ΣΙΝΕΜΑ

Ο Γιάννης Οικονομίδης και η ακραία φιλμογραφία του

Από τη γνωριμία με τον Ερρίκο Λίτση και το ‘Σπιρτόκουτο’ ως το θέατρο, την ταινία του Φατίχ Ακίν και την φρέσκια ‘Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς’, ο Γιάννης Οικονομίδης είχε πολλά να μας διηγηθεί.

Για ένα μέρος του ελληνικού κοινού, μια νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη θα είναι πάντα γεγονός. Ένας σκηνοθέτης που από την πρώτη στιγμή υπηρετούσε κάτι το αναπολογητικά ελληνικό στο σινεμά του, αφουγκραζόμενος το θυμό και την αλήθεια και το ντεκαντάνς μια ολόκληρης κοινωνίας με όρους απόλυτα ειλικρινείς, ευθείς, χιουμοριστικούς, ωμούς.

Οι ταινίες του έγιναν αντικείμενα λατρείας. Οι ατάκες του έγιναν σημεία αναφοράς. Οι σκηνές του έγιναν viral. Οι διάλογοί του έγιναν τραγούδια. Κι οι ήρωές του μπήκαν στη σφαίρα του εμβληματικού.

Η ‘Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς’ του Γιάννη Οικονομίδη γέμισε το σινεμά Άστυ για μία βδομάδα προβολής πριν το κλείσιμο των αιθουσών.

Με αφορμή τη νέα του ταινία, ‘Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς’, κάναμε αυτή τη φορά κάτι διαφορετικό. Καθίσαμε ένα μεσημέρι (που έφτασε απόγευμα) με τον Γιάννη Οικονομίδη, και επιχειρήσαμε μια ενδελεχή αναδρομή σε όλη του την καριέρα. Από την ταινία που δεν γύρισε ποτέ πριν το ‘Σπιρτόκουτο’ μέχρι τη συμμετοχή στις Κάννες, κι από τη μετάβαση στη θεατρική σκηνή μέχρι το ρόλο-κλειδί σε μια βραβευμένη ταινία του Φατίχ Ακίν.

Ακολουθώντας τη διαδρομή που ξεκινά από το ‘Σπιρτόκουτο’ και καταλήγει στη ‘Μπαλάντα’, και περνώντας από όλες τις ενδιάμεσες στάσεις, επιχειρήσαμε να ανακαλύψουμε πώς η μία δουλειά του Οικονομίδη οδήγησε στην επόμενη, και πώς τελικά το σινεμά του εξελίχθηκε την ώρα που το κοινό μεγάλωνε με τις ταινίες του.

Ο Ερρίκος Λίτσης φωτογραφημένος για το Oneman το 2018 (Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου–Watkinson)

Μηδέν: Πριν το Σπιρτόκουτο

Για τότε που δε μπορούσαν να πάρουν το βλέμμα τους από τον Ερρίκο Λίτση

Εγώ ετοίμαζα μια ταινία που δεν έγινε. Μεγάλου μήκους. Ο Ερρίκος είχε έρθει για κάστινγκ σε ένα γραφείο που ήμουν κι εγώ και έψαχνα ηθοποιούς. Φεύγοντας του λέει η γραμματέας που ήταν εκεί, ξέρεις γίνεται και μια άλλη ταινία, είναι κι ένας άλλος δίπλα που κάνει κι αυτός κάστινγκ. Δεν πας κι από εκεί να αφήσεις κανά βιογραφικό; Είναι αυτό που λένε δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξε μια και μπήκα! [γελάει]

Στο τέλος κολλήσαμε. Μου άρεσε η μούρη του, η φωνή του, αλλά δεν υπήρχε κάτι. Τον είχα βάλει σε ένα τρίτο ρόλο και ξεκινήσαμε πρόβες. Θυμάμαι έκανε έναν σουβλατζή. Που ερχόταν μέσα ο πρωταγωνιστής, το παλικάρι, ο μορφονιός, και τον τραμπούκιζε για προστασία. Και αρχίζουμε να κάνουμε τη σκηνή και ήταν μαγικό αυτό το πράγμα που θα σου πώ: Θυμάμαι όλοι, εγώ, η βοηθός, κάποιοι άλλοι ηθοποιοί, αντί να βλέπουμε τον πρωταγωνιστή βλέπαμε τον Ερρίκο. Τον είχε εξαφανίσει, τον είχε σβήσει, δεν υπήρχε ο άλλος, απλά δεν υπήρχε ο άλλος. Που ήταν έτσι ωραίο παλικάρι, τυπικά πολύ όμορφος. Και όλοι κοιτάζαμε τον Ερρίκο, δε μπορούσαμε να πάρουμε το βλέμμα μας από πάνω του.

