LONGREADS

Το πιο σταθερό Επιτόκιο της ζωής σου

Λίγες μέρες πριν κλείσει τα 30, το θρυλικό μπαρ της Νέας Σμύρνης συνεχίζει να αναπνέει φοβερές παρέες, μυθικές ιστορίες μπάρας και πολύ, πάρα πολύ Πανιώνιο.

“Well, show me the way, To the next whisky bar Oh, don’t ask why”. Έτσι λέει ο Τζιμ Μόρισον στο περίφημο Alabama Song και φτιάχνω με το μυαλό πώς θα ήταν εκείνο το μπαρ στην μακρινή Αλαμπάμα. Τώρα στην Αθήνα και την αγαπημένη μου Νέα Σμύρνη ξέρω πολύ καλά ποιο είναι το ‘my next whiskey bar’. Αν είσαι δικός μας έχεις ακούσει κόσμο να λέει “πάμε σήμερα Τόκιο”. Έχεις λάβει SMS “είμαι Τόκα. Έλα”. Ή απλά έχεις πάει και τους έχεις βρει. Τον Μήτσο να παίζει μουσική, τον Νίκο να βάζει ποτά, την Έφη να σερβίρει, τον Γιάννη τον ‘νεροχύτη’ στη γνωστή γωνία και φυσικά τον Τάκη Καλούδη.

Τετάρτη βράδυ. Το Επιτόκιο είναι πάντα πιο όμορφο μεσοβδόμαδα. Το ποτήρι αδειάζει και ο Τάκης κερνάει:

“Θες να μου μιλήσεις”;

“Ξέρω γω; Ναι, γιατί όχι; Τι θες να πούμε”;

“Θες να πούμε για το Επιτόκιο”;

“Τι δεν ξέρεις ρε μαλάκα για το Επιτόκιο”;

Και ο Τάκης μου μίλησε. Μια Τετάρτη. Στο Επιτόκιο.

Επιτόκιο είναι ο Τάκης

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

“20 Φλεβάρη 1987 είναι η πρώτη ημέρα που το Επιτόκιο σερβίρει ποτά. Βλέπεις, μας βγήκε Ιχθύς το Επιτόκιο. Όμως, πρέπει να σου πω ότι από επιλογή κάνουμε κάθε χρόνο τα γενέθλιά του παραμονή 25ης Μαρτίου. Και για να αποφύγουμε το αποκριάτικο κλίμα και για να βάλουμε το πάρτι μας σε μια σταθερή ημερομηνία που ο κόσμος θα μπορεί να ξενυχτήσει. Έτσι, το πραγματικό γενέθλιο το ξέρουμε μόνο εμείς και 2-3 πολύ στενοί φίλοι, γιατί ο κόσμος έχει από τα πάρτι στο μυαλό του τον Μάρτιο”.

“Ήμουν 25 χρονών και δούλευα ταμίας σε τράπεζα. Γι’ αυτό και έβγαλα το μαγαζί Επιτόκιο. Τώρα, που έχουν περάσει τα χρόνια νομίζω έκανα μια καλή επιλογή ονόματος”.

“Ως πιτσιρικάς έβγαινα πολύ. Πήγαινα συνέχεια στο ‘Κραχ’ και την ‘Άκρη’, τα μοναδικά μαγαζιά που είχε τότε η Νέα Σμύρνη. Στο χώρο του Επιτοκίου υπήρχε ένα ιστορικό μαγαζί που το ξέρουν λίγοι. Ένα πολύ προχωρημένο μαγαζί για την εποχή (1982-1987), ένα bistro με live jazz μουσική, το ‘La vieille’. Αυτή ήταν η γειτονιά μου και για περίπου έξι μήνες δούλεψα στο μαγαζί ως σερβιτόρος. Όμως τα παιδιά που το είχαν προσανατολίστηκαν αλλού και έτσι το έκλεισαν. Μου άρεσε ο χώρος και σκέφτηκα ότι θα κάνω εκεί κάτι δικό μου”.

“Ξεκίνησα από το μηδέν. Τα μόνα μου λεφτά ήταν από μια μηχανή που πούλησα. Τα υπόλοιπα τα συμπλήρωσε ο αδερφός μου που έγινε ο πρώτος μου συνέταιρος. Το μαγαζί που ονειρευόμουν να στήσω ήταν ένα τυπικό jazz-blues μπαρ. Μιλάμε για μια Νέα Σμύρνη τελείως διαφορετική από σήμερα”.

