LONGREADS

Τελικά, οδεύει το βιβλίο ολοταχώς προς το θάνατο;

Θέσαμε σε 7 βιβλιοπωλεία του κέντρου τα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν το χώρο τα τελευταία χρόνια, προσπαθώντας να προβλέψουμε το μέλλον του.

Αύγουστος του 2016. Ξαπλωμένοι σε μία παραλία της Αστυπάλαιας, παρατηρούμε με τους φίλους μου τον κόσμο που λιάζεται δίπλα μας. Μην ρωτάς γιατί, είμαστε γενικά μια παράξενη παρέα. Γρήγορα, συνειδητοποιούμε πως σχεδόν όλοι, κρατούν στα χέρια τους κι από ένα βιβλίο.

Οι πιο απαιτητικοί της παρέας, σχολίασαν πως αρκετά εξ αυτών, δεν θα διεκδικούσαν ακριβώς το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οι πιο αισιόδοξοι και ρεαλιστές, χαρακτήρισαν θετικό το γεγονός, άσχετα με την ποιότητα ή το αντικείμενο του βιβλίου.

Ποιοι είμαστε εμείς για να κρίνουμε άλλωστε;

Σεπτέμβριος 2016: Ο ιστορικός εκδοτικός οίκος Ελευθερουδάκης, ανακοινώνει πως στα τέλη του μήνα, το τελευταίο του βιβλιοπωλείο στην Αθήνα, επί της Πανεπιστημίου, θα βάλει λουκέτο, ανήμπορο να ανταποκριθεί στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες.

Στην ανακοίνωση του άδοξου φινάλε, εκφράζεται κι ένας γενικότερος προβληματισμός για το μέλλον των βιβλίων και των βιβλιοπωλείων με το ερώτημα. “Τελικά, πώς θα είναι οι νέοι χώροι που θα φιλοξενούν βιβλία; Θα είναι βιβλιοπωλεία; Βιβλιοθήκες; Βιβλιοθηκοπωλεία; Εκδοτικοί χώροι; Κάτι άλλο;“.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Η τραγική ειρωνεία, η οποία έχει πάντα την τάση να κρύβεται πίσω από αντίστοιχα γεγονότα, εμφανίστηκε με την σχεδόν ταυτόχρονη ανακήρυξη της Αθήνας σε Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου για το 2018.

Οι αντιφάσεις, φανερές και με γυμνό μάτι. Τελικά διαβάζει ο Έλληνας; Μήπως διαβάζει μόνο το καλοκαίρι; Έχει γυρίσει τις πλάτες του στις μεγάλες αλυσίδες κι εμπιστεύεται πλέον μόνο τα μικρότερα βιβλιοπωλεία; Ο νέος κόσμος διαβάζει, ή το ίντερνετ μοιάζει να κερδίζει κατά κράτος αυτή την άνιση μάχη; Θα αντικαταστήσουν τα ηλεκτρονικά βιβλία το παραδοσιακό; Και στο τέλος της ημέρας, τι μπορεί να κάνει ένα βιβλιοπωλείο για να επιβιώσει;

Όλα αυτά τα ερωτήματα, τα θέσαμε σε 7 βιβλιοπωλεία του κέντρου της Αθήνας. Από πολυσυλλεκτικά καταστήματα όπως είναι ο Ιανός κι η Πολιτεία, μέχρι πιο εξειδικευμένα όπως τα καταστήματα των εκδοτικών οίκων της Εστίας κι άλλων εκδόσεων.

 

Το μεγάλο ερώτημα που κρυβόταν πίσω από κάθε άλλο μικρότερο όμως, κι αυτό ακριβώς που θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο τέλος, είναι το εξής ένα: Έχει ακόμα ζωή το βιβλίο, τουλάχιστον όπως το έχουμε μάθει μέχρι σήμερα;

Ερώτημα πρώτο: Πώς εμφανίζεται η αγορά του βιβλίου την τελευταία πενταετία;

 

Έχει καταντήσει κουραστικό, το ξέρω. Σε κάθε θέμα, πετάμε μέσα ένα “στην Ελλάδα της κρίσης” και αιτιολογούμε τα πάντα. Η κρίση, οικονομική και κοινωνική, είναι δυστυχώς μια πραγματικότητα. Αποτελεί όμως και την μοναδική αιτία για όλα τα δεινά της αγοράς; Ας μην προδικάζουμε απ’ τα αποδυτήρια. Πριν την εξήγηση, ας προσπαθήσουμε να αφουγκραστούμε την κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα βιβλιοπωλεία στην -μάντεψε- Ελλάδα της κρίσης.