Και κάποια στιγμή αρχίσανε να μου μπαίνουνε ιδέες ότι γύρω από αυτό τον τύπο μπορείς να χτίσεις μια ολόκληρη ταινία. Και είναι κι ευφυής άνθρωπος κι ήταν και διαθέσιμος εκείνη την εποχή, πάρα πολύ, είχε χρόνο. Ταλαντούχος, έξυπνος, και δέσαμε κιόλας, γίναμε φίλοι. Και γύρω από εμάς τους δύο ήρθαν και κούμπωσαν τα άλλα παιδιά.

Για την ταινία-Παρθενώνα που δεν γύρισε ποτέ

Σώθηκα, σώθηκα. Γιατί ήταν μια πρώτη ταινία-Παρθενώνας που λέμε. Ακρόπολη. Κινηματογραφική Ακρόπολη πήγα να κάνω κι εγώ σαν πρώτη μου ταινία. Και θα έτρωγα τα μούτρα μου. Ευτυχώς με απέρριψαν δηλαδή και μέσα από την απελπισία και την κατάθλιψη της περιόδου, που επένδυσα τόσο καιρό και κόπο και χρήμα και ενέργεια και δεν έγινε ποτέ η ταινία, μέσα από όλα αυτά γεννήθηκε το ‘Σπιρτόκουτο’.

Ένα: Σπιρτόκουτο (2002)

Για το πώς οι περιορισμοί του έδωσαν ελευθερία

Η παραγωγή με ανάγκασε να βρω το θέμα και να κάνω την ταινία έτσι όπως την έκανα. Σίγουρα αν εκείνη την περίοδο είχα λεφτά, ενδεχομένως να μην πήγαινε το μυαλό μου, να μην στριμοχνώμουν, να μην αναγκαζόμουν να πειθαρχήσω σε μια τέτοια παραγωγή, μικρή, μαζεμένη σε ένα διαμέρισμα μόνο. Ξέρεις. Τόσο-όσο.

Από τη στιγμή που το αποφάσισα ήταν απελευθερωτικό με την έννοια ότι ήμουν ο κύριος του εαυτού μου. Μεγάλη ιστορία. Έλεγα ότι αυτά είναι τα κουκιά, με αυτά κάνεις κάτι. Αλλά δεν είχα καμία αμφιβολία ότι μπορείς να κάνεις μια καλή ταινία με έναν μινιμαλισμό. Η αρχή μου ήταν πάντα πως αν κάτι έχει ψυχή, έχει ψυχή. Ακόμα κι αν είναι κακοφωτισμένο, ακόμα κι αν είναι κακοφωτογραφημένο, ακόμα κι αν το μοντάζ δεν είναι τόσο καλό. Αν έχει κάτι από κάτω, αν πάλλεται, αν υπάρχει αλήθεια… αυτό κερδίζει κατά κράτος. Επιβάλλεται. Το θέμα είναι να υπάρχει στόχος, κάτι να κυνηγάς, κάτι να ψάχνεις. Όχι απλά έτσι, να κάνεις.

Για το προσωπικό στυλ που υιοθέτησε

Ήταν ένα στυλ που αποφάσισα να υιοθετήσω από τότε και δεν το έχω εγκαταλείψει κιόλας, στυλ ανθρωποκεντρικό. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, πάνω απ’όλα. Αλλά όχι με τηλεοπτικούς όρους. Ξέρεις, ως πρόθεση. Ο άνθρωπος. Αυτό είναι το μεγάλο τοπίο για μένα. Και μετά ανάλογα. Αν μου δίνεται η ευκαιρία ανοίγομαι. Ό,τι εξυπηρετεί την ιστορία. Αλλά δεν θυσιάζω τίποτα μπροστά σε αυτό.

Για την αξία του φάλτσου

Οι σύγχρονες ταινίες οι κουλτουριάρικες οι ευρωπαϊκές είναι σα να τις έχουν τελειώσει στο γραφείο πριν καν πάνε να γυριστούνε. Είναι τόσο τακτοποιημένες, με μοιρογνωμόνιο μετρημένες, οργανωμένες, φτιαγμένες, το γύρισμά τους, το ιδεολόγημά τους, το τι θέλουν να πούνε, η αισθητική τους. Δοκιμιακό σινεμά που καμώνεται ότι είναι σπουδαίο και σύγχρονο και σοβαρό αλλά είναι τόσο νεκρό. Είναι πάρα πολλές ταινίες πια τέτοιες, ταινίες που νιώθεις ότι οι δημιουργοί τους δεν κυνηγάνε κάτι εκεί μέσα, δεν δίνουν στους εαυτούς τους το περιθώριο του λάθους. Να γλιστρήσουν, να φαλτσάρουν, μια τρέλα, ότι κάτι ψάχνουνε.

