WOMEN

Η Ασημίνα Ουστάλλι δεν μασάει από bullying

Η 24χρονη petite ξανθιά του MasterChef ξέρει να (μη) δίνει απαντήσεις στα υβριστικά σχόλια.

Στο σπίτι μου η Ασημίνα υπήρξε φαβορί για την πεντάδα ήδη από τα bootcamps, ένεκα ότι η 9χρονη κόρη μου (και οι κολλητές της από το σχολείο) την λάτρεψαν με το που την είδαν.

“Όταν πρωτομπήκα στο σπίτι δεν ήμουν καλά ψυχολογικά. Τόσο γιατί άκουγα ήδη από τα bootcamps ότι μπήκα μόνο με την εμφάνισή μου και ότι δεν αξίζω μαγειρικά και, κυρίως, επειδή μια εβδομάδα πριν μπω ο πατέρας μου έπαθε ένα ελαφρύ εγκεφαλικό. Λιποθύμησε στα χέρια μου. Ήμουν σε δίλημμα για το τι να κάνω και τον είχα πάντα στο μυαλό μου όσο ήμουν στο σπίτι”.

Λογικό, αφού, λόγω μινιόν μεγέθους (σ.σ. το παρατσούκλι που είχε στο σχολείο), λαμπερού χαμόγελου και πλατινέ κώμης, η εγγονή του δημάρχου της Κορυτσάς θύμιζεμια από τις δεκάδες κούκλες που έχουν κάνει κατάληψη σε κάθε γωνιά του δωματίου της κόρης μου, την οποία και πήρα μαζί στην συνέντευξη.

“Ποτέ στην ζωή μου δεν έχω αισθανθεί όμορφη και πάντα είχα κόμπλεξ με την εμφάνισή μου. Με χαλάει η μύτη μου. Και το ύψος μου. Παρ’ όλα αυτά, έχω φάει bullying λόγω εμφάνισης. Έχω πάει σε μαγαζί να ζητήσω δουλειά και τελικά δεν με πήραν λόγω αυτής. Θεώρησαν ότι θα ασχολούμαι μόνο με τις μπούκλες και το σώμα μου”.

Και όντως, από κοντά, η Ασημίνα είναι -σε πρώτη ανάγνωση- ό,τι ακριβώς είδες στην τηλεόραση. Μια αξιολάτρευτη παρουσία που λατρεύει να κάνει τον κόσμο να χαμογελά.

Μπορώ να κάνω τα πάντα φορώντας τακούνια. Άρχισα να τα φοράω στα 18 μου επειδή δούλευα υποδοχή σε ένα club στην Τήνο για να βγάλω χρήματα ώστε να πληρώσω τη σχολή μου. Πλέον τα βγάζω μόνο μέσα στην κουζίνα”.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Επίσης πολλά που δεν είδες. Πολλά που γνωρίζουν μόνο οι δικοί της άνθρωποι. Όπως ότι είναι εσαεί έτοιμη να δώσει το χρόνο της (και ό,τι έχει το πορτοφόλι της) προκειμένου να βοηθήσει όσους το έχουν ανάγκη.

“Ο πατέρας μου έχει περάσει πολύ δύσκολα και τον θαυμάζω για όσα έχει καταφέρει (σ.σ. βλέπε ένα σπίτι στο Κουκάκι και δύο στην Αλβανία). Ήρθε στην Ελλάδα στα 18 του με 10 ευρώ στην τσέπη. Έχει μάλιστα ακόμη ουλές στο πρόσωπο και στα φρύδια από την σιδερογροθιά που του έριξε αστυνομικός όταν τον βρήκε να περνάει τα βουνά και τον έκλεψε για να του πάρει τα 10 ευρώ. Μετά τον έγδυσε και τον άφησε εκεί στο κρύο. Πρώτη του δουλειά ήταν να πουλάει νερό στο δρόμο για να ζήσει, όπως κάνουν τώρα οι Πακιστανοί με τα χαρτομάντιλα. Ακριβώς γι’ αυτό, επειδή δεν ξεχνώ τι σημαίνει να αγωνίζεσαι για να επιβιώσεις, πάντα δίνω χρήματα σε όποιον μετανάστη συναντώ. Στο δρόμο, στην κυρία έξω από το supermarket, οπουδήποτε. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι μένω ταπί”.