Ας ξεκινήσουμε με τα δυσάρεστα νέα, αυτοί που ξέρουν άλλωστε λένε ότι είναι καλύτερο να ξεκινάς μ’ αυτά για να κλείνεις με τα ευχάριστα. “Η αγορά του βιβλίου έχει πέσει πάρα πολύ. Δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, πριν την κρίση”, παραδέχεται η Δέσποινα Μαλικιώση απ’ τις εκδόσεις Θεμέλιο. “Από τότε που κλείσανε όλα τα μαγαζιά στην στοά του Βιβλίου, ακολούθησαν και τα περισσότερα βιβλιοπωλεία. Η στοά είναι άδεια ενώ πριν 5 χρόνια στο δικό μας μαγαζί, το οποίο είναι και μικρό, χρειαζόντουσαν 4 άτομα για να διαχειριστούν τον κόσμο. Τώρα έχουμε μείνει 2 γενικότερα”, λέει ο Μηνάς Βακόλας απ’ τις εκδόσεις Κέδρος/Έσοπτρον. Δεν πέφτουμε κι απ΄τα σύννεφα, δυστυχώς. Κάπου εδώ όμως, σταματούν ως ένα βαθμό τα άσχημα νέα.

 

Εννοείται ότι έχει περιοριστεί η κίνηση, το βιβλίο άλλωστε δεν είναι ένα είδος πρώτης ανάγκης, κακά τα ψέμματα, κάποιος θα προτιμήσει να πάει στο σούπερ μάρκετ, παρά να επενδύσει σ’ ένα βιβλίο. Οι πραγματικοί αναγνώστες βέβαια, αυτοί που ζουν απ’ το βιβλίο, εξακολουθούν να διαβάζουν, όμως σίγουρα όχι όσο παλαιότερα, είναι πια μια πολυτέλεια

, προσφέρει μια αχτίδα αισιοδοξίας η Άννα Κωσταντάνγκα, απ’ το βιβλιοπωλείου του Ιανού. “Τα τελευταία χρόνια η οικονομική κατάσταση χειροτερεύει, αλλά το ενδιαφέρον του κόσμου για το βιβλίο μεγαλώνει. Έχουν υπάρξει αξιόλογοι εκδοτικοί οίκοι που βγάζουν βιβλία παρά την κρίση και τη γενικότερη κατάσταση και παρατηρείται μια ποιοτική παραγωγή, και στα λογοτεχνικά και στα δοκίμια”, σημειώνει ο Οδυσσέας Κυριόπουλος απ’ το βιβλιοπωλείο Έναστρον, με τον Πολύκαρπο Νικολόπουλο της Εστίας να συνεχίζει στον ίδιο τόνο: “Σαφώς και υπάρχει διαφορά, αλλά απ’ την άλλη συνεχίζει και υπάρχει η αγάπη του βιβλιόφιλου. Διαφορά υπάρχει σε όλα, όμως συναντάω ακόμη κόσμο που όχι μόνο αγοράζει βιβλία, αλλά του αρέσει να επισκέπτεται βιβλιοπωλεία, να πιάνει κουβέντα με τον βιβλιοπώλη αλλά και με κόσμο που δεν γνωρίζει”.

 

Τώρα που πήραμε μια εικόνα της επικρατούσας κατάστασης, μπορούμε να αναζητήσουμε και τις αιτίες αυτής της πτώσης. Τα ρίχνουμε όλα στην άτιμη την κρίση και έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο;

Με τα νέα οικονομικά δεδομένα, άτομα τα οποία μπορεί μέσα στο μήνα να αγοράζαν 4 και 5 βιβλία, τώρα έχουν περιοριστεί πάρα πολύ και κυνηγάνε το μπαζάρ”, περιγράφει η κυρία Καπώνη, βάζοντας και αυτόν τον παράγοντα στο παιχνίδι, δηλαδή τον φτηνό ανταγωνισμό. Δεν είναι όμως όλα ρόδινα στον κόσμο των μπαζάρ όπως μας περιγράφει ο Οδυσσέας Κυριόπουλος: “Το μπαζάρ είναι πολύ δημοφιλές, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα βρεις ποιοτικό βιβλίο. Θα βρεις ας πούμε τη Δίκη του Κάφκα, δεν θα τη βρεις όμως στη μετάφραση τη σωστή του Κέδρου. Γίνεται χαμός πάντως και λογικό είναι, όταν μπορείς να βρεις ένα βιβλίο με 2 και 3 ευρώ”.

Έχει συμβεί μια κρίση. Έχουν ξεπηδήσει παντού καταστήματα με μπαζάρ βιβλίων. Το 2012 η αγορά του βιβλίου μειώθηκε κατά 50%. Οι εκδότες αδειάζουν τις αποθήκες τους από αζήτητα καλά παλαιότερα βιβλία για να μην τα πολτοποιήσουν

, είχε εξηγήσει το φαινόμενο σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Αργύρης Καστανιώτης.

