OPINIONS

Ήξερες εσύ ότι το Κυπριακό στην πράξη, λύνεται με βαρέλια;

Μία δημοσιογράφος του ONEMAN βρέθηκε για επτά ώρες στην Κύπρο και για επτά λεπτά στα κατεχόμενα και γύρισε με απορίες και ενοχές.

Το πρώτο σφίξιμο στο στομάχι, το ένιωσα όταν ήμασταν πλέον στον αέρα. Πρέπει να είχαμε ήδη περάσει τη Ρόδο, όταν τα καρότσια με τα κρουασανάκια που μυρίζουν ψημένο τοστ και πορτοκαλάδα πλησίασαν προς το μέρος μου. Δεν κατέβαινε μπουκιά. Περιττό που το γράφω αλλά είμαι από τους τελευταίους ανθρώπους στον κόσμο που θα άφηναν κάτι τόσο λαχταριστό (έτσι φαινόταν τουλάχιστον) ανέγγιχτο. Δεν μπορούσα όμως με τίποτα να σκεφτώ το φαΐ. Κάτι με ενοχλούσε. Στην αρχή, σκέφτηκα το προφανές και τα έριξα όλα στην κούραση και την αϋπνία. Από τις 6 το πρωί περιπλανιόμουν μεταξύ δύο χωρών, Ελλάδας και Κύπρου.

Ή μήπως έπρεπε να πω Ελλάδας και Τουρκίας;

Ζήτησα λίγο νερό και κάθισα όσο πιο πίσω γίνεται στην αεροπορική θέση. Κοίταξα έξω από το παράθυρο, σκοτάδι. Ένιωθα εγκλωβισμένη αλλά όχι με την έννοια της κρίσης πανικού. Ήταν σαν κάτι να είχε μπει στις σκέψεις μου και με φασιστικές διαδικασίες τις εξανάγκαζε να σκεφτούν ένα θέμα που χρόνια τώρα εσκεμμένα ή μη, απέφευγα.

Η εύκολη απάντηση στο ‘γιατί το έκανα’ έχει να κάνει με το γνωστό και ως σχόλιο του καναπέ: Δεν ασχολήθηκα ποτέ σοβαρά με το κυπριακό γιατί κακώς και καθόλου καλώς, ένιωθα ότι δεν με αφορά. Η πιο σωστή λέξη εδώ είναι το επηρεάζει. Αλλά ο καναπές ως γνωστόν έχει πιο βαρύγδουπες ατάκες. Η δύσκολη απάντηση έχει να κάνει με το φόβο ότι μπορεί να δω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι αυτό που συμβαίνει. Θα μου πεις, γιατί αυτοί που μπορούν κάνουν; Ειλικρινά είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που θα ήθελα να μου απαντήσει κάποιος εμπεριστατωμένα πάνω σε αυτήν την ερώτηση.

 

Όταν βρέθηκα στην Λευκωσία και κάθισα σε ένα καφέ που το χώριζαν μερικά μεγάλα βαρέλια από τα κατεχόμενα, ντράπηκα για τον εαυτό μου που όταν άκουσα την ατάκα ότι ο Τσακ Νόρις μπορεί να λύσει το κυπριακό, γέλασα. Κοκκίνισα, για την ακρίβεια. Τόσο από ντροπή όσο και από θυμό. Θα μου πεις, από πού και ως πού πιάνω εγώ ένα ‘τέτοιο’ ζήτημα και μιλάω για ‘τέτοια’ συναισθήματα όταν έχω περάσει 27 χρόνια σιωπής και αδιαφορίας. Καμία δεν είμαι. Γι αυτό θα σταματήσω εδώ, θα αφήσω το λόγο τους ειδήμονες και θα χαρίσω τις εικόνες που ακολουθούν σε όλους εκείνους που όπως εγώ, δεν είχαν την επιθυμία ή μάλλον την ευκαιρία να κάνουν μία μεγάλη βόλτα στη Λευκωσία, μία Παρασκευή του Νοέμβρη.