“Στην αρχή είχαμε μεγάλο πρόβλημα με τη γειτονιά. Παρατηρήσεις, μηνύσεις, παράπονα. Με τα χρόνια μας έμαθαν και μας αγάπησαν. Νοίκιασα και έμενα για χρόνια στο ακριβώς από πάνω διαμέρισμα για να αποφύγω τις παρατηρήσεις. Είχα ελάχιστη εμπειρία όταν ξεκίνησα. Έξι μήνες είχα σερβίρει στο ‘La vieille’ και άλλους έξι στο ‘Jazz Τσακάλωφ’, μαγαζί-σχολείο για μένα. Είχα όμως μεγάλη εμπειρία ως πελάτης. Και έτσι έστησα αυτό που έψαχνα να βρω”.

“Τον πρώτο χρόνο με βοήθησε πολύ ο κολλητός μου ο Λάκης ο οποίος όμως δεν μπορούσε να γίνει επίσημα συνέταιρος μου, γιατί δούλευε στο δημόσιο και ο πατέρας του δεν ήθελε να τα παρατήσει όλα για ένα μπαρ. Έμεινε όμως για 9 χρόνια μπάρμαν. Μετά παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και δεν άντεξε τη νύχτα”.

Το Επιτόκιο πήγε καλά από την πρώτη ημέρα. Σκέψου ότι σε έναν χρόνο έβγαλα όλο το κεφάλαιο που μου είχε δώσει ο αδερφός μου. Τότε είναι που συνειδητοποίησα ότι πρέπει να αφήσω την τράπεζα. Με βρήκε ο διευθυντής και μου είπε ‘ρε συ το μαγαζί σου πάει καλά και φαίνεται ότι θα συνεχίσει’. Κατάλαβα τι ήθελε να πει με τρόπο και παραιτήθηκα στους έντεκα μήνες.

“Αρχικά, οι Νεοσμυρνιώτες σνόμπαραν το μαγαζί. Οφείλω να  πω -και ξέρω ότι αυτό δεν θα αρέσει σ’ εμάς τους Νεοσμυρνιώτες- ότι ο πρώτος σταθερός κόσμος του Επιτοκίου ήταν από την Καλλιθέα. Εκείνη την εποχή οι Νεοσμυρνιώτες βγαίνουν μαζικά σε Κολωνάκι και Γλυφάδα. Όμως, με τον καιρό, και επειδή εγώ τελείωσα την περίφημη ΛΑΝΣ με τους αμέτρητους συμμαθητές, μαθεύτηκε ότι έκανα μαγαζί και ο κόσμος της γειτονιάς άρχισε να το στηρίζει πολύ. Ακόμη και όσοι το σνόμπαραν”.

“Στήνεται λοιπόν ένα ιδιαίτερο μαγαζί. Ένα μαγαζί ‘μια μεγάλη παρέα’. Κόσμος που έχει τα πόστα του, παρέες που γνωρίζονται μεταξύ τους, παρέες που παίρνουν μπουκάλι, πίνουν το μισό και μας λένε ‘φύλαξε το, θα έρθουμε και αύριο για το υπόλοιπο'”.

“Η παρέα αυτή σιγά σιγά μεγαλώνει και επειδή το Σάββατο γεμίζαμε από πολύ νωρίς, αρκετός κόσμος που ερχόταν δεν έβρισκε να κάτσει. Έτσι, πάμε στη δεύτερη επιτυχία του Επιτοκίου που για να χωρέσει αυτή η ‘μεγάλη παρέα’ αρχίζει και δουλεύει έντονα μέσα στη βδομάδα. Αυτό ήταν το κάτι διαφορετικό που μας καθιέρωσε. Ότι δηλαδή, το Επιτόκιο δεν έγινε ‘διασκεδαστήριο’. Δεν έγινε ένα μαγαζί του Παρασκευοσάββατου. Θα δουλέψει Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη. Θα δουλέψει αργά. Θα γεμίσει ξαφνικά”. 

Επιτόκιο είναι εκείνα τα βράδια

“Τα πάρτι μας. Κάθε μας γενέθλιο. Μεγάλη χαρά. Τα πρωτοποριακά μεσημεριανά μας χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα πάρτι που μπορεί να ξεκίναγαν μεσημέρι, αλλά τελείωναν βράδυ. Ή την επόμενη χρονιά. Σ’ αυτά δοκιμάζαμε και άλλες μουσικές. Live ρεμπέτικα, λαϊκά, ή ακόμα και νησιώτικά”.