 

Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι πέρα από την κρίση, μπήκαν στη ζωή μας τα μπαζάρ δεν υπάρχει η ενιαία τιμή του βιβλίου πλέον και πολλά ακόμη που χρειάζονται ώρες ανάλυσης. Κύριος λόγος όμως είναι η κρίση και το γεγονός ότι δεν έγιναν πράγματα για να βοηθηθεί ο χώρος του βιβλίου, από το κράτος”, σύμφωνα με την κυρία Μαλικιώση, μια άποψη που βρίσκει σύμφωνο και τον Νίκο Βενιέρη απ’ την Πολιτεία: “Tο βιβλίο ήταν πάντα σε μεγάλη εξάρτηση με το κράτος και το δημόσιο, βιβλία εκπαιδευτικά, πανεπιστημιακά, βιβλιοθήκες, οπότε οτιδήποτε αφορά την αδυναμία ρευστότητας εκ μέρους της κεντρικής διοίκησης, αυτό επηρεάζει όλους τους προμηθευτές του δημοσίου”. Μόνο που ο κύριος Βενιέρης, βάζει στο παιχνίδι κι ακόμη έναν παράγοντα: “Το άλλο κομμάτι, έχει να κάνει με τα οργανικά προβλήματα, θέματα κακοδιαχείρισης, κακής οργάνωσης των εκδοτών και των βιβλιοπωλείων”.

Να που τελικά, ίσως να μην πρέπει να τα ρίξουμε όλα στην κρίση, ειδικά, για το λουκέτο καταστημάτων αλυσίδων.

Ερώτημα δεύτερο: Τι έκαναν λάθος οι αλυσίδες;

 

Η άποψη του Νίκου Βενιέρη αποτελεί την ιδανική πάσα για να βάλουμε στη συζήτηση τις μεγάλες αλυσίδες. Ο Ελευθερουδάκης δεν αποτελεί άλλωστε τη μοναδική περίπτωση αλυσίδας που αντιμετωπίζει προβλήματα τα τελευταία χρόνια, αφού μόλις πριν λίγες εβδομάδες έκλεισε και το κατάστημα του Παπασωτηρίου επί της Πανεπιστημίου (μήπως φταίει ο δρόμος τελικά;).

Ο Ελευθερουδάκης ήταν σε κρίση εδώ και πολλά χρόνια, δεν συνέβη σήμερα όλο αυτό, σήμερα έπεσαν απλά οι τίτλοι τέλους, ενώ και βιβλιοπωλεία όπως η Εστία κι ο Παπασωτηρίου πέρασαν μια κρίση. Όσοι αποφάσισαν να δουλέψουν πιο μαζεμένα και πιο οργανωμένα, είχαν κι έχουν μεγαλύτερη αντοχή. Τώρα, αν διαλυθεί μια χώρα ολόκληρη, προφανώς θα διαλυθούν και τα βιβλιοπωλεία κι οι εκδοτικοί οίκοι. Προς το παρόν πάντως, βιβλιοπωλεία όπως η Πολιτεία που προσπαθούν να προσεγγίσουν τις αναγνωστικές κι οικονομικές ανάγκες του κοινού, ανταποκρίνονται πιο καλά στις σημερινές συνθήκες”, μας εξηγεί, με την κυρία Κωσταντάνγκα του Ιανού να συμπληρώνει: “Μεγαλύτερα ανοίγματα φέρνουν και μεγαλύτερα ρίσκα”.

Όσο για τον κύριο Νικολόπουλο, τα πράγματα μπορούν να είναι ακόμα λίγο ρομαντικά: “To μικρό βιβλιοπωλείο χτίζει την ανθρώπινη επαφή, αλλά και την βιβλιοπωλική. Ένα γενικό μικρό βιβλιοπωλείο κρίνεται από αυτά που εκτιμά για να πρωθήσει κι έχει και τη μεγαλύτερη ευχέρεια πάνω σε αυτό το κομμάτι. Ένα μεγάλο γενικό βιβλιοπωλείο αν και σου δίνει την αίσθηση πως αυτό θα το πετύχει ευκολότερα επειδή είναι πιο μεγάλο, το χάνει λίγο”.