Μία βουτιά

Προσγειώθηκα στη Λάρνακα με ένα πουλόβερ, μία εσάρπα και το παλτό μου. Αν έχεις δει Είσαι το Ταίρι μου και θυμάσαι τη σκηνή με το Γρηγόρη όταν προσγειώνεται στην Αυστραλία με το κοντομάνικο, κάντο μία τούμπα και σκέψου εμένα στο αντίστροφο. Είχε 28 βαθμούς και όπως με πληροφόρησε ο οικογενειακός φίλος και ξεναγός μας, εκεί ακόμα έκαναν μπάνιο. Νοέμβρης, να επαναλάβω. Μου φάνηκε υπέροχο.

 

Πήραμε το αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε προς τη Λευκωσία. Σε όλο το δρόμο στοιχημάτιζα ότι θα τρακάρουμε. Το αριστερό τιμόνι ήταν που με μπέρδευε. Και οι πλατείες. Καλά αυτό που έμπαιναν όλοι ανάποδα μου φαινόταν τόσο μεθυσμένο που δεν μπορούσα με τίποτα να το συνηθίσω. Φτάσαμε σε ένα πάρκινγκ που αντί για αυτοκίνητα είχε πολύ κόσμο. Άνθρωποι με μακριούς χιτώνες έμπαιναν και έβγαιναν σε ένα κτίριο. Κοίταξα ψηλά, ήταν το Τζαμί. Αν είχαμε χρόνο, θα μπορούσα να μπω αρκεί να βγάλω τα παπούτσια μου. Το αφήσαμε για την επιστροφή από τη βόλτα στην παλιά πόλη.

Σε αυτό το σημείο θέλω να παραλλάξω κάπως τα λεγόμενα του Βενιαμίν Φραγκλίνου και να πω ότι δεν πρέπει να αναβάλλεις για αργότερα κάτι που μπορείς να κάνεις τώρα.

Μία εξομολόγηση

Ο ξεναγός μας (βάζω στοίχημα ότι γελάει τώρα που τον αποκαλώ έτσι) πρέπει να κατάλαβε ότι στεναχωρήθηκα που δεν μπήκα στο Τζαμί γι αυτό αποφάσισε να με ανταμείψει με μία εκκλησία, και το ναό της Φανερωμένης.

Λίγα μέτρα πριν, συνάντησα αυτό το γκράφιτι.

 

Εκεί, ήρθα αντιμέτωπη με κάτι που δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου. Βαδίζοντας προς το εσωτερικό του ναού είδα έναν Πάτερ να μιλά σιγανά με μία κοπέλα. Καθισμένοι και οι δύο μπροστά από τον άμβωνα μιλούσαν με τέτοια άνεση που μου θύμισαν τις συνεδρίες με την ψυχολόγο μου. Φαντάστηκα ότι γνωρίζονται ή ότι μιλούν για κάποιο θέμα της Ενορίας. Πίσω από αυτούς, σε απόσταση λίγων μέτρων κάθονταν διάσπαρτοι κάποιοι άλλοι άνθρωποι που μου έκανε εντύπωση το βλέμμα τους. Δεν έδειχναν ότι ήταν εκεί για να προσευχηθούν. Έμοιαζαν λες και περίμεναν κάτι. Όχι ένα θαύμα, κάτι πιο απτό.

Ρώτησα, δεν άντεξα. Περίμεναν να εξομολογηθούν.

Αν δεν κάνει και σε εσένα τότε εντύπωση τότε με συγχωρείς που το γράφω με τέτοιο στόμφο, αλλά σε εμένα έκανε τεράστια. Ίσως ήταν το φιλικό του όλου πράγματος που με παραξένεψε. Ήταν πραγματικά σαν την αναμονή στον καναπέ ενός ψυχολόγου, με τη διαφορά ότι εκεί δεν υπήρχαν βιβλία να χαζέψες όσο περιμένεις αλλά εικόνες.

Δεν το λέω με βλασφημία. Το λέω με πραγματική έκπληξη.

Μερικές μύγες

Στο φαγητό που ακολούθησε ζήτησα χαλούμι. Καθίσαμε σε ένα ταβερνάκι που έμοιαζε με τα ρακομελάδικα του Ψυρρή. Δεν ήταν αυτό που λέμε φίσκα αλλά ούτε και άδειο. Καθίσαμε έξω, από τη μεριά του πεζόδρομου για να χαζεύω τον κόσμο που περνούσε. Ήταν κάθε λογής. Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, μεγάλοι, μικροί. Με τσάντες στην πλάτη μία παρέα παιδιών γυρνούσε από το σχολείο και μιλούσε για τα μαθήματα. Έπιασα κάτι σε ‘αρχαία’ να λένε και να γκρινιάζουν για ένα τεστ.