Ας πούμε απλά ότι δεν είναι τυχαίο πως το παρατσούκλι που της έχει δώσει ο μπαμπάς της είναι ‘καρδιά μου’. Ή το τι της είπε ο Κουτσόπουλος στο καμαρίνι όταν αποχώρησε.

“Όταν αποχώρησα ο κος Κουτσόπουλος ήρθε μέσα στο καμαρίνι, κάτι που δεν είχε κάνει για κανένα άλλο παίχτη, και μου είπε ότι έχω πάρα πολύ ήθος και ότι είναι χαρούμενος που γνώρισε έναν αληθινό άνθρωπο”.

Styling: Έφη Καρύδη

Τίποτα, όμως, από αυτά που σου έχω πει ως τώρα δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να το συνειδητοποιήσεις για το δυσλεκτικό κορίτσι που βασάνισε και βασανίστηκε από την λέξη εσπεριδοειδή.

“Όταν βγήκα δεν κάθισα να δω καθόλου τα επεισόδια. Τα μόνα βίντεο που έχω δει είναι κάτι χιουμοριστικά. Και φυσικά έριξα πολύ γέλιο. Πιστεύω ότι τέτοιες ατακάρες μόνο εγώ και ο Παντελής έχουμε πετάξει. Γενικά έχω κάποια θέματα με τις λέξεις επειδή έχω δυσλεξία. Για αυτό και στο σχολείο (σ.σ. ήταν μαθήτρια του 18) έδινα όλες τις εξετάσεις προφορικά”.

Οπότε έλα να κάνουμε restart και να ψάξουμε να βρούμε την ουσία της wannabe μόνιμης στο Πολεμικό Ναυτικό (σ.σ. δεν την πήραν λόγω ύψους, αφού της έλειπαν 10 εκατοστά για να πιάσει το όριο του 1.70).

“Είμαι χαρούμενη γιατί θεωρώ ότι, ως παίχτρια, έδειξα την πιο μεγάλη μαγειρική εξέλιξη κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Θα ήθελα να κάνω ξανά κάτι στην τηλεόραση. Πάντα με την ιδιότητά μου ως μαγείρισσα, όχι απλώς ως παρουσιάστρια. Μαζί μου θα έπαιρνα τον Χρήστο, γιατί ταιριάζουμε πολύ σαν χαρακτήρες”.

Το τι κρύβεται δηλαδή πίσω από την γλύκα. Γιατί δεν μπορεί, κάτι μας κρύβει. Σωστά;

“Δεν κρύβω τίποτα. Αν και είμαι όντως καλή στο κρυφτό. Όσες φορές παίξαμε μέσα στο σπίτι, δεν μπορούσε να με βρει κανείς. Έμπαινα πίσω από μια κουρτίνα, κάτω από το κρεβάτι”.

Η ταράτσα των ονείρων της και η κούνια της Loulou

Ένα επτάχρονο κορίτσι ξυπνάει, κάπου στο Κουκάκι, την -κατά δυο χρόνια μικρότερη- αδελφή της. Ενώ εκείνη τρώει το πρωινό που της έχει μόλις φτιάξει, η ηρωίδα μας ετοιμάζει τα δυο καλαθάκια με το κολατσιό, κλειδώνει προσεκτικά το σπίτι και οι δυο τους, χεράκι χεράκι, κατευθύνονται στο σχολείο.

“Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω τους γονείς μου να με ντύνουν, να με χτενίζουν και να με πλένουν. Από τα πέντε μου φροντίζω εμένα και την αδελφή μου”.

Περνώντας μπροστά από εκείνο το κατάστημα που έχει σε περίοπτη θέση την -αξίας 80 ευρώ- κούκλα της Λουλού που οι γονείς της αδυνατούσαν να της αγοράσουν και εκείνη πάντοτε λαχταρούσε.