Έβλεπες παλιά μια ταινία του Κασαβέτη ή άλλων, και έβλεπες πως πάνε στα τυφλά. Καλλιτεχνικά έχουν μια αγωνία, κάτι σκάβουν, κάπου πάνε, δεν είναι από πριν απαντημένα τα ερωτήματα. Δεν παίρνουν τη θέση του σοφού θεού που τώρα θα πει στα ανθρωπάκια το ποίημα. Μπαίνανε και ρισκάρανε για το πώς θα βγει η ταινία. Πολλές φορές μπορεί να φαλτσάρει αλλά δεν είναι κακό μες στην τέχνη να φαλτσάρεις και λίγο. Ίσως αυτό λείπει πια, είναι όλα τόσο τελειωμένα, τόσο τακτοποιημένα που δεν αναπνέουν πια. Ίσως γιατί περνάνε από πάρα πολλές επιτροπές, έχει γίνει γραφειοκρατική υπόθεση το σινεμά, από επιτροπή σε επιτροπή σε επιτροπή. Όλοι θέλουν από πριν να τους πεις πώς θα είναι η ταινία. Έχει χαθεί το καλλιτεχνικό ρίσκο, το θαύμα.

Δεν ξεφεύγω ούτε εγώ πλέον. Αναγκάζομαι να περάσω την διαδικασία μόνο που στην τελική έκφραση, όταν κατεβαίνω να αρχίσω να στήνω την ταινία, κάνω τα δικά μου. Απλά έχω ανθρώπους που με καλύπτουν, έχω ανθρώπους που καταλαβαίνουν τι κάνω και μπορώ να ακουμπήσω πάνω τους για να βάλω ένα Χ στο ό,τι έχει προηγηθεί.

Δύο: Η Ψυχή στο Στόμα (2006)

Για την παλαβομάρα της δεύτερης ταινίας

Υπήρχε πιο μεγάλη παλαβομάρα στην ‘Ψυχή’. Είναι η πιο ακραία ταινία στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, παλαβό πράγμα. Γι’αυτό και την αγαπώ ιδιαίτερα. Αλλά έχει και πολύ χιούμορ. Η σκηνή του μασάζ, με τον Μουρίκη και τον Λίτση που του τρίβει το πόδι. [γελάει] Θυμάμαι όταν τα μόνταρα ΠΕΘΑΙΝΑ από το γέλιο. [γελάει πολύ] Το πώς παίζουν… το απολαμβάνω. Έχει ένα πολύ κρυμμένο χιούμορ.

Θα μας είχανε πετάξει στο χαντάκι άμα δεν πήγαινε στις Κάννες η ταινία. Το αγάπησε ένας Γάλλος που ήταν στην επιτροπή και το πήρανε, στην Εβδομάδα Κριτικής. Αν δεν στήριζαν οι κριτικοί, αν δεν πήγαινε Κάννες, θα μας πετάγανε στο χαντάκι. Θα την απαξίωναν. Κι αντ’αυτού ήρθαν όλα τούμπα. Την είδε την ταινία ο κόσμος. Έκανε 1-2 προβολές Θεσσαλονίκη, ακούστηκε η ταινία κάπως διαφορετικά. Και με το που άνοιξε στο Μικρόκοσμο έγινε της πουτάνας!

Για την αγνότητα της στόμα με στόμα διάδοσης στο κοινό

Σαν ρεμπέτικο! Ξέρεις, σε ένα επίπεδο τέτοιο. Και χωρίς να έχουμε σόουμπιζ και σταρσίστεμ. Δεν είναι φορεμένο από παντού, δεν έχει αποφασίσει η μόδα, όλοι θα ακούτε αυτό ή όλοι θα κάνετε αυτό το κούρεμα. Έτσι κι αλλιώς κινείται η δουλειά μου στο χώρο της αντικουλτούρας. Γι’αυτό έχει πολλούς εχθρούς και πολλούς υπέρ.

