ΦΑΒΕΛΑ

Μια Ημέρα Με Τον Τζαμάλ Στην Ταράτσα Του

Ένας από τους κορυφαίους rappers της εγχώριας σκηνής μας μίλησε για την Κούπα του Ιούδα, τον τρελό της Μελενίκου, τα δικαστήρια, τη μετανάστευση και τη ζωή στο περιθώριο.

Ένας από τους κορυφαίους rappers της εγχώριας σκηνής μας μίλησε για την Κούπα του Ιούδα, τον τρελό της Μελενίκου, τα δικαστήρια, τη μετανάστευση και τη ζωή στο περιθώριο.

Δεν περίμενα να δεχτεί. Όλα αυτά τα χρόνια είχε δώσει μόλις δύο συνεντεύξεις. Ακόμα και όταν φτάσαμε να κανονίζουμε τη μέρα και την ώρα που θα τον συναντούσα στη Θεσσαλονίκη, στο μυαλό μου τριγύριζε ο φόβος ότι ανά πάσα στιγμή κάτι μπορεί να στραβώσει.

Αλλά δεν στράβωσε. «Είχε εγγυηθεί για μένα το σωστό άτομο», όπως μου είπε, και αυτό στη δική του πραγματικότητα ήταν αρκετό για να με περιμένει να ανέβω από την Αθήνα, να μου ανοίξει το σπίτι του και να χαζέψουμε την πόλη από την ταράτσα. Και κυρίως για να μιλήσουμε -για σχεδόν περισσότερες από τρεις ώρες.

Ράπερ, με δύο προσωπικούς δίσκους στο ενεργητικό του και με τον πρώτο, τη Φαβέλα, να θεωρείται πλέον ιστορικός, αλλά και με μια πορεία πάνω από δέκα χρόνια ως μέλος των Βόρειων Αστεριών, ο Τζαμάλ είναι αυτή τη στιγμή ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της σκηνής.

Είπαμε για τη Φαβέλα, την Κούπα του Ιούδα, τη Μελενίκου και τον τρελό της, για τους φίλους που έφυγαν στο εξωτερικό και για εκείνους που έμειναν εδώ και «έφαγαν το παραμύθι της Χρυσής Αυγής», για τον χρόνο, την αστυνομία, το ρεμπέτικο και τον ΠΑΟΚ, αλλά και για τα βράδια που κρατούσε τσίλιες στο καφενείο του πατέρα του. Είπαμε πάρα πολλά, αλλά όλα ξεκίνησαν από την πλέον αναμενόμενη και ρηχή ερώτηση:

Το όνομά σου από που βγήκε; 

Δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη ιστορία από πίσω. Όταν ήμουν 13 έβλεπα μία ό, τι να ‘ναι ταινία στο Star, Κυριακή μεσημέρι, η οποία ήταν γεμάτη ραπ, γκάνγκστερς, τέρμα φαρδιά, Wu Tang και τέτοια. Και ήταν 40 μαύροι το crew και είχαν έναν λευκό μαζί τους, και τον λευκό τον λέγανε «Τζαμάλ». Και είπα εγώ στα 13 μου «α, λευκός ραπάς αυτός; Λευκός ραπάς και εγώ». Αυτό είναι, σιγά την ιστορία.

Χαλάστηκες, που με το που έβγαλες το νέο άλμπουμ, έπεσε ο κορονοϊός και δεν πρόλαβες να κάνεις περιοδεία; 

Είχαμε κανονίσει όλες τις πόλεις που θα πηγαίναμε και τις ημερομηνίες και τελικά δεν προλάβαμε να κάνουμε ούτε παρουσίαση.

Μου έκανε εντύπωση που ενώ έκανες τέσσερα χρόνια μέχρι να βγάλεις δίσκο, τώρα σχεδόν καπάκι έβγαλες νέο τραγούδι. 

Το ότι έκανα τέσσερα χρόνια δεν είχε να κάνει τόσο πολύ με τη μουσική. Είχε να κάνει με το ότι έτρεχαν πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου, τα οποία δεν μου άφηναν χρόνο να ασχοληθώ. Υγεία, εγχειρήσεις γονιών, γενικά πολύ μεγάλες αναταραχές μέσα μου. Τα τελευταία δύο χρόνια πριν τον δίσκο τα προσωπικά μου ήταν ένα τσουνάμι. 

Όλα αυτά σου τρώνε χρόνο και ενέργεια. Έγραφα, αλλά αραιά και που. Το ότι έκανα τόσο για να βγάλω δίσκο δηλαδή δεν το έκανα επίτηδες.

Είπες ότι πέρασες δύο χρόνια λίγο δύσκολα και θυμάμαι αυτόν τον στίχο «φτύσαμε αίμα να περάσουμε τα 29». Και έχεις κι έναν ακόμη που μιλάς πάλι για τα 29, ότι τότε «έχασες την ανθρωπιά σου». Τι ακριβώς σου συνέβη σε εκείνη την ηλικία;

Κοίταξε. Μέχρι να ζήσω το πρώτο εξάμηνο του 2020, η πιο δύσκολη χρονιά στη ζωή μου ήτανε το ’13, όταν ήμουνα 29 χρονών. Ήταν δύσκολα γιατί η μάνα μου είχε ένα πρόβλημα υγείας, τα οικονομικά μας ήταν άθλια και όπως καταλαβαίνεις κάπως έτσι ήταν και η ψυχολογία μέσα στο σπίτι. Δεν χρειάζεται να πούμε λεπτομέρειες, απλά θα πω ότι αναγκάστηκα να δημιουργήσω ένα μεγάλο χρέος στο κράτος για να πληρώνουμε τη θεραπεία του προβλήματος και το πρόγραμμά μου μεταξύ νοσοκομείου και δουλειάς ήταν τέτοιο που ουσιαστικά δεν κοιμήθηκα καλά επί ενάμιση χρόνο.

Οπότε σε είχε ρίξει ψυχολογικά;

Η αλήθεια είναι ότι ψυχολογικά δεν με είχε πολυρίξει γιατί εγώ είμαι άνθρωπος που όταν υπάρχει μια δύσκολη κατάσταση μπαίνω μπροστά και σφίγγω τα δόντια. Μού βγαίνει εγωισμός. Ψυχολογικά σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του ‘20, ήμουνα μια χαρά τότε. Απλά τότε ήταν πάρα πολύ δύσκολη η καθημερινότητά μου και πολύ μεγάλο το άγχος.

Πήγαν όλα καλά;

Όλα καλά εν τέλει, ναι, το αντιμετωπίσαμε. 

Πού το είχατε το μαγαζί;

Στο κέντρο στη Μελενίκου.

Από εκεί δηλαδή κι ο στίχος «κάθισα μίλησα στη Μελενίκου με έναν τρελό»;

Ναι, στο μαγαζί μου εννοώ. Ήταν ένας τύπος γυρω στα 38, ο Μανώλης, με μούσια, μαλλιά, Κρητικός ΠΑΟΚτσής, ήρθε κανά δυο φορές να πάρει κάτι. Τον κατάλαβα ότι δεν ήταν καλά και όταν άρχισε να μιλάει δεν του έδινα και πολλή σημασία. Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς τους διαλόγους αλλά μέσα από την ψυχασθένεια η οποία έκανε μπαμ, κατάλαβα ότι είναι έξυπνος άνθρωπος. Αντιλαμβανόταν τι γίνεται γύρω του, ποιος είμαι εγώ, τι θέλω -ότι θέλω να φύγει για παράδειγμα- και άρχισε να λέει πράγματα τα οποία εμένα μου φάνηκαν πολύ ευφυή. Κατάλαβες; Και σιγά σιγά πιάσαμε μια πολύ ωραία κουβέντα. Και σε κάποια φάση μου λέει «έχεις ένα τσιγάρο;». Πουλούσα χύμα τσιγάρα τότε στο μαγαζί γιατί η περιοχή εκεί ήταν Μέση Ανατολή. Έρχονταν Μαροκινοί, Αλβανοί, γύφτοι, Έλληνες, νταλαβεριτζήδες μικροί, μεγάλοι, κυκλοφορούσαν γυμνοί το καλοκαίρι από πάνω και τέτοια.