“Μεγαλώνοντας είχαμε άπειρα παιχνίδια και κουκλάκια. Ήμασταν τόσο αγαπητές στην γειτονιά, εγώ και η αδελφή μου, που μας έδιναν όλοι οι γείτονες τα παλιά των παιδιών τους. Την κούνια δεν την πήρα ποτέ. Την πρώτη φορά που έβγαλα λεφτά, πρώτα αγόρασα μια πανάκριβη κρέμα προσώπου για την μάνα μου και μετά μια τσάντα Burberry για εμένα”.

Το μεσημέρι τα δυο κορίτσια (σ.σ. η αδελφή της πλέον εργάζεται σε πρεσβεία στην Γερμανία) επιστρέφουν στο σχολείο, με την μεγαλύτερη να μαγειρεύει γιουβαρλάκια, παστίτσιο, γεμιστά ή κάποιο άλλο αγαπημένο φαγητό. Αφήνοντας πάντα δυο μερίδες για να βρουν οι γονείς της, όταν γυρίσουν κατάκοποι από την δουλειά, κάπου μετά τα μεσάνυχτα.

Οι γονείς μου δούλευαν ασταμάτητα. Η μητριά μου ερχόταν κατάκοπη σπίτι στις τρεις η ώρα το πρωί, καθάριζε το σπίτι και στις πέντε ξαναέφευγε. Και ο πατέρας μου ήταν από το πρωί στην οικοδομή. Ή μπορεί να έλειπε για μήνες δουλεύοντας σε οικοδομές στα νησιά

Κάθε Σάββατο, όταν επιτέλους η μαμά βρίσκει χρόνο να βάλει πλυντήριο, η μικρή με το μεταδοτικό χαμόγελο, ανεβαίνει στην ταράτσα της πενταώροφης πολυκατοικίας. Και, όσο η μητέρα της απλώνει τα ρούχα, εκείνη κοιτάζει με λαχτάρα τα νερά της πισίνας του γειτονικού πεντάστερου ξενοδοχείου. Έχοντας όνειρο ζωής κάποια στιγμή να μπορέσει και εκείνη να δουλέψει σε αυτό.

“Μέναμε ακριβώς δίπλα στο Divani Palace Acropolis. Από την ταράτσα της πολυκατοικίας μας φαινόταν η πισίνα του. Έβλεπα τα φώτα, τον κόσμο και έλεγα από μικρή ότι εγώ κάποια στιγμή θα πάω να δουλέψω εκεί, ο κόσμος να χαλάσει”.

Μόνο που, για να συμβεί αυτό, η κοντούλα με την χρυσή καρδιά θα πρέπει να μαζέψει τα χρήματα για να σπουδάσει αυτό που ονειρεύεται, δηλαδή την μαγειρική.

“Μαμαδίστικο φαγητό για εμένα, αυτό που μου ξυπνάει γευστικές αναμνήσεις, είναι οι πίτες που μας έφτιαχνε η μητριά μου. Συγκεκριμένα φασολόπιτα και τσουκνιδόπιτα”.

Όπως σε κάθε παραμύθι, έτσι και σε αυτό, η Σταχτοπούτα έχει να περάσει πολλά εμπόδια για να το καταφέρει.

“Έχω περάσει μεγάλες απογοητεύσεις στη ζωή μου. Όπως όταν έμαθα, στα 16 μου, το πώς πέθανε η βιολογική μητέρα μου (σ.σ. Έχει τατού το όνομά της κάτω από το στήθος της). Ότι δηλαδή -όταν ήμουν δυο ετών- έπεσε από ένα άγριο άλογο, το οποίο είχαν στο χωράφι και εκείνη προσπάθησε να ιππεύσει, και χτύπησε στο κεφάλι. Ήταν τρεις μέρες σε κώμα στο νοσοκομείο. Αλλά και αυτό να μην συνέβαινε, πάλι θα πέθαινε. Είχε καρκίνο του θυρεοειδούς”.