Εντάξει αποδεικνύεται ότι οι ταινίες που κάνουμε έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία, συνδιαλέγονται, είναι ζωντανές μέσα στην κοινότητα, έχουν αντίκρυσμα. Από το ότι υπάρχουν μαγαζιά που λέγονται Σπιρτόκουτο μέχρι το ότι στην καθημερινή γλώσσα παίρνουν φράσεις, λέξεις ατάκες… βιντεάκια… Τις βλέπουν και τις ταινίες. Κάθεται κόσμος και τις βλέπει. Το ξέρω γιατί με σταματάνε στο δρόμο, εμένα, τον Μουρίκη. Δεν έχει νόημα αλλιώς. Δε μπορείς να κάνεις ένα σινεμά που να μη βαράει πουθενά. Να είναι ένα σινεμά μόνο για φεστιβαλική καριέρα και μετά στα ράφια. Δε γίνεται στη χώρα σου να μην υπάρχεις, να μην αφοράς. Είναι φοβερό αυτό!

Για την αφίσα της ταινίας

Ήταν μια εικόνα που βρήκα σε γκράφιτι, στην Καλογρέζα, στο ΟΑΚΑ κοντά. Είναι του γκραφιτά Pete. Είναι μια εικόνα πολύ ιδιαίτερη, νομίζω εκφράζει πλήρως και την ταινία, όπως είναι τοποθετημένα τα δύο πρόσωπα.

Τρία: Μαχαιροβγάλτης (2010)

Για το οπτικό στυλ

Θυμάμαι ότι η βασική απόφαση ήταν να γίνει ασπρόμαυρη. Και ήταν ίσως πιο κινηματογραφική, έχει μια βιρτουοζιτέ πάνω της, έχει μια ομορφιά αυτή η ταινία. Δηλαδή το ότι ήταν λίγο ισχνό το σενάριο επέτρεψε στην κινηματογράφηση… Δοκίμασα πολύ τη γλώσσα του σινεμά εδώ.

Για τους ηθοποιούς που αγαπά

Ηθοποιοί που είναι λίγο τσιγκούνηδες, που παίζουν αλλά ταυτόχρονα προσέχουν κιόλας, δεν με ενδιαφέρουν. Μου αρέσει ο ηθοποιός που προσπαθεί να ξεχαστεί μες στον ρόλο. Να ξεπεράσει τα όριά του.

Για την εξέλιξη στις τρεις πρώτες ταινίες του

[*Από παλιότερη συνέντευξή μας για το περιοδικό Esquire]

  • Το Σπιρτόκουτο ήταν το νεανικό ξεφάντωμα. Δεν ένιωθα τίποτα. Είναι όπως πας σε μια συναυλία και χτυπιέσαι, έχεις πιει, έχεις κατεβάσει διάφορα και πας και τα δίνεις όλα, και δε σε νοιάζει αν θα βγεις ζωντανός το επόμενο πρωί. Συναισθηματικά και ψυχολογικά ήμουν σε μια τέτοια κατάσταση.
  • Η Ψυχή ήταν ένα παλαβό και ακραίο εγχείρημα, είχαμε πολλή τρέλα στο κεφάλι. Όλες οι σκηνές είναι μία και μία στην ακρότητά τους. Βλέποντας την ταινία κι εγώ τώρα, αναρωτιέμαι τι είχα μες στο κεφάλι μου, τι κουβάλαγα. Τρέλα. Αλλά σοβαρή τρέλα. Εκεί τολμηθήκανε πράγματα.
  • Ο Μαχαιροβγάλτης έχει μια ωριμότητα, έναν λυρισμό, είναι σε μια πιο πνευματική φάση της πορείας μου. Είναι μια πιο κατασταλλαγμένη ταινία, στα μέσα, στη φόρμα, στα πάντα. Έχει έναν μυστικισμό.

Τέσσερα: Το Μικρό Ψάρι (2014)

Για τη γενιά που μεγάλωσε με αυτές τις ταινίες

Είναι μια γενιά, 30-35 τώρα, που στην ουσία μεγαλώσανε με τις ταινίες μου. Τι βρήκαν εκεί; Ξερωγώ; Την αμεσότητα, την τόλμη, την ειλικρίνεια, το χιούμορ; Την Ελλάδα;; Με έναν τρόπο που τους εκφράζει. Με έναν τρόπο που τον καταλαβαίνουν. Δεν είναι τυχαίο που και η ραπ σκηνή αγαπάει τις ταινίες μου, δηλαδή έχει βρει έκφραση μέσα από αυτές. Πολλοί καλλιτέχνες έχουν πάρει κομμάτια, ο Light, ο Λεξ έχει γράψει ένα κομμάτι εμπνευσμένο από το ‘Μικρό Ψάρι’. Και παλιότερα, και άλλα γκρουπάκια. Και ροκ και ραπ.