Στη Μελενίκου όλα αυτά; Γιατί εγώ θυμάμαι τον πεζόδρομο ως φοιτητής που πηγαίναμε εκεί για καφέ. Ήταν ήσυχα.

Πότε ήσουνα φοιτητής;

2001 με 2005.

Καμία σχέση, εγώ σου μιλάω απ’ το ‘12 και μετά. 

Δηλαδή έχει αλλάξει τόσο πολύ;

Τώρα, δεν περνάς κιόλας. Η Μελενίκου ήταν περίπου έτσι όπως την περιγράφεις μέχρι το ‘12 που πήγα εγώ και άντε μέχρι το ‘14, τότε που ξεκίνησε εκεί όλο το πανηγύρι με τα νταλαβέρια. Στην αρχή τα δίνανε οι μεν, μετά τα πήραν οι δε – δε θέλω να πω ποιοι είναι οι μεν και οι ποιοι οι δε, καταλαβαίνεις, διάφορες φάρες. Τους είδα μπροστά μου να τους βαράνε με αλυσίδες στα μούτρα για να τους τα πάρουνε και τους λυπήθηκε η ψυχή μου.

«Ο εθνικισμός ουσιαστικά είναι ο γύψος του μυαλού του ανθρώπου».

Στην είχανε πέσει ποτέ στο μαγαζί;

Όχι, εμένα με συμπαθούσαν γιατί μπορούσα να μιλήσω και τη γλώσσα τους κατά κάποιον τρόπο. Ζούσα σουρεάλ στιγμές στο μαγαζί. Για παράδειγμα παίζανε κάθε μέρα ζάρια πάνω στα χώματα όλες οι φυλές του Φαραώ κι ερχόταν ένας Αλβανός, τον οποίον τον έχω βάλει και στο πρώτο μου βιντεοκλίπ. Ο Αντρέας.

Αυτός που παίζει ζάρια στο Όπλο στο Κρεβάτι

Ναι και είναι με δεμένο το δάχτυλο στο βίντεο, γιατί τι είχε κάνει τότε; Φορούσε ένα δαχτυλίδι χρόνια και είχε πρηστεί το δάχτυλό του. Και δεν μπορούσε να το βγάλει. Είδε, λοιπόν, έναν πυροσβέστη και του λέει «βγάλε μου το δαχτυλίδι, κόψτο». Και ο άλλος δεν μπορούσε και του κάνει «αυτό φίλε μόνο με τροχό μπορώ να στο κόψω, αλλά επειδή το δάχτυλό σου είναι πρησμένο, θα σου κόψω και δάχτυλο». «Δεν πειράζει, λέει, κόψε και δάχτυλο». Και ήρθε μια μέρα στο μαγαζί και το είχε κομμένο. Τώρα σου μιλάω για Μέση Ανατολή, έπρεπε να γυρίσουμε ένα ντοκιμαντέρ εκεί πέρα, μία ταινία μικρού μήκους. 

Καμία σχέση με ό,τι νόμιζες η Μελενίκου. Παίζανε ζάρια κάθε μέρα, μου φέρνανε στο μαγαζί να τους φυλάξω το μαύρο τους. Τέλος πάντων εμένα με συμπαθούσαν γιατί τους εξυπηρετούσα ρε παιδί μου. Έρχονταν καμιά φορά κάτι πιτσιρίκια που δίνανε μαύρα και δεν είχαν λεφτά, και μου λέγανε «θα σου πάρω τσιγάρα και θα στα φέρω το βράδυ». Τους έδινα, όλα καλά. Νταλαβερτζήδες, αυτή ήταν η δουλειά τους και είχαμε μία σχέση εμπιστοσύνης. 

Και πολλές φορές άμα τους κυνηγούσαν οι μπάτσοι, τους έλεγα «μπες μέσα στην αποθήκη να μη φαίνεσαι». Κάποιοι πολλές φορές μου φέρνανε και λεφτά. 

Για να τα φυλάξεις;

Ναι. Σε κάποια φάση ο Αντρέας μου ‘φερε 420 ευρώ σε τάληρα και δεκάρικα γεμάτα χώματα πάνω τους γιατί μόλις τα είχε κερδίσει στα ζάρια. Και μου λέει «έλα, βγάλε και μέτρα». Τώρα σου μιλάω για ένα μαγαζί που εγώ περίμενα να έρθουν οι κυρίες από πάνω να πάρουν Αριέλ (σ.σ γέλια). Και όπως μετρούσαμε τώρα τα τάληρα, μου λέει «κράτα τα γιατί πάω στα ζάρια, άμα τα ‘χω πάνω μου θα τα παίξω και θα τα χάσω». Και ήρθε την άλλη μέρα και τα πήρε.

Δηλαδή ήμουν λίγο το ψιλικατζίδικο της «γειτονιάς τους». 

Είχες γράψει τίποτα εκεί μέσα; Θυμάσαι;

Τον μισό πρώτο δίσκο τον έγραψα μέσα στο μαγαζί. Γενικά έτσι είμαι με τους στίχους που γράφω: όταν μου ‘ρθει κάτι κάθομαι και τους σημειώνω εκείνη την ώρα.

Στο κινητό, σε πακέτα με τσιγάρα για παράδειγμα;

Τσιγάρα δεν καπνίζω αλλά στο κινητό, ναι.

Το ‘χεις κόψει;

Άντε πάλι. Χιλιοστός άνθρωπος στη ζωή μου που μου το λέει. Πότε με είδες να καπνίζω ρε φίλε, για πες;

Ε, από αυτά που λες στα τραγούδια μάλλον. Επειδή λες ότι πίνεις.

Σιγά μωρέ τι λέω. Α ναι, λέω (σ.σ. γελάει). Ντάξει, μαύρο έπινα παλιά, τσιγάρο όμως δεν κάπνιζα ποτέ. 

Όταν μου ‘ρθει, λοιπόν, κάτι σταματάω και το γράφω. 

Έχω σταματήσει δεξιά με αλάρμ για να γράψω και έχω καταλήξει να γράφω όλη τη Φαβέλα -το ομώνυμο κομμάτι, όχι τον δίσκο. Είχαμε ραντεβού με την γκόμενά μου, με περίμενε μόλις κλείσω το μαγαζί στη 1 να πάω σπίτι της και όπως οδηγούσα μού ήρθε να γράψω κάτι, και τελικά κατέληξα να γράψω όλο το κομμάτι -εκτός από το ρεφραίν που το έγραψα άλλη μέρα. Με πήρε τηλέφωνο στις 2.30 και με ρωτούσε που είμαι. 

Δηλαδή είμαι έτσι. Θα κάνω και το άλλο να πω «θα κάτσω να γράψω τώρα», αλλά συνήθως δεν μου βγαίνει.

Από πότε ξεκίνησες να γράφεις τη Φαβέλα;

Κοίτα, καταρχάς η Φαβέλα έχει και δύο κομμάτια τα οποία δεν μπήκαν, γιατί θεώρησα ότι δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο με τα υπόλοιπα. Αυτά ήταν τα πρώτα που έγραψα. Το ένα το ακυκλοφόρητο το είχαμε γράψει πάνω στο beat από τον Γιο του Κανενός. Το είχαμε ηχογραφήσει με άλλους στίχους, αν το ψάξω σε κάποιον σκληρό θα το βρω.

Ούτε στο επόμενο μπήκαν αυτά, στην Κούπα του Ιούδα;

Όχι. Απ’ αυτά που μπήκανε, πρώτα έγραψα το Τα όνειρα Κοστίζουν στο τέλος του ‘13 και μετά όλα τα υπόλοιπα.

