ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Βάσω Λασκαράκη, πώς βρέθηκες συνοδηγός σε ράλι αυτοκινήτων;

Η full time συνοδηγός σε ράλι κλασικών αυτοκινήτων και part time πρωταγωνίστρια στο Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη του Mega αποδεικνύει ότι το να μπορείς να γελάς με τον εαυτό σου είναι μια σπάνια και πολύτιμη αρετή.

Στην περίπτωση της Βάσως Λασκαράκη ισχύει πως ό,τι βλέπεις στην οθόνη, αυτό ακριβώς παίρνεις και στην πραγματική ζωή. Μια δυναμική, εκρηκτική, γεμάτη ζωτική ενέργεια γυναίκα, που μιλάει -και σκέφτεται- πιο γρήγορα από ότι ο Eminem ραπάρει.

«Όντως μιλάω πολύ γρήγορα. Πάντα, εκτός και αν κοιμάμαι. Θυμάμαι μια φορά στην Πολυκατοικία που είχαν βάλει μέχρι και στοίχημα για το αν έχω πει όντως τον μονόλογο τόσο γρήγορα ή αν παίζει σε fast forward».

Μια σύζυγο και αφοσιωμένη μητέρα που αγαπάει όσο τίποτα άλλο να φροντίζει την οικογένειά της.

«Αυτό για το οποίο συγχαίρω τον εαυτό μου είναι για το πως έχω χειριστεί, και πως συνεχίζω να χειρίζομαι, το διαζύγιο σε σχέση με το παιδί. Πιστεύω ότι, σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, η γυναικά είναι που κινεί τα νήματα για το πώς θα λειτουργήσουν τα πράγματα μετά το διαζύγιο, ειδικά όσον αφορά τις ισορροπίες».

Και, πάνω από όλα, μια πρωταγωνίστρια που δεν παίρνει τον εαυτό της, το πηγαίο ταλέντο της και τη διαχρονική δημοτικότητά της (βλέπε σχεδόν 800.000 followers στο Instagram) στα σοβαρά.

«Ασχολούμαι με τα social media, ως μέρος της δουλειάς, αλλά όχι εμμονικά. Αν και με πιάνουν διαστήματα όπου αυτοκριτικάρομαι επειδή με πνίγει η ματαιότητα των πραγμάτων. Έχει τύχει να μην είμαι εγώ καλά, να έχω ανοίξει το Instagram και να λέω “Ρε φίλε, τι ανεβάζουμε κάθε μέρα;” Tα βλέπω όλα αυτά και με κάνει να μη θέλω να ποστάρω τίποτα. Δίνω, υπό μια έννοια, φιλοσοφικά “χαστούκια” στον εαυτό μου».

Πάντοτε ο εαυτός της

 

Κάτι που, να το ξέρεις, δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ με τους κωμικούς ηθοποιούς. Όταν τους συναντάς από κοντά, αισθάνεσαι συνήθως να σου σφίγγει την καρδιά η θλίψη και ο υπαρξιακός πόνος μέσα από τον οποίο πηγάζει το on air χιούμορ τους.

Με τη Βάσω τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Είναι πάντοτε ο εαυτός της. Δεν προσποιείται. Δεν λέει ψέματα. Και, το τι αισθάνεται ανά πάσα στιγμή, «γράφει» στο σούπερ εκφραστικό πρόσωπό της. Εκείνο που θεωρώ ότι την αναδεικνύει στην καλύτερη κωμική ηθοποιό της γενιάς της καθώς καταφέρνει, αγκαζέ με την αμεσότητά και τη φυσικότητά της, να κλέβει την παράσταση ακόμη και όταν εκείνη δεν αρθρώνει λέξη.

«Μου αρέσει αυτό που λες γιατί θεωρώ πολύ σημαντικό για έναν ηθοποιό το reacting, το πώς δέχεται τη δράση που προκαλεί ο άλλος»

Και αυτή τη στιγμή, εδώ που καθόμαστε και τρώμε πάστες στον μικρό κήπο του κομψού -αλλά όχι κραυγαλέου- σπιτιού της στα βόρεια προάστια (όπου μετακόμισε μετά το διαζύγιό της, φέρνοντας να ζήσουν μαζί της και οι γονείς της από τη Θεσσαλονίκη), με την μικρή της κόρη να παίζει με τον παππού της (συν τα δυο σκυλιά και την pet χελώνα τους), την γαζώτρια μητέρα της να φτιάχνει κουρτίνες για το παιδικό δωμάτιο και τον γοητευτικό Κρητικό σύζυγό της να μαρσάρει δίπλα μας τον vintage Σκαραβαίο του 1973 (με τον οποίο κατεβαίνουν μαζί σε αγώνες κλασικών αυτοκινήτων), η Βάσω είναι φανερό ότι νοιώθει ευτυχισμένη και πλήρης.