“Σε ένα τέτοιο μεσημεριανό πάρτι, ένας πελάτης είχε ζητήσει ‘Τα Μαύρα Μάτια σου’ του Αγγελόπουλου. Μιλάμε για το Επιτόκιο έτσι. Αυτά γίνονταν μόνο μια φορά το χρόνο και το ήξεραν οι πελάτες ότι σε αυτά τα πάρτι θα ακούσουν πράγματα που δεν ακούγονται στο Επιτόκιο. Πράγματι λοιπόν, το έπαιξε η ορχήστρα. Πέρασαν τα χρόνια και ξαναήρθε αυτός ο τύπος και με έπιασε. Μου είπε, ‘θέλω μια μεγάλη χάρη. Έχουμε κλείσει το Σάββατο το βράδυ ένα μεγάλο τραπέζι, είκοσι άτομα. Και θέλω τα μεσάνυχτα ακριβώς να μου βάλεις πάλι το ‘Τα Μαύρα Μάτια σου’, γιατί θέλω να κάνω πρότασή γάμου στην κοπέλα μου. Του λέω ‘έγινε’. Μου λέει ‘σίγουρα’. Του λέω ‘ναι ρε. Επιτόκιο είμαστε’. Μου έφερε την εκτέλεση που ήθελε. Έγινε ένας πανικός. Εκείνος γονάτισε, έβγαλε το δαχτυλίδι, η άλλη συγκινήθηκε και ο κόσμος γούσταρε”.

“Αλλά η ζωή είναι λιγάκι πουτάνα. Έχει και ένα βράδυ στις πολύ αρχές. 1989. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. Ο αδερφός του κολλητού μου, ο εορτάζων Δημήτρης, σχόλασε, τράκαρε με την μηχανή στην Αγίας Φωτεινής και έφυγε ακαριαία. Εκείνο το βράδυ το μισό Επιτόκιο ήταν ρεζερβέ με Δημήτρηδες που γιόρταζαν και το άλλο μισό με εμάς που κλαίγαμε. Αξέχαστο βράδυ. Έγινε ένα μνημόσυνο που μετά μεταφέρθηκε στο Δέκα. Απίστευτος κόσμος ήρθε. Πίναμε και κλαίγαμε. Νομίζω είναι η τελευταία φορά στην ζωή μου που έχω κλάψει, γιατί δυστυχώς δεν κλαίω, δυσκολεύομαι. Ο Δημήτρης μας. Από πιώμα έφυγε και με πιώμα τον αποχαιρετήσαμε”.

“Μια άλλη μέρα κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Τότε έρχονταν συχνά οι Κατσιμιχαίοι με τα ποδήλατά τους. Τα κλείδωναν απέξω στην κολόνα και έμπαιναν να πιουν τα ποτά τους. Εγώ, τους γούσταρα πολύ αλλά ντρεπόμουν να πάω να τους μιλήσω. Ένα βράδυ λοιπόν, με αρκετό κόσμο το μαγαζί, μπήκαν και έκατσαν στην μπάρα. Μιλάνε με την σερβιτόρα και εκείνη έρχεται και μου λέει ‘σε θέλουν’. Ούτε ήξεραν ποιος έχει το μαγαζί, ούτε τους ενδιέφερε. Πάω λοιπόν και μου λένε ‘σε παρακαλώ θέλουμε μια μεγάλη χάρη. Μόλις βγήκαμε από το studio και έχουμε στα χέρια μας το demo του δίσκου μας που θα κυκλοφορήσει τον άλλο μήνα. Επειδή, δεν το χουμε ακούσει ποτέ σε χώρο με κόσμο, γίνεται να μας κάνεις αυτή την χάρη και να το βάλεις να το ακούσουμε εδώ’; Πήγα στον dj και το βάλαμε αμέσως. Το αφήσαμε για 3-4 κομμάτια. Ο κόσμος το πήρε χαμπάρι και άρχισε τα συγχαρητήρια. Και η αντίδραση των Κατσιμιχαίων ήταν πολύ αληθινή. Το δισκάκι το έχω ακόμα. Μου το άφησαν”.