Έχω έναν πιτσιρικά γνωστό που μου είχε πει ότι δεν έχουν περάσει πάνω από δύο μέρες στη ζωή του, που να μην έχει ακούσει αυτό το κομμάτι.

Είναι λίγο ιδιαίτερο γιατί μιλάω για την παιδική μας ηλικία, απευθύνεται σε λίγο πιο μεγάλους. Στη γενιά μας. Τώρα το ότι αρέσει στους πιτσιρικάδες τους τωρινούς τύπου 20-22 χρονών, φαντάζομαι θα συμβαίνει όπως μας άρεσε κι εμάς πιτσιρικάδες ο Σιδηρόπουλος. 

Που και εμείς τότε δεν πολυκαταλαβαίναμε κάποια που έλεγε.

Ναι. Πολλά απ’ αυτά που λέω δεν τα έχουνε ζήσει, αλλά ντάξει έχει πολύ ωραία μελωδία, πολύ ωραίο beat από πίσω.

Το beat το έχει φτιάξει ο Dof;

Όχι, ο Aldo. Μια μέρα ήμουν σπίτι του και του λέω «βάλε κανά beat ρε φίλε να ακούσω» και ακούω αυτό. Και του λέω «ρε φίλε αυτό γαμάει. Μού το δίνεις;». «Σου το δίνω».

Ο Aldo είναι dj, παραγωγός και παιδικός μας φίλος.

Σε ένα beat θα με τραβήξει κυρίως η ατμόσφαιρα, δηλαδή το ακούω για μερικά δευτερόλεπτα, φαντάζομαι αν μπορώ να γράψω κάτι εκεί πάνω, κι αν μπορώ, λέω “OK”. Άλλες φορές είναι τόσο γαμάτη η ατμόσφαιρα όπως αυτό που λέμε εδώ, που το θέλω απευθείας.

Η φωτογραφία που έχεις ως εξώφυλλό πού τραβήχτηκε;

Στην Καβάλα. Καταρχάς, εγώ δεν ήμουν εκεί όταν τραβήχτηκε η φωτογραφία. Την τράβηξε ο φίλος μου ο Γιάννης ο Σαφές, το 2003. Έκαναν skate στο skatepark της Καβάλας. Αν δεις ανάμεσα στα γυφτάκια φαίνεται ένα ρέιλ -το ρέιλ είναι το κάγκελο και εκεί πάνω κάνεις διάφορα, τα λέω για σας να τα μάθετε, γιατί εμείς ήμασταν και σκεϊτάδες μικροί. Και ήταν, λοιπόν, τρία γυφτάκια εκεί και τους λέει ο Γιάννης «καθίστε ρε να σας βγάλω μια φωτογραφία». Και ήταν, ξέρεις τώρα, γεμάτα κωλομαγκιά. Το ποδήλατο αν το δεις το ένα είναι χωρίς σαμπρέλα, είναι μόνο η ζάντα. Το άλλο 7-8 χρονών, πόσο είναι, και καπνίζει. Και όταν έψαχνα cover για το το εξώφυλλο κι έπεσα πάνω σ’ αυτό, του τη ζήτησα.

Υπάρχει περίπτωση κάποιο απ’ τα παιδάκια που έχει μεγαλώσει να σε έχει βρει, να σου έχει στείλει κανά μήνυμα «εγώ είμαι στη φωτογραφία»;

Σωστά το σκέφτηκες αδερφέ. Και μου ‘χει στείλει μήνυμα ένας στο Instagram και τον έχω δει πώς έχει γίνει τώρα. Μου ‘χει στείλε και μου λέει «φίλε, εγώ είμαι ο τέρμα δεξιά, αυτός που καπνίζει». Και μπήκα είδα τον λογαριασμό του που είναι τώρα 22-23 χρονών και προφανώς έχει αντρέψει, αλλά μοιάζει με το παιδάκι της φωτογραφίας, δεν μου έλεγε ψέματα δηλαδή. Και του λέω «να περνάς καλά, ωραίος», κάτι τέτοιο. 

Η ηχογράφηση του άλμπουμ τι σχέση έχει με την Ξάνθη, γιατί κάπου έγραφες ότι «εκεί το δημιουργήσαμε και εκεί θα έρθουμε»;

Κοίταξε, ο δίσκος στιχουργικά και από άποψη φαντασίας γράφτηκε 100% στη Θεσσαλονίκη. Αν ήταν ταινία δηλαδή θα σου ‘λεγα «είναι στη Θεσσαλονίκη γυρισμένη». Πολλά από τα κομμάτια όμως τα ηχογράφησα στην Ξάνθη, γιατί δεν είχα λεφτά κι εκεί έχει το home studio του ο Χρήστος από τους Asto Pasam, οι οποίοι είναι πολύ φίλοι μου. Τα παιδιά είναι beatmakers, djs και είμαστε χρόνια συνεργάτες – το άλλο παιδί, ο Λάζαρος είναι και ο dj μου στα live.

Κάποια άλλα κομμάτια γράφτηκαν εδώ στο studio του Skive, όπου το παιδί μου ξηγήθηκε και μου πήρε ελάχιστα λεφτά, κάποια άλλα γράφτηκαν στο σπίτι του Μικρού Κλέφτη και το κομμάτι με τον Κανόνα κατέβηκα Αθήνα και το ηχογραφήσαμε.

Ο δίσκος δηλαδή είναι ένας αχταρμάς, τα κομμάτια είναι ηχογραφημένα σε τέσσερα διαφορετικά στούντιο. Επειδή όμως οι Asto Pasam είναι πάρα πολύ ικανοί στον ήχο, τα μιξάρανε τα κομμάτια και τα κάνανε κρύσταλλο. Στην Ξάνθη έγινε και το «φινίρισμα» του δίσκου. Ποιο κομμάτι θα μπει πρώτο, ποιο δεύτερο, η ατμόσφαιρα, όλα αυτά. 

Ουσιαστικά τον δίσκο δεν τον έκανα μόνος μου, τον έκανα με τη μεγάλη βοήθεια του Λάζαρου και του Dof. 

Το άλμπουμ σε τι μορφή το είχες βγάλει; CD ή βινύλιο;

Δεν το ‘χουμε βγάλει βινύλιο. Τώρα τα περιμένω, τα ‘χουμε παραγγείλει. 

Πόσα cd έχεις πουλήσει σε φυσική μορφή;

Όταν βγήκε και πριν το πρώτο live, κόψαμε 500 cd και όταν τελειώσανε δεν ξαναβγάλαμε. Όχι ότι είχαμε σκοπό να είναι συλλεκτικό. Απλά έτσι έγινε και μετά δεν ξανασχολήθηκα.

Δεν σου στέλνουν μηνύματα; Δεν σου λένε «δώσε μας μια κόπια», κάτι;

Όχι τόσο πολλοί όσο φαντάζεσαι. 

Καταλαβαίνεις όμως πόσο θα είχε πουλήσει αν έβγαινε το 1999 για παράδειγμα. Τι λεφτά θα είχες βγάλει.

Ναι, ντάξει το ‘99 ήταν σε νηπιακή μορφή το ίντερνετ, όλοι αγοράζανε μουσική απ’ τα δισκοπωλεία. 

Δεν έχω παράπονο πάντως, έχω βγάλει αρκετά απ’ αυτό, γιατί τα λεφτά στο δικό μας το ραπ τουλάχιστον, όπου δεν έχουμε τα εκατομμύρια views άλλων, βγαίνουν απ’ τις συναυλίες. Δηλαδή αν πάω τώρα εγώ στην Αθήνα και κάνω μία συναυλία με τρεις τέσσερις χιλιάδες κόσμο θα φύγω με πολύ καλά λεφτά. 