«Έχω κερδίσει άπειρες διαγωνισμούς κουστουμιού ως παιδί σε καρναβάλια εξαιτίας των στολών που μου έραβε η μάνα μου. To ίδιο κάνει τώρα για την κόρη μου. Tι στολές μου έραβε; Από κλόουν και βασίλισσα της νύχτας μέχρι εξωγήινη την εποχή που δούλευα γκαρνταρόμπα σε bar. Σκέψου ότι όλες οι άλλες φόραγαν κάτι σέξι και εγώ ήμουν με ασημένια στολή και καλώδια στο κεφάλι. Καθόλου γυναίκα, σου λέω».

Ακόμη και αν βρίσκει αφορμή να «παραπονεθεί» ότι, εξαιτίας των μαγειρικών ικανοτήτων του συζύγου της (ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του μάγειρα-στην πραγματικότητά είναι βραβευμένος σεφ και food consultant σε ξενοδοχεία και εστιατόρια στην Κρήτη) έχουν όλοι οικογενειακώς πάρει κάποια παραπάνω κιλά.

«Στο πρώτο μας ραντεβού πήγαμε για παϊδάκια στο Χαλάνδρι. Αφού πρώτα τσακώθηκα με τον σερβιτόρο που μας είπε ότι παραγγείλαμε πολλά, απαντώντας του “Φέρτα, ανθρωπέ μου. Γιατί, μαζί θα τα φάμε;”, βλέπω τον Λευτέρη να πάει να πιάσει το μαχαιροπήρουνο. Δεν του λέω λέξη. Τα πιάνω με το χέρι.

Οπότε, όπως λέει ο ίδιος όταν αφηγείται την ιστορία, “Αφήνω το μαχαιροπήρουνο και σκέφτομαι Εντάξει, με αυτήν εδώ, δεν θα προλάβουμε να φάμε, θα μείνουμε νηστικοί”. Για αυτό και όταν κατεβήκαμε πρώτη φορά στην Κρήτη και όλοι του έλεγαν “πού την πας την κοπέλα μέσα στα αρνιά;”, εκείνος απαντούσε “Τι λέτε; Για τη Βάσω μιλάμε”»;.

«Το μόνο που δεν μας λείπει σε αυτό το σπίτι είναι το φαγητό. Η μητέρα μου φτιάχνει τα σπιτικά. Ο Λευτέρης φτιάχνει αυτά που μας παχαίνουν. Σκέψου ότι έχει μέχρι και μια τεράστια αντικριστιέρα για όποτε έχουμε παρέα. Αν και αυτό που του ζητάω να μου φτιάχνει είναι κυρίως σούπες. Εκείνος τις κάνει τέλειες και εγώ μπορώ να τις τρώω όλη μέρα, κάθε μέρα. Πλέον του έχω ζητήσει να μη μαγειρεύει άλλο γιατί σε λίγο θα αρχίσω να αγχώνομαι μην με σφάξουν το Πάσχα».

Ένα στιγμιότυπο οικογενειακής γαλήνης που, για κάποιο ανεξήγητο λόγο και παρόλο που δεν έχουμε γνωριστεί από κοντά ποτέ πριν, η Βάσω μου έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσω από πρώτο χέρι. Διαψεύδοντας τον Τολστόι που επιμένει να λέει ότι όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Γιατί αυτή η οικογένεια (αυτός είναι ο δεύτερος γάμος και των δυο, με τα παιδιά τους από τον πρώτο να βρίσκονται συχνά και να παίζουν μαζί) είναι ταυτόχρονα παραδοσιακή και λίγο Modern Family.