Η ρομαντική αντιμετώπιση απέναντι στα μικρά βιβλιοπωλεία, σε συνδυασμό με τα ανοίγματα των μεγαλύτερων βιβλιοπωλείων, είναι απόψεις που ασπάζεται και ο Οδυσσέας Κυριόπουλος: “Ανοίχτηκε αρκετά η αγορά, γίναμε κάποιες επενδύσεις που δεν τις άντεξε η αγορά, ούτε γινόταν να τις στηρίξει ο αναγνώστης, οπότε πήγε λίγο αλυσίδα το πράγμα. Τα βιβλιοπωλεία λοιπόν που πάνε καλά και κρατάνε είναι αυτά που δεν ανοίχτηκαν πολύ και φυσικά έχουν κι ένα όνομα, όπως η Πολιτεία, η Πρωτοπορία, που διατηρούνται σε κλειστές καταστάσεις, χωρίς υποκαταστήματα. Όχι ότι αυτό είναι απαραίτητα κακό, αλίμονο, όσα βιβλιοπωλεία ανοίγουν καλό είναι. Υπάρχει ήδη πελατεία που εμπιστεύεται τα μικρότερα βιβλιοπωλεία, δεν θέλουν να πάνε σ’ ένα χαοτικό βιβλιοπωλείο που δεν θα ξέρουν πού να κοιτάξουν. Μπορεί να υπάρχει μικρότερη γκάμα σε εμάς, αλλά μας εμπιστεύονται, μας ρωτάνε τι προτείνουν, το διαβάζουν”.

Στο δεύτερο ερώτημα, η απάντηση μοιάζει αρκετά σαφής και ξεκάθαρη: οι αλυσίδες την πλήρωσαν, όχι φυσικά επειδή ήταν αλυσίδες, όσο επειδή ανοίχτηκαν χωρίς συγκεκριμένο πλάνο και οργάνωση, δίχως δηλαδή να βάλουν σε πρώτο πλάνο τις ανάγκες του αναγνώστη.

Ερώτημα τρίτο: Τι διαβάζει ο κόσμος;

 

Ο κόσμος διαβάζει λιγότερο, αυτό είναι φανερό και επιβεβαιώθηκε απ’ όλες τις πλευρές, όμως συνεχίζει και διαβάζει. Τι είδους βιβλία προτιμάει όμως το αναγνωστικό κοινό των τελευταίων ετών;

 

Εξαρτάται απ’ το βιβλιοπωλείο, διότι το κάθε βιβλιοπωλείο έχει και μια ταυτότητα, θεωρώ όμως ότι πιο δημοφιλής είναι η λογοτεχνία, αλλά και τα παιδικά βιβλία, ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά. Στο δικό μας βιβλιοπωλείο βέβαια κινείται πολύ και το πολιτικό βιβλίο”, σύμφωνα με την κυρία Μαλικιώση. Ο παράγοντας κρίση δεν επηρεάζει μόνο το πόσο διαβάζουμε, αλλά και το τι διαβάζουμε.

Σταθερά πρώτα μένουν τα μυθιστορήματα, τα βιβλία λογοτεχνίας, ιδιαίτερα ξένων συγγραφέων. Το δοκίμιο επίσης έχει μια στροφή στα θέματα της κρίσης, μια θεματολογία σχετική με τα οικονομικά και τον τρόπο που οδηγήθηκε εδώ η χώρα μας. Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι πωλήσεις των παιδικών βιβλίων”, περιγράφει η κυρία Κωνσταντάνγκα του Ιανού, για να υπερθεματίσει ο Νίκος Βενιέρης:

Συγκυριακά, είναι τα βιβλία που έχουν να κάνουν με ζητήματα κρίσης, κοινωνικής πολιτικής, οικονομίας, αυτά δηλαδή που προσεγγίζουν, μερικές φορές ίσως και κάπως επιδερμικά, ένα πολύ μεγάλο κοινωνικό γεγονός. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι λοιπόν καινούριων βιβλίων αφορά αυτή τη θεματολογία, αν και σιγά-σιγά μαζεύεται αυτό, η μεγάλη έξαρση παρατηρήθηκε την προηγούμενη τριετία. Σε πρώτο πλάνο, ακόμα και σε περιόδους κρίσης, παραμένει φυσικά κι η λογοτεχνία, τόσο ξένη όσο κι ελληνική, διότι ο κόσμος προσεγγίζει μέσα απ’ τη λογοτεχνία προβλήματα και σκέψεις του.

 

Στον ίδιο τόνο,  και ο Οδυσσέας Κυριόπουλος: “Τον τελευταίο καιρό ο κόσμος έχει στραφεί κυρίως προς τα δοκίμια, φιλοσοφικά, οικονομικά, κάποια ψυχολογικά βιβλία. Αυτό φυσικά που παραμένει κλασικό είναι η λογοτεχνία, ξένη και ελληνική, που βρίσκεται σταθερά στην κορυφή”.