Ε, τέτοια χρήματα δεν τα βγάζει άνθρωπος στην κανονική του δουλειά και πρέπει να ‘μαστε ευγνώμονες. Δηλαδή φεύγω εγώ με πόσα λεφτά με μίας ημέρας δουλειά; Τον σταυρό μας να κάνουμε. 

Στα άλμπουμ σου δεν κάνεις ποτέ επιθέσεις σε άλλους ράπερς. 

Γιατί τι μου έκαναν τα παιδιά, ρε φίλε; (σ.σ. γελάμε)

Εννοώ, ξέρεις, αυτά που χώνουνε, τα «δεν ραπάρεις σαν κι εμένα, δεν έχεις το flow μου»… Εσύ δεν το κάνεις καθόλου αυτό.

Α, εννοείς το battle rap. Αυτό δεν το κάνω τώρα αλλά τότε που ήμουν στα Βόρεια Αστέρια δεν κάναμε και τίποτα άλλο. Όλα τα κομμάτια μας είναι ότι «εδώ παίζει ταλέντο και εσύ δεν μας πιάνεις, δεν μας φτάνεις, και εμείς σε πηδάμε»… Ήμασταν έξαλλοι, γιατί ήμασταν και πιτσιρικάδες ρε φίλε. Λέγαμε τέτοια. Τώρα στα 36 μας κάνουμε ραπ για διαφορετικό λόγο από ό,τι στα 22 μας. 

Και στο αμερικάνικο ραπ που άκουγα από μικρός ποτέ δεν με ενθουσίαζαν αυτοί που έκαναν battle rap. Αντίθετα, με ενθουσίαζαν εκείνοι που μπορεί να έλεγαν για έγκλημα, όπλα και ναρκωτικά, αλλά τα έλεγαν με έναν τρόπο που είχε και λίγο κοινωνικό περιεχόμενο μέσα και λίγο έρωτα και λίγο θάνατο και λίγο φιλία… 

Και κάποιοι άλλοι δεν μου λέγανε τίποτα.

Όπως ποιοι;

Καταρχάς λευκός ράπερ για μένα στην Αμερική δεν υπάρχει. Λευκό ράπερ δεν ακούω (σ.σ. γελάει).

Ούτε τους Beastie Boys;

Δεν μ’ αρέσουν, δεν τους άκουγα ούτε μικρός. Δεν μ’ άρεσε και το στυλ τους βασικά, αυτό το κάπως έτσι hard rock rap ας πούμε, ημιpunk, δεν ξέρω πώς να το πω. 

Ούτε ο Eminem είναι καλός δηλαδή;

Ε, είναι καλός ρε φίλε, είναι φανταστικός, εντάξει, μου ‘πες και εσύ τον πιο ταλαντούχο απ’ τους λευκούς, OK. Αλλά όπως έλεγε κάποτε ο Shawn Price “i like no female rappers”, εγώ λέω “i like no white rappers”. 

Το ‘χεις πολύ με το περιθώριο. Ασχολείσαι πολύ με το πώς βιώνει την κρίση, πώς επιβιώνει σήμερα.

Για μένα πλέον έχει νόημα να γράψεις και να δημοσιοποιήσεις κάτι εφόσον έχεις και κάτι να πεις. Δηλαδή να το ακούσει ο άλλος και να πει «ω ρε συ, ενδιαφέρουσα οπτική αυτή». Καλή ή κακή, δεν με νοιάζει να συμφωνήσει, με νοιάζει να προβληματιστεί, να ασχοληθεί. 

Η μουσική που μ’ αρέσει να ακούω σπίτι μου είναι αυτή η οποία έχει ένα βάρος, έναν προβληματισμό. Και θέλω και αυτή που κάνω να είναι έτσι. Κατάλαβες; Δεν με ενδιαφέρει ως άνθρωπο να κάνω κάτι ανάλαφρο. 

Η φτώχεια δηλαδή, η ανεργία, η μικροπαραβατικότητα… 

Ξεκίνησα να γράφω κομμάτια ως Τζαμάλ, μόνος μου δηλαδή, το 2013. Θυμάσαι τι γινόταν τότε στην Ελλάδα; Οι άνθρωποι περίμεναν να πάει 3 η ώρα για να πάρουν τα ψαροκόκκαλα ή τα κόκκαλα του κοτόπουλου που πετούσαν στις λαϊκές. 

Εντάξει και οι παρέες μας είναι λίγο περιθωριακές, πάντα ήταν. Εξ ου και το «με όποιον αράζω έχουν όλοι δικαστήρια», γιατί κάποια στιγμή ήμασταν στη Χαλκιδική και κάναμε μπάνιο με κάτι παιδιά τέλος πάντων -οπαδοί οι περισσότεροι- και έλεγε ο ένας «να πάμε Βιέννη», έλεγε ο άλλος «δεν μπορώ ρε μαλάκα έχω απαγόρευση». «Πωω, έλεγε ένας τρίτος, έχω κι εγώ το δικαστήριο», πεταγόταν ένας άλλος «α, ο δικηγόρος με είπε»… Και λέω «τι γίνεται ρε μαλάκα, είμαστε 7-8 άτομα εδώ και όλοι μιλάνε για τα δικαστήριά τους. Όλοι δικαστήρια έχετε ρε πούστη;».

Εσύ είχες;

Εγώ δεν είχα δικαστήριο… Τότε (σ.σ. λέει σχεδόν συνωμοτικά).

Οπότε ο λόγος που γράφω για αυτά τα θέματα είναι γιατί αυτά είναι τα ενδιαφέροντά μου, αυτά απασχολούν το κεφάλι μου, αυτά γράφω. Κάνω, βέβαια, και χαβαλέ στην καθημερινότητά μου.

Ήθελα να σε ρωτήσω και για το χειρότερο περιστατικό αστυνομικής βίας που έχεις δει. 

Νομίζω τέτοιες σκηνές έχουν δει όλα τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε μεγάλη πόλη. Τα περιστατικά αστυνομικής βίας που έχουν πιαστεί σε βίντεο και έχουν γίνει διάσημα όπως αυτό με τον Αυγουστίνο Δημητρίου στη ζαρντινιέρα, είναι σταγόνα στον ωκεανό μπροστά σε αυτά που πραγματικά γίνονται. Έχω δει σε πορείες εξίσου σκληρά και μπορεί και χειρότερα, αλλά επειδή δεν γράφτηκαν σε βίντεο δεν είναι γνωστά. Όταν ο μπάτσος ξέρει ότι δεν υπάρχουν κάμερες, δεν τον νοιάζει τίποτα φίλε… Σε βάζει κάτω και σε ισοπεδώνει. 

Έχεις πολλούς στίχους για την αστυνομία αλλά πέρα από συνθήματα έχεις κι ένα άλλο που λες «Βασανιστές με χακί ή μ’ όποια άλλη στολή, της εργατικής τάξης η πιο μεγάλη ντροπή».

Αυτά για τους μπάτσους και οι αναφορές που έχω είναι στον πρώτο δίσκο. Αν έχεις παρατηρήσει στον δεύτερο δεν λέω τίποτα. 

Όσο πιο μικρός είσαι τόσο πιο πολύ βράζει το αίμα σου. Εγώ τον πρώτο δίσκο τον έγραψα στα 31 και επειδή δεν είχα εκφραστεί ποτέ 100% με τον τρόπο που ακριβώς ήθελα, ήθελα να τα πω. Για αυτό έχει τόσο πολύ acab-ιλίκι, αυτός ο δίσκος.

Ξέρω πως δουλεύουν τα πράγματα, δεν είμαι ο κλασικός “ααα μπάτσοι μουνιά”, όμως η αστυνομία είναι η μεγαλύτερη ντροπή της εργατικής τάξης. Απ’ την άλλη ξέρω ότι είναι ένα κομμάτι της κοινωνίας και της πραγματικότητάς μας, δεν τη γουστάρω εννοείται, δεν γουστάρω τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται, δεν γουστάρω βασικά ούτε την έννοιά της. Θα ήθελα ας πούμε να μην υπάρχει καν, δεν μ’ αρέσει αυτή η απόλυτη εξουσία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο επειδή είναι μπάτσος ο ένας και πολίτης ο άλλος. Αλλά OK, έχω μάθει να ζω με αυτό. 