«Τι μου έμαθε το διαζύγιο μου; Ότι δεν τελειώνει η ζωή με αυτό. Ότι μια οικογένεια μπορεί να έχει διαφορετική μορφή και καλύτερο αποτέλεσμα στα παιδιά με το ζευγάρι να μην είναι πια μαζί. Προφανώς κανένα διαζύγιο δεν είναι στρωμένο με ροδοπέταλα. Τα πράγματα στην αρχή είναι πάντα δύσκολα, αλλά είναι στο χέρι σου να τα κάνεις εύκολα και να βρεις τη λύση».

Η επιστροφή στην καθαρόαιμη κωμωδία

Ένας ακόμη λόγος που έχει φέτος η Βάσω να χαμογελά είναι η επιστροφή της, 4 χρόνια μετά το ανεξήγητο τέλος του Το Σόι σου (και με ένα δραματικό διάλειμμα με το Έρωτας Μετά και το dramedy Σε ξένα χέρια) σε αυτό που αγαπά, την καθαρόαιμη κωμωδία.

«Ήθελα πολύ να κάνω ξανά μια καθαρόαιμη κωμωδία. Έφτασε η στιγμή που αισθάνθηκα έτοιμη να επιστρέψω. Γιατί, μετά το Το Σόι σου, ένιωθα την ανάγκη να κάνω μια στροφή 180 μοιρών και να μην εγκλωβιστώ σε ένα είδος. Επίσης θεώρησα ότι, αν πάω κατευθείαν να κάνω κάτι κωμικό, όπως μου είχαν προτείνει από άλλο κανάλι, θα καταλήξω να συναγωνίζομαι τον εαυτό μου στο Το σόι σου που θα παίζεται συνέχεια σε επαναλήψεις. Όπως δηλαδή και συνέβη».

Γιατί φέτος, με το Μαίρη Μαίρη Μαίρη, που προβάλλεται από το MEGA κάθε Παρασκευή στις 22.40, σε ένα ρόλο δυναμικής συζύγου και μητέρας που της ταιριάζει γάντι, η Βάσω κάνει ξανά αυτό που αγαπά.

«Είναι ένας χαρακτήρας, μια παντρεμένη γυναίκα και μητέρα γύρω στα 40, που μου αρέσει πάρα πολύ. Και ναι, μου είναι εύκολο να τον παίξω, παρότι εγώ στην πραγματικότητα δεν είμαι τόσο freak control όσο εκείνη που θέλει να τα προλαβαίνει όλα».

Για την ακρίβεια η Βάσω κάνει αυτό που αγαπά μαζί με ανθρώπους, τους δημιουργούς της σειράς Ρέππας-Παπαθανασίου, που εκτιμά.

«Με τον Μιχάλη και τον Θανάση δεν είναι μόνο επαγγελματική η σχέση μας. Κάνουμε παρέα, τρώμε μαζί, μιλάμε για διάφορα θέματα. Στο θέατρο έχουμε δουλέψει μαζί ήδη 3 φορές. Αν και η τελευταία, το 2014 στο Πριν το Χάραμα, ήταν δραματική εμπειρία για εμένα και συνολικά μια από τις χειρότερες χρονιές μου. Έκλεισα βλέπεις την παράσταση αφού γέννησα και σκεπτόμενη αφελώς ότι όλη μέρα θα είμαι σπίτι και το βράδυ, που θα πηγαίνω θέατρο, η κόρη μου θα κοιμάται. Και μετά έρχεται Το Σόι σου.

Οπότε, από εκεί που την είχα πάνω μου και την θήλαζα για 10 μήνες, έφευγα για να πάω να κάνω 10 ώρες γύρισμα και 5 ώρες πρόβα στο θέατρο. Επί 3 μήνες πήγαινα κλαίγοντας στο ένα, κλαίγοντας στο άλλο. Είχα παρακαλέσει μάλιστα τα παιδιά να με κάνουν αντικατάσταση. Από τότε δεν έχω ξανακάνει θέατρο, γιατί το ένα σίριαλ έφερε το άλλο. Οπότε το θέατρο παραμένει ένα κενό μέσα μου, μια στεναχώρια μεγάλη. Θέλω πολύ να κάνω, αλλά αυτά που μου προτείνουν δεν θεωρώ ότι αξίζουν για να χάσω χρόνο από την οικογένειά μου».