Λογοτεχνία και βιβλία για την κρίση με λίγα λόγια, με τα πιο εξειδικευμένα βιβλιοπωλεία όπως αυτό των εκδόσεων Κέδρος και Διόπτρα, απλώς να επιβεβαιώνουν τον κανόνα:

Κέδρος: Επειδή είμαστε λίγο πιο επιστημονικής φύσης, παίρνουν από εμάς τα βιβλία που γνωρίζουν, έχουμε και κάποιους συνδρομητές για τα περιοδικά που βγάζει ο οίκος. Κλασική λογοτεχνία δεν την πολυπροτιμούν, απ’ αυτά έχουμε λίγες πωλήσεις, τουλάχιστον εδώ”.

 

Διόπτρα:Κυρίως μυθιστορήματα, αλλά ο κόσμος έχει αρχίσει και στρέφεται πολύ και στην εναλλακτική ιατρική και μου κάνει εντύπωση ότι έχουν αρχίσει και νέοι άνθρωποι να στρέφονται προς αυτή την κατηγορία. Επίσης, πολύ δημοφιλή είναι και τα βιβλία ψυχολογίας και εσωτερικής αναζήτησης”.

 

Αν στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση ήταν σαφής, σε αυτό το ερώτημα ήταν αναμενόμενη. Ακόμη και για τα βιβλία ψυχολογίας, υπάρχει εξήγηση κι είναι η ίδια που ωθεί τους αναγνώστες προς τα οικονομικά και τα πολιτικά βιβλία.

Ερώτημα τέταρτο: Ο νέος κόσμος διαβάζει ή έχει παραδοθεί αμαχητί στο ίντερνετ;

 

Δεν διαβάζουν πια οι νέοι”, “Όλη μέρα στο ίντερνετ τη βγάζουν”, “Το ηλεκτρονικό βιβλίο είναι η μόνη περίπτωση να διαβάσουν”. Ατάκες που ακούς και διαβάζεις συνέχεια και όπως γίνεται συνήθως με τέτοιους αφορισμούς, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.

Για τον κύριο Βενιέρη, τα πράγματα δεν μοιάζουν τόσο ρόδινα: “Οι νέοι δεν έρχονται και τόσο. Η παντοδυναμία του διαδικτύου έχει θριαμβεύσει. Παίρνει μια έτοιμη πληροφορία την οποία δεν χρειάζεται πια να ψάξει τόσο στα βιβλία, στοχεύει και παίρνει ακριβώς αυτό που θέλει. Το βιβλίο απαιτεί μια πιο ενεργητική συμμετοχή, αλλά και χρόνο. Αν δεν είσαι διατεθειμένος να δώσεις χρόνο στο να διαβάσεις, δεν θα το κάνεις ποτέ. Όταν το ζητούμενο είναι η ταχύτητα κι η επεξεργασμένη πληροφορία, ανεξάρτητα του ποιος τη διαχειρίζεται, τότε σου έρχεται απόλυτα έτοιμη. Δυστυχώς και το εκπαιδευτικό σύστημα δεν προωθεί την ανάγνωση, κι όταν το κάνει το πράττει τόσο στραβά και προσχηματικά που κατορθώνει το αντίθετο”.

 

Το ίδιο, και για την κυρία Κωσταντάνγκα: “Οι δικοί μας πελάτες τουλάχιστον είναι μεγαλύτερης ηλικίας, όμως νομίζω πως έτσι είναι η κατάσταση και γενικότερα. Οι ηλικίες αυτές είναι περισσότερο ηλικίες του ίντερνετ, ηλικίες δηλαδή όπου κάθε απορία θα τη λύσουν σ’ έναν υπολογιστή. Είναι όμως ένας λόγος και το οικονομικό, αρκετά νέα παιδιά δεν έχουν δουλειά, δεν θα δώσουν τόσο προτεραιότητα στην αγορά ενός βιβλίου”. Αλλά και για την κυρία Μαλικιώση:

Ο νέος κόσμος δεν αγοράζει βιβλία ιδιαίτερα, προτιμάει το ίντερνετ ή να κατεβάσει ένα e-book, άλλωστε ας μην ξεχνάμε πως και τα οικονομικά των νέων είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Θα προτιμήσουν λοιπόν να τρέξουν στην πληροφορία με άλλους τρόπους, παρά να αγοράσουν ένα βιβλίο.