Επιτόκιο είναι ο Πανιώνιος

“Το μαγαζί είναι συνυφασμένο με τον Πανιώνιο και όχι μόνο επειδή εγώ είμαι Πανιώνιος. Όλες οι χαρές και οι λύπες εδώ. Σκέψου ότι τη βραδιά του Κυπέλλου, το πούλμαν σταμάτησε πρώτα έξω από εμάς. Βγήκαμε να φιλήσουμε το Κύπελλο με τον συνέταιρο και μετά το πούλμαν συνέχισε για την πλατεία”.

“Πριν το κύπελλο όμως, όλος ο μπασκετικός Πανιώνιος. Βασικά ναι, το Επιτόκιο αν και είναι δίπλα στο ποδόσφαιρο ξεκίνησε από στέκι μπασκετικών. Ξέρεις πόσες μεταγραφές έχουν κλειστεί εδώ; Πόσες φορές ακούγαμε για έναν ξένο που θα φέρουν και μετά ψάχναμε να μάθουμε πράγματα γι’ αυτόν, χωρίς να υπάρχει και το Google… Και παίκτες ερχόντουσαν συχνά: ο Φάνης που είχε και μαγαζί στην πλατεία, ο Γάσπαρης, ο Διαμαντόπουλος”.

Με τη Λάτσιο, υπό καταρρακτώδη βροχή, ανοίξαμε δύο ώρες πριν το ματς. Το μαγαζί ήταν πίτα. Μετά πήγαμε όλοι μαζί στο γήπεδο. Πίτα και εμείς

Με την Μπαρτσελόνα το ίδιο. Αλλά και σε όλα τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα. Ακόμα και τα μη Πανιώνια. Ας πούμε στο Euro 2004, οι Πάνθηρες ήταν εδώ μετά τον τελικό. Σταμάταγαν τον dj και φώναζαν το επικό σύνθημα: ‘με το έτσι και το θέλω, κάναμε το Επιτόκιο μπουρδέλο'”.

Επιτόκιο είναι ο κόσμος του

“Τώρα θες να με βάλεις να μιλάω δυο μέρες… Πολλοί φίλοι μου έχουν πει ‘γράψε βιβλίο το Επιτόκιο, ή γύρνα το ταινία’. Ιστορίες αγάπης, μίσους, τρέλας. Οι παρέες του Επιτοκίου είναι και ήταν κομμάτι του. Σίγουρα ξεχωρίζω παρέες. Ας πούμε αυτή την παρέα που είμαι και εγώ και υπάρχει ακόμα. Είναι οι προπονητές των υποδομών και των ακαδημιών του Πανιωνίου και οι φίλοι τους. Αυτό λοιπόν το παρεάκι, χειμώνα-καλοκαίρι, ακόμα και τη βδομάδα του Γενάρη με τα χιόνια, κάθεται σταθερά έξω. Ο Θανάσης Κωνσταντώνης, ο Ίκαρος Φατούρος, ο Βαγγέλης Μίχος. Σχολάνε από τις προπονήσεις και πιάνουν το τραπέζι. Δεν ξέρω αν υπάρχει παρέα αυτά τα τριάντα χρόνια που να έχει έρθει πιο πολλές φορές από αυτούς”.

“Ο κόσμος του Επιτοκίου έχει περάσει από φάσεις, όπως και το ίδιο το μαγαζί. Τα πρώτα χρόνια το μαγαζί είχε κάθε μέρα τους ίδιους ανθρώπους. Έχουμε τόσο φανατικούς θαμώνες που το Επιτόκιο δουλεύει 362 μέρες το χρόνο. Κλείνουμε Μεγάλη Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή του Πάσχα. Πολλοί με ρωτάνε ρε συ γιατί δεν κλείνεις Δεκαπενταύγουστο; Ξέρεις πόσες φορές μου έχουν πει ‘και μεις που θα πάμε σήμερα’;”

“Η Βασούλα μας. Μια ιδιαίτερη περίπτωση της γειτονιάς, με τους δαίμονές της. Από πάρα πολύ καλή οικογένεια. Έρχεται σ’ εμάς και ζητάει ένα με δύο τσιγάρα και μια κόκα κόλα. Ο κόσμος μας την έχει μάθει. Και ξέρεις τι μου αρέσει. Κανένας δεν την κοιτάει περίεργα πια. Επίσης, να ξέρεις, δεν δέχεται ποτέ χρήματα”.