Αναγνωρίζουν κάτι μωρέ, κάτι βλέπουν. Κι έναν Έλληνα εκεί μέσα. Βλέπουν και τον Έλληνα με έναν τρόπο που δεν τον βλέπουν αλλού. Και το χιούμορ το αναγνωρίζουν καλύτερα, γιατί είναι πιο απενοχοποιημένα τα νέα παιδιά. Βλέπουν μια ταινία και δεν προσπαθούν να την κριτικάρουν ούτε από αριστερά ούτε από δεξιά, είναι στην απόλαυση της ταινίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η γενιά είναι πιο εύκολη, κάθε άλλο. Πολύ πιο δύσκολη γενιά. Γιατί κουβαλάει πολλή απογοήτευση πάνω της. Αλλά πιστεύω πως όταν αναγνωρίζει κάτι που είναι αυθεντικό, το αγαπάει.

Για την γλυπτική και την αλήθεια των σκηνών

Οι σκηνές μου φτιάχνονται στο μοντάζ, για μένα είναι σαν γλυπτική. Έχω έναν μεγάλο όγκο πληροφορίας για κάθε σκηνή και αρχίζω με το σκαρπέλο, με το ψαλίδι και ανασυνθέτω, ανασυνθέτω, ανασυνθέτω. Η σκηνή του Γιαννόπουλου στο ‘Μικρό Ψάρι’ ήταν 13 λεπτά, έγινε 7 στο τέλος. Κι έγινε αυτή η εμβληματική σκηνή που έχει αγαπήσει ο κόσμος. Αλλά είναι μια δουλειά τελείως σαν του γλύπτη.

Αυτό το υλικό το ψαρεύω ήδη από τις πρόβες. Το τραβάω στο γύρισμα, μπορεί να μεγαλώσει μάλιστα κι άλλο στο γύρισμα. Και μετά στο μοντάζ προσπαθώ να του δώσω την τελική του έκφραση. Γι’αυτό και καμιά φορά είναι λίγο ανοικονόμητες κατασκευές. Γιατί αυτό έχει τη χάρη του, τα συν του αλλά έχει και τα μείον του. Ότι παγιδεύεσαι καμιά φορά. Αλλά από τη στιγμή που εμένα με ενδιαφέρει ο άνθρωπος, εντάξει, δεν έχω ενδοιασμό, όλα αυτά είναι για καλό.

Με ενδιαφέρει το πώς θα εξελισσόταν η σκηνή μπροστά στα μάτια μου αν εγώ ήμουν αόρατος σε μια γωνιά και έβλεπα. Θα πρέπει να εξελιχθεί με έναν τρόπο που θα πείσει εμένα πρώτα απ’όλα, να δουλέψει για μένα η σκηνή. Κάποιες ευκολίες δραματουργικές που υπάρχουν, που λέει ο άλλος ότι εντάξει, σινεμά είναι, θα το καταλάβει ο θεατής με μισή κουβέντα, πάμε παρακάτω, δεν με ικανοποιεί αυτό. Θέλω το πράγμα να είναι από παντού δεμένο, κατάλαβες; Να εκτυλίσσεται μπροστά μου η σκηνή και να με πείθει εμένα, να πείθομαι, ότι έτσι θα συνέβαινε αν συνέβαινε στην πραγματικότητα.

Για το αν μεταφράζεται το σινεμά του αλλού

Για το σινεμά μου αυτό είναι ένα θέμα μεγάλο. Δεν το πιάνουν έξω. Ό,τι μετάφραση και να κάνεις. Για πολύ καιρό νόμιζα ότι είναι θέμα μετάφρασης. Δεν είναι. Δεν πιάνουν αυτό το ιδιαίτερο, αυτό το κάτι τις. Δεν ξέρω. Αλλά τι να κάνεις; Αυτό έχεις. Αυτό δουλεύει. Αυτό αναγνωρίζει ο άλλος. Τι να κάνεις; Να αρχίσουμε τα ψέμματα, τις μεταφορές, τις κατασκευές; Αυτό είναι.

Πέντε: Στέλλα Κοιμήσου (2016)

Γιατί θέλησε να ασχοληθεί με το θέατρο

Έπρεπε να κάνω κάτι μωρέ. Πέρναγε ο καιρός και είχα αρχίσει να τρελαίνομαι. Πολύ “περίμενε”. Να στηθεί μια συμπαραγωγή, να βρεθούνε χρήματα, πολύ περίμενε, πολλή ταλαιπώρια. Κι έπεσε η πρόταση από το Εθνικό. Με παρακίνησε και η γυναίκα μου, τόσο καιρό μου έλεγε, κάντο.