Έχεις έναν στίχο που λες «Λένε πως αν το ονειρευτείς τότε μπορείς να το κάνεις, το πιο όμορφο τους άλλοθι μέχρις ότου πεθάνεις». Αυτό δεν είναι το κλασικό όνειρο που πουλάει ο καπιταλισμός;

Ναι, ‘ντάξει του καπιταλισμού η διαφήμιση είναι αυτό αλλά έχει κι αλλού εφαρμογή. Υπάρχουν όντως κάποιες ιστορίες επιτυχίας ανθρώπων, τις οποίες τις παρουσιάζουνε με τρόπο συγκινητικό και σαν το τέλος μίας φοβερής χολιγουντιανής ταινίας, χωρίς να μας λένε όμως από ποια αφετηρία ξεκίνησαν. Δηλαδή στο ότι κάποιος ξεκίνησε από το να κάνει γραφιστικά στο υπόγειό του και κατέληξε να έχει μία πολυεθνική και να βγάζει εκατομμύρια, δεν πιστεύω ότι μαθαίνουμε όλο το στόρι. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό ο καθένας όπως πλασάρουνε. 

Λέει ο άλλος είναι αυτοδημιούργητος. Ξεκίνησε, σπούδασε, έκανε… Ναι, αλλά πώς σπούδασε ρε φίλε; Είχε λεφτά ο μπαμπάς του να τον σπουδάσει; Είχε. Άρα δεν ξεκινάμε απ’ την ίδια αφετηρία. 

Ή αν είχε μεγαλώσει σε μια γειτονιά όπου δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι και αναγκαζόταν να δουλέψει από μικρό παιδί και έμπλεκε, θα μπορούσε να το κάνει αυτό το πράγμα;

Για να τα καταφέρεις όλα αυτά όπως εσείς διαφημίζετε πρέπει να μπεις μέσα στο σύστημα και να γαμήσεις και ανθρώπους. Κανείς απ’ αυτούς που έχει κάνει αυτά τα επιτεύγματα δεν τα έκανε τίμια. Υπάρχουν τόσα εμπόδια στη ζωή ενός ανθρώπου που καταντάει ψεύτικο αυτό το if you dream it, you can do it. 

Γι’ αυτό δείχνεις και μια μεγάλη κατανόηση μέσα απ’ τους στίχους σου σε αυτούς που κάνουν μικρές παραβάσεις και μικροεγκλήματα;

Κοίταξε αν παρατηρήσεις το ύφος με το οποίο συνήθως γράφω για αυτά τα πράγματα δεν είναι ούτε επιδοκιμαστικό ούτε επικριτικό. Τίποτα απ’ τα δύο, είναι στη μέση. Είναι απλά μία περιγραφή της πραγματικότητας που έχω δει μεγαλώνοντας. 

Δεν στο παίζω ιστορία, ούτε μεγάλωσα στο γκέτο ούτε στον Δενδροπόταμο. Μεγάλωσα σε μία κανονική γειτονιά, ωραία; Σ’ αυτήν την κανονική γειτονιά υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι ήταν ζορισμένοι -όπως και η δική μου οικογένεια- παρόλο που ήταν το ΠΑΣΟΚ και η δεκαετία του ‘90.

Και μπορεί εγώ να μην πολυέκλεβα όταν ήμουνα μικρός αλλά οι φίλοι μου, τα παιδιά απ’ τη γειτονιά, κλέβανε, τι να κάνουμε; Ήταν δηλαδή νορμάλ. Μετά στα 15-16 άρχισαν να κάνουν ψιλονταλαβεράκια. Να παίρνουν μαύρο, να δίνουν μαύρο… Κατάλαβες;  

Εντάξει, δεν μιλάω τώρα εγώ για έναν που θα γίνει το πρώτο κουμάντο στο εμπόριο ή που θα δίνει πρέζα με τους τόνους, εκεί OK, υπάρχει και μια ηθική. Αλλά τώρα ο άλλος που θέλει να βοηθήσει τη μάνα του να πληρώσουν τα νοίκια και θα κάνει δυο νταλαβέρια, είναι άλλο.

Απλά δείχνεις μια συμπάθεια στους μικροπαραβάτες γιατί καταλαβαίνεις ότι έχουν ανάγκη, δεν κλέβουν για να πάνε διακοπές στο Μαϊάμι. 

Έχω μια κατανόηση και έχω μία οικειότητα μ’ αυτούς γιατί τους βλέπω πάρα πολλά χρόνια. Ζω ανάμεσά τους, να στο πω έτσι. Και απλά περιγράφω τι συμβαίνει. Αν ακούσεις στίχο προς στίχο δεν εκφέρω άποψη. Επειδή λέω ό,τι γίνεται, τι σημαίνει; Ότι το επιδοκιμάζω κιόλας; Ή ότι προτρέπω κάποιον να το κάνει;

Και στην τελική να σου πω κάτι; Για μένα είναι όχι μόνο ανεδαφικό αυτό το πράγμα που λένε ότι μπορεί να επηρεάσεις έτσι κάποιον, αλλά βγάζει και κάτι το οποίο είναι απαγορευτικό για τη μουσική. Ποιο είναι αυτό; Η ανελευθερία του καλλιτέχνη να πει ό, τι γουστάρει. Δηλαδή το άλφα και το ωμέγα ενός καλλιτέχνη όταν γράφει στίχο και βγάζει μια δουλειά του προς τα έξω, είναι να είναι ελεύθερος. Γι’ αυτό αγαπάμε τη μουσική, γιατί δεν έχει όρια. Θα του πεις εσύ τι θα πει; Κατ’ αυτόν τον τρόπο όλοι οι καλλιτέχνες θα ήταν βιομηχανοποιημένοι και θα ‘ταν μέσα από μία νόρμα. Δεν κατάλαβα δηλαδή, δεν μπορεί ένας καλλιτέχνης να είναι αιχμηρός; 

«Μικρός έκανα πολλές θυσίες για την ομάδα. Είχα δικαστήρια, κινδύνεψα, έβαλα σε μπελάδες την οικογένειά μου, τραυματίστηκα άσχημα, και όλα αυτά στο μυαλό μου τα δικαιολογούσα με το ότι πάμε να κάνουμε τον ΠΑΟΚ μεγαλύτερο. Τώρα τα βλέπω διαφορετικά».

Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον καλλιτέχνη που να έχει τόσες αναφορές στον Σιδηρόπουλο. Εκτός απ’ τη μουσική, μήπως σε τραβάει και η στάση του ως καλλιτέχνη; Νομίζω είχε λίγο και από τη δική σας ηθική,  για παράδειγμα έμεινε πιστός σε αυτό που εκπροσωπούσε.  

Όχι ακριβώς. Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα με κάποιον που ξεπουλιέται ή μάλλον που πουλάει όχι που ξεπουλιέται, γιατί αυτό έχει μία έννοια ευτελιστική. Δεν έχω πρόβλημα με τα παιδιά που κάνουνε ραπ ή οτιδήποτε άλλο και πηγαίνουν στα κανάλια. 

Ο άλλος θέλει να βγάλει λεφτά και να γίνει διάσημος, γιατί γεμίζει η ψυχούλα του μ’ αυτό το πράγμα. Καλά κάνει. Εγώ εκεί που έχω πρόβλημα είναι όταν ο άλλος με το αφήγημά του στη μουσική λέει κάτι συγκεκριμένο και στην καθημερινότητά του κάνει κάτι άλλο.