Αν και, να το ξέρεις, ο βασικός λόγος που την βλέπουμε και πάλι φέτος στο φυσικό της περιβάλλον είναι η κυρία Πόπη, η ψυχολόγος της, την οποία βλέπει σταθερά και η οποία της έμαθε να λέει αυτά που θέλει.

«Με πήρε τυχαία τηλέφωνο ο Μιχάλης να μου κάνει μια ερώτηση για έναν ηθοποιό που είχαν στο μυαλό τους για τη σειρά και του είπα ότι ενδιαφέρομαι η ίδια. Εκείνοι το είχαν δεδομένο ότι δεν θα με ενδιαφέρει το Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη γιατί πίστευαν ότι ήθελα να κάνω από αυτά τα σίριαλ όπου ο βασικός πρωταγωνιστικός ρόλος είναι ένας και όχι κάτι που έχει την μορφή τριών αποσπασματικών ιστοριών με διαφορετικές πρωταγωνίστριες.

Καπάκι μου λέει “Έλα παιδί μου, το εννοείς αυτό; Σε ενδιαφέρει; Γιατί έχουμε ένα ρόλο που σου ταιριάζει πολύ” και μου έστειλε τα πρώτα 10 σενάρια. Θεώρησα ότι, εφόσον ήθελα να είμαι σε μια δική τους δουλειά, εφόσον αυτό ένιωθα, έπρεπε να το πω».

Η σημασία της ψυχοθεραπείας

Κάτι που δεν θα συνέβαινε, έτσι για να το ξέρεις, παλιότερα. Τότε που η Βάσω κρατούσε τα θέλω της για τον εαυτό της.

«Παλιότερα δεν θα το έλεγα ποτέ. Η ψυχοθεραπεία μας μαθαίνει να λέμε αυτά που θέλουμε και αυτά που μας ενοχλούν. Εντάξει όχι όλα, γιατί μπορεί να είμαι εγώ μια μουρλή που με ενοχλούν τα πάντα. Παίζει και αυτό. Γιατί η ψυχοθεραπεία απαιτεί και αυτογνωσία. Αλλιώς μπορεί να πας με ένα εγώ πολύ ρηγμένο και μετά να φύγεις με ένα εγώ υπερβολικά διογκωμένο. Πιστεύω γενικότερα ότι βοηθάει πολύ η ψυχοθεραπεία και κάνω σταθερά αρκετά χρόνια. Τι έχω μάθει; Να ρίχνω τους τόνους και να αντιμετωπίζω τα πράγματα με νηνεμία. Να είμαι πιο ψύχραιμη».

To Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη δεν σηματοδοτεί μόνο την επιστροφή της Βάσως στην κωμωδία, αλλά και την επιστροφή της στο κανάλι από όπου ξεκίνησε, το Mega.

«Νομίζω ότι η πιο κρίσιμη απόφαση της ζωής μου, αυτό που έλεγα ότι δεν θα κάνω ποτέ, είναι όταν αποφάσισα στα 26 μου να έρθω και να μείνω στην Αθήνα. Αυτό ήταν που άλλαξε τον ρου των πραγμάτων».

Τότε δηλαδή που, παρόλο που δούλευε ταυτόχρονα σε 4 δουλειές στη Θεσσαλονίκη (σε παιδικό θέατρο, σε πειραματικό θέατρο, ως πωλήτρια σε μαγαζί με αξεσουάρ και ως γκαρνταρόμπα στο μαγαζί που τραγουδούσαν οι Onirama- τους έλεγα Onidrama γιατί κάθε φορά που εμφανιζόντουσαν τελειώναμε στις 8 η ώρα το πρωί) αποφάσισε ότι δεν πήγαινε άλλο το πράγμα.

«Έλεγα που θα πάει αυτό; Πόσα μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος; Οπότε έμαθα ότι γίνεται το μεγάλο casting στο Mega για να ψάξουν καινούργια πρόσωπα και αποφάσισα να κατέβω. Δεν γνώριζα καθόλου την Αθήνα. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι το να μπαίνω στο μετρό για να πάω στην audition, με ένα μακό φόρεμα μέχρι το γόνατο, πάνινα παπούτσια και τα τακούνια μου φυλαγμένα στην τσάντα μου. Μου είχαν πει, βλέπεις, ότι πρέπει να δείχνεις γυναίκα. Οπότε, πριν μπω, έκρυψα κάπου τα πάνινα, φόρεσα τα τακούνια και μπήκα να διαβάσω αυτό που μου είχαν δώσει, δηλαδή μια σκηνή από το Τηλεμπόρα με τους Γκλέτσο-Παπαθωμά. Αν υπάρχει αυτό το υλικό ακόμη, θα ήθελα να το κάψουν. Τραγικό».