Για την ιστορία που διάλεξε να πει

Έπρεπε να κάνω νεοελληνικό έργο και μου είχαν δώσει διάφορα θεατρικά να διαβάσω, βραβευμένα, σύγχρονα. Δεν με ικανοποιούσε κανένα. Κάποια στιγμή ο δραματουργός ο Σάββας Κυριακίδης που δούλευε στο Εθνικό μου είπε για τη ‘Στέλλα Βιολάντη’ του Ξενόπουλου, πως έχει κάτι, πως μπορεί να βρω κάτι εκεί. Το διάβασα και όντως είχε κάτι, δεν με ενδιέφερε το έργο σαν έργο αλλά είχε αυτό τον πυρήνα της ακραίας βίας ανάμεσα στον πατέρα και την κόρη, αυτό το πείσμα το ακραίο, που κάτι μου είπε. Είχε κάτι το σκορσεζικό όλο αυτό. Και κράτησα αυτό το κουκούτσι, τον πυρήνα, πέταξα το υπόλοιπο έργο, έκανα τα δικά μου, το πράγμα πήγε αλλού όταν ξεκίνησαν οι πρόβες. Και γεννήθηκε η ‘Στέλλα’, ένα άλλο έργο, αυτό που είδες.

Δεν ήξερα τι θα έκανα. Ήθελα όμως να δοκιμάσω πράγματα. Η προσέγγιση ήταν κινηματογραφική τελείως. Κι όχι με όρους οπτικούς, να δείχνουμε πλάνα, αποσπάσματα, βίντεο προτζέκτορες και τέτοια. Εννοώ στο παίξιμο, στη δραματουργία, στο πώς υπάρχει ο ηθοποιός μπροστά στον θεατή. Ευτυχώς μου έδωσαν το περιθώριο στο Εθνικό να παίξω μπάλα έτσι, ελεύθερα. Το είπα στο Λιβαθηνό, θα με αφήσεις να κάνω τα δικά μου, θα το φτιάξω, θα το διασκευάσω στη σημερινή εποχή. Στο τέλος το πέταξα όλο, το έκανα ένα δικό μου πράγμα, κράτησα μόνο αυτό. Κοίτα, ήταν και καλοκαιράκι, λείπαν όλοι, μας άφησαν κι ήσυχους, όταν γυρίσανε το είχαμε ψιλοφτιάξει το έργο, ήταν αργά πια. [γελάει]

Για τη μεγάλη διαφορά

Στο θέατρο προσγειώνεσαι ανώμαλα και πρέπει να το αποδεχτείς αυτό. Για τους ανθρώπους που είναι δηλαδή εξωθεατρικοί και ανακαλύπτουν το θέατρο. Δουλεύεις δουλεύεις δουλεύεις και έρχεται η ώρα που ανοίγει το έργο, κι είναι αυτό που είναι κι είσαι χαρούμενος. Και πας να το δεις και την επόμενη μέρα… και δεν είναι αυτό. [χαμογελάει] Είναι κάτι άλλο. Και τη μεθεπόμενη μέρα, είναι κάτι άλλο! Κι είναι κάτι άλλο, κάτι άλλο, κάτι άλλο, κι εκεί καταλαβαίνεις… [γελάει] δεν είναι το σινεμά που το φυλακίζεις μέσα στο κάδρο το όραμά σου. Εδώ μετά το αφήνεις στους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί το κάνουν. Αλλά εντάξει γρήγορα το πήρα απόφαση, συμφιλιώθηκα με αυτό. Είναι κάτι που δεν αιχμαλωτίζεται, δεν κλειδώνει, είναι ένα ζωντανό πράγμα.

Έξι: Μαζί ή Τίποτα (2017)

Για το πώς βρέθηκε με ερμηνευτικό ρόλο στην ταινία του Φατίχ Ακίν

Στήνει την ταινία ο Φατίχ και στον ρόλο τον δικό μου έχει τον Τσορτέκη. Φίλος και ηθοποιός. Κι ο Γιάννης που είχε θέατρο, όταν βγάλανε το πρόγραμμα για την ταινία, και κάποια γυρίσματα μετατοπίστηκαν ημερομηνιακά, δεν μπορούσε εκεί μέσα να κάνει το γύρισμα, έπρεπε να πάει και Αμβούργο. Προσπάθησε να τα καταφέρει, δεν τα κατάφερνε.