Αν κάποιος λέει ότι είναι αντιρατσιστής και στην καθημερινότητά του είναι ρατσιστής, έχω πρόβλημα. Αν όμως λέει στη μουσική του ότι είναι ρατσιστής και είναι ρατσιστής, έχω και πάλι πρόβλημα 100% επειδή είναι ρατσιστής αλλά δεν θα τον κατηγορήσω για ανακολουθία, κατάλαβες; Αυτό λέει, αυτό κάνει. Γαμιέται, βέβαια (σ.σ. γέλια) αλλά τουλάχιστον σ’ αυτό είναι γνήσιος ρε παιδί μου. 

Όλον αυτόν τον πρόλογο στον έκανα για τον Σιδηρόπουλο. Δεν του έχω κάποια ιδιαίτερη αγάπη επειδή δεν ξεπουλήθηκε. Δεν νομίζω να είχε και πολλές προτάσεις για να ξεπουληθεί ή πουληθεί. Στο κάτω κάτω αναγνωρίστηκε κυρίως μετά τον θάνατό του. Το τελευταίο live που έκανε στο Ροντέο το ‘89 είχε 250 άτομα. 

Έχεις πάει στο Ροντέο;

Έχω παίξει κιόλας εκεί με τους ΒηταΠεις το 2005.

Η αγάπη που του έχω είναι θέμα χημείας. Πώς είναι θέμα χημείας μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας ή δύο φίλων; Έτσι είναι και θέμα χημείας μεταξύ καλλιτέχνη και ακροατή. 

Και το έχω μαζί του γιατί έλεγε πράγματα ακόμα και με τον τρόπο που αφηγούνταν, που ηχογραφούσε. Ειδικά στον τελευταίο δίσκο στο Χωρίς Μακιγιάζ, μπορείς τα ίδια τραγούδια με τους ίδιους στίχους να τα πεις με διαφορετικό τρόπο. Βγάζει πάρα πολύ συναίσθημα, πάρα πολύ καλώς εννοούμενη μαγκιά και πολύ αντισυστημικότητα χωρίς να διεκδικεί όμως τις δάφνες του επαναστάτη. 

Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω έχω επηρεαστεί και στον τρόπο που γράφω. Περιγράφει σαν να λέει «μάγκες, εγώ είμαι ο Παύλος, ξέρω ακριβώς το σύστημά σας και πώς δουλεύει, το περιγράφω, αλλά απέχω. Ούτε θα μπω μπροστά για να το καταρρίψω γιατί δεν με νοιάζουν οι δάφνες του επαναστάτη, ούτε όμως είμαι βλάκας που δεν καταλαβαίνει τι γίνεται». 

Δεν νιώθεις λίγο ότι είστε οι φυσικοί συνεχιστές του Σιδηρόπουλου, του ροκ του ‘90 ή ακόμα και της punk σκηνής του ‘80;

Τον ίδιο παραλληλισμό τον έχουν κάνει και με το ρεμπέτικο και OK, τον ακούω, γιατί στο κάτω κάτω και το ρεμπέτικο και το ελληνικό punk και αυτό που κάνουμε εμείς, έχει μέσα του πολύ περιθώριο και όλα τα περιφερειακά του. Δεν είναι αστικό από άποψη κοινωνικών τάξεων, είναι αστικό από άποψη χωροταξική, πολεοδομική. Υπάρχουν και κάποια άλλα κοινά, είναι για παράδειγμα αντισυστημικό.

Αλλά δεν μπορώ να σου απαντήσω «ναι», και να σου πω «εμείς είμαστε οι συνεχιστές του ροκ της δεκαετίας του ‘90».

Εγώ ακούω και πάρα πολύ ρεμπέτικο. Μπορεί να μην το άκουγα ως έφηβος αλλά τότε μου μπήκαν οι πρώτες πρίζες γιατί δούλευα στο καφενείο του πατέρα μου και εκεί ήταν όλοι εξηντάρηδες και ακούγανε Μάρκο, Παπαϊωάννου κλπ…. «Άκου εδώ τι λέει εδώ ο Μάρκος στον καλόγερο», μου ‘λεγε ο γέρος μου. Άκουγα αλλά δεν πολυκαταλάβαινα. Μετά μεγαλώνοντας το αγάπησα. 

Ποιοι είναι άλλοι αγαπημένοι; Ο Μπάτης; Ο Δελιάς; 

Και ο Μπάτης μ’ αρέσει, ο Δελιάς δεν πρόλαβε να κάνει και πολλά, πέθανε γρήγορα. Και Τσιτσάνη ακούω… Υπάρχουν πάρα πολλοί ρεμπέτες. Και όσο ψάχνεις τόσο βρίσκεις φίλε. Και υπάρχουν και πάρα πολλοί οι οποίοι έβγαλαν φοβερά ρεμπέτικα που είναι άγνωστα γιατί ήταν ρεμπέτες που μεταναστεύσανε. Έχει για παράδειγμα τραγούδια που γράφτηκαν στη Νέα Υόρκη και στην Πενσυλβάνια το 1927, το 1929, ελληνικό ρεμπέτικο κανονικό, σωστό. Αλητεία. 

Γενικά το ρεμπέτικο είναι πολύ πιο μεγάλο από μας ή το ελληνικό ροκ.

Μου ‘πες για ένα καφενείο. Εγώ νόμιζα ότι είχατε ψιλικατζίδικο. 

Από τα 13 μου μέχρι τα 18 μου οι γονείς μου είχαν καφενείο στο Φάληρο. Τα εφηβικά χρόνια τα έβγαλα μέσα στο καφενείο, να ακούω γέρους να μου δίνουν συμβουλές.

Χαρτιά έπαιζαν;

Χαρτιά φουλ. Πρέφα, μπιρίμπα, Θανάση, τέτοια… την ημέρα. Κάποια σαββατόβραδα μαζευόμασταν, εγώ έκανα τον τσιλιαδόρο. «Ηλία θα είσαι έξω αν περάσει κανά περιπολικό, κανάς περίεργος, θα μπεις μέσα κατευθείαν να μαζέψουμε τα χαρτιά και τα λεφτά». Και παίζανε 21. Καμιά φορά παίζανε και χοντρή πόκα. Μετά είχαμε βάλει και φρουτάκια, όχι πολλά, 5-6 μηχανήματα δηλαδή. Υπήρχε πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα εκεί μέσα. 

Μέσα σε καφενείο μεγάλωσα. Σχολείο κανονικό. Έχω ατάκες που μου έχουν πει μεγάλοι που δεν τις ξεχνάω ποτέ. 

Ταυτίστηκα λίγο περισσότερο με τον δεύτερο δίσκο γιατί έχεις συχνές αναφορές στην ηλικία. 

Είναι πιο ενήλικος δίσκος.

Έχεις και αυτόν τον στίχο «τον πούστη τον καιρό δεν χαρίζεται σε κανέναν», βλέπω και που ασπρίζω και λέω κοίτα να δεις, θα μας διαλύσει την ψυχολογία.

Και συ τι τον ακούς, βάλε κάτι άλλο… (σ.σ. γελάμε δυνατά). 

Οπότε λέω κι εσύ θα το έχεις πάρει λίγο άσχημα που μεγαλώνουμε. Έχει αρχίσει να σε αγχώνει ο χρόνος; 

Με αυτό το θέμα είμαι με τις περιόδους μου. Τώρα για παράδειγμα δεν έχω θέμα, είμαι μια χαρά. Όταν πλένομαι το πρωί στον καθρέφτη και βλέπω τα μούτρα μου λέω «ωραίος, φράπα είσαι. Να πατήσουμε και ένα ξύρισμα…». 

Μου βγήκε έτσι όταν έγραφα αυτόν τον δίσκο γιατί ήταν πολύ μαύρη εκείνη η περίοδος και με επηρέασε σε όλα. Ας πούμε τώρα τα μούτρα μου δεν είναι λιγότερο γερασμένα από ό, τι ήταν τότε που έγραφα τον δίσκο. Ίσα-ίσα έχει περάσει κι ενάμισης χρόνος, στην καλύτερη να είναι το ίδιο. Τότε μου φαινόταν έτσι γιατί ήμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση.