Προφανώς όχι τόσο τραγικό όσο πιστεύει αφού τελικά βρέθηκε να παίζει στην 3η σεζόν του Φιλοδοξίες.

Με αγάπη για την αδρεναλίνη

 

Προσοχή. Δεν θέλω να πιστέψεις ότι η Βάσω είναι, λόγω ψυχοθεραπείας, πλέον ζεν. Εξακολουθεί να παίρνει τον σύζυγό της, που περνάει ένα μεγάλο μέρος του χρόνου στην Κρήτη λόγω δουλειών, έξαλλη στις 11 η ώρα το βράδυ για να του πει τι πέρασε όλη την ημέρα. Αν και πιστεύω ότι αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που εκτίμησε ο σύζυγός της, λάτρης της αδρεναλίνης και προ Βάσως, σε αυτήν.

«Αν δεν ήταν μάγειρας, είμαι σίγουρη ότι θα ήταν οδηγός αγώνων σε κάτι. Έκανε και για χρόνια μοτοκρός και ακόμη και τώρα κάνει -χωρίς εμένα- drift. Του αρέσει η αδρεναλίνη».

Μια ατάκα πάσα για να ακολουθήσει η ακόλουθη στιχομυθία.

-Του αρέσει η αδρεναλίνη. Για αυτό είναι μαζί σου;

-Προφανώς.

-Είσαι δηλαδή και εσύ ένα extreme sport;

-Έκρηξη (δηλαδή γέλιο). Είμαι ένα extreme sport. Μου αρέσει. Αυτό θα λέω.

Εδώ και κάποιους μήνες, μάλιστα, ο Λευτέρης την έχει πείσει να κατεβαίνει μαζί του ως συνοδηγός σε ράλι κλασικών αυτοκινήτων ανά την Ελλάδα. Έχοντας κερδίσει και διάφορες διακρίσεις όπως την 1η θέση στην κατηγορία τους στην Ανάβαση Βούλας Κρεμασμένος Λαγός και την 2η θέση στο 24 hours Greece Rally που απαιτούσε να κάνουν 1.000 χιλιόμετρα και 24 ώρες στο δρόμο άυπνοι.

«Τώρα με καταλαβαίνεις γιατί σου λέω ότι πάω στα γυρίσματα του Μαίρη, Μαίρη, Μαίρη για να ηρεμήσω και να ξεκουραστώ; Έχω ξεκινήσει να πηγαίνω στους αγώνες μαζί του από τον Φεβρουάριο. Και η αλήθεια είναι ότι, όταν μπαίνεις μέσα στο αυτοκίνητο, πορώνεσαι λίγο. Και αγχώνεσαι αφού, ως συνοδηγός, έχω πολλά μηχανήματα, οδόμετρο και χρονόμετρο, που πρέπει να χειριστώ προκειμένου να περάσουμε σωστά τα check points. Επίσης, παρότι δεν πιάνουμε υψηλές ταχύτητες, οι αγώνες έχουν πολλές στροφές. Έχει τύχει να τραβήξει το χειρόφρενο γιατί κάναμε λάθος στροφή και είδα τα πάντα να πετάνε μέσα στο αυτοκίνητο σε slow motion».

Ναι, και εγώ αναρωτιέμαι πως την έπεισε ο Λευτέρης να κάνει κάτι εντελώς εκτός comfort zone της, αφού η Βάσω είναι:

Σπιτόγατα: «Είμαι όντως πολύ του σπιτιού. Σκέψου ότι, αν δεν γινόμουν ηθοποιός, ήθελα να γίνω διακοσμήτρια. Έξω μου αρέσει να βγαίνω πάντα για φαγητό. Αν δεν υπάρχει φαγητό, πλήττω. Το φαγητό για μένα νομίζω είναι το Α και το Ω της διασκέδασης»

Αντικοινωνική: «Έχει υπάρξει φάση που ήμουν αγοραφοβική και με έχουν κατηγορήσει ότι είμαι αντικοινωνική. Γενικά δεν μπορώ να σκορπίζομαι δεξιά αριστερά, το βρίσκω πολύ μεγάλη κούραση. Επίσης πλήττω αφόρητα να βγαίνω και να χαζοσυζητάω με ανθρώπους που είναι επιφανειακοί. Θέλω ο άλλος να έχει μια σφαιρική άποψη για τα πράγματα που συμβαίνουν, οπότε αυτό με κάνει αντικοινωνική, υποθέτω, από μια άποψη»..