Επιτόκιο είναι οι προδοσίες του

“Έχω ένα πολύ κακό χούι. Τη ‘βρίσκω’ να στήνω μαγαζιά. Δεν μπορώ να αφήσω μια ιδέα χωρίς να τη δοκιμάσω. Και όλο αυτό όπως καταλαβαίνεις είναι εις βάρος του Επιτοκίου. Η πρώτη φορά που το ‘απάτησα’ ήταν το 1989. Τότε ξεκίνησε για μένα το Δέκα. Αρδηττού 10, μπαρ Δέκα. Συνυπήρξαν αρμονικά μαζί με το Επιτόκιο για λίγα χρόνια και δεν σου κρύβω ότι Παρασκευή και Σάββατο γινόταν το εξής παράδοξο: μεταφορά της Νέας Σμύρνης στο Δέκα. Όλοι όσοι γέμιζαν τις καθημερινές το Επιτόκιο έβγαιναν τα ΣΚ στο Δέκα. Ήταν κάπως πιο μπάσταρδο, με παλιά λαϊκά, μια κουλτούρα πιο διασκεδαστική. Από Doors σε Καζαντζίδη. Σαν το Μπάτμαν στο Νέο Κόσμο, αλλά με πιο φυσιολογικό ωράριο”.

“Με τα τελειώματα του Δέκα επινοικιάζουμε στην Ύδρα, μαζί με τον Κώστα Αχείλα, δύο ιστορικά μαγαζιά, τη Σπηλιά και την Υδρονέτα. Τα δουλεύαμε σεζόν. Μετά, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έκανα στη Νέα Σμύρνη και ένα πέρασμα από το Ευώνυμο, ένα μικρό καφέ πίσω από την Λεόντειο για κάνα δύο χρόνια. Καμιά δεκαριά χρόνια μετά, συμμετείχα στο Μουσικό Καφενείο πριν γίνει η Πλατεία Καρύλλου αυτό που είναι τώρα”.

“Τη χρονιά που γεννήθηκε ο γιος μου το 1995, άνοιξα με την τότε γυναίκα μου ένα κινέζικο εστιατόριο το ‘China’s Fantasy’ στο Ψυχικό. Πήγε πάρα πολύ καλά και ακόμα πάει, απλά όταν χωρίσαμε εκείνη κράτησε το κινέζικο και εγώ το Επιτόκιο”.

“Το 2010 άνοιξα μαζί με τον Χάρη και τη Ρούλα το Άρωμα στην Πλατεία. Όλα τα μαγαζιά (εκτός Επιτοκίου) τα άνοιξα Νοέμβρη. Μάλλον επειδή είμαι Σκορπιός. Αυτό ήταν και το μοναδικό μαγαζί μου στην Πλατεία. Ξέρεις τι ήταν το Άρωμα; Σκέψου όλους τους παίκτες του Πανιωνίου που ήταν στην ομάδα μας πιτσιρικάδες και παρασύρονται και πάνε στον Ολυμπιακό. Μετά τον Ολυμπιακό πού είναι; Ψάχνουμε να τους βρούμε. Ε έτσι έπαθα και εγώ. Πάλι ‘παράτησα’ το Επιτόκιο και μεγαλοπιάστηκα με την ιδέα της Πλατείας. Και τι έκανα; Κακό στο Επιτόκιο. Ήταν ένα από τα μεγάλα μου επαγγελματικά λάθη. Δεν είναι ότι το μετάνιωσα. Το «Άρωμα» 6 χρόνια μετά είναι ακόμα ένα ωραίο μαγαζί της πλατείας για τα παιδιά που το έχουν”.

“Το τελευταίο μου μαγαζί είναι το Classic, ένα κλασικό wine bar. Είναι και το πρώτο μαγαζί που κάνω χωρίς συνέταιρο. Ένα ιστορικό μαγαζί της Νέας Σμύρνης. Ήμουν θαμώνας του Classic όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Μπορώ να σου πω ότι εδώ ήταν το γραφείο μου, τα χρόνια πριν τα κινητά και όποιος ήθελε να με βρει ήξερε ότι καθόμουν πάντα στην ίδια γωνία στο μπαρ. Ήμουν κάθε μέρα εκτός Σαββατοκύριακου”.