Ξεκινώντας από τον διττό ρατσισμό. Βλέπεις το κορίτσι μας, πέρα από όμορφο, είναι και Αλβανικής καταγωγής (“Εγώ αισθάνομαι και Ελληνίδα και Αλβανίδα. Αγαπώ και τις δυο χώρες το ίδιο. Δεν θέλω να ξεχωρίσω καμία. Καθεμία είναι ξεχωριστή'”. 

”Έχω νιώσει τον ρατσισμό και λόγω εξωτερικής εμφάνισης και λόγω καταγωγής.  Όπως όταν πήγα να δουλέψω σε μια καφετέρια στο Αιγάλεω και γύρισε μια κοπέλα και μου είπε ‘Άντε μωρέ κ@λ#αλβανάκι που νομίζεις ότι είσαι και όμορφο’. Εγώ όμως την δουλειά την πήρα γιατί ήμουν σκυλί. Δούλευα 15 ώρες χωρίς να παραπονεθώ. Πάντως ο ρατσισμός δεν με επηρέασε πότε. Αντιθέτως με έκανε πιο δυνατή. Από μέσα μου έλεγα ‘Μακάρι να ήσουν και εσύ κ@λ#αλβ@νίδα και να κατάφερνες αυτά που έχουν καταφέρει οι γονείς μου”.

Τι οφείλεις να συγκρατήσεις από τα παραπάνω; Ότι η Ασημίνα ποτέ δεν φοβήθηκε την σκληρή δουλειά στην ζωή της. Και πάντοτε απαντούσε στο bullying με αξιοπρέπεια και σκληρή δουλειά. 

“Η πρώτη μου δουλειά ήταν στα 16 μου, σε ένα καφέ στην Ερμού, και ήταν η πιο σκληρή που έχω κάνει στη ζωή μου. Πήγαινα καφέδες στις τριγύρω εταιρίες και ανεβοκατέβαινα όλη την ημέρα με τα πόδια επταόροφες πολυκατοικίες. Το χειρότερο ήταν το πόσο απαξιωτικά μου φέρονταν οι πελάτες. Δεν με κοίταζαν καν και μου έδιναν δυο λεπτά tips. Στη συνέχεια δούλεψα διαδοχικά σερβιτόρα, υποδοχή στο Red Club στην Τήνο και τσεκαδόρος στο Αrena στο Γκάζι προκειμένου να μαζέψω 9.000 ευρώ και να πληρώσω τη σχολή μαγειρικής μου. Ό,τι μάζεψα δυο χρόνια τα έδωσα κατευθείαν για την σχολή. Το ήθελα πολύ. Μαγείρευα από μικρή και όλοι μου έλεγαν ότι το έχω. Ότι μαγειρεύω νόστιμα. Ταυτόχρονα με την σχολή δούλευα το πρωί σε καφετέρια και το βράδυ σε club”.

Ενώ δεν είναι τυχαίο ότι, όχι μόνο στο MasterChef, αλλά σε οποιαδήποτε κουζίνα πρωτομπήκε, κάποιος βρέθηκε να της πει ότι δεν ανήκει εκεί.

‘”Την πρώτη μέρα στη σχολή μαγειρικής είχα αργήσει. Οπότε ανοίγω την πόρτα της τάξης και αμέσως γυρίζει ο κ. Γεωργαλής και μου λέει ‘για τα τουριστικά είναι δίπλα’. Δεν το περίμενε ότι είμαι μαγείρισσα. Εκείνος, όμως, ήταν και ο πρώτος που πίστεψε σε εμένα. Δεν ξεχνώ αυτό που μου είπε. Ότι δηλαδή ‘Έχεις χέρι μάστορα. Άμα ξέρεις να κόβεις και να κουνάς τηγάνι, θα πας μπροστά”

Τον οποίο και μετά έπειθε για το αντίθετο, όπως συνέβη ξανά, μετά την αποφοίτησή της, την πρώτη της μέρα στην κουζίνα του Smile Restaurant στην Ακρόπολη.