Η απάντησή της; Η ίδια με όταν την ρώτησα πώς την κέρδισε ο Λευτέρης, δηλαδή «Είναι να μην βάλει κάτι στο μυαλό του. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην το πετύχει».

Μια Βάσω και ένα αυτοκίνητο

Προσοχή. Η συγκεκριμένη ιστορία αγάπης Βάσω-Λευτέρη δεν ξεκινάει με vintage Σκαραβαίο, αγώνες και drift, αλλά με ένα jeep. Εκείνο που, πάνω σε μια τυχαία συνάντηση τους στην Αθήνα, ένα χρόνο μετά την πρώτη τυπική γνωριμία τους σε μια παρέα στην Κρήτη και ενώ ήταν ήδη χωρισμένη, ο Λευτέρης της είπε ότι μπορούσε να μεσολαβήσει ώστε να το παραλάβει η Βάσω πιο γρήγορα.

«Σκεφτόμουν να αλλάξω αυτοκίνητο. Του το είπα, επειδή ήξερα ότι ασχολείται με αυτά. Και εκείνος έτρεξε να με βοηθήσει».

Όποιος γνωρίζει καλά τη Βάσω, όποιος καταλαβαίνει την υπαρξιακή ανάγκη της για τάξη και οργάνωση και το πόσο ενοχική είναι, καταλαβαίνει ότι το έργο του Λευτέρη δεν ήταν καθόλου εύκολο.

«Εννοείται πως δεν ήμουν δεκτική απέναντί του. Είχα άλλα πράγματα στο μυαλό μου. Γιατί πίστευα ότι θέλω καιρό, πολύ καιρό για να ξεπεράσω τον χωρισμό. Σκεφτόμουν ότι θα κάνω μόνη μου βόλτες στην έρημη Αθήνα και ότι τα βράδυα θα βλέπω ταινίες μόνη στον καναπέ. Είχα, ευτυχώς, δυο κολλητές που δεν με αφήναν να πέσω πολύ ψυχολογικά. Λειτουργούσαν ντοπαριστικά. Εκείνο ακριβώς το διάστημα που δεν ήμουν καλά, με έκαναν να κλαίω από τα γέλια. Ένα γέλιο που σου φέρνει ανάταση ψυχής, που σε λυτρώνει. Διακωμωδούσα τον εαυτό μου. Και εγώ και αυτές. Δεν μου επέτρεψα και δεν μου επέτρεψαν να με λυπηθώ».

«Λίγες μέρες αφού ξεκίνησε η σχέση μας του είπα “Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Δεν γίνεται. Εγώ τώρα πρέπει να είμαι αλλού. Πρέπει να βιώνω τη στεναχώρια μου”. Δεν μπορούσα να το δεχτώ ότι αισθάνομαι καλά. Σκεφτόμουν συνέχεια “Τώρα τι γίνεται; Γιατί περνάω καλά;”».

Προφανώς ο Λευτέρης τα «μαγείρεψε» καλά τα πράγματα αφού, κάποια στιγμή, η Βάσω με έκανε να ζηλέψω αφάνταστα όταν είπε για αυτόν κάτι που δεν μου έχει πει ποτέ η γυναίκα μου, κάτι που κάθε άντρας θα έπρεπε να αισθάνεται περήφανος να ακούσει από τα χείλια του ανθρώπου του. Ότι δηλαδή « Όταν είμαι μαζί του, με κάνει να αισθάνομαι σαν το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Με κάνει να αισθανομαι ότι, ότι και αν θέλω, θα γυρίσει τον κόσμο ανάποδα για να το καταφέρει για μένα».

 

Αν και δεν ήταν φυσικά, όλα ρόδινα.

«Μου μαγείρεψε για πρώτη φορά όταν κατέβηκα στην Κρήτη. Το βράδυ είχε φτιάξει γαριδομακαρονάδα και το επόμενο πρωί, ένα πρωινό τύπου πεντάστερου ξενοδοχείου. Θυμάμαι να ξυπνάω, να αισθάνομαι όλο το σπίτι να μυρίζει φαγητό και να κατεβαίνω και να βλέπω στο τραπέζι απλωμένο το πιο πλούσιο πρωινό που έχω φάει στη ζωή μου. Τι είχε; Από τοστ, αλλαντικά, ομελέτα και scrambled eggs μέχρι φρέσκο σολομό και άλλα πολλά. Αν και, ως Βάσω, αλλού εστίασα. Μου είχε φτιάξει ελληνικό καφέ από ένα τοπικό χαρμάνι που πίνουν στην Κρήτη. Με το που τον ήπια γυρίζω και του λέω “Καλέ, τι καφές είναι αυτός; Δεν πίνεται αυτό το πράγμα”. Οπότε γυρίζει και μου απαντά “Για όνομα του Θεού, αυτό βρήκες να πεις;” Από τότε, κάθε, μα κάθε φορά που μου φτιάχνει καφέ μου το χτυπάει και με ρωτάει αν τον έκανε αυτή τη φορά καλό».

Τι άλλο θέλω οπωσδήποτε να ξέρεις; Ότι η Βάσω βλέπει φανατικά Black List και Ozark («τρελαίνομαι για τον ρόλο της συζύγου, εκεί θα ήθελα να παίζω») και μιλάει με τις ώρες με την παιδική κολλητή της, την Νατάσα, για κάθε επεισόδιο του Maestro.

«Είμαστε φίλες από 12 ετών και μεγαλώσαμε με Παπακαλιάτη. Δεν υπάρχει δουλειά του που δεν έχουμε δει. Οπότε πλέον, το επόμενο πρωί μετά την προβολή κάθε επεισοδίου και αφού έχουμε βάλει τα παιδιά στο σχολικό, μιλάμε για το τι έγινε. Θεωρώ ότι ο Χριστόφορος έχει φανταστική αισθητική. Πιστεύω ότι είναι η ζωή του αυτό. Είναι ταγμένος’σε αυτό και το υπηρετεί τέλεια».

Επίσης ότι η Βάσω, που ποτέ δεν ψωνίστηκε με την πάρτη της, που ως τα 12 της δεν είχε δικό της δωμάτιο αλλά κοιμόταν στο καθιστικό, σε ένα καναπέ που γινόταν κρεβάτι, που πήγαινε και βοηθούσε τους γονείς της που είχαν συνεργείο καθαρισμού ακόμη και την εποχή που έπαιζε ήδη στην τηλεόραση, είναι μια κυρία. Ένα ξηγημένο πλάσμα που δεν ανοίγεται εύκολα αλλά που, όταν το κάνει, μένεις με το στόμα ανοιχτό μπροστά στη γενναιοδωρία ψυχής και τα guts που διαθέτει.

«Δεν ξέρω τι συμβαίνει παγκοσμίως, αλλά θεωρώ ότι στην Ελλάδα το κακό μας πρόσωπο, βγαίνει στο διαζύγιο. Ότι συνήθως οι γυναίκες στην Ελλάδα, όταν χωρίζουν, μπαινουν στη διαδικασια “Τώρα θα δεις. Θα σε εκδικηθώ με το παιδί”. Και εκεί νομίζω ότι χάνουν το παιχνίδι. Εμένα δεν μου βγήκε αυτό ούτε μια στιγμή, παρά το γεγονός ότι προσπάθησε αρκετός κόσμος να μου βάλει ιδέες και φυτιλιές.

Για αυτό είμαι πολύ περήφανη με τον εαυτό μου. Δεν ξέρω ποια ανάγκη με οδήγησε στο να φερθώ έτσι. Προφανώς ότι, εφόσον το χάσαμε οι δυο μας το μεταξύ μας παιχνίδι, στην επόμενη μέρα πήγα με γνώμονα μόνο το παιδί. Δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Και είμαι κάθετη σε αυτό. Όταν υπάρχει στη μέση παιδί δεν με ενδιαφέρει ποιος έκανε τι και πότε. Μόνο το παιδί έχει σημασία».