Ξέρεις τι συνειδητοποιώ; Το σπίτι μου είναι ακόμα το Επιτόκιο

“Ό,τι και αν έκανα, στο Επιτόκιο ξαναγύριζα. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορώ να το αφήσω με τίποτα. Μου ‘χει δώσει τόσα πολλά όλα αυτά τα 30 χρόνια. Το ‘χω φτύσει τόσες πολλές φορές, το ‘χω παραμελήσει. Και έχει πάντα τον τρόπο να μου τη λέει. Αλήθεια σου λέω. Το Επιτόκιο μου μιλάει. ‘Θέλω βάψιμο’, ‘θέλω συντήρηση’. Και έχει και τον τρόπο να διεκδικεί. Λέω ας πούμε ‘πρέπει κάποια στιγμή να κάνω συντήρηση στα μηχανήματα’ και όλο το αμελώ. Ε, θα με αφήσει Σάββατο. Όχι Δευτέρα. Και θα μου πει ‘εγώ στο λεγα Τάκη'”.

Επιτόκιο είναι οι συνέταιροι

“Ό,τι και να έχω κάνει στη νύχτα, ό,τι μαγαζί έχω ανοίξει (ή κλείσει) πάντα υπάρχουν συνέταιροι. Ο πρώτος ήταν ο αδερφός. Μετά ήρθε στην ζωή μου ο Κώστας Αχείλας, πετυχημένος επιχειρηματίας της Ύδρας. Μετά τον Κώστα ήρθανε δύο φίλοι του ο Διονύσης και ο Χρήστος. Και μετά ήρθε στην ζωή μου ο Χάρης Γαλανίδης. Αυτός είναι η πιο σταθερή μου και η πιο πετυχημένη μου συνεργασία. Μείναμε μαζί 15 χρόνια. Πήγαμε εξαιρετικά. Είναι τα χρόνια που το Επιτόκιο απογειώθηκε. Δουλεύαμε λες και είναι κάθε μέρα Σάββατο. Με το που τελείωσε η συνεργασία μου με τον Χάρη, εμφανίστηκε ο Τόμυ, κατά κόσμον Θάνος Βασιλάκος. Τώρα, είμαι συνεταίρος με τον Παναγιώτη”.

Επιτόκιο είναι οι εργαζόμενοί του

“Δεν είχα καμία ιδιαίτερη συνταγή για να προσλαμβάνω κόσμο, πέρα από το ένστικτο μου. Ξέρεις ακόμα νιώθω ότι χρωστάω πολλά σε όλα τα παιδιά που δούλεψαν εδώ. Η Εβελίνα, ο Γιώργος Τουρλίδης και η Έφη έμειναν πάνω από δέκα χρόνια. Για την ακρίβεια, η Έφη που παραμένει ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο του Επιτοκίου δουλεύει ήδη 12 χρόνια. Η Ανδριάνα 6 χρόνια. 4 χρόνια το Κατερινάκι. Ο Παναγιώτης που ήρθε έμεινε και πλέον είναι και συνέταιρός μου. Ο Νίκος ο Σταυρακάκης. Αν δηλαδή δεν φύγει κάποιος από μόνος του, δεν φεύγει από μένα. Ένα πράγμα που με κάνει χαρούμενο είναι ότι τουλάχιστον 6-7 παιδιά που έχουν περάσει από το Επιτόκιο έχουν σήμερα τα δικά τους μαγαζιά. Μερικά από αυτά τα γουστάρω κιόλας και πηγαίνω όποτε μπορώ”.

“Σε μαγαζιά όπως το Επιτόκιο, το πιο σημαντικό πόστο είναι το μπαρ. Να κόβεις τον πελάτη και να μιλάς. Όταν και όποτε πρέπει. Είχα την τύχη να έχω πολύ σωστούς μπάρμεν. Μπορώ να πω ότι οι δύο καλύτεροι που πέρασαν από το Επιτόκιο είναι ο Γιώργος, ο αδερφός του Τόμυ, και ο Πέτρος Τσαπάρας. Η μπάρα του Επιτοκίου θέλει κουβέντα. Ανθρώπους που μιλάγανε για φιλοσοφία, για πολιτική, για ποδόσφαιρο. Πολλή πολιτική και ποδόσφαιρο στο Επιτόκιο. ‘Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ’, και Αριστερά και πάνω απ’ όλα Πανιώνιος. Καφενείο μπαρ. Κόσμος που έπινε τα ποτά του και μίλαγε”.