‘Με κοίταζαν και πάλι περίεργα. Είπα στο αφεντικό ‘δείξε μου το μενού, κάτσε στην άκρη και δες πώς δουλεύω’. Οπότε και αναγνώρισε άμεσα το πόσο γρήγορη είμαι”.

Όσον αφορά για το χάπι έντ, της μέχρι τώρα πορείας της (πέρα από το μαγειρικό σουξέ που έχει μετά το πέρας του παιχνιδιού) αυτό γράφτηκε ένα Μαγιάτικο πρωί, στα 19 της, ένεκα του πείσματος και του ταλέντου της.

“Πήρα το βιογραφικό μου, πήγα στην reception του Divani Palace Acropolis και ζήτησα τον σεφ (σ.σ. Κώστας Αλεξιάδης). Moυ είπαν να αφήσω απλά το βιογραφικό και να φύγω, αλλά εγώ κάθισα και τον περίμενα. Μετά από δυο ώρες βγήκε και μου είπε ότι προτιμά άντρες στην κουζίνα. Του απάντησα ότι εγώ είμαι σαν άντρας στην δουλειά και τον παρακάλεσα να με βάλει να δουλέψω όσες μέρες και όσες ώρες θέλει χωρίς να πληρωθώ, για να δει τι μπορώ να κάνω. Πριν προλάβει να μου απαντήσει, πήγα άλλαξα, μπήκα στην κουζίνα και κάθισα για 4 ώρες. Και, χωρίς να με φωνάξει, πήγα και την επόμενη. Τον έπεισα. Με πήρε. Και όχι με εξάμηνη σύμβαση, όπως γίνεται συνήθως, αλλά μόνιμη. Ήταν η πιο χαρούμενη μέρα στη ζωή μου. Το ίδιο βράδυ το γιόρτασα κάνοντας πάρτι σε club στο Γκάζι. Ήμουν η μοναδική γυναίκα μέσα σε εννιά άντρες και η μικρότερη σε ηλικία αφού οι υπόλοιποι ήταν 30άρηδες με οικογένεια. Με είχαν όλοι σαν μικρή αδελφή τους. Και μου έκαναν, όλοι μαζί, την αίτηση να πάω στο MasterChef. Κάτι για το οποίο και τους ευχαριστώ”.

Τι μένει να της ευχηθούμε; Καλή τύχη. Τόσο στην κουζίνα, όσο και στον μοναδικό τομέα που το πείσμα δεν αρκεί για να διαπρέψει, με τους άντρες.

“Έχω απογοητευτεί πολύ από τους άντρες. Για αυτό και δεν κάνω σχέση εύκολα. Συνήθως κοιτάνε την εμφάνιση και μένουν εκεί. Δεν κοιτάζουν ποια πραγματικά είμαι. Το χειρότερο που μου έχει κάνει άντρας συνέβη στην πρώτη σχέση μου, όταν ήμουν 19. Μετά από 9 μήνες, έμαθα ότι ήταν αρραβωνιασμένος. Συγκεκριμένα ήρθε κάτω από το πατρικό μου η αρραβωνιαστικιά του, η οποία ήταν και έγκυος. Φρίκαρα. Δεν κατάλαβα π’ως το έκανε αυτό, αφού ήμασταν συνέχεια μαζί. Εννοείται πως τον χώρισα αμέσως και επιτόπου. Δεν θα έμπαινα ποτέ ανάμεσα σε μια οικογένεια. Δεν θα κοίταζα ποτέ δεσμευμένο ή παντρεμένο άνθρωπο. Όπως δεν έχω κάνει ποτέ σχέση μέσα από κουζίνα. Η κουζίνα είναι κάτι ιερό για εμένα”.

Η φωτογράφηση πραγματοποιήθηκε στο Ergon House Athens, Μητροπόλεως 23, Αθήνα

> Τα ρούχα που φόρεσε η Ασημίνα: Mallory the Label. Φούστα Mine Skirt και τιραντάκι Intimissimi. Ζώνη: Bershka.