 

Ίντερνετ εναντίον βιβλίου, άσος από ημίχρονο, όμως το βιβλίο δεν τα παρατάει έτσι εύκολα. Η άποψη του κυρίου Κυριόπουλου, προσφέρει ένα χαμόγελο: “Έρχεται νέος κόσμος, ρίχνει ματιές, τσεκάρει, ενδιαφέρεται κυρίως για κλασική λογοτεχνία, ξένους κλασικούς κατά κύριο λόγο” και την μαρτυρία της κυρίας Καπώνη να το ενισχύει: “Έρχεται νέος κόσμος, αγοράζει βιβλία. Δεν ξέρω τι γίνεται σε άλλες χώρες, γενικά πάντως δεν θεωρώ ότι δεν διαβάζουν οι Έλληνες”. Και το ίντερνετ, δεν έχει κλέψει όλο το χρόνο των νέων τελικά; Υπάρχει τελικά και διαφορετική χρήση του: “Για κάποιον που ψάχνεται για βιβλία, το ίντερνετ βοηθάει πάρα πολύ στην ενημέρωσή του. Άλλωστε έχουν ανέβει πολύ κι οι αγορές μέσω ίντερνετ”. Μια γνώμη που συμμερίζεται κι ο Πολύκαρπος Νικολόπουλος:

Βλέπω νέο κόσμο κι όχι μόνο εδώ, και σε άλλα βιβλιοπωλεία. Φοιτητές που ψάχνονται με έρευνες και μελέτες για την ελληνική λογοτεχνία, για τη γενιά του ‘30, αναζητούν υλικό πάνω στην ιστορία και την πολιτική, όπως οι τόμοι του Σβολόπουλου, όχι από ανάγκη αποκλειστικά στα πλαίσια μιας εργασίας, αλλά και από καθαρό ενδιαφέρον να μάθουν περισσότερα πράγματα. Αλλά και νέους που διαβάζουν Παπαδιαμάντη ας πούμε. Το ίντερνετ σε βοηθάει πάρα πολύ σε πολλά πράγματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σταμάτησε να μας βοηθάει το βιβλίο, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το βιβλίο βοηθάει το ίδιο με πριν, ίσως και περισσότερο διότι σήμερα βγαίνουν μεταφράσεις που παλαιότερα δεν τις είχαμε”.

Υπάρχουν και αυτοί που ονομάζω ‘επαγγελματίες αναγνώστες’. Αυτοί που όχι μόνο αφιερώνουν χρόνο απ’ τη ζωή τους στην ανάγνωση (διαβάζουν κατά μέσο όρο 10 βιβλία το μήνα), αλλά και στο να διαλέξουν ποιον θα διαβάσουν, να ανταλλάξουν συμβουλές μεταξύ τους και να τρέξουν τα βιβλιοφιλικά τους blogs. Δεν θεωρώ πως είναι πάνω από 3.000, αλλά αυτοί αποτελούν τον πυρήνα του αναγνωστικού μας κοινού. Με το διαδίκτυο έχουμε γνωριστεί με αρκετούς από αυτούς και έχουμε και επαφές”, είχε αναφέρει κι ο κύριος Καστανιώτης, ενισχύοντας τα οφέλη του ίντερνετ προς το αναγνωστικό κοινό. Όσο για τα e-books, στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν δείχνουν προς το παρόν να απειλούν τα παραδοσιακά βιβλία:

Βιβή Καπώνη: “Το e-book δεν θεωρώ ότι είναι πολύ αναπτυγμένο, ακόμα τουλάχιστον, έχουμε μάθει στο κλασικό βιβλίο”

Άννα Κωσταντάνγκα: “Στην Ελλάδα τα e-books δεν είναι τόσο διαδεδομένα, όχι ακόμα τουλάχιστον”.

Μηνάς Βακόλας: “Κι εγώ περισσότερο μπαίνω στο ίντερνετ και λιγότερο διαβάζω. Αν θέλω όμως να διαβάσω βιβλίο παίρνω το κανονικό”.

Με λίγα λόγια, προσπαθώντας να βγει ένα συμπέρασμα, θα έλεγα πως σημαντικό ποσοστό των νέων προτιμάει να ξοδεύει χρόνο στο ίντερνετ, παρά να διαβάσει ένα βιβλίο, όμως απ΄ αυτό, μέχρι να φτάνουμε στο μηδενιστικό “οι νέοι δεν διαβάζουν πια”, κάνουμε ένα τεράστιο άλμα λογικής.

 

Ίσως στο μέλλον συμβεί, όμως σήμερα αυτός ο αφορισμός μοιάζει υπερβολικός και πρόωρος. Ας κρατήσουμε απλά ότι οι νέοι διαβάζουν λιγότερο, με το ίντερνετ, την προβληματική Παιδεία αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες να παίζουν το ρόλο τους, και τη θετική παρατήρηση πως το παιδικό βιβλίο πουλάει. Αν πουλάει επειδή τα αγοράζουν οι γονείς βέβαια και τελικά παραμένουν άθικτα στα ράφια, αυτό είναι κάτι που δεν μπορούν να το δείξουν οι αριθμοί.