Επιτόκιο είναι η μουσική

“Τα πρώτα χρόνια δούλευα μόνο με κασέτες που τις έγραφα κάθε απόγευμα από δικούς μου δίσκους. Η μουσική έπαιζε από δύο κασετόφωνα και εγώ φρόντιζα να τσεκάρω το πάχος της ταινίας και να αλλάζω τις κασέτες. Ο πρώτος dj ήταν ένας καθημερινός θαμώνας, ο Γιώργος ο ‘Πόντιος’. Αυτός ερχόταν κάθε μέρα και ήταν λάτρης της μουσικής, ως επί το πλείστον ροκ και ραπ. Είχε ένα πικάπ στο σπίτι του, καλό αλλά όχι επαγγελματικό. Είχα κι εγώ άλλο ένα και μια μέρα του λέω ‘ρε συ δεν φέρνεις και το δικό σου εδώ να τα στήσουμε και να παίζουμε’; Έτσι ξεκίνησε ο πρώτος dj στο Επιτόκιο”.

“Μετά πήραμε επαγγελματίες. Ο Βασίλης και ο Μιχάλης βγάλανε μια 8ετία οι δυο τους. Κάπου στα 2000 μπήκαμε στην εποχή που αλλάζαμε dj κάθε μέρα και όπως καταλαβαίνεις έχουν περάσει άπειρα παιδιά. Όμως, απ’ όλους ο Μήτσος ο Πάσιος και ο Γιώργος Τζιτζιβάγκος είναι η αφρόκρεμα μας. Ειλικρινά, από τους καλύτερους d που έχω ακούσει. Ξέρουν το μαγαζί, τον παλμό του κόσμου και τι ζητάει. Ψοφάνε για μουσική. Επίσης, σημαντικός για την μουσική ιστορία του Επιτοκίου είναι και Άρης Ευαγγελίδης που παίζει ακόμα μουσική ορισμένες Κυριακές. Πολύ καλά παίζει και ο ‘μικρός’ (γιος μου). Eίναι καλός ο μπαγάσας, γιατί ψάχνεται πολύ με την μουσική”.

Επιτόκιο είναι το μέλλον

“Πολλές φορές σκέφτομαι και λέω ‘πώς πέρασαν έτσι 30 χρόνια’; Υπέροχα χρόνια. Μετά απορώ πώς και δεν έχω αποκτήσει πρόβλημα με το αλκοόλ. Εντάξει τα δύσκολα πέρασαν. Αφού δεν απέκτησα μέχρι τώρα, νομίζω τη γλίτωσα. Πέρασα την φάση της μικρής ηλικίας που ξέφευγα και έπινα πολύ. Αλλά και μαγαζί να μην είχα, νομίζω πάλι θα ξέφευγα. Όμως, έμαθα να το έχω πάντα σε έλεγχο. Δεν γίνεται κάθε μέρα να πίνεις, ειδικά άμα δουλεύεις. Εξακολουθώ και κάνω τριήμερα ή διήμερα διαλείμματα. Δεν εμφανίζομαι καν στο μαγαζί κάποιες μέρες, γιατί αν πας, θα πιεις”.

“Kάτι που με βοήθησε σημαντικά είναι ότι στα οκτώ χρόνια Επιτόκιο εμφανίζεται ο γιος μου. Εκεί αλλάζουν όλα. Γίνομαι ξαφνικά μπαμπάς. Τα τρία ποτά γίνονται δύο. Το ένα καλό ξενύχτι, κανένα. Απέκτησα έναν λόγο να θέλω να σχολάσω νωρίς και να γυρίσω σπίτι”.

“Τώρα, ό,τι και να λέμε, τα χρόνια αυτά πέρασαν. Και το Επιτόκιο σε λίγες μέρες θα γίνει 30. Ναι, είναι επιτυχία. Σε κάθε μαγαζί που στήνεται, σημασία έχει να ακολουθήσεις μια πορεία. Να πεις εγώ είμαι αυτός και κάνω αυτό. Αν στην πορεία αλλάξεις, θα χάσεις κόσμο και θα χαθείς. Το Επιτόκιο ας πούμε είναι αυτό που είναι 30 χρόνια τώρα. Καλές οι αλλαγές, αλλά οι σταθερές είναι καλύτερες”.