 

Κάπου είχα ακούσει να λένε ότι οι γυναίκες στην Κύπρο ντύνονται εκκεντρικά ή τέλος πάντων περισσότερο από αυτό που αρμόζει στην περίσταση. Δεν είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω κάτι τέτοιο. Σίγουρα, οι τσάντες που κουβαλούσαν ήταν ακριβές αλλά δεν θα τις χαρακτήριζα τόσο περιποιημένες. Μάλλον βιαστικές. Το είπα στον ξεναγό και εκείνος γέλασε. “Έπρεπε να μείνεις για το βράδυ”, μου είπε. Εκείνη την ώρα σηκωθήκαμε από το τραπέζι. Οι μύγες ήταν τόσες πολλές που είμαι σχεδόν σίγουρη ότι δεν έφαγα μόνο χαλούμι.

 

Μία Δύση

Ο μεγάλος περίπατος ξεκίνησε μετά από εκεί. Περιπλανήθηκα στο δρόμο και με τη μανία τουρίστα φωτογράφιζα καθετί που μου τραβούσε το ενδιαφέρον. Τα μαγαζιά δεν είχαν κάποια τεράστια διαφορά από τα δικά μας, Pull and Bear, Zara, τα κλασικά.

 

Η κίνηση στην περατζάδα ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. “Μα καλά πού είναι όλοι;” Απόρησα, πραγματικά. Δεν ξέρω γιατί αλλά εκείνη την ώρα ένιωσα την πρώτη μελαγχολία.

 

Ίσως γελάσεις αλλά από τη μία ο ζεστός ήλιος (θυμήσου τι φορούσα) από την άλλη η βαριά ατμόσφαιρα για κάποιον λόγο μου ήρθε στο μυαλό ο Ξένος, του Καμί. Και η σκηνή από το Αλγέρι.

 

Η ώρα ήταν τέσσερις παρά όταν ο ξεναγός μας, πρότεινε να πάμε μέχρι τα Κατεχόμενα γιατί “όπου να ναι θα πέσει ο ήλιος”. Θα πέσει; Τι στην ευχή εννοούσε; Δεν ρώτησα. Τον ακολούθησα σιωπηλή. Στο δρόμο προς τα εκεί περάσαμε το Cafe Mercedes τους και μερικά ακόμα μαγαζάκια που πιθανολογώ ότι το βράδυ μαζεύουν το φοιτητόκοσμο της Λευκωσίας. Μερικά βήματα αργότερα, ήμουν μπροστά στο τελωνείο. Ή όπως το λένε. Αν είχα διαβατήριο, θα μπορούσα να περάσω απέναντι.

Ανατρίχιασα.

 

Μερικά βαρέλια

Καθίσαμε σε έναν καφενέ εξαιρετικά γραφικό, παραδίπλα. Πάλι έξω, μέχρι να πέσει ο ήλιος. Πήρα έναν ελληνικό και χάζευα τον τύπο μέσα από τον πάγκο που έφτιαχνε με περισσή τέχνη το φύλλο μίας μπουγάτσας. Ο τρόπος με τον οποίο το πετούσε στον αέρα σαν σεντόνι, ήταν σχεδόν μαγικός.

Παράλληλα έβλεπα τις τηλεοράσεις να παίζουν άηχες. Τα κανάλια και τα δυο, ήταν ελληνικά. Όταν ήρθε ο καφές που ο ξεναγός σχεδόν με πρόσταξε να τον παραγγείλω ως ‘κυπριακό’ και όχι ελληνικό, ο ήλιος σχεδόν μας άφηνε. Έψαξα προς το ηλιοβασίλεμα. Αντ’ αυτού, είδα μερικά βαρέλια. Ήταν μεγάλα και έδειχναν άδεια. “Αυτά μας χωρίζουν από την Τουρκία”, μου είπε.

Τα βαρέλια; Τα βαρέλια.

 

Δεν έχω υστερόγραφο. Παρότι συνηθίζω να βάζω. Δεν έχω λέξεις. Μόνο εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι.