Eurokinissi
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Τζιμάκος και ξερό ψωμί…

Θυμόμαστε τον αποχαιρετισμό του Θανάση Κρεκούκια στον Τζίμη Πανούση με αφορμή τα τρία χρόνια από το θάνατο του Τζιμάκου.

Αν το να είναι κάποιος επαναστάτης σημαίνει ότι ανατρέπει την τάξη των πραγμάτων, τότε ο Τζίμης Πανούσης υπήρξε ένας επαναστάτης επειδή ανέτρεψε στην μεταφορική κυριολεξία, την πολιτική ορθότητα, τοποθετώντας μπροστά στο ακροατήριό του έναν καμβά όπου τα στοιχεία της σύνθεσης δεν ήταν ιεραρχημένα σύμφωνα με τις γνωστές διαστάσεις, αλλά ‘πεταμένα’ άναρχα σε έναν ριζοσπαστικό πίνακα με άκρως πολιτικό περιεχόμενο, χωρίς όμως πλαίσια, όρια και κορνίζες. Αν με ρωτήσετε, θεωρώ ότι ο Τζιμάκος, πριν και πάνω απ’ όλα, ήταν ένας υπερευαίσθητος απείθαρχος περιπλανώμενος, με έναν καλλιτεχνικό κώδικα που δεν υπάκουσε ούτε στην αναγκαιότητα της – οποιασδήποτε – προοπτικής, ούτε φυσικά στις προσεκτικά δομημένες προκαταλήψεις των ‘μετριοπαθών’ και ‘νηφάλιων’, ενταγμένων στο σύστημα, υπάκουων οπαδών της – οποιασδήποτε – νομιμόμητας.

Ένας φωτισμένος, αλλά και αποφασισμένος προβοκάτορας, με μια ωμή, προσβλητική γλώσσα που αυτοσχεδιάζει σαρώνοντας τα πάντα και τους πάντες, ο Τζιμάκος σατιρίζει, κοροϊδεύει, παρωδεί, βρίζει, αλλά – το σημαντικότερο – προκαλεί μια ολόκληρη κοινωνία να στηθεί μπροστά στον καθρέφτη και να ‘μετρηθεί’ με την πικρή αλήθεια. Είναι γεγονός ότι σε αυτές τις σχεδόν τέσσερις δεκαετίες που στάθηκε απέναντί μας, η εύκολη λύση ήταν τα γέλια, ο χαβαλές, η αποφυγή μέσω μιας αυτάρεσκης ειρωνείας των στίχων και των λόγων του, της δυσκολίας να κατανοήσουμε σε βάθος τα δικά του μηνύματα, απενοχοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τους εαυτούς μας και ορίζοντας – οπωσδήποτε φοβισμένοι και αμήχανοι – με την δική μας δειλή ερμηνεία, την απλότητα, την ειλικρίνεια, τη δύναμη και τη διαύγεια του πιο έξαλλου ταραχοποιού που γνώρισε ποτέ η ελληνική μουσική σκηνή.

Ο Τζιμάκος υπήρξε ο δημιουργός και ο καταλύτης των Μουσικών Ταξιαρχιών. Ήδη από την πειρατική κασέτα του “Disco Tsoutsouni”, η επιθετική τους διάθεση ξεχωρίζει αμέσως χάρη στο προκλητικό πνεύμα, την πεντακάθαρη χυδαιολογία, το μαύρο χιούμορ και μια παρεξηγημένη κωμικότητα που παρασύρει όμως όλο και μεγαλύτερο κοινό να τους ακούσει είτε στα κασετόφωνα, είτε στις ζωντανές εμφανίσεις του “Skylab”, της “Λήδρας” και του “Κύτταρου”. Οι συνθέσεις και οι στίχοι των τραγουδιών είναι γεμάτοι από θεατρική, πολιτική και κοινωνική διάσταση, στοιχεία που καθορίζουν τον τρόπο της μουσικής του παρέμβασης και την οποία ο Πανούσης δεν θα εγκαταλείψει σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Πλαισιωμένος από μια εκπληκτική τετράδα μουσικών (Πάζιος, Δρόλαπας, Δασκαλοθανάσης, Βέκιος), βάζει την προσωπική του σφραγίδα στην έννοια της ‘θεατρικότητας’, μέσα από ένα σχεδόν πρωτόγνωρο ηχητικό περιβάλλον για τα δεδομένα της εποχής.

Οι Ταξιαρχίες περνούν από γενεές δεκατέσσερις όλους τους ‘ύποπτους’ θεσμούς, καταδικάζουν την μιζέρια, φτύνουν την στρατευμένη τέχνη, αποδομούν τα κόμματα, περιφρονούν το κιτς και την show biz, παρεμβαίνουν σε ό,τι ενοχλεί την αισθητική τους, αντιστεκόμενοι στην αποβλάκωση από θεσμούς και συνήθειες. Τα πάντα συμβαίνουν όπως σε μια σκηνή θεάτρου, πάνω στην οποία ‘εμφανίζονται’ διαφορετικοί ‘χαρακτήρες’, οι οποίοι επιδίδονται σε μια ‘μάχη’ λέξεων, προκλήσεων και αντιδράσεων, που τις συνοδεύουν πολιτικά, σεξουαλικά, ακόμα και χυδαία υπονοούμενα, πλαισιωμένα από μουσικές αναζητήσεις, οι οποίες συχνά γοητεύουν τόσο για τη μελωδία τους (Ναγκασάκι, Ερωτικό, Ένα τραγούδι για το χειμώνα), όσο και για την στιλιστική ποικιλία, αφού έχουμε συνεχή ‘μοντάζ’ από διαφορετικές φόρμες, οι οποίες όμως πάντα χαρακτηρίζονται από μια ευφυή σαρκαστική διαύγεια, που στιγμή δεν σταματά να κυνηγάει τους αντιδραστικούς δαίμονες.

Τα αχαλίνωτα και ασεβή χάπενινγκ, από τότε μέχρι και σήμερα, είναι η απόδειξη της σημαντικής επιρροής που μπόρεσε να ασκήσει ο Τζιμάκος, πάντα αντισυμβατικός και ειλικρινής απέναντι στο κοινό του, το οποίο συγκινήθηκε – είναι η αλήθεια – από όσα άκουσε, αλλά αρνήθηκε να γίνει συνοδοιπόρος του, φοβούμενο ακριβώς την ευθύνη της συνέπειας και υπαναχωρώντας απέναντι στις φθηνές όσο και εύκολες επιλογές της αστικοποιημένης (υπο)κουλτούρας. Η ανέξοδη μετάλλαξη της θλιβερής επίγνωσης του δίκιου του Τζιμάκου στην αλυσίδα κάθε αλήθειας που βάραινε το θυμικό του ακροατή, σε μια ‘μηχανή’ γέλιου, πίσω από το οποίο μπόρεσε να οχυρωθεί η ίδια η αμηχανία και οι τύψεις της αναγνώρισης ότι “καλά τα λέει ο μάγκας”, απλώς ενέταξε τον καλλιτέχνη στην κατηγορία του “περιθωριακού”, θεωρώντας πως έτσι μπορούσε να δικαιολογήσει την αποχή από επικίνδυνα μονοπάτια, που σαφώς έρχονταν σε σύγκρουση με τον δήθεν καθωσπρεπισμό του Νεοέλληνα, που τόσο μοναδικά περιγράφεται στο ομώνυμο τραγούδι.

Ο Πανούσης δεν δίστασε ούτε μια στιγμή να περπατήσει σε αυτές τις ‘περίεργες’ ατραπούς, να συγκρουστεί με διάφορες αντιδραστικές και συντηρητικές ομάδες, να εκφράσει μέσα από τα μοναδικά του σόου την αντίθεσή του σε έννοιες πολλαπλά υπεύθυνες για την οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας, να σταθεί ατελείωτες φορές στο εδώλιο, όχι τόσο για να υπερασπιστεί τις απόψεις του, όσο για να χλευάσει τις λογικές της εκάστοτε ‘έδρας’, παρουσιάζοντας σε κάθε ευκαιρία την πραγματική μήτρα του σκηνικού του κόσμου, ως μια σύγχρονη ριζοσπαστική μετενσάρκωση του Αριστοφάνη και του Διογένη μαζί. Οι ‘βέβηλοι’ στίχοι του, τον μετέτρεψαν σε ναρκοθέτη και υποκινητή, διαλύοντας στερεότυπα και αντιστάσεις με τον πιο φυσικό και απελευθερωτικό τρόπο, με μια σχεδόν παιχνιδιάρικη περιφρόνηση απέναντι στην κρατική λογοκρισία, την οποία φρόντισε να ‘κατεδαφίσει’ μέσα από λέξεις και εκφράσεις της καθημερινότητας, τις οποίες έβαλε στα τραγούδια του με περισσή αυθάδεια, κρυφογελώντας πονηρά πίσω από τις κουίντες.

Ο Πανούσης κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του προσωπικό ύφος και μαζί και την δική του ‘μυθολογία’. Έβαλε από το ξεκίνημα της καριέρας του στοίχημα την περιπέτεια. Παρά τους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης της τέχνης, παρά τη διανοητική και κοινωνική τυποποίηση των προβλέψιμων ‘συνδυασμών’, κέρδισε τελικά το στοίχημα. Πολλοί θέλησαν να του ‘φορέσουν’ ζουρλομανδύα ή ακόμα και να τον χαρακτηρίσουν “μουσείο-μαυσωλείο” μιας παρωχημένης σάτιρας, όμως ο ίδιος υπερασπίστηκε στο ακέραιο την ‘εικαστική’ του ιδιαιτερότητα και την κράτησε στη ζωή μέσα από μια τέχνη απαλλαγμένη από κάθε κοινωνικό καταναγκασμό, μια τέχνη που αδιαφορούσε για την επιδοκιμασία και δεν ακολούθησε την πεπατημένη. Με μια ανεξάντλητη και πηγαία έμπνευση, έπλασε το δικό του περιβάλλον με υλικά που προκάλεσαν φθορά, αλλά και άντεξαν σε αυτή, ‘βεβηλώνοντας’ την ξύλινη γλώσσα όσων δήλωναν σοκαρισμένοι από τις βωμολοχίες του.

Ίσως να ήταν αυτός που περιέγραψε με τον πιο εύγλωττο τρόπο όλα τα άκρα της σύγχρονης Ελλάδας, χαστουκίζοντας κάθε φορμαλισμό που συνάντησε μπροστά του. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, ο Πανούσης υπήρξε ένας και μοναδικός στην εποχή του, μια από τις πιο ξεχωριστές ‘φωνές’ που άφησαν την ηχώ τους σε μια ‘πρόσωπο με πρόσωπο’ αναμέτρηση με την δήθεν ‘νομιμότητα’ και την δημαγωγική ‘εκτόνωση’ κάθε παραδοσιακής καπηλείας. Ένας από τους πιο ευαίσθητους “εκτός” της γενιάς του, εμπνευσμένος, ανεξάντλητος, αθυρόστομος, αιρετικός, αχαλίνωτα καταγγελτικός, ένας γλυκύτατος άνθρωπος για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά. Αυτός ήταν ο Τζιμάκος με το αστείρευτο χιούμορ, το αφοπλιστικό του χαμόγελο και το συνεχές ‘όραμα’ για ρήξη με το αδηφάγο κατεστημένο. Ένας πραγματικός καλλιτέχνης, πιστός στο απρόοπτο και το ένστικτο, με τη δύναμη στη φαντασία, εχθρός κάθε μορφής ελέγχου της μονοδιάστατης κοινωνίας. Και έτσι θα τον θυμόμαστε όσοι τον αγαπήσαμε…

Photo Credits: Eurokinissi / Κώστας Κατωμέρης & Χρήστος Κισατζεκιάν/ livephotographs.com