Το παρατηρώ πάντως όταν βλέπω φωτογραφίες απ’ τα 30 μου ή τα 28 μου. Υπάρχει διαφορά. 

Στο υπενθυμίζουν και οι γύρω σου ότι μεγαλώνεις; 

Όχι. Ούτε με πιέζει κανείς για οικογένεια, παιδιά κλπ, αλλά κάποιες σκέψεις σου έρχονται όταν βλέπεις ανθρώπους γύρω σου να παντρεύονται. 

Όπως ο Ζήνων; Στο κομμάτι που λες «παντρεύουμε στη Νάξο και ούτε ένας απών» τον δικό του γάμο δεν εννοείς; 

Ναι, μιλάω για εκείνο το τρελό πενθήμερο του γάμου του.

Πήγαμε στη Νάξο καμιά εικοσαριά παιδικοί φίλοι, μάλιστα ο ένας ζει πλέον στη Γερμανία και επειδή δεν ήταν άνετα οικονομικά, του είπαμε «σου κάνουμε εμείς τα εισιτήρια να ‘ρθεις μόνο για το γάμο» και ήρθε.

Και την άλλη μέρα με το που επιστρέψατε, παίξατε εδώ live;

Όχι εδώ, στην Αθήνα. Ο Ζήνων παντρευόταν 5 Σεπτεμβρίου και στις 6 είχαμε live εγώ, ο ΛΕΞ και ο Μικρός Κλέφτης. Και οι τρεις φύγαμε την επόμενη μέρα μετά τον γάμο. Καταλαβαίνεις βέβαια πώς ήμασταν μετά τη νύχτα του γάμου. Το πλοίο έφευγε 12 η ώρα και 12 παρά 20 με ξύπνησε ο ΣΑΝΤΑΜ, που μέναμε στο ίδιο δωμάτιο. 

Γιατί περνούσαμε καλά ρε παιδί μου. Δεν είναι ότι κάναμε κάτι έξαλλο, ήμασταν μεγάλοι στο κάτω-κάτω, δεν ήμασταν 22 χρονών να κρεμόμαστε απ’ τα ταβάνια, αλλά ήμασταν έτσι ωραία πάλι όλοι μαζί, ξέγνοιαστα, όπως τότε πιτσιρικάδες. 

Τρομοκρατούσαμε και άθελα μας λίγο τους υπόλοιπους στην πισίνα με το ότι φωνάζαμε. Θυμάμαι κάτι Γάλλοι μας έλεγαν “please quiet’ (σ.σ. μιμείται ψιθυριστά τη φωνή τους) και ένας δικός μας τους έλεγε “ΡΕ ΓΑΜΟ ΡΕ, WE HAVE MARRIAGE. YOU KNOW GREEK MARRIAGE?” και γελούσαμε.

«Γουστάρω και στηρίζω την αυτοοργάνωση. Όταν μια συλλογικότητα είναι αυτοοργανωμένη δεν μπορώ να τους κατηγορήσω, δεν βλέπω κίνητρο γιατί να θέλουν να κοροϊδέψουν τον κόσμο».

Με αφορμή αυτόν τον φίλο σου από Γερμανία, γενικά μιλάς πολύ συχνά για τη μετανάστευση στα τραγούδια σου. Έχεις πολλούς φίλους έξω;

Πάρα πολλούς όχι, αλλά έχω δύο πολύ καλούς φίλους που έφυγαν από την Ελλάδα. 

Κι έχουμε και φίλους που μετακόμισαν εδώ σε άλλες πόλεις, που τους βλέπουμε πλέον σπάνια. Είναι ένα παραπροϊόν της κρίσης που περνάμε ακόμα. Νομίζω ότι ο λόγος που ο κόσμος ταυτίστηκε και του άρεσαν αυτές οι αναφορές είναι γιατί λίγο πολύ όλες οι παρέες έχουν έστω κάποιον ο οποίος έχει φύγει.

Μάς λείπουνε οι φίλοι μας. 

Όταν κάποιος φίλος σου αναγνωρίζει τον εαυτό του μέσα στα κομμάτια σου, τι σου λέει;

Ε, την πρώτη φορά που θα το ακούσουμε παρέα θα κοιταχτούμε στα μάτια και θα χαμογελάσουμε. Γουστάρουμε. 

Πριν έρθω, σε μια κουβέντα στο τηλέφωνο μου είπες ότι η μεγάλη σου αποκάλυψη, το μεγάλο κόλλημα ήταν οι ΖΝ.

Κοίταξε οι ΖΝ δεν είναι το πρώτο που άκουσα και είπα «α, γουστάρω είμαι ραπάς πλέον». Από ραπ άκουσα πρώτα Active Member, μετά άκουσα FFC και TXC -τους είχα στην ίδια κασέτα-, και τον επόμενο χρόνο, το ‘98, άκουσα Ζωντανούς Νεκρούς. Μας έδειξαν ότι το ραπ μπορεί να είναι κάτι τελείως διαφορετικό από ό,τι μας έκαναν να φανταστούμε οι πρώτοι τρεις, μάλλον επειδή την κωλοπαιδαρία την είχαμε μέσα μας από μικρά παιδιά.

Δηλαδή όταν έλεγαν για ληστείες και τέτοια, λέγαμε «μαλάκα, κοίτα τι γίνεται στην Αθήνα», την είχαμε για Σικάγο. Γουστάραμε. Μιλούσαν και για φυλακές…

Οι ΖΝ ήταν φοβεροί γιατί έφεραν στην Ελλάδα το ραπ του δρόμου. Με τις υπερβολές τους βέβαια, το έκαναν λίγο αμερικάνικο, αλλά τουλάχιστον ήταν του δρόμου και μου ταίριαζε γιατί οι δικές μου εμπειρίες μεγαλώνοντας ήταν να βλέπω να γίνονται όλο μαλακίες γύρω μου, να στο πω έτσι σχηματικά. 

Αργότερα όταν γνώρισες τον Τάκη Τσαν, του είπες πόσο τον γούσταρες πιτσιρικάς;

Δεν του το είπα, όχι.

Γιατί;

Ε, δεν ξέρω, να πιάσω τώρα τον άλλον και να του πω «φίλε, είσαι φοβερός»; Όταν ήμουν 15 χρονών το 1999 είχα πάει σε live των TXC και είχα δει κάποια στιγμή τον Αρτέμη να περνάει από μπροστά μου και σαν παιδάκι ενθουσιασμένος του δίνω το χέρι και του λέω «μπράβο φίλε, γαμάτε, μην τα παρατήσετε ποτέ»… Ντάξει αυτό το κάνεις όταν είσαι παιδάκι. Τον Τάκη τον γνώρισα 25 χρονών. Του είπα σε συζητήσεις, όταν πήγε το θέμα ότι «ξες, και εμείς με σας μεγαλώσαμε» αλλά και ο Johnny Cash αν ζούσε και να ερχόταν, θα του έλεγα «γεια σου Johnny, Ηλίας, χάρηκα». Μπορεί να του έλεγα και «η μουσική σου είναι φανταστική, είσαι μεγάλος μάγκας». Μέχρι εκεί. Δεν θα πρήξω μπάλες.

Το 2016 θα έπαιζες σε ένα live στην Ξάνθη όπου τα έσοδα θα πήγαιναν σε δομή φιλοξενίας προσφύγων. Το ακύρωσες τελικά, λέγοντας «δεν θέλω απολύτως καμία σχέση με σιχάματα κομματικής νεολαίας». 