Αρχίζει λοιπόν και ψάνει άλλον ηθοποιό ο Φατίχ. Ψάχνει και δεν βρίσκει, παίρνει τηλέφωνο τον φίλο του τον Αδάμ Μπουσδούκο. Έτυχε ο Αδάμ να κάνει ταινία στην Κύπρο με την Βίκυ [σσ. Παπαδοπούλου, που πρωταγωνιστεί στις τελευταίες ταινίες του Οικονομίδη], το ‘Smuggling Hendrix’. Εκείνος ήταν μαζί με την Βίκυ την ώρα που τον πήρε ο Φατίχ τηλέφωνο. Του λέει ψάχνουμε Έλληνα ηθοποιό και δε βρίσκουμε, για δες εσύ εκεί που είσαι. Του λέει από δίπλα η Βίκυ, να μπει να δει ηθοποιούς από το ‘Μικρό Ψάρι’. Του λέει ο Μπουσδούκος μπες τώρα που μιλάμε να ψάξεις να δεις φάτσες από μια ταινία, ‘Μικρό Ψάρι’, ήταν και στο Βερολίνο. Μπαίνει αυτός επί τόπου, ψάχνει ενώ είναι στο τηλέφωνο, λέει αυτόν θέλω. Του λέει ο Αδάμ, “αυτός είναι ο σκηνοθέτης!” “Ναι αλλά εγώ αυτόν θέλω, μου κάνει”, λέει ο Φατίχ. Λέει η Βίκυ, παίζει κιόλας, τα λέει.

Ήμουν μια μέρα εδώ στα Εξάρχεια, έπινα καφέ, χτυπάει το τηλέφωνο, γεια, είμαι ο Φατίχ Ακίν. Μιλήσαμε. Και το έκανα! Μπαμ μπαμ, ούτε πρόβες ούτε τίποτα, μου έστειλε το σενάριο, το είδα, τη φτιάξαμε λίγο μαζί τη σκηνούλα μου, πήγα πάνω, το βαρέσαμε, γύρισα. Πολύ ωραία εμπειρία. Το χάρηκα. Κι αυτός πολύ καλό παιδί.

Για το ζουμί του ρόλου

Ήταν κι ένας ρόλος που με ενδιέφερε κιόλας. Όχι μόνο να βγει αυτό το μια σκληρή φάτσα του κακού. Πιο πολύ αυτή η αλαζονεία που έχουν στο βλέμμα, ότι τώρα με έχετε εδώ και ό,τι και να μου λέτε στα αρχίδια μας, εμείς έχουμε το πάνω χέρι. Αυτό το υφάκι είναι το πιο τρομακτικό. Ότι εγώ παίζει σε μια άλλη πίστα που εσείς δεν την αγγίζετε. Και στην ουσία σας έχω. Αυτό είναι το πιο τρομακτικό, αυτό το πράγμα στο μάτι, αυτή η αίσθηση. Για μένα το στοίχημα αυτό ήταν. Και η φυσικότητα σε όλο αυτό. Πρέπει να υπάρχεις στο πλάνο μέσα. Είσαι αυτός.

Εφτά: Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς (2020)

Για το κυνήγι του ρεαλισμού, από το ‘Σπιρτόκουτο’ μέχρι σήμερα

Η δουλειά μου είναι πολύ συνδεδεμένη με το πώς εγώ μεγαλώνω και το πώς εκείνη την περίοδο βλέπω τα πράγματα. Δεν είναι ένα πράγμα οι ταινίες κι ένα άλλο πράγμα εγώ. Το ένα είναι και το αυτό. Και επίσης δοκιμάζω πράγματα σε κάθε ταινία, προσπαθώ να πάω πράγματα παραπέρα. Για παράδειγμα ερμηνευτικά, νομίζω το σινεμά μου έχει εξελιχθεί πάρα πολύ από το ‘Σπιρτόκουτο’ μέχρι αυτή την ταινία.

Θεωρώ είναι πολύ κοντά σε αυτό που πάντα κυνήγαγα, στο ρεαλισμό, στη φυσικότητα, έχουν μεγαλύτερη άνεση οι ηθοποιοί. Στο ‘Σπιρτόκουτο’ υπήρχαν στιγμές που μυριζόμουν λίγο τη σελίδα πίσω από το σενάριο. Και στην ‘Ψυχή’ λίγο. Το θέμα είναι να το φέρεις σε ένα επίπεδο πολύ καθαρό και απελευθερωτικό, δηλαδή να μην θυμίζουν σε τίποτα ηθοποιούς αυτό που βλέπεις. Να είναι τελείως ρευστό.

