πιο βαθύς φίλος μου, ήξερε τα σώψυχά μου. Νομίζω, όμως, ότι η σιωπή είναι η πρέπουσα απάντηση”, είπε η συγγραφέας, η οποία ζει με τρόπο αναχωρητικό με βάση, τουλάχιστον, τις επιταγές της σύγχρονης κοινωνίας, χωρίς ίντερνετ και τηλεόραση. Ό,τι γινόταν να ‘κλαπεί’ ήταν η πεποίθηση ότι η σκέψη της δεν τον έχει εγκαταλείψει ούτε μέρα και ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα συνεχίσει να τον τιμάει.

Ο κύκλος του Παπαγιώργη ήταν κλειστός και δεν αποτελούσε κλάκα, ήταν άνθρωποι που προέρχονταν από διαφορετικούς κόσμους, γι’ αυτό και ο θάνατός του βύθισε τους οικείους του σε ένα αφατό πένθος, τότε που ο θάνατος δεν στελνόταν βορά στο βωμό της υπερπληροφόρησης και η στενοχώρια δεν αποτελούσε τρόπο συμπεριφοράς, τότε που η σύνδεση της ίδιας της απώλειας με τον ήχο δημιούργησε τα μοιρολόγια.

Οι άνθρωποί του δυσκολεύονται να βρουν κάτι να πουν. “Πρέπει να σκεφτώ τι να γράψω”, απάντησε ο επίσης συγγραφέας Σπύρος Γιανναράς στην παράκληση να μιλήσει για τον Παπαγιώργη. “Δεν ξέρω τι να πω που δεν το έχω ήδη πει”, συμπλήρωσε. Είναι, στους πιο κοντινούς του, δύσκολο να μιλήσουν για αυτόν και ακόμα και για να γράψουν χρειάζεται περισσότερος χρόνος. Δεν μπορείς να εισχωρείς στη φαμίλια του όποτε σου καπνίσει και με την ανάγκη του χρόνου να σε συνοδεύει.

Ο Κωστής Παπαγιώργης πέθανε στις 21 Μαρτίου 2014, από την παλιαρρώστια. Ήταν ένας μαικήνας του λόγου, ένας θηριώδους επιπέδου στοχαστής, ένας θαυμάσιος μεταφραστής, ένας άνθρωπος που δεν μπορούσες να του προσάψεις αλαζονεία, απέφευγε, άλλωστε, τους οιηματίες και αντιμετώπιζε με σαρκαστική τρυφερότητα το θαυμασμό των νέων προς το πρόσωπό του, ως είθισται, άλλωστε, για τους λογοτέχνες, που είναι καταδικασμένοι το σπίτι τους να γίνει μνημείο ή μουσείο, είτε τους αρέσει ή όχι. Ένα βραβείο, το κρατικό λογοτεχνικό μαρτυρίας-χρονικού για τον ‘Κανέλλο Δεληγιάννη’, είναι ψίχουλα μπροστά στη συνολική προσφορά του.

Όταν έγραφε, έμοιαζε με σκηνή από ταινία: ένα κυριακάτικο μεσημέρι της δεκαετίας του ’50, με την οικογένεια στο τραπέζι και τον Δημήτρη Χορν να μιλάει στο ραδιόφωνο. Ο μέλλων αναγνώστης, εκείνος που δεν έχει διαβάσει ποτέ κείμενο και πρόκειται, πρέπει να ευγνωμονεί την καλή τύχη του, η οποία θα του δώσει εισιτήριο για ένα θαυμαστό κόσμο ενός εξωφρενικού στοχαστή, ενός μαιτρ των αντιφάσεων, ενός ανθρωπολόγου με μολύβια και στυλό για εργαλεία, που είχε απίθανη σχέση με το αλκοόλ και τη νύχτα, ενός αλλόκοτου κράματος, που τον έκανε ένα λογοτεχνικό Γαργαντούα, του Ραμπελαί, τον οποίο πολύ εκτιμούσε.

Έστω και αν, ως λαός, μάλλον εξ ιδιοσυγκρασίας, είμαστε μανούλες στη μυθοποίηση, πρόκειται για έναν κορυφαίο λογοτέχνη, που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα σε οποιονδήποτε.