Μάς είχαν ζητήσει κάποια παιδιά να κάνουμε μία συναυλία φιλανθρωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να στηριχτούν οικονομικά οι πρόσφυγες που ζούσαν σε ένα camp στην Καβάλα. Ο ΛΕΞ, ο Ζήνων, ο Μικρός Κλέφτης κι εγώ, ακούσαμε τον σκοπό και δεχτήκαμε. 

Όταν έβαλα όμως στο ίντερνετ αυτήν την ανακοίνωση με το όνομα της οργάνωσης τους, μου έστειλαν μηνύματα κάτι παιδιά από το Πολυτεχνείο της Ξάνθης ότι αυτοί είναι ουσιαστικά παρακλάδι της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ. Το έψαξα και όντως ίσχυε. Δεν μου το ‘χαν πει όταν με προσέγγισαν, ενώ για παράδειγμα όταν ένας άνθρωπος με πλησίασε για να παίξω στο φεστιβάλ της νεολαίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αρνήθηκα επειδή ήταν κομματικό, μου είπε ποιοι είναι και τι κάνουν. Αυτοί εδώ όμως δεν μου το ‘παν.

Δηλαδή ακόμα και αν -θεωρητικά πάντα- συμφωνούμε κάπως στο ιδεολογικό υπόβαθρο, απ’ τη στιγμή που είναι κάτι κομματικό και άρα μπαίνει στη διαδικασία να αφομοιωθεί από το σύστημα και να κατέβει στις εκλογές ζητώντας την ψήφο του κόσμου, εγώ δεν θα το στηρίξω ποτέ. 

Θα μου πεις, αν το αναλύσουμε λίγο ακόμα «και πώς πιστεύεις ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος;». Εκεί εντάξει δεν έχω να σου πω και πολλά γιατί πιστεύω ότι δεν πρόκειται να αλλάξει.

Ακόμα και αυτές που είναι κοντά σε σένα δηλαδή; Γιατί να στο έλεγε η ΔΑΠ, το καταλαβαίνω. 

Δεν είναι ιδεολογικό το πρόβλημα μου. Εντάξει, με τη ΔΑΠ θα ήταν και ιδεολογικό. Μ’ αρέσει που υπάρχουν πυρήνες του κόσμου και οργάνωσης για διάφορα κοινωνικά θέματα, κι ας μην συμμετέχω εγώ. Ωραία; Όταν όμως ουσιαστικά χρηματοδοτείσαι και έχεις την ασπίδα ενός πολιτικού φορέα, δεν είσαι ελεύθερος, παίρνεις κατεύθυνση απ’ το κόμμα. Ε, δεν γουστάρω τις κατευθύνσεις απ’ τα κόμματα. Ακόμα και οι αριστεροί κομματικοί φορείς έχουν την ατζέντα τους. 

Εγώ γουστάρω και στηρίζω την αυτοοργάνωση. Όταν μια συλλογικότητα είναι αυτοοργανωμένη δεν μπορώ να τους κατηγορήσω, δεν βλέπω κίνητρο γιατί να θέλουν να κοροϊδέψουν τον κόσμο.

Έχεις αυτόν τον στίχο που λέει: «Χαρτζιλίκι από φασίστες, σπίτια στ’ όνομά τους, στα πιτσιρίκια πρόλογο, να φτιάξουν κι άλλους τσάτσους». 

Έβλεπα παιδιά που ήξερα από παλιά και που ήταν απολιτίκ, ξαφνικά να μου λένε τις παπαριές που έλεγε ο Κασιδιάρης.

«Ό,τι πιο αντεργατικό κι αντιλαϊκό μπορείς να κάνεις, είναι να είσαι εθνικιστής».

Άρα είχες συγκεκριμένο παράδειγμα στο μυαλό σου.

Τα χρόνια που ο ελληνικός λαός έφαγε αμάσητο το παραμύθι της αντισυστημικότητας της Χρυσής Αυγής, είχε τύχει να μιλάω με παιδιά, πολύ «επιστημονικά παραμυθιασμένα» για τον εθνικισμό, ο οποίος ουσιαστικά είναι ο γύψος του μυαλού του ανθρώπου. Ήταν παιδιά τα οποία ήξερα ότι είναι απαίδευτα πολιτικά, ότι δεν ξέρουν καν ιστορία, ότι αν τους ρωτήσεις τι έγινε στον εμφύλιο, δεν γνωρίζουν. Και καταλάβαινα ότι αυτό είναι προϊόν πλύσης εγκεφάλου. 

Προσπαθούσα, λοιπόν, να τους το καταρρίψω με επιχειρήματα, τα οποία όμως για να αντιληφθούν ότι είναι σωστά θα έπρεπε να ξέρουν και ιστορία. Δεν ξέρανε και νόμιζαν ότι λέω ψέματα. Τώρα, βέβαια, οι μισοί απ’ αυτούς την έχουν δει αντιφασίστες, δηλαδή go with the flow. 

Πόσοι σημερινοί αντιφασίστες πιστεύεις ότι το 2012, ακόμα και αν δεν τους ψηφίσανε, ήταν φίλα προσκείμενοι ή στις παρέες τους λέγανε «τουλάχιστον αυτοί είναι κατά του συστήματος. Πηγαίνουν κόντρα σε όλα»; 

Το πιο μεγάλο φίδι από τα επιχειρήματα ήταν ότι «εμείς είμαστε αντισυστημικοί, άσχετα με αριστερά και δεξιά. Εμείς είμαστε με την Ελλάδα και τον λαό». 

Κι όμως η προπαγάνδα πέρασε κυρίως στις λαϊκές γειτονιές, όπως εδώ στα δυτικά. 

Πλασαρίστηκαν ως κάτι δεξιό εργατικό. Εδώ χρειάζεται να ξέρεις λίγη ιστορία για να καταλάβεις ότι αυτό καταλήγει εν τέλει σε αιματοχυσίες μεταξύ των λαών. Ό,τι πιο αντεργατικό κι αντιλαϊκό μπορείς να κάνεις, είναι να είσαι εθνικιστής, γιατί θα καταλήξεις να σκοτώνεις τα παιδιά του κόσμου -και του κόσμου εδώ και του κόσμου στην Τουρκία, για παράδειγμα. Ποιον εξυπηρετεί αυτό; Τον λαό; Όχι. Του λαού πεθαίνουν τα παιδιά. 

Και κάτι τελευταίο. Ποια ήταν τα χρόνια που πέρασες περισσότερο κολλημένος με τον ΠΑΟΚ;

Πρέπει να ήταν απ’ τα 18 μου μέχρι τα 29 μου. Απ’ το 2002 μέχρι το 2013 περίπου. Υπήρχανε εποχές στις οποίες όταν έχανε ο ΠΑΟΚ εγώ δεν μιλιόμουνα. Τώρα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά (σ.σ. γελάει).

Έχεις ωριμάσει δηλαδή κάπως τώρα.

Ωριμάζεις και απ’ τα γεγονότα. Γιατί μερικές φορές βλέπεις και πράγματα που δεν τα περιμένεις κιόλας, πέφτεις απ’ τα σύννεφα. Και στη ζωή μου γενικά και στα οπαδικά έχω δει πολλά τέτοια. 

Όταν ήμουν μικρός έκανα πάρα πολλές θυσίες για την ομάδα. Είχα δικαστήρια, κινδύνεψα, έβαλα σε μπελάδες την οικογένειά μου, τραυματίστηκα άσχημα, και όλα αυτά στο μυαλό μου τα δικαιολογούσα με το ότι πάμε να κάνουμε τον ΠΑΟΚ μεγαλύτερο. Φυσικά με τα χρόνια κατάλαβα ότι μόνο οι οπαδοί σκέφτονται έτσι, κανένας άλλος, και τώρα τα βλέπω διαφορετικά. Θα πάω στον σύνδεσμο στο ιστορικό χαμηλοτάβανο, θα δω ένα ματς, θα κάνω χαβαλέ αλλά μετά θα γυρίσω σπίτι μου.

Άλλο τα 22, άλλο τα 36.