Για την επαρχία ως σκηνικό

Έχει μια υπερβολή, έχει ένα σουρεάλ, έχει μια ξεφτίλα. Σε όλες τις ταινίες μου έτσι κι αλλιώς αυτό είναι το βασικό θέμα, η ξεφτίλα. Το greek trash, μεγάλη ιστορία. Αυτό είναι που διατρέχει όλη μου την έρευνα. Αυτό προσπαθώ να φωτίσω. Με αγάπη! Κατάλαβες, αγαπητικά. Αν δεν υπήρχε αγάπη δε θα περνάγανε και οι ταινίες, θα ήταν αποκρουστικές. Το greek trash. Κι αυτή η ταινία έχει ΠΟΛΥ. Πολύ greek trash και πολύ γοητευτικό greek trash.

Η ταινία επιλέγει να δει τη ζωή ως κωμωδία κι όχι ως τραγωδία. Και τους ήρωες στην ξεφτίλα τους. Αλλά είναι γοητευτική. Έχει οσμές μέσα αυτό το πράγμα. Είναι όλοι σε αυτή τη φάση, το δείχνουν κιόλας, μεγάλου ξεπεσμού. Κοινωνικού, ερωτικού, υπαρξιακού, σεξουαλικό, ξέρεις. Τους κάνει πολύ συμπαθείς όλο αυτό. Πολύ ανθρώπινους. Κι αναγνωρίζεις πράγματα δικά σου μέσα. Έχει μια ποιητικότητα όλο αυτό εν τέλει. Το γλίστρημα, που έχουν όλοι οι ήρωες. Κι ίσως είναι ένα γνώρισμα πολύ ιδιαίτερο της επαρχίας. Γιατί όταν ξεσπάσει στην επαρχία ξεσπάει με άλλο τρόπο. Υπάρχει πλήξη, δεν γίνεται τίποτα, βράζει το πράγμα, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, θέλει να ξεσπάσει κάποια στιγμή.

Κι εγώ από επαρχία είμαι. Κύπρο, Λεμεσό. Μια πόλη σα την Πάτρα. Την Λάρισα. 170 χιλιάδες κόσμους. Όλοι ξέρουν όλους. Δεν χάνεσαι.

Για την ανάλαφρη νότα που χρειαζόταν

Με το ‘Μικρό Ψάρι’ είχα βαρύνει πολύ. Δύσκολο θέμα, και συναισθηματικά και ψυχικά. Ζοφερό πράγμα. Είχα ανάγκη λίγο να τη δω αλλιώς τη φάση. Να το πάρω λίγο αλλιώς, να βγω λίγο από αυτό το πράγμα, γιατί ήμουν πολύ μέσα, κι εγώ κι ο Βαγγέλης ο Μουρίκης. Και συνειδητά είπα, θα κάνω μια μαύρη κωμωδία στα χνάρια του θεάτρου του παραλόγου, στην παράδοση των Κοέν, του Μάρτιν ΜακΝτόνα, Σορεντίνο, ακόμα και Κουστουρίτσα μπορώ να σου πω. Καουρισμάκι, Τζάρμους, όλο αυτό το χιούμορ που αγαπώ στο σινεμά. Και που έχει περάσει στις ταινίες μου μέσα, απλά υπήρχε κι ο ζόφος να ακολουθεί. Τώρα ο ζόφος έχει τραβηχτεί πίσω συνειδητά κι έχει πριμοδοτηθεί το μαύρο χιούμορ, το σχχόλιο πάνω στη γελοιότητα, το σχόλιο πάνω στην ανθρώπινη βλακεία και ανοησία, ξεκάθαρο πια σε όλο του το μεγαλείο. Είναι παρωδία, είναι μαύρη κωμωδία, είδος που δεν έχει καθόλου παράδοση εδώ.

Κάθε ταινία εκφράζει και μια περίοδο της ζωής μου. Μια διάθεση. Τώρα ήθελα να διασκεδάσω λίγο. Να χαρώ λίγο με αυτό που κάνω. Μου είχε λείψει λίγο. Αλλά δεν έχω κάνει υποχώρηση σε αυτά που θέλω να πω. Απλά είναι δοσμένα με έναν άλλο τρόπο, πιο διασκεδαστικό, πιο τρυφερό.

*Η ‘Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς’ προβλήθηκε αποκλειστικά στο Άστυ στις 5 Μαρτίου. Γέμισε την αίθουσα μέχρι το κλείσιμο των αιθουσών.