Ερώτημα πέμπτο: Τι μπορεί ρεαλιστικά να αλλάξει και πού βαδίζει το βιβλίο;

 

Η κίνηση στην αγορά του βιβλίου έχει πέσει, αυτό είναι κάτι που δυστυχώς δεν είναι διαπραγματεύσιμο και δεν το αρνήθηκε κανείς. Σε κάποια βιβλιοπωλεία η κατάσταση είναι πιο δύσκολη, κάποια άλλα έχουν βρει τον τρόπο να κρατήσουν το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού τους κοινού. Με ποιον τρόπο μπορεί αλήθεια ένα βιβλιοπωλείο να πείσει τον κόσμο που δεν ανήκει στους φανατικούς αναγνώστες να περάσει τις πόρτες του;

Πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που διαφημίζεται το βιβλίο, όχι μόνο από εμάς στα βιβλιοπωλεία, να μπει στο σπίτι του κόσμου”, μας λέει ο Μηνάς Βακόλας, με την κυρία Κωσταντάνγκα να σχολιάζει: “Το βιβλιοπωλείο πρέπει να ανοιχτεί στο κοινό, αντί να περιμένεις ένα νέο παιδί να μπει μέσα, φέρ’ το εσύ μέσα, με επισκέψεις σχολείων ας πούμε, μια ξενάγηση, να καταλάβουν πώς γίνεται κι η δική μας δουλειά, πώς τιμολογούνται, πώς ταξινομούνται, ακόμη και πώς φτιάχνονται τα βιβλία. Διάθεση να υπάρχει κι όλα γίνονται”.

 

Όσο για τον Πολύκαρπο Νικολόπουλο της Εστίας, φέρνει στην επιφάνεια το θέμα της ενιαίας τιμής που ανέφερε πιο πάνω κι η κυρία Μαλικιώση:

Η ενιαία τιμή του βιβλίου πρέπει να γυρίσει, είναι κάτι που θα βοηθήσει και τους εκδότες και τους βιβλιοπώλεις για να συνεχίσει να υπάρχει αυτή η αγάπη προς το βιβλίο. Καλά βιβλία βγαίνουν, πρέπει να υπάρχει όμως και μια οικονομική διευκόλυνση για να είναι πιο προσιτά.

 

Οικονομικές διευκολύνσεις, διαφήμιση, βιβλιοπωλεία ανοιχτά στον κόσμο, είναι κάποιες απ΄ τις προτάσεις. Οι άνθρωποι που εργάζονται και ζούνε μέσα στα βιβλιοπωλεία, είναι αισιόδοξοι για την επόμενη μέρα; Ευτυχώς, οι περισσότεροι βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο.

Είμαι αισιόδοξος, ότι τα μικρά βιβλιοπωλεία θα διατηρηθούν. Αν κάνουν σωστές επιλογές με βάση τα πιστεύω τους, θα μπορέσουν να αντέξουν. Θα ισορροπήσει η κατάσταση, τώρα αν θα βελτιωθεί κιόλας, δύσκολο”, προβλέπει ο Οδυσσέας Κυριόπουλος. Ο ρομαντικός της παρέας μας, Πολύκαρπος Νικολόπουλος, δεν θα μπορούσε φυσικά να είναι απαισιόδοξος:

Δεν πρέπει να χάσουμε, οι εκδότες κι οι βιβλιοπώλεις την αισιοδοξία μας. Βγαίνουν αρκετά και καλά βιβλία και πρέπει να συνεχίσουμε να ελπίζουμε σε αυτό. Ο κόσμος δεν μπορεί να φύγει εύκολα απ’ τα βιβλία, ακόμα κι αν κάνει ένα διάλειμμα, σ’ αυτό θα γυρίσει.

Αισιόδοξη παραμένει κι η Άννα Κωσταντάνγκα: “Όσο βλέπω παιδάκια εδώ μέσα παραμένω αισιόδοξη. Κάτι θα αλλάξει, κάτι θα κερδίσουμε”.

 

“Πιστεύω πως επειδή ο κόσμος πάντα διάβαζε βιβλία, δεν φοβάμαι ότι υπάρχει περίπτωση να κλείσουν όλα, αλίμονο, απλά ίσως πέσει η δουλειά”, εκτιμά ο Μηνάς Βακόλας. Κάπου στη μέση, η πρόβλεψη του Νίκου Βενιέρη: “Περισσότερο έχει να κάνει με το αν είναι αισιόδοξος κανείς για τα όσα συμβαίνουν στη χώρα αλλά και τον κόσμο γενικότερα. Οι τελευταίες εικόνες που μπαίνουν στα σπίτια μας απ’ τα ΜΜΕ δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Πάντα όμως θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θέλουν να μάθουν, να επικοινωνήσουν, να αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα στο χρόνο, ένα βιβλίο αυτό το καταφέρνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με ένα άρθρο στο διαδίκτυο. Με την έννοια αυτή, το βιβλίο πάντα θα έχει ένα ειδικό βάρος, όμως δεν θα είναι τόσο μεγάλο όσο φανταζόμασταν ότι θα είναι η ανάγκη των ανθρώπων να μάθουν και να επικοινωνήσουν”. Όσο για τους τελείως απαισιόδοξους της παρέας:

Τελείως απαισιόδοξη είμαι, με μια κουβέντα, γιατί δεν ξέρω αν μπορεί να αντιστραφεί η κατάσταση αυτή τη στιγμή στο χώρο του βιβλίου όπως έχει έρθει η χώρα. Κι η χώρα είναι έτσι πολλά χρόνια. Προς το παρόν λοιπόν, είμαι απαισιόδοξη κι ελπίζω να με διαψεύσει η ιστορία

, απαντά η κυρία Μαλικιώση. Είτε είναι λοιπόν κανείς αισιόδοξος, είτε όχι, ένα πράγμα είναι παραπάνω από σαφές: η κατάσταση στο χώρο του βιβλίου, είναι αλληλένδετη με τη γενικότερη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα.

Το συμπέρασμα: Να οργανωθούμε ρε παιδιά

 

7 διαφορετικοί άνθρωποι, 7 διαφορετικά βιβλιοπωλεία, ευτυχώς όμως, όχι και 7 διαφορετικές απόψεις. Η κίνηση είναι πεσμένη την τελευταία πενταετία, με παράγοντες όπως την οικονομική κρίση (στο μεγαλύτερο βαθμό), την εξάρτηση απ’ το κράτος και την κακοδιαχείριση, να παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτό. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, μεγάλες αλυσίδες επιχείρησαν ανοίγματα δίχως συγκεκριμένο πλάνο, τα οποία απέβησαν μοιραία.

Παρ’ όλες τις δυσκολίες, το βιβλιόφιλο κοινό συνεχίζει να υπάρχει και να εμφανίζεται αρκετά δυναμικό, διαβάζοντας σταθερά μυθιστορήματα αλλά και βιβλία που σχετίζονται με τις παρούσες συνθήκες τις οποίες βιώνει η χώρα μας.

 

Η οικονομική κρίση αποτελεί την αιτία που κι ο νέος κόσμος έχει στρέψει την προσοχή του μακριά απ’ τα βιβλία, όμως φαίνεται να έρχεται δεύτερη, πίσω απ’ το ίντερνετ και την εξάρτηση με την γρήγορη κι εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία. Τα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος, παίζουν φυσικά το δικό τους ρόλο.

Απέναντι σ’ αυτές τις συνθήκες, τα βιβλιοπωλεία οφείλουν να βρουν τρόπους να προσελκύσουν τον κόσμο στους χώρους τους, καθιστώντας το προϊόν τους μεταξύ άλλων και πιο προσιτό οικονομικά. 

Θα κλείσω με μια προσωπική εκτίμηση: οι άνθρωποι που ζουν καθημερινά το χώρο, δήλωσαν ως επί το πλείστον αισιόδοξοι για το μέλλον του βιβλίου, το οποίο φυσικά συνδέεται άρρηκτα με το μέλλον των βιβλιοπωλείων. Η μέρα που το βιβλίο θα χάσει τη δυναμική του, μοιάζει να αργεί ακόμα, ενώ κι η παραγωγή νέων βιβλίων είναι άκρως ποιοτική.

Συνεπώς, για να αντέξει ένα βιβλιοπωλείο, οφείλει να βάλει σε πρώτο πλάνο τον πελάτη του. Να κοιτάξει να προσελκύσει αλλά και να δημιουργήσει μια σχέση με το κοινό που ακόμη αγαπάει το διάβασμα, δημιουργώντας ένα φιλόξενο και ‘μαζεμένο’ περιβάλλον. Παραδείγματα με χαοτικά βιβλιοπωλεία που ανοίχτηκαν χωρίς να έχουν σε πρώτο πλάνο το αναγνωστικό κοινό, απέτυχαν παταγωδώς. Προφανώς, κανείς δεν ζητάει από ένα βιβλιοπωλείο να βρει τη λύση στα προβλήματα της παιδείας ή στην παντοδυναμία του ίντερνετ.

Ωστόσο, ένα βιβλιοπωλείο με συγκεκριμένη στόχευση, έχει ακόμη πολλά να δώσει, ειδικά όσο λαμβάνουμε θετικά μηνύματα απ’ τα παιδιά που δείχνουν να αγαπάνε ιδιαίτερα τα βιβλία. Η μέρα που το βιβλίο θα πεθάνει, δείχνει να αργεί πολύ, πάρα πολύ.